Βλέπετε τις εγγραφές : 1 - 50, σε σύνολο 1118
Σταθερή συνάθροιση
Ορισμός 1: Η δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, της οποίας η έναρξη, η διάρκεια και η λήξη πραγματοποιούνται στον ίδιο, ανοιχτό, μη περιτοιχισμένο χώρο.
ADN
Ορισμός 1: Η ευρωπαϊκή συμφωνία σχετικά με τις διεθνείς μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων μέσω της εσωτερικής ναυσιπλοΐας, η οποία συνήφθη στη Γενεύη στις 26 Μαΐου 2000, καθώς και οι τροποποιήσεις της.
ADR
Ορισμός 1: Η ευρωπαϊκή συμφωνία για τις διεθνείς οδικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων, η οποία συνήφθη στη Γενεύη στις 30 Σεπτεμβρίου 1957, καθώς και οι τροποποιήσεις της.
AVTAG
Ορισμός 1: Kαύσιμο ευρέως κλάσματος απόσταξης, για χρήση στους αεριοστροβίλους των αεροπλάνων. Το AVTAG είναι προϊόν μέσης τάσης ατμών και ξεχωρίζει από την κεροζίνη που χρησιμοποιείται για τον ίδιο σκοπό, και η οποία έχει χαμηλή τάση ατμών. (Σχετικό επίσης JP4, JET Β).
AVTUR
Ορισμός 1: Kαύσιμο κεροζίνης για χρήση σε αεριοστροβίλους αεροπλάνων. (Σχετικό επίσης JET A).
DT50 (χρόνος μειώσεως 50)
Ορισμός 1: Tο χρονικό διάστημα στο οποίο η συγκέντρωση της ουσίας δοκιμής μειώνεται κατά 50%. Διαφέρει από το χρόνο ημίσειας ζωής t0,5 όταν η μετατροπή δεν ακολουθεί κινητική αντιδράσεως πρώτης τάξεως.
DT75 (χρόνος μειώσεως 75)
Ορισμός 1: Tο χρονικό διάστημα στο οποίο η συγκέντρωση της ουσίας δοκιμής μειώνεται κατά 75%.
DT90 (χρόνος μειώσεως 90)
Ορισμός 1: Tο χρονικό διάστημα στο οποίο η συγκέντρωση της ουσίας δοκιμής μειώνεται κατά 90%.
EC50 (διάμεση δραστική συγκέντρωση)
Ορισμός 1: H συγκέντρωση της υπό δοκιμή ουσίας στο έδαφος, η οποία απολήγει σε 50% αναστολή της μετατροπής του αζώτου σε νιτρικά.
ECx (δραστική συγκέντρωση x)
Ορισμός 1: H συγκέντρωση της υπό δοκιμή ουσίας στο έδαφος, η οποία απολήγει σε x% αναστολή της μετατροπής του αζώτου σε νιτρικά.
ELV με αισθητηριακές επιπτώσεις
Ορισμός 1: Εκείνες οι ELV άνω των οποίων οι εργαζόμενοι ενδέχεται να παρουσιάσουν παροδικές διαταραχές στις αισθητηριακές αντιλήψεις και μικρές μεταβολές των εγκεφαλικών λειτουργιών.
ELV με επιπτώσεις στην υγεία
Ορισμός 1: Εκείνες οι ELV άνω των οποίων ενδέχεται να υπάρξουν δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία των εργαζομένων, όπως η θέρμανση ή η διέγερση του νευρικού και μυϊκού ιστού.
Global Harmonized System – GHS
Ορισμός 1: Παγκόσμιο Εναρμονισμένο Σύστημα Ταξινόμησης για τις χημικές ουσίες και τα μίγματά τους. Πρόκειται για κοινή πρωτοβουλία του ΟΟΣΑ (υγεία του ανθρώπου και περιβάλλον), της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τις Μεταφορές Επικίνδυνων Εμπορευμάτων του ΟΗΕ (φυσικές και χημικές ιδιότητες) και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ανακοίνωση κινδύνων), με συντονιστή το Πρόγραμμα Διεθνών Οργανισμών για την ορθή Διαχείριση των Χημικών Προϊόντων (IOMC).
IP 4
Ορισμός 1: Tύπος καυσίμου ευρέως κλάσματος απόσταξης που χρησιμοποιείται για αεριοστροβίλους αεροπλάνων. (Σχετικά AVTAG, JET Β).
JET A
Ορισμός 1: Kαύσιμο κεροζίνης που χρησιμοποιείται για αεριοστροβίλους αεροπλάνων (Σχετικό επίσης το AVTUR).
JET Β
Ορισμός 1: Kαύσιμο ευρέως κλάσματος απόσταξης που χρησιμοποιείται για αεριοστροβίλους αεροπλάνων (Σχετικό επίσης AVTAG, ΙΡ4).
Lagging factors
Ορισμός 1: Παράγοντες που περιγράφουν με μια καθυστέρηση την πραγματικότητα. Καταγράφουν συνήθως τα αρνητικά αποτελέσματα ενός παλαιότερου συστήματος ΥΑΕ, όπως είναι τα ατυχήματα, τα προβλήματα υγείας, κα.
LD50 (διάμεσος θανατηφόρου δόσης)
Ορισμός 1: H στατιστικά λαμβανόμενη τιμή εφάπαξ δόσης μιας ουσίας που αναμένεται να προκαλέσει το θάνατο του 50% των πειραματόζωων, όταν χορηγηθεί από το στόμα. Η τιμή LD50 εκφράζεται σε βάρος ελεγχόμενης ουσίας ανά μονάδα βάρους του πειραματόζωου (mg/kg).
Lday (δείκτης αξιολόγησης θορύβου ημέρας)
Ορισμός 1: O δείκτης θορύβου για την ενόχληση κατά το διάστημα της ημέρας, όπως προσδιορίζεται ακριβέστερα στο παράρτημα I του άρθρου.
Lden (σταθμισμένος 24ωρος δείκτης αξιολόγησης θορύβου)
Ορισμός 1: Ο δείκτης θορύβου για τη συνολική ενόχληση, όπως προσδιορίζεται ακριβέστερα στο παράρτημα I του άρθρου.
Leading factors
Ορισμός 1: Παράγοντες που έχουν προβλεπτική αξία της αποτελεσματικότητας ενός συστήματος όπως είναι οι αυτοψίες, η εκπαίδευση, η δέσμευση της διοίκησης, κ.α.
Levening (δείκτης αξιολόγησης βραδινού θορύβου)
Ορισμός 1: O δείκτης θορύβου για την ενόχληση κατά το βραδινό διάστημα, όπως προσδιορίζεται ακριβέστερα στο παράρτημα Ι του άρθρου.
Lnight (δείκτης αξιολόγησης νυκτερινού θορύβου)
Ορισμός 1: Ο δείκτης θορύβου για τις διαταραχές του ύπνου, όπως προσδιορίζεται ακριβέστερα στο παράρτημα I του άρθρου.
NOAEL (no-observed-adverse-effect level)
Ορισμός 1: Eπίπεδο μη παρατήρησης δυσμενών επιδράσεων. Είναι η μέγιστη δόση ή επίπεδο έκθεσης όπου δεν παρατηρούνται δυσμενή ευρήματα σχετικά με την αγωγή.
PCB
Ορισμός 1: - τα πολυχλωροδιφαινύλια
- τα πολυχλωροτριφαινύλια
- το μονομεθύλο-τετραχλωροδιφαινύλο-μεθάνιο, το μονομεθύλο- διχλωροδιφαινύλο-μεθάνιο, το μονομεθύλο-διβρωμοδιφαίνυλο-μεθάνιο,
- κάθε μείγμα συσσωρευμένης περιεκτικότητας στις προαναφερθείσες ουσίες μεγαλύτερης του 0,005% κατά βάρος.
RID
Ορισμός 1: Οι κανονισμοί για τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων, οι οποίοι επισυνάφθηκαν ως προσάρτημα Γ στη σύμβαση για τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές (COTIF) που συνήφθη στο Βίλνιους στις 3 Ιουνίου 1999, καθώς και οι τροποποιήσεις τους.
Safety & Security
Ορισμός 1: Ξενόγλωσσοι όροι που απαντώνται στη διεθνή βιβλιογραφία και αρθρογραφία για να δηλώσουν, την κατάσταση ασφάλειας από κίνδυνο στην πρώτη περίπτωση και το σύνολο των μέτρων για την προστασία κάποιου προσώπου, αγαθού ή μέρους, στη δεύτερη περίπτωση. Και οι δύο όροι προσιδιάζουν και προσδιορίζουν την εξατομικευμένη ασφάλεια με σκοπό την προστασία της ζωής, της υγεία των ανθρώπων και των περιουσιών της αθλητικής εγκατάστασης, αλλά διαφέρουν στο ότι ο όρος «security» αναφέρεται σε δόλιες ανθρωπογενείς ενέργειες από εξωτερικούς κινδύνους, ενώ το «safety» αναφέρεται στην ασφάλεια και υγιεινή του προσωπικού από κινδύνους που παράγονται κατά τη διάρκεια της εργασίας τους.
Ζώνη ελεύθερης όδευσης πεζών
Ορισμός 1: Ζώνη ελεύθερης όδευσης πεζών χωρίς εμπόδια.
Αγρότες
Ορισμός 1: Τα πρόσωπα που ασκούν αγροτική απασχόληση και βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων υπάγονται στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ, με εξαίρεση τους εκμεταλλευτές φωτοβολταϊκών συστημάτων, τους εργάτες γης που αμείβονται με εργόσημο, τους επαγγελματοβιοτέχνες που υπάγονται στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ με εισοδηματικά – πληθυσμιακά κριτήρια και τους ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων.
Άδεια
Ορισμός 1: Ένα έγγραφο που εκδίδεται από εξουσιοδοτημένο άτομο ή άτομα, επιτρέποντας την εκτέλεση εργασίας σε καθορισμένη περιοχή. (Σχετικό Παράρτημα Γ «Τυπικό υπόδειγμα άδειας εργασίας»).
Ορισμός 2: Σημαίνει την παραχώρηση δικαιώματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σύμφωνα με τον Ν. 2289/1995.
Άδεια αναθεώρησης
Ορισμός 1: Είναι η διοικητική πράξη που εκδίδεται κατά τη διάρκεια του χρόνου ισχύος της οικοδομικής αδείας, για οποιαδήποτε οικοδομική εργασία, όπως προσθήκη ή τροποποίηση μελετών αυτής, είτε για παράταση ισχύος αυτής κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 42 του παρόντος.
Άδεια Εγκατάστασης σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Α.Π.Ε.) και Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού - Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης (Σ.Η.Θ.Υ.Α.) ή/και σταθμών αποθήκευσης ή Άδεια Εγκατάστασης
Ορισμός 1: Η άδεια η οποία απαιτείται για την εγκατάσταση σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. ή Σ.Η.Θ.Υ.Α ή/και σταθμού αποθήκευσης, σύμφωνα με τo άρθρο 17
Άδεια Έρευνας Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων (Άδεια Έρευνας ΥΑΠ)
Άδεια Λειτουργίας σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/και σταθμών αποθήκευσης ή Άδεια Λειτουργίας
Ορισμός 1: Η άδεια η οποία απαιτείται για τη λειτουργία σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. ή Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/και σταθμών αποθήκευσης, σύμφωνα με τo άρθρο 28.
Άδεια νομιμοποίησης
Ορισμός 1: Η οικοδομική άδεια ή η έγκριση εργασιών μικρής κλίμακας, που εκδίδεται, μετά την εκτέλεση εργασιών ή κατασκευών ή αλλαγών χρήσης χωρίς την έκδοση της απαιτούμενης διοικητικής πράξης, εξαιρουμένων των προστατευόμενων από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού μνημείων για τις οποίες θα πρέπει να προηγηθεί των εργασιών η έγκριση δυνάμει του ν. 3028/2002, προκειμένου να νομιμοποιηθούν αυτές, εφόσον είναι σύμφωνες είτε με τις ισχύουσες κατά τον χρόνο έκδοσης της άδειας νομιμοποίησης διατάξεις, είτε με αυτές που ίσχυαν, κατά τον χρόνο εκτέλεσής αυτών.»
Άδεια πατρότητας
Ορισμός 1: Άδεια από την εργασία για τον πατέρα, η οποία λαμβάνεται, με την ευκαιρία της γέννησης, για την επιμέλεια του τέκνου.
Άδεια φροντιστή
Ορισμός 1: Άδεια από την εργασία για τους εργαζόμενους, ώστε να παρέχουν προσωπική φροντίδα ή υποστήριξη σε συγγενή ή πρόσωπο, που κατοικεί στο ίδιο νοικοκυριό με τον εργαζόμενο και που έχει ανάγκη σημαντικής φροντίδας ή υποστήριξης για σοβαρό ιατρικό λόγο, όπως ορίζεται στο άρθρο 29 (Άδεια φροντιστή).
Αδειοδοτούσα αρχή
Ορισμός 1: Η αρχή που είναι αρμόδια για την έκδοση της απαιτούμενης από την κείμενη νομοθεσία άδειας εγκατάστασης ή/και λειτουργίας της εγκατάστασης ή μονάδας ή για την έκδοση άδειας εκμετάλλευσης άλλως, σε κάθε άλλη περίπτωση, για την έκδοση κάθε άλλης άδειας, έγκρισης ή βεβαίωσης για τη νόμιμη άσκηση του έργου ή της δραστηριότητας.
Ορισμός 2: Σημαίνει τη δημόσια αρχή, η οποία είναι αρμόδια για τη χορήγηση αδειών ή την παρακολούθηση της εκτέλεσης αδειών κατά τα προβλεπόμενα στους νόμους 2289/1995 και 4001/2011.
Αδειοδοτούσα αρχή άδειας εγκατάστασης και άδειας λειτουργίας ή αδειοδοτούσα αρχή
Ορισμός 1: Οι υπηρεσίες οι οποίες είναι αρμόδιες για την έκδοση Αδειών Εγκατάστασης και Λειτουργίας, ήτοι:
α) Η Διεύθυνση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Εναλλακτικών Καυσίμων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για έργα τα οποία κατατάσσονται κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για χορήγηση άδειας εγκατάστασης, στην κατηγορία περιβαλλοντικής κατάταξης Α1, του άρθρου 1 του ν. 4014/2011 (Α΄ 209) και στην κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα κανονιστική πράξη, καθώς και για υδροηλεκτρικούς σταθμούς με συνολική ισχύ μεγαλύτερη των δεκαπέντε μεγαβάτ (15 MW), ανεξαρτήτως περιβαλλοντικής κατάταξης.
β) Οι οικείες Διευθύνσεις Τεχνικού Ελέγχου των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων για έργα, τα οποία κατατάσσονται, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για χορήγηση άδειας εγκατάστασης, στις Α2 και Β΄ κατηγορίες περιβαλλοντικής κατάταξης του άρθρου 1 του ν. 4014/2011 και στην κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα κανονιστική πράξη.
γ) Η Γενική Διεύθυνση Στρατηγικών Επενδύσεων της Γενικής Γραμματείας Ιδιωτικών Επενδύσεων και Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων για τις άδειες ή εγκρίσεις εγκατάστασης ή λειτουργίας στρατηγικών επενδύσεων των ν. 3894/2010 (Α΄ 204), 4608/2019 (Α΄ 66) και 4864/2021 (Α΄ 237), σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 4864/2021.
Αδειούχος Χημικός ή Χημικός Μηχανικός
Ορισμός 1: Ο πτυχιούχος Χημικός ή ο διπλωματούχος Χημικός Μηχανικός αναγνωρισμένης Ανώτατης Σχολής όπως ορίζεται στους ειδικούς κανονισμούς λιμένα που ρυθμίζουν θέματα φόρτωσης - εκφόρτωσης επικινδύνων φορτίων.
Αδήλωτη εργασία
Ορισμός 1: Όλες οι αμειβόμενες δραστηριότητες που είναι νόμιμες ως προς τη φύση τους αλλά δεν δηλώνονται στις δημόσιες αρχές, κατά παράβαση των ισχυουσών διατάξεων.
Αδιέξοδο
Ορισμός 1: Χαρακτηρίζεται μία κοινόχρηστη περιοχή κύριας χρήσης του ορόφου-επιπέδου (όπως διάδρομος) από κάθε σημείο της οποίας η διαφυγή μπορεί να γίνει μόνο προς μία (1) κατεύθυνση.
Ορισμός 2: Κοινόχρηστος διάδρομος (ή περιοχή ενός ορόφου) ο οποίος δεν οδηγεί σε έξοδο κινδύνου, με αποτέλεσμα ο χρήστης να πρέπει να διατρέξει αυτή τη διαδρομή προς την αντίθετη κατεύθυνση προκειμένου να διαφύγει.
Αδρανή απόβλητα
Ορισμός 1: Τα απόβλητα που δεν υφίστανται καμία σημαντική φυσική, χημική ή βιολογική μετατροπή. Τα αδρανή απόβλητα δεν διαλύονται, δεν καίγονται ούτε συμμετέχουν σε άλλες φυσικές ή χημικές αντιδράσεις, δεν βιοδιασπώνται ούτε επιδρούν δυσμενώς σε άλλα υλικά με τα οποία έρχονται σε επαφή κατά τρόπο ικανό να προκαλέσει ρύπανση του περιβάλλοντος ή να βλάψει την υγεία του ανθρώπου. Η συνολική αποπλυσιμότητα και περιεκτικότητα σε ρύπους των αποβλήτων και η οικοτοξικότητα των στραγγισμάτων πρέπει να είναι αμελητέες, και ειδικότερα να μη θέτει σε κίνδυνο την ποιότητα των επιφανειακών ή/και υπογείων υδάτων.
Αδρανοποιημένο
Ορισμός 1: Αναφέρεται σε δεξαμενή ή δοχείο στο οποίο έχει ολοκληρωθεί εργασία αδρανοποίησης.
Αδρανοποιημένοι χώροι
Ορισμός 1: Οι χώροι που έχουν αδρανοποιηθεί µε αδρανή αέρια (π.χ. διοξείδιο του άνθρακα, άζωτο, καυσαέρια) και η συγκέντρωση του οξυγόνου είναι μικρότερη ή ίση του 8% κατ' όγκο.
Αδρανοποίηση
Ορισμός 1: Η χρησιμοποίηση ενός αδρανούς αερίου που θα καταστήσει την ατμόσφαιρα μιας δεξαμενής ή δοχείου ουσιαστικά ελεύθερη από οξυγόνο ή που θα μειώσει το οξυγόνο που περιέχει σε σημείο που να μην μπορεί να γίνει καύση.
Αέρια του θερμοκηπίου
Ορισμός 1: Το διοξείδιο του άνθρακα (CO2), το μεθάνιο (CH4), το υποξείδιο του αζώτου (N2O), οι υδροφθοράνθρακες (HFCs), οι υπερφθοράνθρακες (PFCs), το εξαφθοριούχο θείο (SF6) και άλλα αέρια συστατικά της ατμόσφαιρας, τόσο φυσικά, όσο και ανθρωπογενή, τα οποία απορροφούν και επανεκπέμπουν υπέρυθρη ακτινοβολία.
Αέρια χώρου ταφής
Ορισμός 1: Όλα τα αέρια που παράγονται από τα απόβλητα που αποτίθενται στο χώρο υγειονομικής ταφής.
Αέριο (Gas)
Ορισμός 1: Μια ουσία η οποία:
α) στους 50 0C έχει τάση ατμών μεγαλύτερη από 300 kPa (3 bar) ή
β) είναι εντελώς αέρια στους 20 0C υπό κανονική πίεση 101,3 kPa.
Αερόβια μετατροπή
Ορισμός 1: Aντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα παρουσία μοριακού οξυγόνου.