Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1 - 36 of 289
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ύποπτο καρκινογένεσης
Αγγλικός όρος:
Limited evidence of a carcinogenic effect

Μετάφραση: Limited evidence of a carcinogenic effect
Ελληνικός όρος:
Υδροξυλυσίνη
Αγγλικός όρος:
Hydroxylysine

Μετάφραση: Hydroxylysine
Ελληνικός όρος:
Υδροξυπρολίνη
Αγγλικός όρος:
Hydroxyproline

Μετάφραση: Hydroxyproline
Ελληνικός όρος:
Υψηλή συχνότητα
Αγγλικός όρος:
High frequency

Μετάφραση: High frequency
Ελληνικός όρος:
Υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης
Αγγλικός όρος:
High performance liquid chromatography

Μετάφραση: High performance liquid chromatography
Ελληνικός όρος:
Υγρή χρωματογραφία υψηλής πίεσης
Αγγλικός όρος:
High pressure liquid chromatography

Μετάφραση: High pressure liquid chromatography
Ελληνικός όρος:
Υγρή χρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Liquid chromatography

Μετάφραση: Liquid chromatography
Ελληνικός όρος:
Υπερκρίσιμη ρευστή χρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Superficial fluid chromatography

Μετάφραση: Superficial fluid chromatography
Ελληνικός όρος:
Υαλοβάμβακας
Αγγλικός όρος:
Fiberglass

Μετάφραση: Fiberglass
Ελληνικός όρος:
Υαλοπίνακες
Αγγλικός όρος:
Glazing work

Μετάφραση: Glazing work
Ελληνικός όρος:
Υαλοποιημένα απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Vitrified waste

Μετάφραση: Vitrified waste
Ελληνικός όρος:
Υβριδικά μείγματα
Αγγλικός όρος:
Hybrid mixtures

Μετάφραση: Hybrid mixtures
Ελληνικός όρος:
Υβριδισμός
Αγγλικός όρος:
Hybridization

Μετάφραση: Hybridization
Ελληνικός όρος:
Υγεία και ασφάλεια στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Occupational health and safety, OSH

Μετάφραση: Occupational health and safety, OSH
Ελληνικός όρος:
Υγειονομικές διαδικασίες
Αγγλικός όρος:
Sanitary procedures

Μετάφραση: Sanitary procedures
Ελληνικός όρος:
Υγειονομική αντιμετώπιση
Αγγλικός όρος:
Public health response

Μετάφραση: Public health response
Ελληνικός όρος:
Υγειονομική ταφή αδρανών αποβλήτων
Αγγλικός όρος:
Inert-waste landfill

Μετάφραση: Inert-waste landfill
Ελληνικός όρος:
Υγιεινή
Αγγλικός όρος:
Hygiene

Μετάφραση: Hygiene
Ελληνικός όρος:
Υγιεινολόγος εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occupational hygienist

Μετάφραση: Occupational hygienist
Ελληνικός όρος:
Υγιεινός
Αγγλικός όρος:
Hygienic

Μετάφραση: Hygienic
Ελληνικός όρος:
Υγιής
Αγγλικός όρος:
Healthy

Μετάφραση: Healthy
Ελληνικός όρος:
Υγρά απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Liquid waste

Μετάφραση: Liquid waste
Ελληνικός όρος:
Υγρά καθαρισμού
Αγγλικός όρος:
Cleaning fluids

Μετάφραση: Cleaning fluids
Ελληνικός όρος:
Υγρά υπό πίεση
Αγγλικός όρος:
Liquid under pressure

Μετάφραση: Liquid under pressure
Ελληνικός όρος:
Υγρά χημικά απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Liquid chemical wastes

Μετάφραση: Liquid chemical wastes
Ελληνικός όρος:
Υγραέριο
Αγγλικός όρος:
Liquefied petroleum gas, LPG

Μετάφραση: Liquefied petroleum gas, LPG
Ελληνικός όρος:
Υγραεριοφόρο πλοίο
Αγγλικός όρος:
Gas Carrier

Μετάφραση: Gas Carrier
Ελληνικός όρος:
Ύγρανση
Αγγλικός όρος:
Dampening

Μετάφραση: Dampening
Ελληνικός όρος:
Υγρασία
Αγγλικός όρος:
Humidity, moisture

Μετάφραση: Humidity, moisture
Ελληνικός όρος:
Υγρή χρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Liquid chromatography, LC

Μετάφραση: Liquid chromatography, LC
Ελληνικός όρος:
Υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης
Αγγλικός όρος:
High performance liquid chromatography, High Pressure Liquid Chromatography, HPLC

Μετάφραση: High performance liquid chromatography, High Pressure Liquid Chromatography, HPLC
Ελληνικός όρος:
Υγρίνη
Αγγλικός όρος:
Hygrine

Μετάφραση: Hygrine
Ελληνικός όρος:
Υγρινικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Hygrinic acid

Μετάφραση: Hygrinic acid
Ελληνικός όρος:
Υγρό άζωτο
Αγγλικός όρος:
Liquid nitrogen, LN2

Μετάφραση: Liquid nitrogen, LN2
Ελληνικός όρος:
Υγρό βυρσοδεψίας
Αγγλικός όρος:
Tanning liquor

Μετάφραση: Tanning liquor
Ελληνικός όρος:
Υγρό και ατμοί εξαιρετικά εύφλεκτα
Αγγλικός όρος:
Extremely flammable liquid and vapor

Μετάφραση: Extremely flammable liquid and vapor

Ακολουθήστε μας