Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 289 - 324 of 763
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Διασωστικά οχήματα
Αγγλικός όρος:
Rescue service vehicles

Μετάφραση: Rescue service vehicles
Ελληνικός όρος:
Διατάξεις αγκύρωσης
Αγγλικός όρος:
Anchor devices

Μετάφραση: Anchor devices
Ελληνικός όρος:
Διατάξεις αναστολής λειτουργίας
Αγγλικός όρος:
Trip devices

Μετάφραση: Trip devices
Ελληνικός όρος:
Διατάξεις απομόνωσης ενέργειας
Αγγλικός όρος:
Energy-isolating devices

Μετάφραση: Energy-isolating devices
Ελληνικός όρος:
Διατάξεις ενδομανδάλωσης
Αγγλικός όρος:
Interlocking devices

Μετάφραση: Interlocking devices
Ελληνικός όρος:
Διατάξεις θέρμανσης με αντίσταση
Αγγλικός όρος:
Resistance heating devices

Μετάφραση: Resistance heating devices
Ελληνικός όρος:
Διάταξη
Αγγλικός όρος:
Configuration

Μετάφραση: Configuration
Ελληνικός όρος:
Διάταξη (διευθέτηση) του γραφείου
Αγγλικός όρος:
Office layout

Μετάφραση: Office layout
Ελληνικός όρος:
Διάταξη ελέγχου με συνεχή ενεργοποίηση
Αγγλικός όρος:
Hold-to run control device

Μετάφραση: Hold-to run control device
Ελληνικός όρος:
Διάταξη εμπλοκής
Αγγλικός όρος:
Clamping device

Μετάφραση: Clamping device
Ελληνικός όρος:
Διάταξη ενεργοποίησης
Αγγλικός όρος:
Enabling device

Μετάφραση: Enabling device
Ελληνικός όρος:
Διάταξη επείγουσας διακοπής
Αγγλικός όρος:
Emergency stop

Μετάφραση: Emergency stop
Ελληνικός όρος:
Διάταξη μηχανικής απομόνωσης
Αγγλικός όρος:
Mechanical restraint device

Μετάφραση: Mechanical restraint device
Ελληνικός όρος:
Διάταξη προστασίας ή προστατευτικό μέτρο
Αγγλικός όρος:
Safeguard

Μετάφραση: Safeguard
Ελληνικός όρος:
Διάταξη σφηνώματος
Αγγλικός όρος:
Pawl device

Μετάφραση: Pawl device
Ελληνικός όρος:
Διαταραχές (επιπτώσεις) στην παραγωγή
Αγγλικός όρος:
Production disturbances

Μετάφραση: Production disturbances
Ελληνικός όρος:
Διαταραχές στο αναπαραγωγικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Reproductive disorders

Μετάφραση: Reproductive disorders
Ελληνικός όρος:
Διαταραχές των άνω άκρων
Αγγλικός όρος:
Upper limb disorders

Μετάφραση: Upper limb disorders
Ελληνικός όρος:
Διαταραχές των κάτω άκρων
Αγγλικός όρος:
Lower limb disorders

Μετάφραση: Lower limb disorders
Ελληνικός όρος:
Διαταραχές ύπνου
Αγγλικός όρος:
Sleep disorders or sleep problems

Μετάφραση: Sleep disorders or sleep problems
Ελληνικός όρος:
Διατηρείστε το δοχείο ερμητικά κλεισμένο σε δροσερό μέρος
Αγγλικός όρος:
Keep container tightly closed in a cool place

Μετάφραση: Keep container tightly closed in a cool place
Ελληνικός όρος:
Διατηρείστε το δοχείο καλά κλεισμένο σε θερμοκρασία που δεν υπερβαίνει τους … οC
Αγγλικός όρος:
Keep container tightly closed and at a temperature not exceeding … 0C

Μετάφραση: Keep container tightly closed and at a temperature not exceeding … 0C
Ελληνικός όρος:
Διατηρείται δροσερό
Αγγλικός όρος:
Keep cool

Μετάφραση: Keep cool
Ελληνικός όρος:
Διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο
Αγγλικός όρος:
Keep only in the original container

Μετάφραση: Keep only in the original container
Ελληνικός όρος:
Διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος μακριά από …
Αγγλικός όρος:
Keep only in the original container in a cool, well-ventilated place away from …

Μετάφραση: Keep only in the original container in a cool, well-ventilated place away from …
Ελληνικός όρος:
Διατηρείται/Φυλάσσεται μακριά από ενδύματα/…/καύσιμα υλικά
Αγγλικός όρος:
Keep/Store away from clothing/…/combustible materials

Μετάφραση: Keep/Store away from clothing/…/combustible materials
Ελληνικός όρος:
Διατήρηση
Αγγλικός όρος:
Keeping

Μετάφραση: Keeping
Ελληνικός όρος:
Διατίθεται στην αγορά
Αγγλικός όρος:
Publicly available, PA

Μετάφραση: Publicly available, PA
Ελληνικός όρος:
Διάτρηση
Αγγλικός όρος:
Penetration

Μετάφραση: Penetration
Ελληνικός όρος:
Διάτρηση ή ήλωση ή σφυρηλάτηση
Αγγλικός όρος:
Puncture, riveting, nailing, needle punching,hammering, forging

Μετάφραση: Puncture, riveting, nailing, needle punching,hammering, forging
Ελληνικός όρος:
Διατρητική σφύρα
Αγγλικός όρος:
Jackhammer

Μετάφραση: Jackhammer
Ελληνικός όρος:
Διατροπικές μονάδες φόρτωσης
Αγγλικός όρος:
Intermodal loading units

Μετάφραση: Intermodal loading units
Ελληνικός όρος:
Διατροφή
Αγγλικός όρος:
Nutrition

Μετάφραση: Nutrition
Ελληνικός όρος:
Διατροφή των ζώων
Αγγλικός όρος:
Animal nutrition

Μετάφραση: Animal nutrition
Ελληνικός όρος:
Διαφάνεια
Αγγλικός όρος:
Transparency

Μετάφραση: Transparency
Ελληνικός όρος:
Διαφανής
Αγγλικός όρος:
Transparent

Μετάφραση: Transparent

Ακολουθήστε μας