Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1 - 36 of 763
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοφορμαμίδιο
Αγγλικός όρος:
Dimethylformamide

Μετάφραση: Dimethylformamide
Ελληνικός όρος:
Δισκοπάθεια
Αγγλικός όρος:
Disc-related disease

Μετάφραση: Disc-related disease
Ελληνικός όρος:
Δισκοπάθειες της ραχιαίας και οσφυϊκής σπονδυλικής στήλης, προκαλούμενες από επανειλημμένες κατακόρυφες δονήσεις ολόκληρου του σώματος
Αγγλικός όρος:
Disc-related diseases of the lumbar vertebral column caused by the repeated vertical effects of whole-body vibration

Μετάφραση: Disc-related diseases of the lumbar vertebral column caused by the repeated vertical effects of whole-body vibration
Ελληνικός όρος:
Δερματικές παθήσεις που προκαλούνται στο εργασιακό περιβάλλον από επιστημονικά αναγνωρισμένες αλλεργιογόνες ή ερεθιστικές ουσίες που δεν καταγράφονται σε άλλες θέσεις
Αγγλικός όρος:
Occupational skin ailments caused by scientifically recognised allergy-provoking or irritative substances not included under other headings

Μετάφραση: Occupational skin ailments caused by scientifically recognised allergy-provoking or irritative substances not included under other headings
Ελληνικός όρος:
Δερματικές παθήσεις
Αγγλικός όρος:
Skin ailments

Μετάφραση: Skin ailments
Ελληνικός όρος:
Δερματικές ασθένειες
Αγγλικός όρος:
Skin diseases

Μετάφραση: Skin diseases
Ελληνικός όρος:
Δισδιάστατη χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Two-dimensional paper chromatography

Μετάφραση: Two-dimensional paper chromatography
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Κώδικας Στερεών Χύδην Φορτίων
Αγγλικός όρος:
International Maritime Solid Bulk Cargoes Code
Μετάφραση: International Maritime Solid Bulk Cargoes Code
Ελληνικός όρος:
Δακρυγόνοι παράγοντες
Αγγλικός όρος:
Lacrimating agents

Μετάφραση: Lacrimating agents
Ελληνικός όρος:
Δακτύλιος
Αγγλικός όρος:
Ring

Μετάφραση: Ring
Ελληνικός όρος:
Δάκτυλο
Αγγλικός όρος:
Finger

Μετάφραση: Finger
Ελληνικός όρος:
Δάκτυλο ποδιού
Αγγλικός όρος:
Toe

Μετάφραση: Toe
Ελληνικός όρος:
Δάπεδο
Αγγλικός όρος:
Floor

Μετάφραση: Floor
Ελληνικός όρος:
Δασοκομικά μηχανήματα
Αγγλικός όρος:
Forestry machinery

Μετάφραση: Forestry machinery
Ελληνικός όρος:
Διχλωροαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Ethylene dichloride, dichloroethylene, dichloroethane

Μετάφραση: Ethylene dichloride, dichloroethylene, dichloroethane
Ελληνικός όρος:
Δείγμα
Αγγλικός όρος:
Sample

Μετάφραση: Sample
Ελληνικός όρος:
Δείγμα δοκιμής
Αγγλικός όρος:
Test sample

Μετάφραση: Test sample
Ελληνικός όρος:
Δείγμα ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Control sample

Μετάφραση: Control sample
Ελληνικός όρος:
Δειγματολήπτης
Αγγλικός όρος:
Sampler

Μετάφραση: Sampler
Ελληνικός όρος:
Δειγματολήπτης διάχυσης
Αγγλικός όρος:
Diffusive sampler

Μετάφραση: Diffusive sampler
Ελληνικός όρος:
Δειγματοληπτική γραμμή
Αγγλικός όρος:
Sampling line

Μετάφραση: Sampling line
Ελληνικός όρος:
Δειγματοληψία
Αγγλικός όρος:
Sampling

Μετάφραση: Sampling
Ελληνικός όρος:
Δειγματοληψία σωρού ή χονδρική δειγματοληψία
Αγγλικός όρος:
Bulk sampling

Μετάφραση: Bulk sampling
Ελληνικός όρος:
Δείκτες Βιολογικής Έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Biological Exposure Indices, BEIs

Μετάφραση: Biological Exposure Indices, BEIs
Ελληνικός όρος:
Δείκτες επίδοσης
Αγγλικός όρος:
Performance indicators

Μετάφραση: Performance indicators
Ελληνικός όρος:
Δείκτης
Αγγλικός όρος:
Indicator, index

Μετάφραση: Indicator, index
Ελληνικός όρος:
Δείκτης Wobbe
Αγγλικός όρος:
Wobbe Index

Μετάφραση: Wobbe Index
Ελληνικός όρος:
Δείκτης αισθητής θερμοκρασίας
Αγγλικός όρος:
Effective temperature index (ET)

Μετάφραση: Effective temperature index (ET)
Ελληνικός όρος:
Δείκτης απόσβεσης ήχου (για ωτοασπίδες)
Αγγλικός όρος:
Noise reduction rating, NRR

Μετάφραση: Noise reduction rating, NRR
Ελληνικός όρος:
Δείκτης ασφάλειας κρισιμότητας
Αγγλικός όρος:
Critically safety index, CSI

Μετάφραση: Critically safety index, CSI
Ελληνικός όρος:
Δείκτης βαρύτητας
Αγγλικός όρος:
Severity rate

Μετάφραση: Severity rate
Ελληνικός όρος:
Δείκτης δυσλειτουργίας
Αγγλικός όρος:
Malfunction indicator, MI

Μετάφραση: Malfunction indicator, MI
Ελληνικός όρος:
Δείκτης εξασθένισης του ήχου
Αγγλικός όρος:
Sound reduction index

Μετάφραση: Sound reduction index
Ελληνικός όρος:
Δείκτης επικινδυνότητας
Αγγλικός όρος:
Risk index

Μετάφραση: Risk index
Ελληνικός όρος:
Δείκτης επιπέδου λεπτομερειών
Αγγλικός όρος:
Detail level indicator

Μετάφραση: Detail level indicator
Ελληνικός όρος:
Δείκτης επίπτωσης
Αγγλικός όρος:
Incidence rate

Μετάφραση: Incidence rate

Ακολουθήστε μας