Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 170Α_2011 | 622.68 KB |
Συνιστάται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), το οποίο υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Συνιστάται επίσης μία θέση μετακλητού Ειδικού Γραμματέα, ο οποίος προΐσταται του Σώματος αυτού (άρθρο 53 του π.δ. 63/2005, Α΄98).
1. Έργο του Σ.ΕΠ.Ε. είναι η επίβλεψη και ο έλεγχος της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, η έρευνα της ασφαλιστικής κάλυψης και παράνομης απασχόλησης των εργαζομένων, η συμφιλίωση και επίλυση των εργατικών διαφορών, καθώς και η παροχή πληροφοριών σε εργαζόμενους και εργοδότες σχετικά με τα πλέον αποτελεσματικά μέσα για την τήρηση των κείμενων διατάξεων.
2. Για την εκτέλεση του έργου του, το Σ.ΕΠ.Ε. έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α. Επιθεωρεί και ελέγχει τους χώρους εργασίας με κάθε πρόσφορο μέσο, προβαίνει σε κάθε είδους αναγκαία εξέταση και έλεγχο σε όλες τις επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα και γενικότερα σε κάθε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο εργασίας ή εκμετάλλευσης ή χώρο όπου πιθανολογείται ότι απασχολούνται εργαζόμενοι, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζεται διαφορετικά από ειδικές διατάξεις, όπως της παραγράφου 5 του άρθρου 2 και της παραγράφου 4 του άρθρου 69 του ν. 3850/2010 (Α΄84), και επιβλέπει την τήρηση και εφαρμογή:
αα) των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας της σχετικής ιδίως με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας, τα χρονικά όρια εργασίας, την αμοιβή ή άλλες παροχές, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, τους ειδικούς όρους και συνθήκες εργασίας των ευπαθών ομάδων εργαζομένων (όπως ανήλικοι, νέοι, γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας, άτομα με αναπηρία), καθώς και ειδικών κατηγοριών εργαζομένων,
ββ) των όρων κάθε είδους συλλογικών συμβάσεων εργασίας,
γγ) των διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας της σχετικής με την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων, την αδήλωτη εργασία και την παράνομη απασχόληση,
δδ) των διατάξεων σχετικά με τη νομιμότητα της απασχόλησης των εργαζομένων υπηκόων τρίτων χωρών και
εε) της νομοθεσίας για την προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας.
β. Ερευνά, ανακαλύπτει, εντοπίζει και διώκει, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, παράλληλα και ανεξάρτητα από άλλες Αρχές και Οργανισμούς, τους παραβάτες των υποπεριπτώσεων αα έως εε της περίπτωσης α΄.
γ. Καταγράφει, αξιολογεί και αναφέρει προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης τις ελλείψεις ή τις παραλείψεις που δεν καλύπτονται από την ισχύουσα εργατική νομοθεσία, καθώς και τα προβλήματα που δημιουργούνται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας και ενημερώνει σχετικά τις καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
δ. Ερευνά οποιαδήποτε ώρα κατά τη διάρκεια της ημέρας ή της νύχτας τους χώρους εργασίας, όταν κρίνει αναγκαίο, χωρίς προειδοποίηση προς τον εργοδότη, και έχει ελεύθερη πρόσβαση σε οποιοδήποτε από τα βιβλία, μητρώα, έγγραφα, αρχεία και κάθε άλλου είδους στοιχείο που τηρούνται από την επιχείρηση, λαμβάνει αντίγραφα, καθώς και έχει πρόσβαση στη δομή της παραγωγικής διαδικασίας. Προβαίνει σε δειγματοληψίες και αναλύσεις δειγμάτων από τους χώρους εργασίας λαμβάνει φωτογραφίες ή μαγνητοσκοπεί και προβαίνει σε μετρήσεις επιβλαβών φυσικών, χημικών και βιολογικών παραγόντων στο περιβάλλον εργασίας, με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και την προστασία της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων και τον εντοπισμό νέων και αναδυόμενων κινδύνων που προκαλούνται από την εισαγωγή νέων τεχνολογιών και τις αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας. Στον εργοδότη που αρνείται την κατά τα προηγούμενα εδάφια είσοδο και πρόσβαση ή την παροχή στοιχείων ή πληροφοριών ή παρέχει ανακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία, επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις της περίπτωσης Α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 24.
ε. Ερευνά τα αίτια και τις συνθήκες των σοβαρών και θανατηφόρων εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών, προτείνει μέτρα για την πρόληψή τους, συντάσσει σχετικές εκθέσεις με επισήμανση των παραβάσεων της εργατικής νομοθεσίας που εμπλέκονται σε αυτά και σχετίζονται με την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων με σκοπό την αποφυγή επανάληψής τους και υποβάλλει μηνυτήρια αναφορά όταν προκύπτουν ευθύνες.
στ. Εξετάζει κάθε καταγγελία και αίτημα που υποβάλλεται σε αυτό και παρεμβαίνει άμεσα στους χώρους εργασίας.
ζ. Ελέγχει την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην εργασία και απασχόληση και ειδικότερα του ν. 3896/2010 (Α΄ 207), καθώς και την τήρηση των διατάξεων για την προστασία της μητρότητας και των διατάξεων συμφιλίωσης επαγγελματικού, οικογενειακού και προσωπικού βίου και ειδικότερα του ν. 1483/1984 (Α΄153), του άρθρου 25 του ν. 2639/1998 (Α΄ 205), του άρθρου 11 του ν. 2874/2000 (Α΄286), του άρθρου 7 του ν. 3144/2003 (Α΄111), του άρθρου 142 του ν. 3655/2008 (Α΄58), του π.δ.176/1997 (Α΄150), όπως τροποποιήθηκε από το π.δ. 41/2003 (Α΄44) και των εκάστοτε εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
η. Ελέγχει την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού λαμβάνοντας υπόψη και τις περιπτώσεις πολλαπλής διάκρισης σύμφωνα με όσα ειδικότερα προβλέπονται στο άρθρο 19 του ν. 3304/2005 (Α΄ 16). Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10 του ν. 3304/2005, ελέγχει την τήρηση της ίσης μεταχείρισης έναντι των ατόμων με αναπηρία, στα οποία περιλαμβάνονται και οι οροθετικοί, παρέχει συμβουλές προς τους εργοδότες και τους εργαζομένους σχετικά με τους όρους της ίσης μεταχείρισης και διασφαλίζει ότι οι εργοδότες προχωρούν σε όλες τις εύλογες προσαρμογές με τη λήψη όλων των ενδεδειγμένων, κατά περίπτωση, μέτρων, προκειμένου να διασφαλιστεί ιδίως η πρόσβαση και η παραμονή των ατόμων με αναπηρία στην εργασία, καθώς και η συμμετοχή τους στην επαγγελματική κατάρτιση.
θ. Αναπτύσσει δράσεις στο πλαίσιο του σχεδιασμού και της υλοποίησης έργων ηλεκτρονικής διακυβέρνησης του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, λαμβάνοντας υπόψη και τις ανάγκες των ατόμων με αναπηρία, προκειμένου να εκσυγχρονιστεί η λειτουργία του, να υποστηρίζεται αποτελεσματικότερα το έργο του και να διευκολύνονται εργοδότες και εργαζόμενοι στις συναλλαγές τους με το Σ.ΕΠ.Ε..
ι. Ελέγχει στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων του για την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων στους χώρους εργασίας την εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας περί απαγορεύσεως του καπνίσματος του ν. 3730/2008 (Α΄262) και του ν. 3868/2010 (Α΄129) και σε περίπτωση παραβιάσεώς της, επιβάλλει στις επιχειρήσεις τις κυρώσεις που προβλέπονται.
ια. Κυρώνει, εγκρίνει ή απορρίπτει τους εσωτερικούς κανονισμούς εργασίας επιχειρήσεων, κατά τις διατάξεις του ν.δ. 3789/1957 (Α΄ 210), εγκρίνει ή απορρίπτει παράπονα οργανώσεων εργαζομένων κατά διατάξεων κανονισμών εργασίας σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 2 του ν.δ. 3789/1957 και επεκτείνει την υποχρέωση κύρωσης εσωτερικών κανονισμών σε επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες που απασχολούν προσωπικό ανώτερο των σαράντα ατόμων.
ιβ. Συντρέχει συμβουλευτικά και εφόσον ζητηθεί, εργαζόμενους και εργοδότες για τη διεξαγωγή συλλογικών διαπραγματεύσεων και επίλυση συλλογικών και ατομικών διαφορών εργασίας.
ιγ. Υποστηρίζει τους εργοδότες και εργαζομένους με την παροχή πληροφοριών, συμβουλών και υποδείξεων προς αυτούς, σχετικά με τα πλέον αποτελεσματικά μέτρα για την τήρηση των κείμενων διατάξεων.
ιδ. Συντάσσει την ετήσια έκθεση, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της Χώρας μας που απορρέουν από την υπ’ αριθμ. 81 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας (ν. 3249/1955, Α΄ 139), την οποία ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ανακοινώνει και αποστέλλει στο Διεθνές Γραφείο Εργασίας. Προβαίνει, στα πλαίσια του έργου του, στη συστηματική συλλογή και επεξεργασία των στατιστικών στοιχείων σχετικά με τα εργατικά ατυχήματα και τις επαγγελματικές ασθένειες, σε συνεργασία με τη Γενική Διεύθυνση Συνθηκών και Υγιεινής της Εργασίας (Γ.Δ.Σ.Υ.Ε.) και την Ελληνική Στατιστική Αρχή και σύμφωνα με την ευρωπαϊκή μεθοδολογία και νομοθεσία και κατά τα πρότυπα και τα πορίσματα της EUROSTAT.
ιε. Συνεργάζεται και ανταλλάσσει στοιχεία και πληροφορίες με τις αρμόδιες υπηρεσίες των Γενικών Διευθύνσεων Διοικητικής Υποστήριξης, Εργασίας και Συνθηκών Υγιεινής της Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, οργανώσεις κοινωνικών εταίρων, επιστημονικούς φορείς στον τομέα της εργασίας, καθώς και συναφείς υπηρεσίες του εξωτερικού.
ιστ. Ενημερώνει και συνεργάζεται με τον Συνήγορο του Πολίτη, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του ν. 3094/2003 (Α΄ 10) που προστέθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 25 του ν. 3896/2010, καθώς και της παρ. 10 του άρθρου 25 του ν. 3896/2010, ενημερώνει το Τμήμα Ισότητας των Φύλων της Διεύθυνσης Όρων Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για θέματα του ν. 3896/ 2010, συνεργάζεται με το Τμήμα Ισότητας των Φύλων της Διεύθυνσης Όρων Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, τον Συνήγορο του Πολίτη και τη Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων του Υπουργείου Εσωτερικών, για την ενημέρωση και για την εφαρμογή από τους Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων των ρυθμίσεων του ν. 3896/2010. Για το σκοπό αυτόν τα σχετικά στατιστικά στοιχεία τηρούνται ανά φύλο.
ιζ. Προβαίνει σε κάθε άλλη συναφή ενέργεια και πράξη για την εκτέλεση του έργου του
Κυρώνει, εγκρίνει ή απορρίπτει τους εσωτερικούς κανονισμούς εργασίας επιχειρήσεων, κατά τις διατάξεις του ν.δ. 3789/1957 (Α΄ 210), εγκρίνει ή απορρίπτει παράπονα οργανώσεων εργαζομένων κατά διατάξεων κανονισμών εργασίας σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 2 του ν.δ. 3789/1957 και επεκτείνει την υποχρέωση κύρωσης εσωτερικών κανονισμών σε επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες που απασχολούν προσωπικό ανώτερο των σαράντα ατόμων.
1. Το Σ.ΕΠ.Ε. παρεμβαίνει συμφιλιωτικά, μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος και εφόσον προηγηθεί έλεγχος, για την επίλυση συλλογικών και ατομικών εργατικών διαφορών. Συμφιλιωτική διαδικασία δεν διεξάγεται για υποθέσεις αρμοδιότητας του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ.), όπως αυτές καθορίζονται στο ν. 1876/1990 (Α΄ 27). 2. Εργατικές διαφορές είναι κάθε είδους διαφωνίες μεταξύ εργαζομένου ή εργαζομένων και εργοδότη, που πηγάζουν από τη σχέση εργασίας σε σχέση με την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας, των όρων συλλογικών ρυθμίσεων ή κανονισμών εργασίας, καθώς και όρων ατομικών συμβάσεων εργασίας, όπως είναι οι διαφορές που αφορούν στην καταβολή των πάσης φύσεως αποδοχών, στη χρονική διάρκεια και τη μορφή της σύμβασης εργασίας, στην τήρηση του ωραρίου και τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, στη χορήγηση των αδειών, στην απασχόληση ειδικών κατηγοριών μισθωτών, στην αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης.
3. Για την επίλυση και διευθέτηση των εργατικών διαφορών, ο εργαζόμενος ή περισσότεροι εργαζόμενοι που επικαλούνται κοινό συμφέρον, ο εργοδότης, καθένας χωριστά ή από κοινού, καθώς και οι οικείες συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων ή των εργοδοτών έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την παρέμβαση Συμφιλιωτή Εργατικών Διαφορών. 4. Η συμφιλιωτική διαδικασία διεξάγεται από Συμφιλιωτή, ο οποίος είναι Επιθεωρητής Εργασίας που έχει τα αυξημένα προσόντα του άρθρου 4 και υπηρετεί στο τοπικό Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Με πρόταση του Συμφιλιωτή η εργατική διαφορά μπορεί να παραπεμφθεί στην αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, όταν το αντικείμενο της διαφοράς έχει επιπτώσεις στην οικονομία της Περιφέρειας ή στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, όταν το αντικείμενο της διαφοράς έχει επιπτώσεις στην εθνική οικονομία και αφορά κλάδο της οικονομίας σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο ή μεγάλο αριθμό εργαζομένων στο επίπεδο του επαγγέλματος, του κλάδου ή της επιχείρησης.
5. Σε τοπικό επίπεδο, η συμφιλιωτική διαδικασία διεξάγεται ενώπιον του Συμφιλιωτή που ορίζεται από τον αρμόδιο Προϊστάμενο Τμήματος ή από τον αρμόδιο Προϊστάμενο Περιφερειακής Διεύθυνσης, σε περιφερειακό επίπεδο αντίστοιχα ενώπιον του Συμφιλιωτή που ορίζεται από τον αρμόδιο Προϊστάμενο της Περιφερειακής Διεύθυνσης και σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με την παράγραφο 6.
6. Η αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης επιλαμβάνεται περιπτώσεων συμφιλίωσης εργατικών διαφορών εθνικού επιπέδου, ιδίως όταν είναι ορατό το ενδεχόμενο διατάραξης της εργασιακής ειρήνης, με συνέπεια την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και σοβαρές επιπτώσεις στην εθνική οικονομία. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να καλείται στη συμφιλιωτική διαδικασία και ένας εκπρόσωπος από το Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας ή από άλλο συναρμόδιο Υπουργείο.
7. Ο Συμφιλιωτής έχει ως στόχο την εφαρμογή και τήρηση της κείμενης νομοθεσίας και την προσέγγιση των απόψεων των μερών για την επίλυση των εργατικών διαφορών προς τη διασφάλιση της εργασιακής ειρήνης και το συμφέρον εργαζομένων και εργοδοτών.
8. Η διαδικασία της Συμφιλίωσης και επίλυσης εργατικών διαφορών αρχίζει με την κατάθεση σχετικής αίτησης από τα ενδιαφερόμενα μέρη, η οποία υποβάλλεται από κοινού ή χωριστά. Όταν η αίτηση υποβάλλεται χωριστά, γνωστοποιείται με κάθε πρόσφορο μέσο και στο άλλο μέρος με μέριμνα του Συμφιλιωτή, μέσα σε προθεσμία τριών εργάσιμων ημερών. Στην αίτηση αναφέρονται τα στοιχεία των μερών και των οριζόμενων εκπροσώπων τους, τα αιτήματα, οι λόγοι που τα δικαιολογούν ή οι λόγοι που καθιστούν αδύνατη την ικανοποίησή τους, οι απόψεις των μερών σχετικά με την υπάρχουσα μεταξύ τους διαφωνία και γενικά κάθε στοιχείο που διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις ενώπιον του Συμφιλιωτή. Ο αρμόδιος Προϊστάμενος Τμήματος ή Περιφερειακής Διεύθυνσης κατά περίπτωση, μέσα σε τρεις εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της αίτησης, αναθέτει την παροχή υπηρεσιών συμφιλίωσης σε Συμφιλιωτή. Όταν η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης επιλαμβάνεται της διεξαγωγής της συμφιλιωτικής διαδικασίας, ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις να συγκροτήσει με απόφασή του Επιτροπή Συμφιλίωσης, με την οποία ορίζει αρμόδιο εισηγητή για τη συγκέντρωση των αναγκαίων στοιχείων.
9. Ο Συμφιλιωτής καλεί τα μέρη σε ενώπιόν του συζήτηση, στην οποία αυτά υποχρεούνται να παρασταθούν αυτοπροσώπως είτε με νόμιμο εκπρόσωπο είτε με άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, προβαίνει σε ακρόαση αυτών, εκτιμά όλα τα αποδεικτικά μέσα που τίθενται ενώπιόν του και το πόρισμα του διενεργηθέντος ελέγχου, υποβάλλει προτάσεις, εφόσον κρίνει ότι με τον τρόπο αυτόν είναι δυνατόν να επιλυθεί η διαφορά, μπορεί να ζητά οποιοδήποτε στοιχείο κρίνει απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς και τη διαμόρφωση της κρίσης του, ερευνά τους όρους εργασίας και την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης, προβαίνει σε εξέταση προσώπων, ζητά τη συνδρομή εμπειρογνωμόνων, άλλων Συμφιλιωτών ή Επιθεωρητών Εργασίας και υπηρεσιακών παραγόντων συναρμόδιων φορέων και γενικά πράττει καθετί που θεωρεί αναγκαίο για τη διατύπωση της πρότασής του. Ο Συμφιλιωτής προσπαθεί να επιτύχει την προσέγγιση των απόψεων των μερών το συντομότερο δυνατόν για τον τερματισμό της διένεξης, προτείνοντας λύσεις για την επίτευξη συμφωνίας, τις οποίες μπορούν να αποδεχτούν τα μέρη και να επιλύσουν τις διαφορές.
Εάν απουσιάζει ένα από τα μέρη χωρίς εύλογη αιτία, ο Συμφιλιωτής καταγράφει τις απόψεις του παριστάμενου μέρους και θεσπίζεται μαχητό τεκμήριο για την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών αυτού. Συγχρόνως ο Συμφιλιωτής μπορεί να επιβάλει στο απόν μέρος τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 24 ύστερα από παροχή εγγράφων εξηγήσεων. Ο Συμφιλιωτής διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη επί αυτών.
10. Στο τέλος της συμφιλιωτικής διαδικασίας, η οποία δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από είκοσι ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία της συζήτησης, συντάσσεται πρακτικό που υπογράφεται από τα ενδιαφερόμενα μέρη και το Συμφιλιωτή. Στο πρακτικό αναγράφονται οι απόψεις των μερών, οι προτάσεις που διατυπώθηκαν από τα μέρη, η αιτιολογημένη γνώμη και πρόταση του Συμφιλιωτή, οι διοικητικές κυρώσεις της παραγράφου 13, αν τα μέρη αθετήσουν ή παραβιάσουν τη συμφωνία, οι λόγοι για τους οποίους οι προτάσεις του Συμφιλιωτή δεν έγιναν αποδεκτές από τα μέρη και στο τέλος βεβαιώνεται και αποτυπώνεται η συμφωνία ή η διαφωνία τους. Σε περίπτωση εύρεσης κοινώς αποδεκτής λύσης για την επίλυση της διαφοράς, περιγράφονται με σαφήνεια οι όροι και οι επί μέρους συμφωνίες. Το υπογεγραμμένο πρακτικό έχει δεσμευτική ισχύ για τα μέρη και παράγει έννομες συνέπειες. Σε καμία περίπτωση ο συμβιβασμός αυτός δεν μπορεί να οδηγήσει σε παραίτηση από δικαιώματα, τα οποία πηγάζουν από κανόνες δημοσίας τάξεως. Σε περίπτωση που ζητηθεί, το πρακτικό χορηγείται και σε γραφή Braille ή άλλες προσβάσιμες από άτομα με αναπηρία μορφές.
11. Ο Συμφιλιωτής υποχρεούται σε διατύπωση αιτιολογημένης γνώμης και πρότασης επί του πρακτικού της παραγράφου 10. Εάν ο Συμφιλιωτής αδυνατεί να μορφώσει γνώμη ή πρόταση, λόγω της ασάφειας των παρατιθέμενων πραγματικών περιστατικών ή της ελλείψεως των αναγκαίων αποδεικτικών μέσων, τότε αρκείται στη διατύπωση πλήρους και επαρκώς αιτιολογημένης γνώμης περί της αδυναμίας του αυτής. Αν οι παραβιάσεις επισύρουν ποινική κύρωση κατά την κείμενη νομοθεσία, ο Συμφιλιωτής υποβάλλει μήνυση ή μηνυτήρια αναφορά προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα. Η προσφυγή στη συμφιλιωτική διαδικασία δεν αναστέλλει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων του άρθρου 24.
12. Κατά τη διάρκεια της συμφιλιωτικής διαδικασίας μπορούν να παρίστανται συνολικά μέχρι πέντε εκπρόσωποι από κάθε ενδιαφερόμενο μέρος και επιπλέον αυτών έχουν δικαίωμα παράστασης οι νομικοί σύμβουλοι του κάθε μέρους. Στο στάδιο αυτό και ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο διενεργείται η Συμφιλίωση, μπορούν να παρίστανται κατ’ επιλογήν του κάθε μέρους εκπρόσωποι της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης ή της δευτεροβάθμιας ή ομοιοεπαγγελματικής τοιαύτης ή του Εργατικού Κέντρου της περιοχής ή της Γ.Σ.Ε.Ε. εκ μέρους των εργαζομένων, καθώς και εκπρόσωποι της συνδικαλιστικής οργάνωσης εκ μέρους του εργοδότη ή των εργοδοτών. Κατά τη διάρκεια της συμφιλιωτικής διαδικασίας μπορεί επιπλέον να παρίσταται διερμηνέας νοηματικής γλώσσας από το Μητρώο Διερμηνέων Νοηματικής Γλώσσας της Ομοσπονδίας Κωφών Ελλάδος, για την υποστήριξη κωφού ή βαρήκοου ατόμου, καθώς και μεταφραστής για την υποστήριξη αλλοδαπού.
13. Σε περίπτωση που εάν κάποιο από τα μέρη παραβιάσει τη συμφωνία ή δεν τηρήσει όρο της συμφωνίας που αποτυπώθηκε στο Πρακτικό, τότε ο αρμόδιος Προϊστάμενος Τμήματος ή Διεύθυνσης επιβάλλει τις διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 24.
14. Κατά της πράξης επιβολής διοικητικών κυρώσεων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή σύμφωνα με τα όσα ορίζονται ειδικότερα στο άρθρο 24. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκηση της προσφυγής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης επιβολής διοικητικών κυρώσεων. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 24.
15. Η πιο πάνω διαδικασία ενώπιον του Συμφιλιωτή ακολουθείται και σε περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη προσφύγουν σε εθνικό επίπεδο στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης σύμφωνα με την παράγραφο 6.
1. Ο Συμφιλιωτής Εργατικών Διαφορών απολαμβάνει πλήρους ανεξαρτησίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, τα οποία οφείλει να εκτελεί με αντικειμενικότητα και αμεροληψία.
2. Έργο Συμφιλιωτή μπορούν να ασκήσουν όσοι Επιθεωρητές Εργασίας πληρούν διαζευκτικά τις εξής προϋποθέσεις:
α) Έχουν τουλάχιστον πενταετή εμπειρία ως Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων.
Σε περιοχές όπου δεν υπάρχουν Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων με την αντίστοιχη εμπειρία, ρόλο Συμφιλιωτή μπορούν να αναλάβουν Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων με εμπειρία τουλάχιστον τριών ετών.
β) Έχουν τουλάχιστον τριετή εμπειρία ως Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων και είτε είναι απόφοιτοι του Τμήματος Κοινωνικής Διοίκησης της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης είτε έχουν μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών και σχετικές δημοσιεύσεις σε θέματα εργατικού Δικαίου.
1. Το Σ.ΕΠ.Ε. συγκροτείται από τον Ειδικό Γραμματέα, τους Γενικούς Επιθεωρητές, τους Επιθεωρητές Εργασίας και το προσωπικό γραμματειακής, διοικητικής και λοιπής υποστήριξης.
Προς τούτο συνιστώνται δύο θέσεις Γενικών Επιθεωρητών και εννιακόσιες δεκαέξι θέσεις Επιθεωρητών Εργασίας, οι οποίοι διακρίνονται σε Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων και σε Επιθεωρητές Ασφάλειας και Υγείας της Εργασίας, κατά κατηγορία και κλάδο ως εξής: ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού: 488, ΠΕ Πληροφορικής: 4, ΠΕ Μηχανικών: 153, ΠΕ Θετικών Επιστημών: 72, ΠΕ Ιατρών, ΠΕ Ιατρών Ειδικοτήτων και ΠΕ Ιατρών Εργασίας: 28, ΤΕ Διοικητικού – Λογιστικού: 43, ΤΕ Πληροφορικής: 4, ΤΕ Μηχανικών: 90, ΤΕ Υγείας: 34. Επίσης, συνιστώνται διακόσιες σαράντα θέσεις για γραμματειακή, διοικητική και λοιπή υποστήριξη κατά κατηγορία και κλάδο ως εξής: ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού: 155, ΔΕ Τεχνικών: 31, ΔΕ Πληροφορικής: 2, ΔΕ Οδηγών: 52.
2. Οι Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων και οι Επιθεωρητές Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και ειδικότερα:
α. Οι Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων διενεργούν συστηματικά ελέγχους για την εφαρμογή της γενικής προστατευτικής εργατικής νομοθεσίας και παρεμβαίνουν συμφιλιωτικά για την επίλυση ατομικών ή συλλογικών διαφορών που προκύπτουν από τη σχέση εργασίας. Παράλληλα ασκούν όσα καθήκοντα προβλέπονται από τον κανονισμό λειτουργίας του Σώματος της παρ. 5 του άρθρου 10.
Καθήκοντα Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων ασκούν οι υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού ή ΠΕ Πληροφορικής ή ΤΕ Διοικητικού – Λογιστικού ή ΤΕ Πληροφορικής, εάν έχουν τα ειδικά προσόντα που ορίζονται με το προεδρικό διάταγμα της παρ. 2 του άρθρου 10, έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευση που προβλέπεται στο άρθρο 6 και έχουν λάβει τη σχετική πιστοποίηση.
β. Οι Επιθεωρητές Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία διενεργούν ελέγχους για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας της σχετικής με την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων. Παράλληλα ασκούν όσα καθήκοντα προβλέπονται από τον κανονισμό λειτουργίας του Σώματος της παραγράφου 5 του άρθρου 10.
Καθήκοντα Επιθεωρητή Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία ασκούν υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Μηχανικών ή ΠΕ Θετικών Επιστημών ή ΠΕ Πληροφορικής ή ΠΕ Ιατρών ή ΠΕ Ιατρών Ειδικοτήτων ή ΠΕ Ιατρών Εργασίας ή ΤΕ Υγείας ή ΤΕ Μηχανικών ή ΤΕ Πληροφορικής, εάν έχουν τα ειδικά προσόντα που ορίζονται με το προεδρικό διάταγμα της παρ. 2 του άρθρου 10, έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευση που προβλέπεται σύμφωνα με το άρθρο 6 και έχουν λάβει τη σχετική πιστοποίηση.
3. Το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας στελεχώνεται με νέες προσλήψεις, με μεταθέσεις υπαλλήλων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με αποσπάσεις υπαλλήλων του Δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και με μετατάξεις, κατά τις κείμενες διατάξεις.
4. Υπάλληλος που υπηρετεί στο Σ.ΕΠ.Ε. και στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου συμμετέχει στη διενέργεια ελέγχων με τον Επιθεωρητή Εργασίας.
5. Το προσωπικό των κλάδων ΠΕ Ιατρών, ΠΕ Ιατρών Ειδικοτήτων, ΠΕ Ιατρών Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε. εξελίσσεται μισθολογικά σε Επιμελητές Α΄ μετά τη συμπλήρωση επτά ετών από το διορισμό τους στο Δημόσιο, σε Ν.Π.Δ.Δ., σε Ο.Τ.Α. ή σε άλλους φορείς και οργανισμούς του Δημοσίου και σε Διευθυντές με τη συμπλήρωση δεκαπέντε ετών από το διορισμό τους αυτό. Οι ιατροί του Σ.ΕΠ.Ε. λαμβάνουν όσα προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 36 του ν. 3762/2009 (Α΄ 75) και ειδικότερα για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα προϊσταμένου διεύθυνσης ή Τμήματος, καταβάλλεται επιπλέον και το επίδομα θέσης ευθύνης του άρθρου 13 του ν. 3205/2003 (Α΄297).
6. Το μόνιμο και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικό της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης συμμετέχει στη διενέργεια ελέγχων και διατίθεται για την εν γένει εκπλήρωση της αποστολής του Σ.ΕΠ.Ε.. Οι πιο πάνω υπάλληλοι έχουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του προσωπικού του Σ.ΕΠ.Ε. κατά το διάστημα που ασκούν τα εν λόγω καθήκοντα. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.
7. Υπάλληλος του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που τοποθετείται ή μετατίθεται με αίτησή του στο Σ.ΕΠ.Ε. σε θέση Επιθεωρητή Εργασίας ή σε θέση γραμματειακής διοικητικής και λοιπής υποστήριξης παραμένει σε αυτό υποχρεωτικά για χρονικό διάστημα δύο ετών, το οποίο μπορεί να παραταθεί για ακόμη ένα έτος. Οι ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους του Σ.ΕΠ.Ε. που τοποθετούνται ή μετατίθενται με αίτησή τους στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
1. Το προσωπικό του Σ.ΕΠ.Ε., τόσο κατά την είσοδό του σε αυτό όσο και στη συνέχεια σε τακτά χρονικά διαστήματα, παρακολουθεί εκπαιδευτικά προγράμματα.
2. Τα προγράμματα εκπαίδευσης και δια βίου κατάρτισης του προσωπικού του Σ.ΕΠ.Ε. που αφορούν στην ενίσχυση της δράσης του και στην υλοποίηση του επιχειρησιακού σχεδίου του, καταρτίζονται από την αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε., εγκρίνονται από τον Ειδικό Γραμματέα ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Κ.Ε.Ε.Ε.) και αποστέλλονται για υλοποίηση στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Τυχόν τροποποίηση του προγράμματος εκπαίδευσης μπορεί να γίνει μόνο μετά την έγκριση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Ειδικότερα, τα προγράμματα εκπαίδευσης των Επιθεωρητών Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία καταρτίζονται κατά τα ανωτέρω από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας με τη συμμετοχή της Γενικής Διεύθυνσης Συνθηκών και Υγιεινής της Εργασίας (Γ.Δ.Σ.Υ.Ε.).
Για τους Επιθεωρητές Εργασίας απαιτείται, μετά την πρόσληψή τους, η παρακολούθηση υποχρεωτικής ειδικής εκπαίδευσης, μετά το πέρας της οποίας οι υποψήφιοι Επιθεωρητές Εργασίας αξιολογούνται και πιστοποιούνται για την άσκηση των καθηκόντων τους.
Την ίδια εκπαίδευση και πιστοποίηση λαμβάνουν και οι υπάλληλοι του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις που τάσσει ο παρών νόμος για τους Επιθεωρητές Εργασίας.
Όσοι υποψήφιοι Επιθεωρητές Εργασίας δεν πιστοποιηθούν κατά τα ανωτέρω, μπορούν να επαναξιολογηθούν σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εδάφιο 4 της παραγράφου 2 και, αν αποτύχουν για δεύτερη φορά, μπορούν να καταλάβουν κενές θέσεις γραμματειακής και διοικητικής υποστήριξης του Σ.ΕΠ.Ε. ή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. 3. Η εκπαίδευση και η δια βίου επαγγελματική κατάρτιση του προσωπικού του Σ.ΕΠ.Ε. γίνεται ανά περιοδικά διαστήματα και μπορεί να πραγματοποιείται σε συνεργασία και με το Ινστιτούτο Επιμόρφωσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης. Το προσωπικό του Σ.ΕΠ.Ε. μπορεί να αποστέλλεται για εκπαίδευση σε σχολές ή κέντρα εκπαίδευσης του ιδιωτικού ή δημόσιου τομέα του εσωτερικού ανάλογα με τις ειδικές ανάγκες της αποστολής του. Για αντίστοιχα εκπαιδευτικά προγράμματα στο εξωτερικό απαιτείται απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται το είδος, η διάρκεια και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, ο τρόπος και η διαδικασία αξιολόγησης και πιστοποίησης των Επιθεωρητών Εργασίας και κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή των παραγράφων 2 και 3.
Ο Ειδικός Γραμματέας έχει την ευθύνη και τον έλεγχο για την εύρυθμη, αποτελεσματική και συντονισμένη δράση όλων των υπηρεσιών του Σ.ΕΠ..Ε., των οποίων προΐσταται.
1. Στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας συνιστώνται δύο θέσεις Γενικών Επιθεωρητών, ήτοι μία θέση Γενικού Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων και μία θέση Γενικού Επιθεωρητή Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία. Οι Γενικοί Επιθεωρητές υπάγονται στον Ειδικό Γραμματέα, συνεπικουρούν το έργο του και συντονίζουν όλους τους Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων, τους Συμφιλιωτές και τους Επιθεωρητές Ασφαλείας και Υγείας στην Εργασία, στην αρμοδιότητά του ο καθένας.
2. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, κατόπιν εισήγησης του Ειδικού Γραμματέα, ορισμένες αρμοδιότητές του μπορεί να μεταβιβάζονται στους Γενικούς Επιθεωρητές.
3. Οι Γενικοί Επιθεωρητές ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Είναι μόνιμοι εν ενεργεία υπάλληλοι του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με εμπειρία στο ελεγκτικό έργο, οι οποίοι έχουν επιλεγεί ως Προϊστάμενοι Διεύθυνσης από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο και έχουν ήδη υπηρετήσει τουλάχιστον δύο θητείες ως Προϊστάμενοι Διεύθυνσης.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθορίζονται τα κριτήρια επιλογής και ορισμού των Γενικών Επιθεωρητών, η εξέλιξη και το επίδομα θέσης ευθύνης που δεν μπορεί να είναι περισσότερο από το διπλάσιο του επιδόματος θέσης ευθύνης προϊσταμένου διεύθυνσης.
1. Συνιστάται στο Σ.ΕΠ.Ε. Υπηρεσία Ειδικών Επιθεωρητών Εργασίας, η οποία συγκροτείται από Επιθεωρητές Εργασίας με βαθμό Προϊσταμένου Διεύθυνσης και βαθμό Προϊσταμένου Τμήματος, η οποία υπάγεται απευθείας στον Ειδικό Γραμματέα. Στην Υπηρεσία Ειδικών Επιθεωρητών Εργασίας από τις εννιακόσιες δεκαέξι οργανικές θέσεις Επιθεωρητών Εργασίας κατανέμονται οκτώ οργανικές θέσεις προϊσταμένων Διεύθυνσης και δεκατέσσερις οργανικές θέσεις προϊσταμένων τμημάτων.
2. Στην Υπηρεσία Ειδικών Επιθεωρητών Εργασίας παρέχεται διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη από τη Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας.
3. Οι Ειδικοί Επιθεωρητές Εργασίας:
α. Διενεργούν τεκμηριωμένους εσωτερικούς ελέγχους της λειτουργίας των επί μέρους υπηρεσιών του Σ.ΕΠ.Ε. και υποβάλλουν στον Ειδικό Γραμματέα σχετικές αναφορές για τη βελτίωση του παρεχόμενου έργου, προκειμένου να διατυπωθούν έγγραφες συστάσεις στις υπό έλεγχο υπηρεσίες.
β. Διενεργούν ελέγχους σε χώρους εργασίας σε οποιοδήποτε μέρος της Ελληνικής Επικράτειας και υποβάλλουν το σχετικό πόρισμα.
γ. Εκτελούν κάθε άλλο έργο που τους ανατίθεται από τον Ειδικό Γραμματέα και έχει σχέση με την οργάνωση και λειτουργία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας.
δ. Συντονίζουν το Αυτοτελές Γραφείο Ενημέρωσης, Υποδοχής, Αξιολόγησης και Διαχείρισης Καταγγελιών του άρθρου 11 και
ε. Επιβάλλουν τις κυρώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος.
4. Οι Ειδικοί Επιθεωρητές Εργασίας ασκούν όλες τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα και έχουν όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των Επιθεωρητών του Σ.ΕΠ.Ε..
5. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται η στελέχωση, η οργάνωση και η διάρθρωση της υπηρεσίας Ειδικών Επιθεωρητών Εργασίας, καθώς και η κατανομή των θέσεων κατά κλάδο και βαθμό.
1. Οι αρμοδιότητες του Σ.ΕΠ.Ε. ασκούνται σε όλη την Ελληνική Επικράτεια από την Κεντρική και τις Περιφερειακές Υπηρεσίες του, οι οποίες συνιστώνται με το παρόν ως εξής: Α. ΚΕΝΤΡΙΚH ΥΠΗΡΕΣΙΑ 1. Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης, η οποία αποτελείται από:
α. Τμήμα Διοικητικό – Οικονομικό, στο οποίο λειτουργεί και Γραφείο Ειδικής Εκπαίδευσης. β. Τμήμα Νομικής Τεκμηρίωσης.
γ. Τμήμα Πληροφοριακών Συστημάτων και Υποδομών.
2. Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, η οποία αποτελείται από:
α. Τμήμα Ανάλυσης, Σχεδιασμού και Αξιολόγησης.
β. Τμήμα Υποστήριξης Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων.
γ. Τμήμα Υποστήριξης Συμφιλιωτικής Διαδικασίας.
3. Διεύθυνση Επιθεώρησης της Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία, η οποία αποτελείται από:
α. Τμήμα Ανάλυσης, Σχεδιασμού και Αξιολόγησης.
β. Τμήμα Υποστήριξης Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία, στο οποίο λειτουργεί και Γραφείο Ατυχημάτων και Επαγγελματικών Ασθενειών.
γ. Αυτοτελές Γραφείο για τον έλεγχο της τήρησης της νομοθεσίας για τα άτομα με αναπηρία.
Β. ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΟΥ Σ.ΕΠ.Ε.
Β1. Κάθε Περιφερειακή Υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. συγκροτείται από δύο Περιφερειακές Διευθύνσεις:
α) την Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων και
β) την Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία.
Ο αρχαιότερος των δύο Προϊσταμένων Διεύθυνσης κάθε Περιφερειακής Υπηρεσίας είναι αρμόδιος για τη διεκπεραίωση των τρεχόντων θεμάτων διοικητικής μέριμνας και υποστήριξης της Υπηρεσίας.
Β2. Οι Περιφερειακές Υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε. ανέρχονται σε δεκαπέντε ως εξής:
1. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Αθηνών, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αθηναίων. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων Κεντρικού Τομέα Αθηνών, Νοτίου Τομέα Αθηνών, Βορείου Τομέα Αθηνών και Δυτικού Τομέα Αθηνών της περιφέρειας Αττικής, επιπροσθέτως του Δήμου Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης της περιφερειακής ενότητας Ανατολικής Αττικής, με την εξαίρεση της παραλιακής ζώνης Σκαραμαγκά, που αποτελεί τμήμα του Δήμου Χαϊδαρίου της περιφερειακής ενότητας Δυτικού Τομέα Αθηνών. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αθηναίων, και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Ανατολικού Τομέα Αθηνών, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αθηναίων.
β. Τμήμα Δυτικού Τομέα Αθηνών, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αθηναίων.
γ. Τμήμα Δάφνης, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Δάφνης – Υμηττού.
δ. Τμήμα Γλυφάδας, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Γλυφάδας.
ε. Τμήμα Καλλιθέας, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Καλλιθέας.
στ. Τμήμα Αγίας Παρασκευής, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αγίας Παρασκευής.
ζ. Τμήμα Αμαρουσίου, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αμαρουσίου.
η. Τμήμα Αιγάλεω, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αιγάλεω.
θ. Τμήμα Νέας Ιωνίας, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Νέας Ιωνίας.
ι. Τμήμα Περιστερίου, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Περιστερίου.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Α΄ Τομέα Αθηνών, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αθηναίων.
β. Τμήμα Β΄ Τομέα Αθηνών, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αθηναίων.
γ. Τμήμα Γ΄ Τομέα Αθηνών, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αθηναίων.
2. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Πειραιώς, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Πειραιώς. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια της περιφερειακής ενότητας Πειραιώς της περιφέρειας Αττικής, καθώς και των δήμων Αίγινας, Αγκιστρίου και Σαλαμίνας της περιφερειακής ενότητας Νήσων της περιφέρειας Αττικής. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης και το Τμήμα Μετρήσεων με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Πειραιώς και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Κεντρικού Τομέα Πειραιώς, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Πειραιώς.
β. Τμήμα Νοτίου Τομέα Πειραιώς, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας.
γ. Τμήμα Νίκαιας, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Νίκαιας – Αγ. Ιωάννη Ρέντη.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Α΄ Τομέα Πειραιώς, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Πειραιώς.
β. Τμήμα Β΄ Τομέα Πειραιώς, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Πειραιώς.
3. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Ανατολικής Αττικής, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Παλλήνης. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια της περιφερειακής ενότητας Ανατολικής Αττικής της περιφέρειας Αττικής, εκτός του Δήμου Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Παλλήνης και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Παλλήνης, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Παλλήνης.
β. Τμήμα Μαρκόπουλου Μεσογαίας, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Μαρκόπουλου Μεσογαίας.
γ. Τμήμα Άνοιξης, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Διονύσου.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Α΄ Τομέα Ανατολικής Αττικής, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Παλλήνης.
β. Τμήμα Β΄ Τομέα Ανατολικής Αττικής, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Παλλήνης.
4. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Δυτικής Αττικής, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Ελευσίνας. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια της περιφερειακής ενότητας Δυτικής Αττικής της περιφέρειας Αττικής και της παραλιακής ζώνης Σκαραμαγκά, που αποτελεί τμήμα του Δήμου Χαϊδαρίου της περιφερειακής ενότητας Δυτικού Τομέα Αθηνών. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Ελευσίνας και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Ελευσίνας, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Ελευσίνας.
β. Τμήμα Άνω Λιοσίων, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Φυλής.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία α. Τμήμα Α΄ Τομέα Δυτικής Αττικής, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Ελευσίνας.
β. Τμήμα Β΄ Τομέα Δυτικής Αττικής, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Ελευσίνας.
5. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Θεσσαλίας, με έδρα τη Λάρισα. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα τη Λάρισα και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Λάρισας, με έδρα τη Λάρισα.
β. Τμήμα Μαγνησίας, με έδρα το Βόλο.
γ. Τμήμα Τρικάλων, με έδρα τα Τρίκαλα.
δ. Τμήμα Καρδίτσας, με έδρα την Καρδίτσα.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Λάρισας, με έδρα τη Λάρισα.
β. Τμήμα Μαγνησίας, με έδρα το Βόλο.
γ. Τμήμα Τρικάλων, με έδρα τα Τρίκαλα.
δ. Τμήμα Καρδίτσας, με έδρα την Καρδίτσα.
6. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Ηπείρου, με έδρα τα Ιωάννινα. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας και περιλαμβάνει επιπροσθέτως τις περιφερειακές ενότητες Κερκύρας και Λευκάδος της περιφέρειας Ιονίων Νήσων. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα τα Ιωάννινα και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Ιωαννίνων, με έδρα τα Ιωάννινα.
β. Τμήμα Άρτας, με έδρα την Άρτα.
γ. Τμήμα Θεσπρωτίας, με έδρα την Ηγουμενίτσα.
δ. Τμήμα Πρέβεζας, με έδρα την Πρέβεζα.
ε. Τμήμα Κέρκυρας, με έδρα την Κέρκυρα.
στ. Τμήμα Λευκάδος, με έδρα τη Λευκάδα.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Ιωαννίνων, με έδρα τα Ιωάννινα.
β. Τμήμα Άρτας, με έδρα την Άρτα.
γ. Τμήμα Κέρκυρας, με έδρα την Κέρκυρα.
7. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Κρήτης, με έδρα το Ηράκλειο. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα το Ηράκλειο και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Ηρακλείου, με έδρα το Ηράκλειο.
β. Τμήμα Χανίων, με έδρα τα Χανιά.
γ. Τμήμα Ρεθύμνου, με έδρα το Ρέθυμνο.
δ. Τμήμα Λασιθίου, με έδρα τον Άγιο Νικόλαο.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Ηρακλείου, με έδρα το Ηράκλειο.
β. Τμήμα Χανίων, με έδρα τα Χανιά.
γ. Τμήμα Ρεθύμνου, με έδρα το Ρέθυμνο.
δ. Τμήμα Λασιθίου, με έδρα τον Άγιο Νικόλαο.
8. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, με έδρα την Κομοτηνή. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα την Κομοτηνή και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Ροδόπης, με έδρα την Κομοτηνή.
β. Τμήμα Έβρου, με έδρα την Αλεξανδρούπολη.
γ. Τμήμα Ξάνθης, με έδρα την Ξάνθη.
δ. Τμήμα Δράμας, με έδρα τη Δράμα.
ε. Τμήμα Καβάλας, με έδρα την Καβάλα.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Ροδόπης, με έδρα την Κομοτηνή.
β. Τμήμα Έβρου, με έδρα την Αλεξανδρούπολη.
γ. Τμήμα Δράμας, με έδρα τη Δράμα.
δ. Τμήμα Καβάλας, με έδρα την Καβάλα.
9. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Κεντρικής Μακεδονίας, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης και το Τμήμα Μετρήσεων με έδρα τη Θεσσαλονίκη και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Κεντρικού Τομέα Θεσσαλονίκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
β. Τμήμα Ανατολικού Τομέα Θεσσαλονίκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
γ. Τμήμα Δυτικού Τομέα Θεσσαλονίκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
δ. Τμήμα Θέρμης και Θερμαϊκού, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Θέρμης.
ε. Τμήμα Πυλαίας και Καλαμαριάς, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
στ. Τμήμα Σερρών, με έδρα τις Σέρρες.
ζ. Τμήμα Πιερίας, με έδρα την Κατερίνη.
η. Τμήμα Ημαθίας, με έδρα την Βέροια.
θ. Τμήμα Πέλλας, με έδρα την Έδεσσα.
ι. Τμήμα Κιλκίς, με έδρα το Κιλκίς.
ια. Τμήμα Χαλκιδικής, με έδρα τον Πολύγυρο.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Α΄ Τομέα Θεσσαλονίκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
β. Τμήμα Β΄ Τομέα Θεσσαλονίκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
γ. Τμήμα Σερρών, με έδρα τις Σέρρες.
δ. Τμήμα Πιερίας, με έδρα την Κατερίνη.
ε. Τμήμα Ημαθίας, με έδρα την Βέροια.
στ. Τμήμα Πέλλας, με έδρα την Έδεσσα.
ζ. Τμήμα Χαλκιδικής, με έδρα τον Πολύγυρο.
10. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Δυτικής Μακεδονίας, με έδρα την Κοζάνη. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα την Κοζάνη και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Κοζάνης, με έδρα την Κοζάνη.
β. Τμήμα Φλώρινας, με έδρα τη Φλώρινα.
γ. Τμήμα Καστοριάς, με έδρα την Καστοριά.
δ. Τμήμα Γρεβενών, με έδρα τα Γρεβενά.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Κοζάνης, με έδρα την Κοζάνη.
β. Τμήμα Καστοριάς, με έδρα την Καστοριά.
11. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Δυτικής Ελλάδας, με έδρα την Πάτρα. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας και περιλαμβάνει επιπροσθέτως τις περιφερειακές ενότητες Ζακύνθου, Κεφαλληνίας και Ιθάκης της περιφέρειας Ιονίων Νήσων. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης και το Τμήμα Μετρήσεων με έδρα την Πάτρα και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Αχαΐας, με έδρα την Πάτρα.
β. Τμήμα Ηλείας, με έδρα τον Πύργο.
γ. Τμήμα Μεσολογγίου, με έδρα το Μεσολόγγι.
δ. Τμήμα Αγρινίου, με έδρα το Αγρίνιο.
ε. Τμήμα Ζακύνθου, με έδρα τη Ζάκυνθο.
στ. Τμήμα Κεφαλληνίας, με έδρα το Αργοστόλι.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Αχαΐας, με έδρα την Πάτρα.
β. Τμήμα Ηλείας, με έδρα τον Πύργο.
γ. Τμήμα Αιτωλοακαρνανίας, με έδρα το Μεσολόγγι.
12. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Στερεάς Ελλάδας, με έδρα τη Λαμία. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα τη Λαμία και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Φθιώτιδας, με έδρα τη Λαμία.
β. Τμήμα Λειβαδιάς, με έδρα τη Λειβαδιά.
γ. Τμήμα Θήβας − Σχηματαρίου, με έδρα τη Θήβα.
δ. Τμήμα Εύβοιας, με έδρα την Χαλκίδα.
ε. Τμήμα Φωκίδας, με έδρα την Άμφισσα.
στ. Τμήμα Ευρυτανίας, με έδρα το Καρπενήσι.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Φθιώτιδας, με έδρα τη Λαμία.
β. Τμήμα Λειβαδιάς, με έδρα τη Λειβαδιά.
γ. Τμήμα Εύβοιας, με έδρα την Χαλκίδα.
δ. Τμήμα Φωκίδας, με έδρα την Άμφισσα.
ε. Τμήμα Ευρυτανίας, με έδρα το Καρπενήσι.
στ. Τμήμα Σχηματαρίου − Θήβας, με έδρα το Σχηματάρι.
13. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Πελοποννήσου, με έδρα την Τρίπολη. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας και περιλαμβάνει επιπροσθέτως τους Δήμους Τροιζηνίας, Σπετσών, Πόρου, Ύδρας και Κυθήρων της περιφερειακής ενότητας των Νήσων της περιφέρειας Αττικής. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα την Τρίπολη και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Αρκαδίας, με έδρα την Τρίπολη.
β. Τμήμα Μεσσηνίας, με έδρα την Καλαμάτα.
γ. Τμήμα Κορίνθου, με έδρα την Κόρινθο.
δ. Τμήμα Λακωνίας, με έδρα τη Σπάρτη.
ε. Τμήμα Αργολίδας, με έδρα το Ναύπλιο.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Αρκαδίας, με έδρα την Τρίπολη.
β. Τμήμα Μεσσηνίας, με έδρα την Καλαμάτα.
γ. Τμήμα Κορίνθου, με έδρα την Κόρινθο.
δ. Τμήμα Λακωνίας, με έδρα τη Σπάρτη.
ε. Τμήμα Αργολίδας, με έδρα το Ναύπλιο.
14. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Βορείου Αιγαίου, με έδρα τη Μυτιλήνη. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα τη Μυτιλήνη και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Λέσβου, με έδρα τη Μυτιλήνη.
β. Τμήμα Σάμου, με έδρα τη Σάμο.
γ. Τμήμα Χίου, με έδρα τη Χίο.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Λέσβου, με έδρα τη Μυτιλήνη.
β. Τμήμα Σάμου, με έδρα τη Σάμο.
γ. Τμήμα Χίου, με έδρα τη Χίο.
15. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Νοτίου Αιγαίου, με έδρα την Ερμούπολη της Σύρου. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα την Ερμούπολη και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Σύρου, με έδρα την Ερμούπολη.
β. Τμήμα Νάξου, με έδρα τη Νάξο.
γ. Τμήμα Άνδρου, με έδρα την Άνδρο.
δ. Τμήμα Θήρας, με έδρα τη Σαντορίνη.
ε. Τμήμα Μήλου, με έδρα τη Μήλο.
στ. Τμήμα Ρόδου, με έδρα τη Ρόδο.
ζ. Τμήμα Κω, με έδρα την Κω.
η. Τμήμα Καλύμνου, με έδρα την Κάλυμνο.
θ. Τμήμα Καρπάθου, με έδρα την Κάρπαθο.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Κυκλάδων, με έδρα την Ερμούπολη.
β. Τμήμα Άνδρου, με έδρα την Άνδρο.
γ. Τμήμα Δωδεκανήσου, με έδρα τη Ρόδο.
2. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται εντός τεσσάρων μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται:
α) η οργάνωση και η καθ’ ύλην και κατά τόπον κατανομή των αρμοδιοτήτων των υπηρεσιών που συγκροτούν το Σ.ΕΠ.Ε. σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, καθώς και τα θέματα λειτουργίας τους,
β) ο αναγκαίος αριθμός θέσεων του προσωπικού του Σ.ΕΠ.Ε. που θα κατανεμηθεί στις κατά τόπους υπηρεσίες του, κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, τα κριτήρια και η διαδικασία της επιλογής τους και κάθε άλλο θέμα στελέχωσής του,
γ) κάθε άλλο θέμα σχετικό με την οργάνωση, στελέχωση και λειτουργία του Σ.ΕΠ.Ε..
3. Διευθύνσεις και Τμήματα του Σ.ΕΠ.Ε. μπορεί να ιδρύονται και να καταργούνται με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται μετά από πρόταση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. 4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μπορεί να ανακαθορίζεται η κατά τόπον και καθ’ ύλην αρμοδιότητα των υπηρεσιών του Σ.ΕΠ.Ε. και να ανακατανέμονται οι οργανικές θέσεις του προσωπικού του σε υφιστάμενους κλάδους προσωπικού της ίδιας ή άλλης κατηγορίας για ειδικότητες που κρίνονται απαραίτητες.
5. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μέσα σε τέσσερις μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ύστερα από πρόταση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται ο κανονισμός λειτουργίας του Σ.ΕΠ.Ε..
6. Ως ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου ορίζεται η ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του προεδρικού διατάγματος που προβλέπεται στην παράγραφο 2.
Αξιολόγησης και Διαχείρισης Καταγγελιών
1. Συνιστάται στην Κεντρική Υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. Αυτοτελές Γραφείο Ενημέρωσης, Υποδοχής, Αξιολόγησης και Διαχείρισης Καταγγελιών, υπαγόμενο απευθείας στον Ειδικό Γραμματέα, το οποίο συντονίζει Ειδικός Επιθεωρητής του Σ.ΕΠ.Ε..
2. Έργο του είναι η ενημέρωση εργοδοτών και εργαζομένων, η υποδοχή και αξιολόγηση των καταγγελιών και η εσωτερική διαβίβασή τους στις αρμόδιες Περιφερειακές Υπηρεσίες ή στην Ειδική Ομάδα Ετοιμότητας και Άμεσης Επέμβασης του άρθρου 12.
3. Με απόφαση του Ειδικού Γραμματέα ρυθμίζονται θέματα λειτουργίας, στελέχωσης, οργάνωσης, χωροταξικής κατανομής, εξυπηρέτησης ατόμων με αναπηρία, καθώς και κάθε άλλο θέμα που αφορά το Αυτοτελές Γραφείο Ενημέρωσης, Υποδοχής, Αξιολόγησης και Διαχείρισης Καταγγελιών.
1. Το Αυτοτελές Γραφείο Ενημέρωσης, Υποδοχής, Αξιολόγησης και Διαχείρισης Καταγγελιών του άρθρου 11 συντονίζει τη λειτουργία «Ειδικής Ομάδας Ετοιμότητας και Άμεσης Επέμβασης», στην οποία συμμετέχουν Επιθεωρητές Εργασίας των Κεντρικών Υπηρεσιών του Σ.ΕΠ.Ε. και του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και των Περιφερειακών Υπηρεσιών Επιθεώρησης Εργασίας της Περιφέρειας Αττικής, και η οποία έχει ως έργο τον άμεσο έλεγχο της τήρησης της νομοθεσίας από τις επιχειρήσεις.
2. Η ομάδα αυτή λειτουργεί κάθε ημέρα επί είκοσι τέσσερις ώρες με την αναγκαία εναλλαγή του προσωπικού, είναι σε διαρκή ετοιμότητα και έχει στη διάθεσή της όλα τα απαραίτητα τεχνικά μέσα για την εκτέλεση του έργου της.
3. Με απόφαση του Ειδικού Γραμματέα καθορίζονται ο αριθμός των Επιθεωρητών Εργασίας που συμμετέχουν κάθε φορά στην ομάδα, ο τρόπος επιλογής και δράσης τους, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζονται όλα τα θέματα σχετικά με την επέκταση της δράσης και τη λειτουργία και άλλων Ειδικών Ομάδων Ετοιμότητας και Άμεσης Επέμβασης στις λοιπές Περιφέρειες.
1. Το προσωπικό του Σ.ΕΠ.Ε. υπάγεται ως προς τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης στο Υπηρεσιακό και Πειθαρχικό Συμβούλιο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
2. Κατ’ εξαίρεση τα θέματα αποσπάσεων και μετακινήσεων του προσωπικού του Σ.ΕΠ.Ε. μέσα στις υπηρεσίες του Σώματος υπάγονται στην αρμοδιότητα του πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Σ.ΕΠ.Ε., το οποίο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
1. Το Σ.ΕΠ.Ε. έχει ίδιο προϋπολογισμό ως ειδικός φορέας του προϋπολογισμού του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, όπου εγγράφονται κάθε έτος οι πιστώσεις οι οποίες προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία και είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση των αναγκών λειτουργίας των Υπηρεσιών και του προσωπικού του. Η οικονομική διαχείριση διεξάγεται από την αρμόδια Υπηρεσία της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και οι δαπάνες πραγματοποιούνται, ελέγχονται, εκκαθαρίζονται και εντέλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις περί «Δημοσίου Λογιστικού».
2. Για την οικονομική υποστήριξη της επιχειρησιακής αυτοτέλειας και λειτουργίας του Σ.ΕΠ.Ε., συνιστάται Πάγια Προκαταβολή Χρηματικού στο Σ.ΕΠ.Ε. για την αντιμετώπιση διαφόρων δαπανών, που είναι απαραίτητες για την επιχειρησιακή λειτουργία του, των οποίων η πραγματοποίηση από τη φύση τους δεν επιδέχεται αναβολή και δεν είναι δυνατή η αντιμετώπισή τους με την κανονική διαδικασία. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση της Αρμόδιας Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου, καθορίζεται το είδος και το ποσοστό κάθε δαπάνης της πάγιας προκαταβολής και προσδιορίζεται το ποσό αυτής, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας διάταξης.
3. α. Οι δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται οι υπάλληλοι της Κεντρικής Υπηρεσίας και του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας ή οι οικογένειές τους, προς υπεράσπισή τους ενώπιον των Δικαστηρίων, για ενέργειές τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όταν παρίσταται ενώπιον των Δικαστηρίων, ως πολιτικώς ενάγοντες, από έγκλημα που διαπράχθηκε σε βάρος τους, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή εξαιτίας αυτών βαρύνουν τον Τακτικό Προϋπολογισμό του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
β. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου και του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας που έχουν εξέλθει της Υπηρεσίας, εφόσον η υπεράσπιση ή η άσκηση πολιτικής αγωγής αφορά πράξεις που τελέστηκαν κατά το χρόνο άσκησης των υπηρεσιακών καθηκόντων τους.
γ. Οι προϋποθέσεις χορήγησης των παραπάνω δαπανών καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
4. Όταν επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 24 και της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 26, ποσοστό ύψους 40% εισπράττεται ως έσοδο του Τακτικού Προϋπολογισμού, ποσοστό ύψους 40% ως έσοδο στο Κ.Α. Εσόδων 3428 «Έσοδα καταργηθέντος Ειδικού Λογαριασμού Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας «Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας»» και ποσοστό 20% ως έσοδο του προϋπολογισμού του Σ.ΕΠ.Ε., το οποίο διατίθεται κυρίως στην προώθηση και ενίσχυση των δράσεών του, την προβολή του έργου του, την ενδυνάμωση της επικοινωνιακής του πολιτικής (ενημερωτικές δράσεις, έντυπα κ.λπ.), την καταβολή της πρόσθετης αμοιβής και την κάλυψη των εξόδων μετακίνησης. Κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παραγράφου αυτής ρυθμίζεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
1. Στους Επιθεωρητές Εργασίας χορηγείται πρόσθετη αμοιβή, η οποία συναρτάται με την αποτελεσματικότητα του ελεγκτικού και συμφιλιωτικού έργου τους.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Κ.Ε.Ε.Ε.), καθορίζονται το ύψος της πρόσθετης αμοιβής, τα κριτήρια και οι ειδικότερες προϋποθέσεις χορηγήσεώς της.
Με ίδια απόφαση μπορεί να ανακαθορίζεται το ύψος της πρόσθετης αμοιβής ή να καταργείται αυτή.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ορίζεται το ύψος των δαπανών μετακίνησης, ημερήσιας αποζημίωσης και διανυκτέρευσης εκτός έδρας του προσωπικού του Σ.ΕΠ.Ε., του Ειδικού Γραμματέα, των Γενικών Επιθεωρητών και των Επιθεωρητών Εργασίας.
1. Οι Επιθεωρητές Εργασίας υποχρεούνται κατά την διενέργεια των ελέγχων τους να συμπληρώνουν ειδικά για τον σκοπό αυτό τυποποιημένα έντυπα ή αντίστοιχες ηλεκτρονικές εφαρμογές, όπου αναγράφονται όλα τα στοιχεία των παραβάσεων, οι διοικητικές κυρώσεις οι οποίες προτείνονται ή επιβάλλονται από τον Επιθεωρητή Εργασίας και υποδείξεις προς συμμόρφωση με την κείμενη νομοθεσία.
Οι ελεγχόμενες επιχειρήσεις υποχρεούνται μετά τη γνωστοποίηση σε αυτές των εκθέσεων των επιθεωρητών, να αναφέρουν στο Σ.Ε.Π.Ε. εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν ή πρόκειται να προβούν προς συμμόρφωση με τις προτάσεις που περιλαμβάνονται στα έντυπα των Επιθεωρητών.
2. Ειδικά όταν ο έλεγχος πραγματοποιείται κατόπιν καταγγελίας, τα στοιχεία που αναγράφονται στο ειδικό αυτό έντυπο διασταυρώνονται από τους Προϊσταμένους των αντίστοιχων Τμημάτων με τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στην καταγγελία.
Αν παρουσιάζονται αποκλίσεις μεταξύ τους, μπορεί να γίνεται και δεύτερος έλεγχος στον ίδιο εργοδότη από άλλο Επιθεωρητή Εργασίας, με απόφαση του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος. Αν διαπιστωθεί ότι ο αρχικός έλεγχος δεν ήταν ολοκληρωμένος ή σωστός, ο Επιθεωρητής Εργασίας που διενήργησε τον αρχικό έλεγχο, ελέγχεται πειθαρχικά σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3528/2007 (Α΄26).
3. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η μορφή και το περιεχόμενο των αναγκαίων τυποποιημένων αυτών εντύπων ή των ηλεκτρονικών εφαρμογών, καθώς και κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
1. Οι υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε. λειτουργούν όλες τις ημέρες του μήνα και οι υπάλληλοι, ασκούν τις ελεγκτικές αρμοδιότητές τους όλο το εικοσιτετράωρο και όλες τις ημέρες της εβδομάδας και υποχρεούνται σε υπερωριακή εργασία, καθώς και εργασία κατά τις Κυριακές, τις αργίες και τις νύκτες, ευρισκόμενοι σε διατεταγμένη υπηρεσία σε κάθε τόπο και χρόνο, σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας.
2. Οι διοικητικές αρχές, οι αρχές των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, οι δικαστικές υπηρεσίες, οι δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και οι υπηρεσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης υποχρεούνται να παρέχουν κάθε αιτούμενη συνδρομή ιδιαίτερα με την παροχή στο Σ.ΕΠ. Ε. μηχανογραφικών στοιχείων και πληροφοριών, για τη διευκόλυνση της άσκησης των αρμοδιοτήτων του.
3. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 85 του ν. 2238/1994 (Α΄151) προστίθεται περίπτωση ιγ΄ ως εξής:
«ιγ) Στους Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων να λαμβάνουν από τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες πληροφορίες που περιέχονται στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος και στα συμπληρωματικά στοιχεία που συνυποβάλλονται με αυτήν, στην Οριστική Δήλωση Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών, στην οριστική δήλωση ελεύθερων επαγγελμάτων, στην οριστική δήλωση από εμπορικές επιχειρήσεις, καθώς και τα συνυποβαλλόμενα έντυπα ή καταστάσεις, στη δήλωση ακινήτων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων των εργοδοτών και αφορούν πάσης φύσεως περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται σε αυτήν ή συνυποβάλλονται με αυτήν, καθώς και τα πλήρη στοιχεία που περιλαμβάνονται στις βεβαιώσεις αποδοχών.»
4. Οι Επιθεωρητές Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε. και του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης εφοδιάζονται με ειδική υπηρεσιακή ταυτότητα για τη διευκόλυνση του έργου τους. Το προσωπικό, το οποίο επικουρεί τους Επιθεωρητές Εργασίας στο έργο τους, εφοδιάζεται με ειδική ταυτότητα, διακριτή από αυτή των Επιθεωρητών Εργασίας.
5. Τα υπηρεσιακά οχήματα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας που χρησιμοποιούνται στο έργο των Επιθεωρητών εξαιρούνται από την υποχρέωση να φέρουν διακριτικά γνωρίσματα (λωρίδα κόκκινου ή κίτρινου χρώματος και πινακίδες του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων) και φέρουν συμβατικές πινακίδες.
6. Οι Επιθεωρητές Εργασίας που έχουν το αντίστοιχο δίπλωμα οδήγησης οδηγούν τα υπηρεσιακά οχήματα για εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας.
7. Κατά τη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου δεν διακόπτεται ο έλεγχος των Επιθεωρητών Εργασίας. Οι Επιθεωρητές Εργασίας δεν διώκονται και δεν ενάγονται για γνώμη που διατύπωσαν ή πράξη που διενήργησαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εξαιρούνται των ανωτέρω η περίπτωση δόλου, η παραβίαση του απορρήτου των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ακόμη και μετά την αποχώρησή τους από το Σ.ΕΠ. Ε., η παραβίαση του καθήκοντος εχεμύθειας και η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 16 και στο ν. 3528/2007.
8. Οι υπάλληλοι του Σ.ΕΠ.Ε. τηρούν το απόρρητο των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν στη γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ακόμη και μετά την αποχώρησή τους από το Σώμα. Τηρούν επίσης απόρρητες τις πηγές από τις οποίες περιήλθαν στη γνώση τους καταγγελίες ή παράπονα.
9. Με απόφαση του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης ορίζεται το προσωπικό του Σ.ΕΠ.Ε. εκάστου Τμήματος που προβαίνει σε ελέγχους και επιθεωρήσεις και εκτός του νομού της έδρας του, μέσα πάντα στην περιφέρεια, στην οποία ασκεί τα καθήκοντά του. Για τη σύνθεση των μεικτών κλιμακίων αποφασίζει ο αρχαιότερος Προϊστάμενος Περιφερειακής Διεύθυνσης.
10. Οι κατά τόπους υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε. δεν περιλαμβάνονται στα οργανογράμματα των Περιφερειών. Οι υπηρεσίες αυτές στεγάζονται σε κτήρια δημόσιων υπηρεσιών ή δημόσιων οργανισμών ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή της περιφερειακής διοίκησης, που ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Σε περίπτωση αδυναμίας στέγασης, οι υπηρεσίες στεγάζονται σε ιδιωτικά οικήματα, τα οποία μισθώνονται για το σκοπό αυτόν.
11. Σε στοχευμένους ελέγχους και επιθεωρήσεις ανά την Επικράτεια συμμετέχουν, με απόφαση του Ειδικού Γραμματέα, Επιθεωρητές Εργασίας ανεξαρτήτως της Διεύθυνσης, στην οποία υπηρετούν.
12. Οι Επιθεωρητές Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε. μπορούν να συνεργάζονται κατά τη διάρκεια του πραγματοποιούμενου ελέγχου με ειδικούς εμπειρογνώμονες που ορίζονται με απόφαση του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης από ειδικό κατάλογο που έχουν συντάξει οι επιστημονικοί φορείς της χώρας. Στους ελέγχους που διενεργούνται από τους Επιθεωρητές Εργασίας έχουν δικαίωμα να παρευρίσκονται εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργανώσεων, εφόσον οι ίδιοι το επιθυμούν ή μετά από πρόσκληση των Επιθεωρητών Εργασίας. Στην περίπτωση ζητημάτων που αφορούν σε εργαζόμενους με αναπηρία, οι Επιθεωρητές Εργασίας μπορούν κατά περίπτωση να συνεργάζονται με εμπειρογνώμονες που ορίζονται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να καθορίζεται αμοιβή στους συμμετέχοντες στους ελέγχους εμπειρογνώμονες.
13. α. Οι μικτές επιτροπές ελέγχου των συνθηκών υγείας και ασφάλειας της εργασίας του άρθρου 28 του ν. 3850/2010 (Α΄ 84), κατά το μέρος που αφορούν τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη (ΕΥΑΕ−ΝΕΖ) στις περιοχές Πειραιά − Δραπετσώνας − Κερατσινίου και Περάματος – Σαλαμίνας, αντικαθίστανται από Επιτροπές Υγείας και Ασφάλειας των Εργαζομένων στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη (ΕΥΑΕ−ΝΕΖ) στις περιοχές Πειραιά − Δραπετσώνας − Κερατσινίου − Περάματος – Σαλαμίνας και λοιπών περιοχών, όπως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 4 του ν. 3850/2010.
β. Ως προς τη σύνθεση, τη συγκρότηση, την αμοιβή και τη θητεία των ΕΥΑΕ−ΝΕΖ ισχύει το άρθρο 28 του ν. 3850/2010.
γ. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδονται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου Υγείας και Ασφάλειας των Εργαζομένων (ΣΥΑΕ), συγκροτούνται νέες ΕΥΑΕ − ΝΕΖ, καθορίζεται ειδικότερα το έργο και η λειτουργία των επιτροπών, η επιλογή των μελών, η εναλλαγή και η αναπλήρωσή τους, η διασφάλιση της λειτουργίας τους σε καθημερινή βάση, η συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες, ο τρόπος κάλυψης του κόστους και κάθε άλλο θέμα σχετικό με τη λειτουργία τους.
δ. Η αποζημίωση των μελών των Επιτροπών του άρθρου 28 του ν. 3850/2010 καθορίζεται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κατ’ εξαίρεση του άρθρου 7 του ν. 3833/2010 (Α΄ 40) και βαρύνει τον προϋπολογισμό του Οργανισμού Εργατικής Εστίας.
ε. Ο Οργανισμός Εργατικής Εστίας απαλλάσσεται από πρόστιμα τα οποία προκύπτουν από εκπρόθεσμη καταβολή των αναλογουσών εισφορών εργοδότη − ασφαλισμένου στους εκπροσώπους των εργαζομένων και του Τεχνικού Επιμελητηρίου, καθώς και στους ειδικούς επιστήμονες που μετέχουν στις Μικτές Επιτροπές του άρθρου 28 του ν. 3850/2010, του άρθρου 19 του ν. 1767/1988 (Α΄ 63), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 91 του ν. 2084/ 1992 (Α΄ 165).
Οι διατάξεις των εδαφίων δ΄ και ε΄ του παρόντος άρθρου ισχύουν από 1.3.2010.
14. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 13 του άρθρου 3 του ν. 2343/1995 (Α΄ 211) τροποποιείται ως ακολούθως:
«Οι διατάξεις της παραγράφου 19 του άρθρου 2 του παρόντος, περί των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες), εφαρμόζονται ανάλογα και για τους Ελεγκτές των Δ.Ο.Υ. και των Ελεγκτικών Κέντρων, τους Επιθεωρητές Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε., ως και για τους υπαλλήλους που ασκούν καθήκοντα Ελεγκτή.»
Το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, το Σ.ΕΠ.Ε. και ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού διασυνδέονται ηλεκτρονικά μέσω της κοινής ηλεκτρονικής πλατφόρμας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για την επικοινωνία με τις επιχειρήσεις, την καταγραφή και διαχείριση πληροφοριών και δεδομένων.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την υλοποίηση της ηλεκτρονικής διασύνδεσης, την ένταξη και άλλων φορέων σε αυτήν, τα ζητήματα που προκύπτουν κατά το μεταβατικό διάστημα υλοποίησης της διάταξης, καθώς και ιδίως με τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να επιλέξουν την ηλεκτρονική μορφή ως τρόπο τήρησης βιβλίων και κατάθεσης στοιχείων.
1. Για την αποτελεσματικότερη προώθηση των θεμάτων ασφάλειας και υγείας στην εργασία μέσω της συνεργασίας του Σ.ΕΠ.Ε., της Γενικής Διεύθυνσης Συνθηκών και Υγιεινής της Εργασίας (Γ.Δ.Σ.Υ.Ε.) και της Γενικής Διεύθυνσης Εργασίας (Γ.Δ.Ε.) καθιερώνεται ετήσιο πρόγραμμα συνεργασίας, το οποίο περιλαμβάνει τακτικές κοινές συσκέψεις μεταξύ των εν λόγω υπηρεσιών, καθώς και κοινές συνεδριάσεις με το Συμβούλιο Υγείας και Ασφάλειας των Εργαζομένων (Σ.Υ.Α.Ε.) και το Συμβούλιο Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Κ.Ε.Ε.Ε.).
2. Στις κοινές συσκέψεις μεταξύ Γ.Δ.Σ.Υ.Ε., Γ.Δ.Ε. και Σ.ΕΠ.Ε. εξετάζονται όλα τα θέματα ασφάλειας και υγιεινής της εργασίας και εργασιακά θέματα που απασχολούν τις τρεις υπηρεσίες στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Στόχος των κοινών συσκέψεων είναι κυρίως η αλληλοενημέρωση των υπηρεσιών και ο συντονισμός της δράσης τους στα εργασιακά θέματα και θέματα ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων.
Σε δικαστικές υποθέσεις που έχουν σχέση με την άσκηση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στον Ειδικό Γραμματέα, τους Γενικούς Επιθεωρητές, τους Ειδικούς Επιθεωρητές και τους λοιπούς Επιθεωρητές Εργασίας παρίσταται για την υπεράσπισή τους ενώπιον των ποινικών και πολιτικών δικαστηρίων εκπρόσωπος του Γραφείου του Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ύστερα από έγκριση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης χωρίς τη διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης και σύνταξη πορίσματος.
1. Συνιστάται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Συμβούλιο Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Κ.Ε.Ε.Ε.), αρμόδιο να γνωμοδοτεί σε θέματα λειτουργίας και δράσης του Σ.ΕΠ.Ε.. Το Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. λειτουργεί στα πλαίσια του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας και συγκροτείται από:
α. τον Ειδικό Γραμματέα του Σ.ΕΠ.Ε. ως Πρόεδρο,
β. τους δύο Γενικούς Επιθεωρητές, οι οποίοι αναπληρώνονται από τους Προϊσταμένους των Κεντρικών Διευθύνσεων των αντίστοιχων κλάδων,
γ. δύο εκπροσώπους της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.) και έναν της Ανώτατης Διοίκησης Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων (Α.Δ.Ε.Δ.Υ.), που υποδεικνύονται από τις οργανώσεις αυτές,
δ. τέσσερεις εκπροσώπους εργοδοτικών οργανώσεων και ειδικότερα έναν από το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), έναν από την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.), έναν από τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.) και έναν από τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.), που υποδεικνύονται από τις οργανώσεις αυτές,
ε. έναν εκπρόσωπο των εργαζομένων στο Σ.ΕΠ.Ε., που υποδεικνύεται από την Ομοσπονδία των εργαζομένων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης,
στ. έναν εκπρόσωπο των ατόμων με αναπηρία που υποδεικνύεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑμεΑ),
ζ. τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ο οποίος αναπληρώνεται από τον Προϊστάμενο αντίστοιχης Διεύθυνσης του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και
η. τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Συνθηκών και Υγιεινής της Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ο οποίος αναπληρώνεται από τον Προϊστάμενο αντίστοιχης Διεύθυνσης του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Ο διορισμός των μελών και των αναπληρωτών τους γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Εάν δεν υποδειχθούν εκπρόσωποι από τους φορείς εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 8 του ν. 2336/1995 (Α΄ 189).
2. Αρμοδιότητες του Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. είναι:
α. η διατύπωση γνώμης για τη σκοπιμότητα της κατάρτισης ειδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας μέσα σε αποκλειστική προθεσμία είκοσι ημερών σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 3899/2010 (Α΄ 212),
β. η διατύπωση γνώμης σχετικά με τον προγραμματισμό της δράσης και την εν γένει λειτουργία του Σ.ΕΠ. Ε. σε εθνικό επίπεδο, καθώς και των προγραμμάτων εκπαίδευσης του προσωπικού του,
γ. η διατύπωση γνώμης επί της ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων του Σ.ΕΠ.Ε.,
δ. η εισήγηση προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για την έκδοση νόμων και κανονιστικών πράξεων, με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας του Σ.ΕΠ.Ε. και την εξασφάλιση της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχονται και
ε. η εισήγηση προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης διατάξεων που αφορούν στην εργατική νομοθεσία.
Στο Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. εισηγητές ορίζονται κατά περίπτωση και ανάλογα με τα συζητούμενα θέματα οι προϊστάμενοι των αρμόδιων υπηρεσιών του Σ.ΕΠ.Ε. και άλλοι εισηγητές από τους συμμετέχοντες φορείς.
Στις συνεδριάσεις του Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. μπορούν να συμμετέχουν χωρίς ψήφο, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου, εκπρόσωποι επιστημονικών οργανώσεων, καθώς και ειδικοί επιστήμονες.
3. Για την υποβοήθηση του έργου του Σ.Κ.Ε.Ε.Ε., συνιστάται στην Κεντρική Υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. Αυτοτελές Γραφείο Γραμματειακής Υποστήριξης Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. υπαγόμενο απευθείας στον Ειδικό Γραμματέα. Για τη στελέχωση του Γραφείου διατίθενται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης δύο υπάλληλοι του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Ο προϊστάμενος του Αυτοτελούς Γραφείου Γραμματειακής Υποστήριξης Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. ασκεί τα καθήκοντα του γραμματέα του Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. και αναπληρωτής του στα καθήκοντα αυτά είναι ο έτερος υπάλληλος του Γραφείου. Το Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. δικαιούται να ζητά κάθε πληροφορία ή έγγραφο χρήσιμο για την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων του και να καλεί ενώπιόν του κάθε πρόσωπο χρήσιμο για την παροχή πληροφοριών.
4. Σε κάθε Περιφερειακή Υπηρεσία συνιστάται Περιφερειακή Επιτροπή Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Π.Ε.Κ.Ε.Ε.Ε.), η οποία είναι γνωμοδοτικό όργανο για τη λειτουργία και δράση του Σ.ΕΠ.Ε. στην Περιφέρεια και συγκροτείται από:
α. τον αρχαιότερο Προϊστάμενο Περιφερειακής Διεύθυνσης της κατά τόπο Περιφερειακής Υπηρεσίας του Σ.ΕΠ.Ε. ως Πρόεδρο, ο οποίος αναπληρώνεται από τον έτερο Προϊστάμενο Περιφερειακής Διεύθυνσης της ίδιας Περιφερειακής Υπηρεσίας,
β. έναν Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων και έναν Επιθεωρητή Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία, οι οποίοι αναπληρώνονται επίσης από αντίστοιχο Επιθεωρητή Εργασίας,
γ. δύο εκπροσώπους των Εργατικών Κέντρων της Περιφέρειας με τους αναπληρωτές τους, που υποδεικνύονται με αποφάσεις των διοικητικών τους οργάνων και
δ. δύο εκπροσώπους των εργοδοτικών οργανώσεων από τη βιομηχανία, τη βιοτεχνία και το εμπόριο της Περιφέρειας με τους αναπληρωτές τους, που υποδεικνύονται με απόφαση των διοικητικών τους οργάνων.
Εισηγητές ορίζονται κατά περίπτωση και ανάλογα με τα συζητούμενα θέματα Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων ή Επιθεωρητές Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία ή εκπρόσωποι των συμμετεχόντων φορέων.
Ο διορισμός των μελών και των αναπληρωτών τους γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Εάν δεν υποδειχθούν εκπρόσωποι από τους φορείς, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 8 του ν. 2336/1995.
5. Αρμοδιότητα του Π.Ε.Κ.Ε.Ε.Ε. είναι:
α. η διατύπωση γνώμης σχετικά με τον προγραμματισμό της δράσης και την εν γένει λειτουργία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας στην Περιφέρεια,
β. η διατύπωση γνώμης και σύνταξη πορίσματος ανά εξάμηνο επί της δράσης των Διευθύνσεων και Τμημάτων του Σ.ΕΠ.Ε. στην περιφέρειά τους και η αποστολή του σχετικού πορίσματος μαζί με την έκθεση αξιολόγησης της παρ. 2 του άρθρου 22 στο Σ.Κ.Ε.Ε.Ε..
Στις συνεδριάσεις της Επιτροπής μπορούν να συμμετέχουν χωρίς ψήφο, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου της, εκπρόσωποι επιστημονικών οργανώσεων και ειδικοί επιστήμονες.
6. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζονται τα θέματα των συνεδριάσεων, της λήψης αποφάσεων, της γραμματειακής υποστήριξης και κάθε θέμα σχετικό με την εύρυθμη λειτουργία του Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. και των Π.Ε.Κ.Ε.Ε.Ε..
1. Κάθε έξι μήνες οι Περιφερειακές Υπηρεσίες του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας υποχρεούνται να αποστείλουν στην αρμόδια Περιφερειακή Επιτροπή Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Π.Ε.Κ.Ε.Ε.Ε) έκθεση αξιολόγησης του έργου των Διευθύνσεων, καθώς και των Τμημάτων του Σ.ΕΠ.Ε. που βρίσκονται στην περιφέρειά τους. Για το λόγο αυτόν τα Τμήματα που βρίσκονται στην περιφέρεια της αντίστοιχης Περιφερειακής Διεύθυνσης αποστέλλουν κάθε έξι μήνες έκθεση του έργου τους.
2. Η Π.Ε.Κ.Ε.Ε.Ε υποχρεούται να μελετά την έκθεση αξιολόγησης της παραγράφου 1, να συντάσσει πόρισμα και, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από τη λήψη της έκθεσης αξιολόγησης της παραγράφου 1, να την απ στέλλει μαζί με το πόρισμά της στο Σ.Κ.Ε.Ε.Ε..
3. Κάθε έτος το Σ.Κ.Ε.Ε.Ε συνεδριάζει, συνεκτιμά τα πορίσματα και τις εκθέσεις των Π.Ε.Κ.Ε.Ε.Ε. και γνωμοδοτεί επί της ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων του Σ.ΕΠ.Ε.. Η ετήσια έκθεση πεπραγμένων του Σ.ΕΠ.Ε., στην οποία εμπεριέχεται και ο προγραμματισμός δράσης του επόμενου έτους, εγκρίνεται από το Σ.Κ.Ε.Ε.Ε., υποβάλλεται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μέσα στο πρώτο τετράμηνο του επόμενου έτους στον Πρόεδρο της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής και δημοσιεύεται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Η έκθεση περιέχει ειδικό κεφάλαιο σχετικά με την εφαρμογή και την προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της εργασίας και απασχόλησης.
4. Η ετήσια έκθεση πεπραγμένων του Σ.ΕΠ.Ε. κοινοποιείται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης στις πλέον αντιπροσωπευτικές οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων, στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας και στην αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
1. Αν διαπιστώσει παραβίαση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, το Σ.ΕΠ.Ε. είτε χορηγεί κατά την κρίση του εύλογη προθεσμία για συμμόρφωση προς τις εν λόγω διατάξεις είτε λαμβάνει άμεσα διοικητικά μέτρα και επιβάλλει τις προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις ή και προσφεύγει στη δικαιοσύνη για την επιβολή των ποινικών κυρώσεων κατά περίπτωση σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. 2. Αν διαπιστώσει παραβάσεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας, ενημερώνει άμεσα τον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα.
3. α. Αν κρίνει ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, διακόπτει προσωρινά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τη λειτουργία της επιχείρησης ή τμήματός της και εισηγείται στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης την οριστική διακοπή της λειτουργίας της, αν η επιχείρηση, μετά την προσωρινή διακοπή ή την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, εξακολουθεί να παραβαίνει συστηματικά τις διατάξεις της νομοθεσίας με άμεσο κίνδυνο για τους εργαζόμενους.
β. Αν κρίνει ότι πλήττονται σοβαρά και συστηματικά τα εργασιακά δικαιώματα μεγάλου μέρους των εργαζομένων μιας επιχείρησης ή τμήματός της, διακόπτει προσωρινά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τη λειτουργία της επιχείρησης ή τμήματός της και εισηγείται στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης την οριστική διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης ή τμήματός της, αν η επιχείρηση, μετά την προσωρινή διακοπή ή την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, εξακολουθεί να μη συμμορφώνεται στις υποδείξεις των Επιθεωρητών Εργασίας.
Στις παραπάνω περιπτώσεις α΄ και β΄ ο χρόνος προσωρινής διακοπής της επιχείρησης λογίζεται ως κανονικός χρόνος εργασίας ως προς όλα τα δικαιώματα των εργαζομένων.
4. Επιβάλλει στις επιχειρήσεις τα πρόστιμα που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, αν διαπιστωθεί ότι στους χώρους εργασίας δεν τηρούνται οι διατάξεις περί απαγορεύσεως του καπνίσματος.
3. α. Αν κρίνει ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, διακόπτει προσωρινά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τη λειτουργία της επιχείρησης ή τμήματός της και εισηγείται στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης την οριστική διακοπή της λειτουργίας της, αν η επιχείρηση, μετά την προσωρινή διακοπή ή την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, εξακολουθεί να παραβαίνει συστηματικά τις διατάξεις της νομοθεσίας με άμεσο κίνδυνο για τους εργαζόμενους.
4. Επιβάλλει στις επιχειρήσεις τα πρόστιμα που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, αν διαπιστωθεί ότι στους χώρους εργασίας δεν τηρούνται οι διατάξεις περί απαγορεύσεως του καπνίσματος.
7. Οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να τηρούν στο χώρο εργασίας και να επιδεικνύουν ανά πάσα στιγμή στους Επιθεωρητές Εργασίας τα έντυπα ατομικών όρων εργασίας του προσωπικού (άρθρα 2, 3, 4 του Π.Δ. 156/1994, Α ́ 102), το βιβλίο αδειών (άρθρο 4 παρ. 3 του Α.Ν. 539/1945, Α ́ 229), το ειδικό βιβλίο υπερωριών (άρθρο 9 του Π.Δ. της 27.6/1932, Α ́ 212 και άρθρο 13 του Ν. 3846/2010, Α ́ 66) και τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών του προσωπικού (άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 1082/1980, Α ́ 250 και 5 του Ν. 3227/2004, Α ́ 31) για το τελευταίο τουλάχιστον τρίμηνο.
Το πιστοποιητικό ελέγχου ανυψωτικών μηχανημάτων πρέπει να βρίσκεται πάνω στο Μηχάνημα Έργου στο οποίο διενεργείται ο έλεγχος, όπως προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις, και ο χειριστής Μηχανήματος Έργου είναι υποχρεωμένος να φέρει την άδεια του χειριστή.
Το πιστοποιητικό απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια που προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία πρέπει να βρίσκεται πάνω στο πλοίο στο οποίο εκτελούνται οι ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες. Η μη τήρηση των παραπάνω υποχρεώσεων από την επιχείρηση επισύρει τις διοικητικές κυρώσεις του παρόντος άρθρου.
.........
Το πιστοποιητικό ελέγχου ανυψωτικών μηχανημάτων πρέπει να βρίσκεται πάνω στο Μηχάνημα Έργου στο οποίο διενεργείται ο έλεγχος, όπως προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις, και ο χειριστής Μηχανήματος Έργου είναι υποχρεωμένος να φέρει την άδεια του χειριστή.
...............
......................
Το πιστοποιητικό απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια που προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία πρέπει να βρίσκεται πάνω στο πλοίο στο οποίο εκτελούνται οι ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες.
.......................
1. Προς εξακρίβωση των προσώπων που υπάγονται εκάστοτε στην ασφάλιση και του αριθμού αυτών για την τήρηση της ασφαλιστικής νομοθεσίας σχετικά με την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων, οι Επιθεωρητές Εργασίας ελέγχουν την καταχώριση των προσλαμβανόμενων μισθωτών στο Ειδικό Βιβλίο Καταχώρησης Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού του άρθρου 26 παρ. 9 περίπτωση στ΄ υποπερίπτωση αα΄ του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179).
2. Στις κάτωθι περιπτώσεις:
α) μη τήρησης του Ειδικού Βιβλίου Καταχώρησης Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού του άρθρου 26 παρ. 9 περίπτωση στ΄ υποπερίπτωση αα΄ του α.ν. 1846/1951 και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 26 παρ. 9 περίπτωση στ΄ υποπερίπτωση ββ΄ του α.ν. 1846/1951,
β) μη καταχώρισης απασχολούμενου στο Ειδικό Βιβλίο Καταχώρησης Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού του άρθρου 26 παρ. 9 περίπτωση στ΄ υποπερίπτωση αα΄ του α.ν. 1846/1951,
γ) μη επίδειξης του Ειδικού Βιβλίου Καταχώρισης Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού του άρθρου 26 παρ. 9 περίπτωση στ΄ υποπερίπτωση αα΄ του α.ν. 1846/1951 και
δ) απώλειας του Ειδικού Βιβλίου Καταχώρισης Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού του άρθρου 26 παρ. 9 περίπτωση στ΄ υποπερίπτωση αα΄ του α.ν. 1846/1951 ή φύλλου αυτού, η οποία να μην οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 26 παρ. 9 περίπτωση στ΄ υποπερίπτωση δδ΄ του α.ν. 1846/1951, οι Επιθεωρητές Εργασίας συντάσσουν πράξη με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση σε ειδικό για το σκοπό αυτόν έντυπο, το οποίο και αποστέλλουν στο αρμόδιο υποκατάστημα του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία ελέγχου, για τις περαιτέρω νόμιμες ενέργειες επιβολής της αντίστοιχης κύρωσης. Η διαπιστωτική αυτή πράξη είναι δεσμευτική για τα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, τα οποία υποχρεούνται άνευ ετέρου και μέσα σε προθεσμία πέντε ημερών από τη λήψη της πράξεως αυτής να επιβάλουν στον παραβάτη εργοδότη τις κυρώσεις που προβλέπονται και να κοινοποιούν την πράξη επιβολής προστίμου στο Σ.ΕΠ.Ε.. Η πράξη αυτή διαβιβάζεται μέσα στην ίδια προθεσμία και στο Σ.Δ.Ο.Ε. για τις περαιτέρω νόμιμες ενέργειες αυτού.
3. Αν κατά τον έλεγχο των επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων διαπιστωθεί ότι αυτές δεν έχουν απογραφεί σε ασφαλιστικό φορέα, επιβάλλεται, πέραν των λοιπών διοικητικών κυρώσεων, προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης μέχρι την προσκόμιση πιστοποιητικού εγγραφής στα μητρώα των οικείων ασφαλιστικών φορέων.
4. Αν σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση διαπιστωθεί αδήλωτη εργασία κατά παράβαση της ασφαλιστικής νομοθεσίας ως προς την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων για δύο φορές μέσα σε μία διετία, επιβάλλεται, πέραν των λοιπών διοικητικών κυρώσεων, προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης για χρονικό διάστημα από τρείς μέχρι και δέκα ημέρες.
5. Για την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων της παραγράφου 4 συνεκτιμώνται η σοβαρότητα της παράβασης, η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων, οι παρόμοιες παραβάσεις για τις οποίες έχουν επιβληθεί συναφείς κυρώσεις στο παρελθόν, ο βαθμός υπαιτιότητας, ο αριθμός των εργαζομένων, το μέγεθος της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και ο αριθμός των εργαζομένων που θίγονται συνεπεία της παράβασης.
6. Στις παραγράφους 3 και 4 ο χρόνος προσωρινής διακοπής της επιχείρησης λογίζεται ως κανονικός χρόνος εργασίας ως προς όλα τα δικαιώματα των εργαζομένων.
7. Η διοικητική κύρωση της προσωρινής διακοπής επιβάλλεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ασφαλιστικού φορέα ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου κατά περίπτωση οργάνου του ασφαλιστικού φορέα. Αν ο έλεγχος πραγματοποιήθηκε από τους Επιθεωρητές Εργασίας, αποστέλλεται η πράξη με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, στα αρμόδια όργανα του ασφαλιστικού φορέα για τις περαιτέρω νόμιμες ενέργειες. Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων των παραγράφων 3 και 4 γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.
8. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με τη διαδικασία επιβολής της διοικητικής κύρωσης της προσωρινής διακοπής της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης των παραγράφων 3 και 4.
1. Με ευθύνη των επιχειρήσεων ενημερώνεται καθημερινά και σε πραγματικό χρόνο το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για το χρόνο εργασίας, την ώρα προσέλευσης και αποχώρησης των εργαζομένων της επιχείρησης οι οποίοι υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Η διαδικασία αυτή γίνεται με τη χρήση κάρτας εργασίας σε ηλεκτρονικό ρολόι παρουσίας προσωπικού (ωρομέτρηση) και τα στοιχεία διαβιβάζονται με ηλεκτρονικό ή άλλο τρόπο στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Τα στοιχεία αυτά διασταυρώνονται με τα αναγραφόμενα στην υποβαλλόμενη από την επιχείρηση Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (Α.Π.Δ.). Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζονται οι κλάδοι και το είδος των επιχειρήσεων ανά γεωγραφική περιοχή στις οποίες θα εφαρμοστεί το σύστημα της κάρτας εργασίας και θα ενταχθούν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας ρύθμισης.
2. Στις επιχειρήσεις, οι οποίες υποχρεούνται να εγκαταστήσουν το σύστημα της κάρτας εργασίας και καταβάλλουν εμπροθέσμως τις ασφαλιστικές εισφορές, καθώς και στους εργαζομένους των επιχειρήσεων αυτών, παρέχεται έκπτωση έως δέκα τοις εκατό (10%) επί των αντίστοιχων ασφαλιστικών εισφορών. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται ανά κλάδο, είδος επιχείρησης και γεωγραφική περιοχή, το ποσοστό της έκπτωσης, ύστερα από οικονομική μελέτη που εκπονείται από την Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικής Ασφάλισης πριν από την έναρξη εφαρμογής της παρούσας διάταξης.
3. Εάν σε επιχείρηση στην οποία εφαρμόζεται το σύστημα της κάρτας εργασίας, δεν γίνεται χρήση αυτής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, επιβάλλεται, πέραν των λοιπών διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία:
α) κατάργηση της έκπτωσης της παραγράφου 2 για διάστημα τριών μηνών από την επιβολή των κυρώσεων,
β) στην επιχείρηση, επιπλέον διοικητική κύρωση ύψους τετρακοσίων ευρώ για κάθε εργαζόμενο, ο οποίος δεν κάνει χρήση της κάρτας εργασίας και γ) στον ίδιο τον εργαζόμενο, διοικητική κύρωση ύψους διακοσίων ευρώ, η οποία βαρύνει τον εργαζόμενο και καταβάλλεται από τον εργοδότη. Σε περίπτωση διαπίστωσης της ίδιας παράβασης για δεύτερη φορά μέσα σε διάστημα τεσσάρων ετών, το χρονικό διάστημα της περιπτώσεως α΄ αυξάνεται σε έξι μήνες.
4. Αρμόδια όργανα για τον έλεγχο των επιχειρήσεων στις οποίες εφαρμόζεται το σύστημα της κάρτας εργασίας, προς εξακρίβωση της ορθής χρήσης της, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, είναι οι Επιθεωρητές Εργασίας, τα ελεγκτικά όργανα του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και τα όργανα των μεικτών κλιμακίων της παραγράφου 1 του άρθρου 151 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58). Ανεξαρτήτως φορέα ελέγχου, η διοικητική κύρωση της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3 επιβάλλεται από τους Επιθεωρητές Εργασίας, ενώ οι διοικητικές κυρώσεις των περιπτώσεων α΄ και γ΄ της παραγράφου 3 επιβάλλονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και το επιβληθέν σε αυτή την περίπτωση πρόστιμο εισπράττεται από αυτό. Το όργανο που διενεργεί τον έλεγχο, πέραν από την επιβολή της διοικητικής κύρωσης, σύμφωνα με τις διακρίσεις της παρούσας παραγράφου, υποχρεούται να τη γνωστοποιήσει στο συναρμόδιο φορέα ελέγχου, κατά τα οριζόμενα στην παρούσα παράγραφο, ώστε να προβεί αυτός διά των οργάνων του μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε ημερών από τη λήψη της πράξης στην επιβολή των διοικητικών κυρώσεων αρμοδιότητάς του. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται η διαδικασία επιβολής και είσπραξης των διοικητικών κυρώσεων, καθώς και τυχόν αναπροσαρμογή του προστίμου της παραγράφου 3.
5. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, καθορίζονται οι αρμόδιες αρχές για την καταγραφή, συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων τα οποία θα καταγράφονται μέσω της χρήσης της κάρτας εργασίας, η διαδικασία και οι προϋποθέσεις για την εγκατάσταση και λειτουργία των συστημάτων καταγραφής, η διαδικασία και ο τρόπος διασύνδεσης με το σύστημα του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με το κεντρικό ηλεκτρονικό σύστημα του άρθρου 18 και με το κεντρικό δίκτυο υπολογιστών Ι.Κ.Α, Σ.ΕΠ.Ε και Ο.Α.Ε.Δ., ο φορέας της κάρτας εργασίας, οι βασικές προδιαγραφές των συστημάτων καταγραφής, ο τρόπος λειτουργίας τους, ο φορέας, ο τρόπος και τα στοιχεία επεξεργασίας των δεδομένων, τα κριτήρια για την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού, το είδος των προσωπικών δεδομένων που τυγχάνουν επεξεργασίας, η συλλογή, αποθήκευση, χρήση, διαβίβαση και οι αποδέκτες αυτών, ο χρόνος και η διάρκεια αποθήκευσης, η διαδικασία καταστροφής, τα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια της επεξεργασίας των δεδομένων, οι βασικές λειτουργίες και η περιοδική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων καταγραφής, τα δικαιώματα των φυσικών προσώπων στα οποία αφορούν τα δεδομένα, η έννομη προστασία, η γνωστοποίηση της επεξεργασίας και ο έλεγχος από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και κάθε αναγκαίο σχετικό θέμα, σύμφωνα με τις βασικές αρχές του ν. 2472/1997 (Α΄ 50).
6. Η υλοποίηση, διατήρηση και επέκταση του συγκεκριμένου μέτρου συναρτάται με την επίτευξη καθαρού θετικού δημοσιονομικού αποτελέσματος στο Ασφαλιστικό Σύστημα από την εφαρμογή του.
7. Ημερομηνία έναρξης της παρούσας ρύθμισης ορίζεται η 1η Σεπτεμβρίου 2011.
1. Η επίδοση των πράξεων που εκδίδει το Σ.ΕΠ.Ε. γίνεται με την παράδοση των εγγράφων αυτών με κάθε πρόσφορο μέσο και αποδεικνύεται με σχετική απόδειξη παραλαβής του εγγράφου. Για την επίδοση των πράξεων αυτών εφαρμόζονται το άρθρο 19 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α ́ 45) και τα άρθρα 47 έως 57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α ́ 97), σχετικά με τις επιδόσεις.
2. Η επίδοση μπορεί να γίνει και με συστημένη επιστολή, η λήψη της οποίας βεβαιώνεται με τη σχετική απόδειξη παραλαβής.3. Αν δεν είναι δυνατή για οποιονδήποτε λόγο η επίδοση των πιο πάνω πράξεων, ο επιδίδων πέρα από τις ενέργειες που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, τοιχοκολλά επιπλέον την πράξη σε ειδική πινακίδα του οικείου τοπικού Τμήματος του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, συντάσσοντας γι’ αυτό σχετική έκθεση.
1. Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν. 3904/2010 (Α ́218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.
2. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν.
1. Στο άρθρο 7 του Ν. 3418/2005 (Α ́ 287) προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Επιτρέπεται η προσφορά ιατρικών υπηρεσιών από ιατρούς με την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας, στην περιφέρεια άλλων ιατρικών συλλόγων χωρίς άδεια των συλλόγων αυτών.»
2. Μετά την παρ. 2 του άρθρου 16 του Ν. 3850/2010 (Α ́ 84) προστίθεται παράγραφος 2Α ως εξής:
«2.Α. α) Στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης συγκροτείται Ειδικός Κατάλογος στον οποίο εγγράφονται οι ιατροί της παραγράφου 2. Στα δικαιολογητικά που κατατίθενται στην αρμόδια υπηρεσία περιλαμβάνεται απαραιτήτως βεβαίωση εγγραφής στον ιατρικό σύλλογο στον οποίο είναι εγγεγραμμένοι.
β) Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία και ο τρόπος σύνταξης του Ειδικού Καταλόγου, η αρμόδια υπηρεσία για τη συγκρότηση και την τήρησή του, οι ειδικότερες προϋποθέσεις, οι προθεσμίες και ο τρόπος υποβολής των αιτήσεων για την εγγραφή των ιατρών σε αυτόν, ο τρόπος τήρησής του και κάθε άλλο σχετικό θέμα που αφορά σε αυτόν.
γ) Ιατρός που περιλαμβάνεται στον Ειδικό Κατάλογο της περίπτωσης α ́ μπορεί να ασκεί καθήκοντα ιατρού εργασίας μόνο στην περιφέρεια του ιατρικού συλλόγου στον οποίο είναι εγγεγραμμένος και εφόσον λάβει βεβαίωση του συλλόγου αυτού ότι δεν υπάρχει ή δεν είναι διαθέσιμος ιατρός με την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας στην περιφέρεια αυτή.»
3. Στο άρθρο 20 του Ν. 3418/2005 (Α ́ 287) προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Ιατρός των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του Ν. 3850/2010 (Α ́ 84), ο οποίος έχει σύμβαση ή άλλη σχέση εργασίας με οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα, υποχρεούται να προσκομίζει στην υπηρεσία της παραγράφου 2Α του άρθρου 16 του Ν. 3850/2010 έγγραφη άδεια της Διοίκησης του ασφαλιστικού φορέα, με την οποία θα επιτρέπεται σε αυτόν η άσκηση καθηκόντων ιατρού εργασίας σε συγκεκριμένη επιχείρηση. Ο ιατρός του πρώτου εδαφίου εξαιρείται, κατά την άσκηση των καθηκόντων του στον ασφαλιστικό φορέα, από την οποιαδήποτε παροχή ιατρικών υπηρεσιών προς ασφαλισμένο σε αυτόν, εφόσον ο ασφαλισμένος εργάζεται σε επιχείρηση στην οποία ο ιατρός ασκεί καθήκοντα ιατρού εργασίας.
1. Στο άρθρο 7 του Ν. 3418/2005 (Α ́ 287) προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Επιτρέπεται η προσφορά ιατρικών υπηρεσιών από ιατρούς με την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας, στην περιφέρεια άλλων ιατρικών συλλόγων χωρίς άδεια των συλλόγων αυτών.»
1. Η παράγραφος 9α του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951, όπως προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997 (Α΄ 270), αντικαθίσταται ως εξής:
«9.Α. Το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), με τα όργανά του που είναι αρμόδια για τον έλεγχο, τη βεβαίωση και την είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών, μπορεί να ζητά από τις δημόσιες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, τις τράπεζες, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και γενικά από κάθε οργάνωση επαγγελματική, εμπορική, βιομηχανική, γεωργική οποιεσδήποτε πληροφορίες θεωρεί αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του.»
2. Μετά την παράγραφο 9Α του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951, όπως αυτή αντικαθίσταται με την παράγραφο 1, προστίθεται νέα παράγραφος 9Β ως εξής:
«9.Β. Οι πληροφορίες τις οποίες θεωρεί αναγκαίες και κάθε άλλο στοιχείο ασφαλιστικού ενδιαφέροντος της παραγράφου 9Α και της περίπτωσης β΄ της παρ. 5 του άρθρου 85 του ν. 2238/1994 (Α΄151) δύνανται να γνωστοποιούνται στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) και μέσω ηλεκτρονικής διασύνδεσης αρχείων, όπου απαιτείται, από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων ή από κάθε άλλη Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου αυτό να διεκδικήσει πόρους, ασφαλιστικές εισφορές ή να διασφαλίσει κάθε άλλο έννομο δικαίωμά του, είτε αυτά αφορούν στο πρόσωπο εργοδότη, κατά την έννοια του άρθρου 8 του α.ν. 1846/1951, είτε σε οποιονδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και σε ενώσεις προσώπων. Τα πιο πάνω στοιχεία δύνανται να γνωστοποιούνται και στο Σ.ΕΠ.Ε. μετά από αίτημά του και προκειμένου να διευκολυνθεί στο έργο του.
Τα παραπάνω στοιχεία χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τη διασφάλιση του έργου και της αποστολής του Σ.ΕΠ.Ε. και του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και χορηγούνται στο Σ.ΕΠ.Ε. και το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ χωρίς χρέωση. Δεν επιτρέπεται η γνωστοποίηση των στοιχείων αυτών σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον υπόχρεο στον οποίο αφορούν καθώς και τον Ο.Α.Ε.Δ.. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία, τα στοιχεία και κάθε άλλο αναγκαίο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης.»
3. Η περίπτωση β΄ της παρ. 5 του άρθρου 85 του ν. 2238/1994 (Α΄151) αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Η χορήγηση σε ειδικά εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) στοιχείων που περιέχονται στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος και στα συμπληρωματικά στοιχεία που συνυποβάλλονται με αυτήν, στην Οριστική Δήλωση Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών, στην οριστική δήλωση ελεύθερων επαγγελμάτων, στην οριστική δήλωση από εμπορικές επιχειρήσεις, καθώς και τα συνυποβαλλόμενα έντυπα ή καταστάσεις, στη δήλωση ακινήτων και αφορούν πάσης φύσεως περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται σε αυτήν ή συνυποβάλλονται με αυτήν, τα πλήρη στοιχεία που περιλαμβάνονται στις βεβαιώσεις αποδοχών, καθώς και στοιχείων από το φάκελο του εργοδότη για την εξακρίβωση των μισθών και ημερομισθίων που αυτός κατέβαλε στο προσωπικό που απασχολεί.»
4. Η παρ. 5 του άρθρου 68 του ν. 3518/2006 (Α΄ 272), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3846/2010 (Α΄ 66), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«5. Αν η επιχείρηση ή εκμετάλλευση αλλάξει νόμιμο εκπρόσωπο ή αν υπάρξει μεταβολή των αποδοχών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταθέσει συμπληρωματικούς πίνακες προσωπικού μόνο ως προς τα νέα στοιχεία, κατά περίπτωση, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τις πιο πάνω μεταβολές. Σε περίπτωση πρόσληψης νέου εργαζόμενου και σε περίπτωση αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, ο εργοδότης υποχρεούται να καταθέσει, γραπτά ή ηλεκτρονικά, συμπληρωματικούς πίνακες προσωπικού μόνο ως προς τα νέα στοιχεία, το αργότερο ως και την ίδια ημέρα πρόσληψης ή της αλλαγής του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας και πάντως πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τους εργαζόμενους.»
1. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 151 του ν. 3655/ 2008 (Α΄ 58) προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Στα μικτά κλιμάκια ελέγχου των επιχειρήσεων και χώρων εργασίας του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, δύνανται να συμμετέχουν και τα όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (άρθρο 88 παρ. 1 του ν. 3842/2010). Σε αυτήν την περίπτωση ο συντονισμός, η συγκρότηση, ο έλεγχος και η παρακολούθηση της δράσης των μικτών κλιμακίων γίνεται με συνεργασία του Ειδικού Γραμματέα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, του Ειδικού Γραμματέα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή των ειδικά από αυτούς εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων με βαθμό Προϊσταμένου Διεύθυνσης και για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και των υποδιοικητών του. Μετά την ολοκλήρωση του κοινού ελέγχου, κάθε μέλος του κλιμακίου προβαίνει αυτοτελώς σε όλες τις νόμιμες ενέργειες, όπως αυτές προβλέπονται από τις αρμοδιότητες της υπηρεσίας του.» 2. Στο τέλος της παρ. 8 του άρθρου 30 του ν. 3296/ 2004 (Α΄253) προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Τα όργανα του ΣΔΟΕ δύνανται να συμμετέχουν στα μικτά κλιμάκια ελέγχου των επιχειρήσεων και χώρων εργασίας του πέμπτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 151 του ν. 3655/2008. Ο συντονισμός, η συγκρότηση, ο έλεγχος και η παρακολούθηση της δράσης των μικτών κλιμακίων γίνεται με συνεργασία του Ειδικού Γραμματέα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, του Ειδικού Γραμματέα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή των ειδικά από αυτούς εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων με βαθμό Προϊσταμένου Διεύθυνσης και για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και των υποδιοικητών του. Μετά την ολοκλήρωση του κοινού ελέγχου τα όργανα του ΣΔΟΕ προβαίνουν αυτοτελώς σε όλες τις νόμιμες ενέργειες, όπως αυτές προβλέπονται από τις αρμοδιότητές τους.»
1. Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρεται ο όρος «Κοινωνικός Επιθεωρητής», αυτός αντικαθίσταται εφεξής από τον όρο «Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων».
2. Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρονται οι όροι «Τεχνικός Επιθεωρητής» και «Υγειονομικός Επιθεωρητής», αυτοί αντικαθίστανται εφεξής από τον κοινό όρο «Επιθεωρητής Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία».
3. Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρονται οι όροι «Περιφερειακή Διεύθυνση Κοινωνικής Επιθεώρησης» και «Κέντρο Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου», αυτοί αντικαθίστανται από τον όρο «Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων» και «Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία» της παρ. 1 του άρθρου 10 αντίστοιχα.
4. Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρεται ο όρος «Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης», αντικαθίσταται από τον όρο «Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων» της παρ. 1 του άρθρου 10.
5. Όπου σε διατάξεις που αφορούν στην Επιθεώρηση Εργασίας αναφέρεται ο όρος «Τμήμα» ή «Γραφείο Τεχνικής και Υγειονομικής Επιθεώρησης», αντικαθίστανται από τον όρο «Τμήμα» ή «Γραφείο Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία» της παρ. 1 του άρθρου 10 αντίστοιχα.
6. Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρεται ο όρος «άτομα με ειδικές ανάγκες» (ΑΜΕΑ), αυτός αντικαθίσταται από τον όρο «άτομα με αναπηρία» (ΑμεΑ).
7. Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται ο όρος «αδήλωτη εργασία», νοούνται όλες οι αμειβόμενες δραστηριότητες που είναι νόμιμες ως προς τη φύση τους αλλά δεν δηλώνονται στις δημόσιες αρχές, κατά παράβαση των ισχυουσών διατάξεων.
1. Το πάσης φύσεως προσωπικό που υπηρετεί στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας του Ν. 2639/1998 (Α ́ 205) εντάσσεται ή μεταφέρεται στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε) που συνιστάται με το άρθρο 1 και ανακατανέμεται στις νέες οργανικές μονάδες. Το ανωτέρω προσωπικό εντάσσεται ή μεταφέρεται με την ίδια εργασιακή σχέση, την οργανική θέση, βαθμό, κλάδο και ειδικότητα που κατέχει. Οι Επιθεωρητές Εργασίας που υπηρετούν στο Σ.ΕΠ.Ε. και στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κατά τη δημοσίευση του παρόντος θεωρείται ότι έχουν λάβει την πιστοποίηση του άρθρου 6. Κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου, η τοποθέτηση του ανωτέρω προσωπικού γίνεται με απόφαση του Ειδικού Γραμματέα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας.
2. Όσοι μόνιμοι υπάλληλοι του Σ.ΕΠ.Ε. και του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ανήκουν στους κλάδους ΤΕ Εργοδηγών, ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού, ΔΕ Πληροφορικής και ΔΕ Τεχνικών (εκτός ΔΕ Τεχνικών – Οδηγών) και ασκούν καθήκοντα Επιθεωρητή Εργασίας κατά τη δημοσίευση του παρόντος, εξακολουθούν να τα ασκούν και μετά τη δημοσίευση αυτού.
3. Συμβάσεις μίσθωσης έργου που έχουν συναφθεί με το Σ.ΕΠ.Ε. του Ν. 2639/1998 εξακολουθούν να ισχύουν έως τη λήξη τους.
4. Διαδικασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη για πλήρωση θέσεων σε κεντρικό ή περιφερειακό επίπεδο, συνεχίζονται κανονικά για λογαριασμό του Σ.ΕΠ.Ε. του άρθρου 1. Το προσλαμβανόμενο προσωπικό και οι αντίστοιχες οργανικές θέσεις μεταφέρονται στο Σ.ΕΠ.Ε. του άρθρου 1.
5. Οι προϊστάμενοι οργανικών μονάδων της Κεντρικής Υπηρεσίας και των Περιφερειακών Υπηρεσιών του Σ.ΕΠ.Ε. του Ν. 2639/1998 τοποθετούνται, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, σε θέσεις Προϊσταμένων στις οργανικές μονάδες όπου μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος ασκούσαν τα καθήκοντά τους ή σε αντίστοιχου επιπέδου οργανικές μονάδες του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας που συστήνεται με το άρθρο 1 και εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι την επανεπιλογή τους ή την τοποθέτηση νέου Προϊσταμένου.
6. Οι διατάξεις που διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση και εξέλιξη, τις αποδοχές (μισθοδοσία, επιδόματα, έξοδα κίνησης και αποζημιώσεις), το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς του εντασσόμενου ή μεταφερόμενου προσωπικού εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την ένταξή του στο νεοσυστηνόμενο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας.
7. Ο Ειδικός Γραμματέας, ο οποίος μέχρι και σήμερα προΐσταται του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας του Ν. 2639/1998, μεταφέρεται με τον ίδιο βαθμό και στην ίδια θέση που έχει κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στο νεοσυστηνόμενο με τον παρόντα νόμο Σ.ΕΠ.Ε.8. Διατάξεις άλλων νόμων και προεδρικών διαταγμάτων που δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου εξακολουθούν να ισχύουν.
9. Μέχρι την έναρξη ισχύος του άρθρου 10 ισχύουν το Π.Δ. 136/1999 (Α ́ 134), το άρθρο 1 του Ν. 3762/2009, το άρθρο 11 του Ν. 3144/2003, το άρθρο 28 του Ν. 2956/2001, η υ.α. 80068/2003 (Β ́ 1447) και η υ.α. 80031/2003 (Β ́ 905), καθώς και κάθε άλλη διάταξη που ισχύει κατά τη δημοσίευση του παρόντος και ρυθμίζει διαφορετικά τη διοικητική διάρθρωση των διευθύνσεων και τμημάτων του Σ.ΕΠ.Ε. στις κεντρικές και περιφερειακές υπηρεσίες του, την κατανομή των οργανικών θέσεων και αρμοδιοτήτων στο καταργούμενο Σ.ΕΠ.Ε. του Ν. 2639/1998. Μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 10 καταργούνται το Π.Δ. 136/1999, το άρθρο 1 του Ν. 3762/2009 , το άρθρο 11 του Ν. 3144/2003, το άρθρο 28 του Ν. 2956/2001, η υ.α. 80068/2003 (Β ́ 1447) και η υ.α. 80031/2003 (Β ́ 905), καθώς και κάθε άλλη αντίθετη διάταξη που προβλέπει διαφορετική ρύθμιση ως προς τη διοικητική διάρθρωση των διευθύνσεων και τμημάτων του Σ.ΕΠ.Ε. στις κεντρικές και περιφερειακές υπηρεσίες του, την κατανομή των αρμοδιοτήτων και των οργανικών θέσεων στις υπηρεσίες του.
10. Καθήκοντα Συμφιλιωτή του άρθρου 3 εξακολουθούν να ασκούν όσοι υπάλληλοι και Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων του Σ.ΕΠ.Ε. ασκούν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος τα καθήκοντα αυτά.
11. Το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας του άρθρου 1 αποτελεί καθολικό διάδοχο ως προς όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας του Ν. 2639/1998.
12. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, συνεχίζονται από το νεοσυστηνόμενο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης. Δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας του άρθρου 1.
13. Η υποπερίπτωση 4 της περίπτωσης Δ ́ της παραγράφου ΙΙ του άρθρου 186 του Ν. 3852/2010 (Α ́ 87) καταργείται.
14. Τα άρθρα 6 έως 17 του Ν. 2639/1998 καταργούνται.
15. Το άρθρο 76 του ν. 3746/2009 (Α ́ 27) διατηρείται σε ισχύ.
16. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 2 του Ν. 3762/2009 (Α ́ 75) διατηρούνται σε ισχύ.
1. προσθήκη παραγράφων στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 31 Α.Ν. 1846/1951
1. Η παρ. 1 του άρθρου 15 του Ν. 1483/1984 (Α ́ 153) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για το χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Η προστασία από την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ισχύει τόσο έναντι του εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται, χωρίς να έχει προηγουμένως απασχοληθεί αλλού, πριν συμπληρώσει δεκαοκτώ (18) μήνες από τον τοκετό ή το μεγαλύτερο χρόνο που προβλέπεται στην παρούσα, όσο και έναντι του νέου εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται και μέχρι τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρόνων.Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης στην εργασία της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη.»
2. Η αληθής έννοια του άρθρου 142 του Ν. 3655/2008 είναι ότι στο πεδίο εφαρμογής αυτού εμπίπτει η μητέρα που είναι ασφαλισμένη του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, εργάζεται με σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις του ιδιωτικού τομέα και για την εναλλακτική χρήση του μειωμένου ωραρίου ως άδειας για φροντίδα του παιδιού καλύπτεται αποκλειστικά και μόνο από τις ρυθμίσεις της εκάστοτε ισχύουσας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Ε.Ε.), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 9 της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. των ετών 2004−2005.
3. Το πέμπτο εδάφιο του άρθρου 142 του Ν. 3655/2008 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Ο χρόνος της ειδικής άδειας προστασίας της μητρότητας λογίζεται ως χρόνος ασφάλισης στους κλάδους κύριας σύνταξης και ασθένειας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, καθώς και στους οικείους φορείς επικουρικής ασφάλισης, οι δε προβλεπόμενες εισφορές υπολογίζονται επί του κατά περίπτωση αναφερόμενου παραπάνω ποσού, από το οποίο ο ΟΑΕΔ παρακρατεί την προβλεπόμενη εισφορά ασφαλισμένου και την αποδίδει στους αρμόδιους φορείς μαζί με την προβλεπόμενη εισφορά εργοδότη που βαρύνει τον ΟΑΕΔ. Ο χρόνος ασφάλισης, που έχει διανυθεί από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου θεωρείται χρόνος ασφάλισης στον Κλάδο Ασθένειας σε είδος και σε χρήμα του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.»
4. Η παρ. 2 του άρθρου 148 του Ν. 3655/2008 αντικαθίσταται από την έναρξη ισχύος του Ν. 3655/2008 ως ακολούθως:
«2. Οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ δικαιούνται επίδομα ασθένειας, εφόσον πέραν των λοιπών προϋποθέσεων που ορίζονται από διατάξεις του Κανονισμού του έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον εκατό (100) ημέρες ασφάλισης, οι οποίες από 1.1.2009 αυξάνονται ανά δέκα (10) κατ’ έτος και μέχρι εκατόν είκοσι (120). Προκειμένου για οικοδόμους, οι ογδόντα ημέρες της παρ. βα ́ του άρθρου 35 του Α.Ν. 1846/1951 (Α ́ 179) αυξάνονται από την ίδια ως άνω ημερομηνία ανά δέκα (10) κατ’ έτος και μέχρι εκατό (100).»
1. Η παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 61 του ν. 3518/2006 και τροποποιήθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 53 του ν. 3518/2006 και το άρθρο 140 του ν. 3655/2008, αντικαθίσταται ως εξής:
«4.α. Γονείς και αδέλφια ατόμων άγαμων με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, τα οποία δεν εργάζονται και δεν νοσηλεύονται σε ιδρύματα με δαπάνη ασφαλιστικού ή άλλου δημόσιου φορέα, καθώς και σύζυγοι αναπήρων με ποσοστό 80% και άνω, εφόσον έχουν διανύσει τουλάχιστον δεκαετή έγγαμο βίο, ασφαλισμένοι σε φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με τη συμπλήρωση 7.500 ημερών εργασίας ή 25 ετών πραγματικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας και ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση. Για τη συμπλήρωση του ανωτέρω προσδιοριζόμενου χρόνου λαμβάνεται υπόψη μόνο ο χρόνος στρατιωτικής θητείας που αναγνωρίζεται κατόπιν εξαγοράς κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1358/1983 (Α΄ 64), ο χρόνος γονικής άδειας ανατροφής παιδιών του άρθρου 6 του ν. 1483/1984 (Α΄ 153), που αναγνωρίζεται κατόπιν εξαγοράς κατά τα οριζόμενα στην παρ. 18 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), όπως ισχύει κάθε φορά, καθώς και ο προβλεπόμενος από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. χρόνος απουσίας από την εργασία λόγω κύησης και λοχείας, με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης ζ΄ του παρόντος άρθρου ως προς τους αναγνωριζόμενους χρόνους των ασφαλισμένων του ΟΓΑ. Το δικαίωμα συνταξιοδότησης ασκείται διαζευκτικά από τον ένα γονέα ή, στην περίπτωση των αδελφών, από έναν αδελφό/ή σε έναν φορέα κύριας και σε έναν φορέα επικουρικής ασφάλισης, υπό τους όρους και προϋποθέσεις των επόμενων περιπτώσεων και δεν ισχύει για χορήγηση δεύτερης σύνταξης.
β. Για την άσκηση του δικαιώματος από το γονέα του ανάπηρου τέκνου, πρέπει, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση, ο έτερος γονέας να μην λαμβάνει ή να μη δικαιούται σύνταξη από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή το Δημόσιο, να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 2.400 ημέρες ή 8 έτη πραγματικής ασφάλισης εκ των οποίων 600 ημέρες ή 2 έτη τα τελευταία 4 χρόνια, σε φορείς κύριας ασφάλισης ή/και το Δημόσιο και να εργάζεται.
Αν ο γάμος λυθεί, το δικαίωμα ασκείται από τον γονέα που έχει την επιμέλεια του ανάπηρου παιδιού με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Αν το παιδί είναι ενήλικο, το δικαίωμα ασκείται από τον γονέα που είχε την επιμέλεια όσο ήταν ανήλικο. Αν η ενηλικίωση επήλθε πριν τη λύση του γάμου, το δικαίωμα ασκείται από έναν από τους δύο γονείς με τις προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης αυτής.
Σε περίπτωση που το ανάπηρο παιδί έχει τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το δικαίωμα ασκείται από τον γονέα που έχει ορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης.
γ. Για την άσκηση του δικαιώματος από τον αδελφό/ή πρέπει για τουλάχιστον μία πενταετία πριν την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για συνταξιοδότηση: αα) να έχει οριστεί δικαστικός συμπαραστάτης του/της αδελφού/ής με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας ή ββ) ο/η με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω αδελφός/ή να συνοικεί αποδεδειγμένα και να τον βαρύνει. Κατά την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης οι δύο αδελφοί απαιτείται να είναι ορφανοί και από τους δύο γονείς ή ο εν ζωή γονέας να είναι ανάπηρος με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω.
Σε περίπτωση παύσης της δικαστικής συμπαράστασης ή διακοπής της συνοίκησης, η σύνταξη διακόπτεται από την ημερομηνία της παύσης ή της διακοπής αντίστοιχα και επαναχορηγείται εφόσον συντρέξουν εκ νέου οι προϋποθέσεις του παρόντος.
δ. Για την άσκηση του δικαιώματος απαιτείται η υποβολή εκ μέρους του έτερου ασφαλισμένου γονέα υπεύθυνης δήλωσης προς τον οικείο ασφαλιστικό του φορέα ή τους φορείς, αν συντρέχει ασφάλιση σε περισσότερους του ενός ή το Δημόσιο, ότι δεν έχει και δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα συνταξιοδότησης που του παρέχει η παρούσα διάταξη.
ε. Αν το ανάπηρο παιδί ή σύζυγος ή αδελφός ή αδελφή αναλάβει εργασία ή αυτοαπασχοληθεί, αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης για όσο χρόνο διαρκεί η εργασία ή η αυτοαπασχόληση. Το καταβαλλόμενο ποσό σύνταξης δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το πλήρες κατώτατο όριο σύνταξης λόγω γήρατος, που καταβάλλεται κάθε φορά από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα.
στ. Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται και για εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του οριστική απόφαση συνταξιοδότησης.
ζ. Για τους ασφαλισμένους του ΟΓΑ γονείς και αδελφούς ατόμων αγάμων, καθώς και συζύγους αναπήρων, απαιτούνται, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, 20 έτη ασφάλισης και καταβολής ασφαλιστικών εισφορών στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης Αγροτών για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι 31.12.2012 και 25 έτη ασφάλισης και καταβολής ασφαλιστικών εισφορών στον Κλάδο για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1.1.2013 και εξής. Για τη συμπλήρωση των προαναφερόμενων χρονικών προϋποθέσεων λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας που αναγνωρίζεται κατόπιν εξαγοράς, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3232/2004, ο χρόνος διαδοχικής ασφάλισης σε φορείς κύριας ασφάλισης και ο χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε υπό τη νομοθεσία κοινωνικής ασφάλειας κρατών−μελών της Ε.Ε., χωρών του Ε.Ο.Χ. ή της Ελβετίας ή χωρών με τις οποίες έχει συναφθεί διμερής σύμβαση κοινωνικής ασφάλειας.
Στη χορηγούμενη σύνταξη προστίθεται κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 2458/1997, η συνταξιοδοτική παροχή που προβλέπεται από το άρθρο 4 του ν. 4169/1961, όπως ισχύει, επιφυλασσομένων των διατάξεων του εδαφίου δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, καθώς και αυτών της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 1287/1982, εφόσον έχουν συμπληρωθεί οι ως άνω χρονικές προϋποθέσεις ασφάλισης στον Κλάδο, χωρίς να συνυπολογίζεται στην περίπτωση αυτή ο χρόνος διαδοχικής ασφάλισης σε φορείς κύριας ασφάλισης, καθώς και ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας.»
2. α. Η περίπτωση γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«γ. Εξαιρούνται της παρακράτησης της Ειδικής Εισφοράς οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν το εξωϊδρυματικό επίδομα του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύει, καθώς και οι συνταξιούχοι της παρ. 3 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981, όπως ισχύει, και της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165), που λαμβάνουν προσαύξηση της σύνταξής τους λόγω απόλυτης αναπηρίας.»
β. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 32 του ν. 3896/2010 (Α΄ 207) τροποποιείται ως εξής : «Ειδικά για το εξωϊδρυματικό επίδομα που λαμβάνουν οι συνταξιούχοι των ασφαλιστικών Οργανισμών κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του NAT, καθώς και για το επίδομα απόλυτης αναπηρίας με το οποίο προσαυξάνεται η σύνταξη των τυφλών συνταξιούχων των Οργανισμών αυτών, ως δώρο εορτών Χριστουγέννων χορηγείται ολόκληρο το ποσό του μηνιαίου καταβαλλόμενου επιδόματος απόλυτης αναπηρίας ή του εξωϊδρυματικού επιδόματος, ενώ ως δώρο Πάσχα και επιδόματος αδείας το ήμισυ του μηνιαία καταβαλλόμενου επιδόματος απόλυτης αναπηρίας ή του εξωϊδρυματικού επιδόματος αντίστοιχα.»
3. α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως ισχύει, τροποποιείται ως ακολούθως:
«1. Ο/η διαζευγμένος/η, σε περίπτωση θανάτου του/ της πρώην συζύγου δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου του/της πρώην συζύγου από τους φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και το ΝΑΤ εφόσον πληροί αθροιστικά τις εξής προϋποθέσεις:».
β. Το στοιχείο γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως ισχύει, τροποποιείται ως ακολούθως:
«γ. Δέκα (10) έτη έγγαμου βίου μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.»
γ. Το στοιχείο ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως ισχύει, τροποποιείται ως ακολούθως:
«ε. Συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημα το οποίο να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού των εκάστοτε καταβαλλόμενων από τον Ο.Γ.Α. ετήσιων συντάξεων στους ανασφάλιστους υπερήλικες.»
δ. Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως ισχύει, τροποποιείται ως ακολούθως:
«2. Το ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης που δικαιούται ο/η διαζευγμένος/η καθορίζεται ως εξής:
α. Σε περίπτωση θανάτου του/της πρώην συζύγου, εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει δέκα (10) έτη έως τη λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα επιμερίζεται κατά 75% στο χήρο ή χήρα και 25% στον/στη διαζευγμένο/η. Για κάθε έτος εγγάμου βίου πέραν του δεκάτου (10ου) και μέχρι το τριακοστό πέμπτο (35ο) έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα μειώνεται κατά 1% στο χήρο ή χήρα και αυξάνεται αντίστοιχα κατά 1% στον/στη διαζευγμένο/η. Προκειμένου περί έγγαμου βίου που διήρκησε πλέον των τριάντα πέντε (35) ετών έως τη λύση του κατά τα ανωτέρω, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα επιμερίζεται κατά 50% στο χήρο ή χήρα και 50% στον/στη διαζευγμένο/η. Στις ανωτέρω περιπτώσεις εάν ο θανών ή η θανούσα δεν καταλείπει χήρο ή χήρα, ο/η διαζευγμένος/η δικαιούται το αυτό ποσοστό του/της διαζευγμένου/ης κατά τα ως άνω, της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο χήρος ή η χήρα.
β. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός δικαιούχων διαζευγμένων το αναλογούν για τον/τη διαζευγμένο/η κατά τα ως άνω ποσοστά ποσό σύνταξης κύριας και επικουρικής επιμερίζεται εξίσου μεταξύ αυτών.»
ε. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.
4. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 612/1977 (Α΄164) εφαρμόζονται και στους ασφαλισμένους των ασφαλιστικών οργανισμών, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι πάσχουν από κυστική ίνωση ή μόνιμη ορθοκυστική διαταραχή, εφόσον για τις παθήσεις τους αυτές συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%.
1. Οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 2676/1999 (Α΄ 1) όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), καθώς και καταστατικές διατάξεις που προβλέπουν αναστολή καταβολής της σύνταξης γήρατος ή αναπηρίας σε περίπτωση που ο συνταξιούχος αναλαμβάνει εργασία ή αυτοαπασχολείται και υπάγεται στην ασφάλιση του φορέα από τον οποίο συνταξιοδοτείται, δεν έχουν εφαρμογή στους συνταξιούχους ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που έχουν συνταξιοδοτηθεί με τις διατάξεις του ν. 612/1977, όπως ισχύει, και στους συνταξιούχους που λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα.
2. Στην παρ. 6 του άρθρου 63 του ν. 2676/1999 (Α΄1) όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115) προστίθεται περίπτωση στ΄ ως εξής:
«στ. στους συνταξιούχους του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου που παρέχουν εκπαιδευτικό έργο στη Δημόσια Εκπαίδευση, μέχρι την 31.12.2012.»
3. Η παρ. 7 του άρθρου 63 του ν. 2676/1999, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3863/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το θέμα καταργείται, εκτός των καταστατικών διατάξεων των φορέων που προβλέπουν διακοπή ή αναστολή καταβολής της σύνταξης σε περίπτωση που ο συνταξιούχος αναλαμβάνει εργασία ή αυτοαπασχολείται και υπάγεται στην ασφάλιση του φορέα από τον οποίο συνταξιοδοτείται. Στις περιπτώσεις αυτές δεν καταβάλλονται οι προβλεπόμενες από την παράγραφο 2 του παρόντος προσαυξημένες ασφαλιστικές εισφορές.»
Η ισχύς της ανωτέρω ρύθμισης αρχίζει από τη δημοσίευση του ν. 3863/2010.
4. Για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος φορέων επικουρικής ασφάλισης που αναλαμβάνουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας τους, έχουν εφαρμογή οι καταστατικές διατάξεις περί αναστολής καταβολής της σύνταξης των φορέων αυτών. Εξαιρούνται όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί με τις διατάξεις του ν. 612/1977, όπως ισχύει και οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν το εξωϊδρυματικό επίδομα.
5. Η περίπτωση 2 της παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 (Α΄ 138), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 47 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165) τροποποιήθηκε με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου του ίδιου νόμου και την παρ. 6 του άρθρου 19 του ν. 2150/1993 (Α΄ 98) και αντικαταστάθηκε με την παρ. 14 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν ο ασφαλισμένος λαμβάνει σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας από άλλο ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, πλην ΟΓΑ, και των αναπήρων και θυμάτων πολέμου και μητέρων, που συνταξιοδοτήθηκαν με το άρθρο 63 παρ. 4 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101) δικαιούται από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ πλήρη σύνταξη γήρατος, εφόσον κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας που απαιτείται σε κάθε περίπτωση από τη νομοθεσία για την απονομή πλήρους σύνταξης και έχει πραγματοποιήσει τις αντίστοιχες προς το όριο ηλικίας πλήρους σύνταξης ελάχιστες ημέρες εργασίας, οι οποίες δεν μπορεί να είναι λιγότερες από 6.000. Αν ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει 4.800 ημέρες ασφάλισης τουλάχιστον και έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, δικαιούται σύνταξη γήρατος μειωμένη κατά 50%. Προκειμένου για γυναίκες που έχουν πραγματοποιήσει τον ανωτέρω χρόνο ασφάλισης, το όριο ηλικίας των 60 ετών αυξάνεται κατά ένα έτος από 1.1.2011 και για κάθε επόμενο έτος μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας. Η εκ μέρους των γυναικών άσκηση του δικαιώματος συνταξιοδότησης με τον ανωτέρω αριθμό ημερών ασφάλισης χωρεί, εφόσον συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους μέχρι 31.12.2010. Στην ανωτέρω περίπτωση, οι ασφαλισμένες δικαιούνται σύνταξη με το όριο ηλικίας που ισχύει κατά το έτος συμπλήρωσης του 60ού έτους της ηλικίας. Η κατά το προηγούμενο εδάφιο μείωση σύνταξης επέρχεται και στην περίπτωση όπου απονέμεται σύνταξη αναπηρίας από το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 5 (εδάφια α΄ − γ΄) του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) εκτός αν ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλιση του ΙΚΑ − ΕΤΑΜ 3.600 ημέρες εργασίας εκ των οποίων 600 την τελευταία πενταετία.»
Οι ανωτέρω διατάξεις έχουν εφαρμογή και στους λοιπούς πλην ΙΚΑ − ΕΤΑΜ φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, προκειμένου για τις περιπτώσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος και αναπηρίας. Ειδικά για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος απαιτείται η συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, με εξαίρεση την περίπτωση άσκησης θεμελιωμένου συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε περισσότερους του ενός φορείς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, ταυτόχρονα ή μέσα σε διάστημα έξι (6) μηνών από την έναρξη της συνταξιοδότησης από τον πρώτο φορέα. Η ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου δεν έχει εφαρμογή στο ΙΚΑ − ΕΤΑΜ, όταν είναι ο φορέας στον οποίο θεμελιώνεται δεύτερο συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Ειδικά για τη λήψη δεύτερης σύνταξης λόγω αναπηρίας από τους Τομείς των κλάδων κύριας και επικουρικής ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.) απαιτείται η συμπλήρωση τουλάχιστον δώδεκα ετών ασφάλισης. Η ισχύς της ανωτέρω ρύθμισης αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3863/2010.
1. Οι απασχολούμενοι με σύμβαση μίσθωσης έργου που καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2527/1997 (Α΄ 206) σε φορείς του δημόσιου τομέα του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101), καθώς και σε επιχειρήσεις των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού υπάγονται για την απασχόλησή τους αυτή στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ.
2. Για όσους απασχολήθηκαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος με μίσθωση έργου που καταρτίστηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1 και στους φορείς που περιγράφονται σε αυτήν, η ασφάλιση που έχει χωρήσει στον ΟΑΕΕ παραμένει ισχυρή και δεν αναζητούνται εισφορές από το ΙΚΑ–ΕΤΑΜ και αντίστοιχα η ασφάλιση που έχει χωρήσει στο ΙΚΑ–ΕΤΑΜ παραμένει ισχυρή και δεν αναζητούνται εισφορές από τον ΟΑΕΕ. Το εδάφιο αυτό εφαρμόζεται στους απασχολούμενους μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος με μίσθωση έργου σε φορείς του δημόσιου τομέα του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101) και σε επιχειρήσεις των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού, καθώς και σε ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς του άρθρου 31 του ν. 1514/1985 (Α΄13) για δράσεις που χρηματοδοτούνται ή συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 εφαρμόζονται και σε εκκρεμείς υποθέσεις σε οποιοδήποτε στάδιο της διοικητικής και δικαστικής διαδικασίας.
4. Από τις ρυθμίσεις της παραγράφου 1 εξαιρούνται οι απασχολούμενοι με σύμβαση μίσθωσης έργου, για τους οποίους λόγω της συγκεκριμένης απασχόλησης προκύπτει βάσει καταστατικών ή γενικών διατάξεων υποχρεωτική ασφάλιση στους Τομείς του Κλάδου κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων.
1. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 32 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
«Αν πεθάνει συνταξιούχος του πρώην Κλάδου Σύνταξης του Ταμείου Συντάξεως και Πρόνοιας Προσωπικού − Α.Τ.Ε., Ταμείου Συντάξεως Προσωπικού–Ε.Τ.Ε. και Ταμείου Συντάξεως Προσωπικού – ΗΣΑΠ, που έχουν ενταχθεί στο ΙΚΑ–ΕΤΑΜ σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 38 του ν. 3522/2006 (Α΄ 276) και το άρθρο 1 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58), χορηγείται από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ εφάπαξ βοήθημα για έξοδα κηδείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο. Τα ποσά που καταβάλλονται από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ για την αιτία αυτή μέσα στο έτος, αναζητούνται από τους Φορείς Υγείας, στους οποίους κατά περίπτωση υπάγονταν οι θανόντες, μέσα στον Ιανουάριο του επόμενου έτους. Αν δεν αποδοθούν τα εν λόγω ποσά από τους οικείους Φορείς Υγείας, αναζητούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του Ιδρύματος περί αναγκαστικής είσπραξης.»
2α. Στο τέλος του άρθρου 5 του β.δ. 244/1966 (Α΄ 66) προστίθεται παράγραφος 4 ως ακολούθως:
«4. Το μόνιμο προσωπικό, καθώς και το με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου προσωπικό του ΤΑΥΤΕΚΩ, που προέρχεται από το πρώην Ταμείο Αλληλοβοήθειας Προσωπικού ΟΣΕ (ΤΑΠ−ΟΣΕ) και το πρώην Ταμείο Πρόνοιας Προσωπικού ΟΣΕ (ΤΠΠ−ΟΣΕ), καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους μετά τη συνταξιοδότησή τους, παραμένουν για υγειονομική περίθαλψη στην ασφάλιση ΤΑΥΤΕΚΩ/Τομέας Ασθένειας Προσωπικού ΟΤΕ, εξαιρούμενοι από την ασφάλιση του κλάδου ασθένειας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ. Το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ υποχρεούται να παρακρατεί, από το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης, την προβλεπόμενη εισφορά για την ασφάλιση συνταξιούχων και να αποδίδει αυτήν στο ΤΑΥΤΕΚΩ/Τομέας Ασθένειας Προσωπικού ΟΤΕ.
Στην ανωτέρω ρύθμιση υπάγονται και οι ήδη συνταξιούχοι των πρώην ΤΑΠ − ΟΣΕ και ΤΠΠ − ΟΣΕ, ύστερα από υποβολή αίτησης στους αρμόδιους φορείς μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος.»
2β. Στο τέλος του άρθρου 1 του π.δ. της 17/18.12.1930 (Α΄ 395) προστίθενται εδάφια, ως ακολούθως:
«Οι ασφαλισμένοι του Τομέα Ασθένειας Προσωπικού ΗΛΠΑΠ του Κλάδου Υγείας του ΤΑΥΤΕΚΩ, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους μετά τη συνταξιοδότησή τους, παραμένουν στην ασφάλιση του εν λόγω Τομέα και εξαιρούνται από την ασφάλιση του κλάδου ασθένειας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ. Το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ υποχρεούται να παρακρατεί, από το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης την προβλεπόμενη εισφορά για την ασφάλιση συνταξιούχων και να αποδίδει αυτήν στο ΤΑΥΤΕΚΩ/Τομέας Ασθένειας Προσωπικού ΗΛΠΑΠ.»
3. Οι ασκούμενοι δικηγόροι από την έγγραφή τους στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση των Τομέων Υγείας Δικηγόρων του Κλάδου Υγείας του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.), καταβάλλοντες τις προβλεπόμενες κάθε φορά ασφαλιστικές εισφορές πρώτης πενταετίας, εφόσον δεν υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση άλλου ασφαλιστικού οργανισμού για παροχές ασθένειας. Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως και για τους ασκούμενους δικαστικούς επιμελητές από την εγγραφή τους στον οικείο Σύλλογο Δικαστικών Επιμελητών.
4. Το Ταμείο Πρόνοιας Προσωπικού Εθνικού Θεάτρου, που ιδρύθηκε με το β.δ. 722/1961 (Α΄184), όπως μετονομάστηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 742/1977 (Α΄ 234) και λειτουργεί με τον αυτοτελή Κλάδο Υγείας, ύστερα από την ένταξη του Κλάδου Πρόνοιας αυτού στο Ταμείο Ασφάλισης Πρόνοιας Ιδιωτικού Τομέα (Τ.Α.Π.Ι.Τ.), με το άρθρο 104 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58), καταργείται από 1.10.2011. Το σύνολο της κινητής περιουσίας του καταργούμενου Ταμείου τίθεται σε εκκαθάριση από το Διοικητικό Συμβούλιο και δύο εκκαθαριστές, προτεινόμενους από το ίδιο όργανο. Το ποσό που απομένει ύστερα από, την εξόφληση των οφειλών προς τρίτους, αποδίδεται στον Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Εθνικού Θεάτρου του Τ.Α.Π.Ι.Τ. για την καταβολή των εφάπαξ βοηθημάτων στους ασφαλισμένους του Τομέα, σύμφωνα με τη νομοθεσία του.
5. Οι βουλευτές, τα μη έχοντα την ιδιότητα του βουλευτή μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, καθώς και τα μέλη οικογενείας αυτών, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, μπορεί για την κάλυψη παροχών υγειονομικής περίθαλψης, να υπάγονται στην ασφάλιση του ΟΠΑΔ, ή να διατηρούν την ασφάλισή τους στον Κλάδο Ασθένειας του ασφαλιστικού οργανισμού στον οποίο ήταν ασφαλισμένοι πριν την εκλογή τους ή τον διορισμό τους. Στην τελευταία περίπτωση, οι αναλογούσες εισφορές, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία του κάθε ασφαλιστικού οργανισμού υπολογίζονται επί των αποδοχών λόγω ιδιότητας ή της θέσης τους και βαρύνουν τους ίδιους.
6. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 31 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:
«Οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ που καταθέτουν αίτηση για συνταξιοδότηση και πληρούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις για σύνταξη, για όσο διάστημα εκκρεμεί η έκδοση συνταξιοδοτικής απόφασης, εξακολουθούν να ασφαλίζονται για παροχές ασθένειας στο Ίδρυμα αν δεν έχουν τις απαραίτητες χρονικές προϋποθέσεις για τη θεώρηση του βιβλιαρίου υγείας ως ασφαλισμένοι.»
7. Οι παράγραφοι 5 και 6 του άρθρου 72 του β.δ. της 29/5.25.6/1958 (Α΄ 96) τροποποιούνται ως εξής:
«5. Ασφαλισμένος μπορεί να επιδοτηθεί μέχρι εννέα (9) μήνες μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Η εκ νέου καταβολή επιδόματος, δεν είναι δυνατή πριν από την
πραγματοποίηση από τον ασφαλισμένο 150 τουλάχιστον ημερών ασφάλισης μετά τη λήξη της επιδότησης. Για όσους έχουν συμπληρώσει συνολικό χρόνο ασφάλισης πέντε (5) ετών, ο αριθμός των 150 ημερών περιορίζεται σε 100 για την εκ νέου επιδότηση.
6. Το Δ.Σ. του Ταμείου, με αιτιολογημένη απόφαση, η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μπορεί, για εξαιρετικούς λόγους, που αφορούν ιδίως την οικονομική ή οικογενειακή κατάσταση του αιτούντος, να παρατείνει τη χορήγηση του επιδόματος έως δώδεκα (12) μήνες, στους ασφαλισμένους εκείνους, οι οποίοι έχουν πενταετή πραγματική ασφάλιση στο Ταμείο. Για την επανάληψη της
επιδότησης και στην περίπτωση αυτή απαιτούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 5.»
8. α. Πρόσωπα που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον 10 χρόνια πραγματικής ασφάλισης στον Τομέα Ασφάλισης Τεχνικών Τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ, μπορεί να ζητήσουν την συνέχιση της ασφάλισής τους προαιρετικά, σε έναν ή περισσότερους κλάδους, με αίτηση που υποβάλλεται εντός έτους από τη διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης, εφόσον δεν υπάγονται στην ασφάλιση άλλου Τομέα του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ ή άλλου ασφαλιστικού φορέα ή του Δημοσίου. Η υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση δεν είναι δυνατή, αν ο ασφαλισμένος κατά την υποβολή της σχετικής αίτησης είναι ανάπηρος κατά το στοιχείο β΄ της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 ή λαμβάνει σύνταξη μερικής αναπηρίας ορισμένου χρόνου, έστω και με ποσοστό 50%.
Η προαιρετική ασφάλιση αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης και η διάρκειά της δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.
β. Ο ασφαλιζόμενος προαιρετικά υποχρεούται να καταβάλλει κάθε μήνα τη συνολική εισφορά ασφαλισμένου και εργοδότη, σε ποσοστό που αντιστοιχεί στο ποσοστό εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη των τελευταίων τριών (3) μηνών πλήρους απασχόλησης και υπολογίζεται στο μέσο όρο των αποδοχών των τελευταίων 24 μηνών πλήρους απασχόλησης πριν από τη διακοπή της εργασίας, οι οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερες από το 50πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη. Με αίτηση του ασφαλισμένου η ανωτέρω βάση υπολογισμού μπορεί να προσαυξάνεται από την 1η Ιανουαρίου κάθε χρόνου, σε ποσοστό ανάλογο με την αύξηση των αποδοχών, βάσει των αντίστοιχων συλλογικών συμβάσεων. Μεταβολή της βάσης υπολογισμού των αποδοχών στις οποίες υπολογίζεται η εισφορά δεν μπορεί να γίνει πριν παρέλθει ένας χρόνος από την υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση ή από την τελευταία μεταβολή.
γ. Καθυστέρηση καταβολής των εισφορών επιβαρύνεται με τα προβλεπόμενα πρόσθετα τέλη. Καθυστέρηση καταβολής πέραν του εξαμήνου από τη λήξη του μήνα στον οποίο ανάγεται, συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος συνέχισης της ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή, ο ασφαλισμένος, με αίτησή του, μπορεί να ζητήσει την εκ νέου υπαγωγή του στην προαιρετική ασφάλιση από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους.
δ. Ο χρόνος της προαιρετικής ασφάλισης δεν συνυπολογίζεται ως χρόνος διανυθείς στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα ενώ κατά τα λοιπά, εξομοιώνεται,
ως προς τις έννομες συνέπειές του, με το χρόνο πραγματικής ασφάλισης.
ε. Η λήξη της προαιρετικής ασφάλισης επέρχεται με δήλωση του ασφαλισμένου ή με τη συνταξιοδότηση του ασφαλισμένου λόγω γήρατος ή αναπηρίας για αόριστο χρόνο. Αναστολή της προαιρετικής ασφάλισης επέρχεται με την ανάληψη εξαρτημένης εργασίας ή έναρξη ελευθέρου επαγγέλματος ή με την επιδότηση για ασθένεια ή με την συνταξιοδότηση του ασφαλισμένου λόγω μερικής αναπηρίας ορισμένου χρόνου.
στ. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και για την προαιρετική ασφάλιση στον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Τεχνικών Τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ.
9. Στο συνολικό ποσό σύνταξης που καταβάλλεται από τον απονέμοντα Οργανισμό στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης βάσει των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης, προστίθενται τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και το επίδομα αδείας, όπως καθορίζονται από την παρ.10 του άρθρου 3 του ν. 3845/ 2010 (Α΄ 65), χωρίς υποχρέωση των συμμετεχόντων Οργανισμών στη δαπάνη συνταξιοδότησης. Το παρόν ισχύει από τη δημοσίευση του ν. 3845/2010.
10. α. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 33 του α.ν. 1846/1951(Α΄179) όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Προς εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 31 τα κατωτέρω πρόσωπα θεωρούνται μέλη της οικογένειας του ασφαλισμένου ή του συνταξιούχου λόγω αναπηρίας ή γήρατος.
α) Η σύζυγος ή ο σύζυγος.
β) Τα άγαμα τέκνα (νόμιμα ή τέκνα που έχουν νομιμοποιηθεί, αναγνωριστεί ή υιοθετηθεί, ή προγονοί) και τα φυσικά τέκνα ασφαλισμένης ή συνταξιούχου λόγω αναπηρίας ή γήρατος μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους και εάν μεν είναι άνεργα μέχρι
τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους, εάν δε συνεχίζουν τις σπουδές τους για 2 έτη μετά τη λήξη των σπουδών τους, εφόσον είναι άνεργα, όχι όμως πέρα από τη συμπλήρωση του 26ου έτους της ηλικίας τους.
γ) Η μητέρα και ο πατέρας, καθώς και οι θετοί γονείς υπό τις ίδιες με τους φυσικούς γονείς προϋποθέσεις.
δ) Οι ορφανοί πατρός και μητρός εγγονοί και αδελφοί, καθώς και οι ορφανοί μόνον από πατέρα ή μητέρα αδελφοί ή εγγονοί εφόσον ο επιζών γονέας θεωρείται κατά τα ανωτέρω ως μέλος οικογένειας του ασφαλισμένου, μέχρι συμπλήρωσης του 18ου έτους της ηλικίας τους και εφόσον είναι άγαμοι.
2. Τα πρόσωπα τα αναφερόμενα στην παραπάνω παράγραφο θεωρούνται ως μέλη της οικογένειας του ασφαλισμένου ή του συνταξιούχου, εφόσον συμβιώνουν με αυτόν και η συντήρησή τους για τις περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄, βαρύνει κυρίως αυτόν. Θεωρείται ότι υπάρχει συμβίωση και αν για σοβαρούς λόγους, που ορίζονται με κανονισμό, ο σύζυγος ή η σύζυγος ή τα τέκνα, δεν συγκατοικούν προσωρινά. Ειδικά για τον πατέρα, τη μητέρα και τους θετούς γονείς προκειμένου να ασφαλιστούν σαν μέλη οικογένειας του παιδιού τους, εκτός από την απόδειξη της κύριας συντήρησης και της συγκατοίκησης, απαιτείται:
α) Να έχουν ηλικία άνω των 60 ετών ή να είναι ανάπηροι, με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω.
β) Να μην έχουν εισοδήματα από οποιαδήποτε αιτία που να υπερβαίνουν τα εκάστοτε προβλεπόμενα για τους ανασφάλιστους σύμφωνα με την Γ6/8645/74 απόφαση και την αριθ.139491/2006 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Β΄ 1747).
3. α) Ειδικά για τα μέλη οικογένειας ασφαλισμένων πολιτών κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι παροχές ασθένειας σε είδος χορηγούνται εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του π.δ. 106/2007 (Α΄135) (Οδηγία 2004/38 ΕΚ), τους έχει χορηγηθεί το έγγραφο πιστοποίησης μόνιμης διαμονής του άρθρου 16 του π.δ. αυτού και διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα.
β) Ασφαλισμένοι πολίτες τρίτων χωρών επί μακρόν διαμένοντες και τα μέλη οικογένειάς τους δικαιούνται παροχές ασθένειας εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του π.δ.150/2006 (Α΄160) (Οδηγία 2003/109ΕΚ) και διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα.
4. Με τον Κανονισμό μπορεί να παρέχεται εν όλω ή εν μέρει η ιατρική περίθαλψη στα τέκνα και μετά τη συμπλήρωση του κατά την παράγραφο 1 ορίου ηλικίας, εφόσον είναι ανίκανα για κάθε εργασία.»
β. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 33 του α.ν. 1846/1951 (Α΄179) εφαρμόζονται αναλόγως σε όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
11. Στο τέλος της παραγράφου 1 περίπτωση Α΄ του άρθρου 23 της αριθ.19875/Ε.452/1952 (Β΄ 90) υπουργικής απόφασης προστίθεται εδάφιο ως εξής:
« Η εισφορά υπέρ του Τομέα Ασθένειας Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρείας «Η ΕΘΝΙΚΗ» του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. για την ασφάλιση ασθένειας των συνταξιούχων του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ/ΤΑΠΑΕ ΕΘΝΙΚΗ, ορίζεται σε: α) ποσοστό 4% επί των καταβαλλομένων συντάξεων για τους συνταξιούχους, ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992 (παλαιοί ασφαλισμένοι) και β) ποσοστό 10% επί των καταβαλλομένων συντάξεων, που κατανέμεται 4% σε βάρος των συνταξιούχων και 6% σε βάρος του φορέα συνταξιοδότησης, για τους συνταξιούχους, ασφαλισμένους μετά την 1.1.1993 (νέοι ασφαλισμένοι). Το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ (φορέας συνταξιοδότησης) υποχρεούται να παρακρατεί από το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης τα ανωτέρω ποσοστά εισφορών και να αποδίδει το σύνολο της εισφοράς στο Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω./ΤΑΠΑΕ ΕΘΝΙΚΗ.
Ως έναρξη εφαρμογής της ανωτέρω ρύθμισης, ορίζεται η πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου.»
1. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης η΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 258/2005 (Α΄ 316), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του π.δ. 5/2007 (Α΄4), αντικαθίσταται ως εξής:
«η. αα. Οι ιδιοκτήτες αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΔΧ), ανεξαρτήτως ποσοστού κυριότητας και αυτοπρόσωπης ή μη χρήσης και εκμετάλλευσής τους.
ββ. Από 1.7.2010 οι μισθωτές, χρήστες, εκμεταλλευτές επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ), εφόσον προσκομίσουν συμβολαιογραφική ή άλλη επίσημη πράξη ή ιδιωτικό συμφωνητικό που έχει κατατεθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. στην οποία υπάγεται ο ιδιοκτήτης ή οι ιδιοκτήτες, καθώς και στην αρμόδια Υπηρεσία της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Περιφέρειας στην οποία υπάγεται το αυτοκίνητο.
γγ. Οι μισθωτές − οδηγοί φορτηγών οχημάτων δημοσίας χρήσης που μισθώνουν τα οχήματά τους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 3446/2006 όπως ισχύει κάθε φορά.
δδ.Οι οδηγοί−εκμεταλλευτές φορτηγών οχημάτων δημόσιας χρήσης οι οποίοι εκμεταλλεύονται το όχημα με αντάλλαγμα την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη
ή του ιδιοκτήτη προς αυτούς, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3446/2006.
εε. Οι οδηγοί επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης που έχουν συνάψει σχέση εξαρτημένης εργασίας με τον ιδιοκτήτη, καθώς και οι περιστασιακά εργαζόμενοι ως οδηγοί επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης ασφαλίζονται στο Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ..»
2. Σε κάθε επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ) τηρείται «ειδικό βιβλίο κυκλοφορίας ΤΑΞΙ» στο οποίο αναγράφονται όλα τα στοιχεία του ανά πάσα στιγμή οδηγού, καθώς και ο φορέας ασφάλισής του. Σε περίπτωση απώλειας του «ειδικού βιβλίου κυκλοφορίας ΤΑΞΙ» απαιτείται άμεση αναγγελία στον Ο.Α.Ε.Ε. και στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου κατοικίας του οδηγού και άμεση αντικατάστασή του με προμήθεια νέου πριν την επανακυκλοφορία του αυτοκινήτου. Σε αντίθετη περίπτωση επιβάλλονται οι κυρώσεις της παραγράφου 3.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που εκδίδεται εντός τριμήνου από την ισχύ του παρόντος ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Ε., ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με την έκδοση, διανομή και τήρηση του βιβλίου αυτού.
3. Εάν δεν τηρείται ή δεν επιδεικνύεται το «ειδικό βιβλίο κυκλοφορίας ΤΑΞΙ» της παραγράφου 2 ή δεν καταχωρείται σε αυτό ο οδηγός που απασχολείται κατά τον έλεγχο, επιβάλλονται οι ακόλουθες κυρώσεις: α) στην περίπτωση της πλήρους κυριότητας του οχήματος από έναν ιδιοκτήτη ο οποίος οδηγεί αυτοπρόσωπα το όχημα, αφαίρεση της άδειας κυκλοφορίας του οχήματος για δεκαπέντε (15) ημέρες και χρηματικό πρόστιμο πεντακοσίων (500) ευρώ, β) στην περίπτωση συνιδιοκτητών με αυτοπρόσωπη οδήγηση του οχήματος, αφαίρεση του επαγγελματικού διπλώματος οδήγησης του μη συνεπούς ιδιοκτήτη για ένα (1) μήνα και χρηματικό πρόστιμο πεντακοσίων (500) ευρώ και γ) σε περίπτωση οδήγησης του οχήματος από μισθωτές, χρήστες, εκμεταλλευτές αφαίρεση του επαγγελματικού διπλώματος για ένα (1) μήνα και χρηματικό πρόστιμο πεντακοσίων (500) ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής εντός έτους η άδεια κυκλοφορίας ή το επαγγελματικό δίπλωμα αντίστοιχα αφαιρείται για ένα (1) μήνα και το χρηματικό πρόστιμο ανέρχεται στα χίλια (1.000) ευρώ. Σε περίπτωση παράβασης των παραπάνω υποχρεώσεων από οδηγό αυτοκινήτου ΤΑΞΙ πλήρους κυριότητας συνταξιούχου του Ο.Α.Ε.Ε., ο οποίος διατήρησε το αυτοκίνητο και μετά τη συνταξιοδότησή του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 48 του π.δ. 669/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του π.δ. 53/1991, επιβάλλεται ως κύρωση στέρηση της άδειας κυκλοφορίας του αυτοκινήτου για ένα (1) μήνα και πρόστιμο χιλίων (1.000) ευρώ, στην περίπτωση δε συνιδιοκτησίας επιβάλλεται ως κύρωση στο συνταξιούχο του Ο.Α.Ε.Ε. πρόστιμο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής, το χρηματικό πρόστιμο ανέρχεται στις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις κατά το διάστημα της αφαίρεσης του επαγγελματικού διπλώματος του επαγγελματία, δεν επιτρέπεται, μίσθωση, χρήση, εκμετάλλευση του αυτοκινήτου ή η καθ’ οιονδήποτε τρόπο πρόσληψη από αυτόν προσώπου για την οδήγηση του οχήματος.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Ε., μπορεί να συγκροτούνται κλιμάκια ελέγχου ασφάλισης των οδηγών κάθε μορφής αυτοκινήτων – οχημάτων δημόσιας χρήσης, καθώς και άλλων κατηγοριών ασφαλιστέων στον Ο.Α.Ε.Ε. προσώπων, από υπαλλήλους του Ο.Α.Ε.Ε., άλλων ασφαλιστικών οργανισμών και της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Το ύψος της αποζημίωσης, καθώς και ο τρόπος και οι προϋποθέσεις καταβολής της καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
5. Στο τέλος της περίπτωσης δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ. 258/2005 προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Δεν υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. οι κατέχοντες ονομαστικές μετοχές, μίας ή περισσοτέρων από τις παραπάνω ανώνυμες εταιρίες, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό επί αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης μικρότερο ή ίσο του 10%. Όσα από τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου οδηγούν αυτοπρόσωπα το συνιδιόκτητο αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης ή άλλο αυτοκίνητο ΔΧ της ίδιας ανώνυμης εταιρίας, δεν υπάγονται στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. αλλά του Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ.. Εάν δεν οδηγούν αυτοπρόσωπα το συνιδιόκτητο αυτοκίνητο της ίδιας ανώνυμης εταιρίας και δεν έχουν ασφάλιση από άλλη εργασία ή απασχόληση, ασφαλίζονται υποχρεωτικά στον Ο.Α.Ε.Ε..»
6. Χρόνος ασφάλισης μισθωτών, χρηστών και εκμεταλλευτών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ) που τυχόν εχώρησε στο Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ. μετά την 1.7.2010 μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, θεωρείται ισχυρός, εφαρμοζομένων των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης.
7. Η ισχύς των παραγράφων 2, 3, 4 και 5 του άρθρου αυτού αρχίζει από 1.9.2011.
...................
2. Σε κάθε επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ) τηρείται «ειδικό βιβλίο κυκλοφορίας ΤΑΞΙ» στο οποίο αναγράφονται όλα τα στοιχεία του ανά πάσα στιγμή οδηγού, καθώς και ο φορέας ασφάλισής του.
Σε περίπτωση απώλειας του «ειδικού βιβλίου κυκλοφορίας ΤΑΞΙ» απαιτείται άμεση αναγγελία στον Ο.Α.Ε.Ε. και στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου κατοικίας του οδηγού και άμεση αντικατάστασή του με προμήθεια νέου πριν την επανακυκλοφορία του αυτοκινήτου. Σε αντίθετη περίπτωση επιβάλλονται οι κυρώσεις της παραγράφου 3.Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που εκδίδεται εντός τριμήνου από την ισχύ του παρόντος ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Ε., ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με την έκδοση, διανομή και τήρηση του βιβλίου αυτού.
3. Εάν δεν τηρείται ή δεν επιδεικνύεται το «ειδικό βιβλίο κυκλοφορίας ΤΑΞΙ» της παραγράφου 2 ή δεν καταχωρείται σε αυτό ο οδηγός που απασχολείται κατά τον έλεγχο, επιβάλλονται οι ακόλουθες κυρώσεις:
α) στην περίπτωση της πλήρους κυριότητας του οχήματος από έναν ιδιοκτήτη ο οποίος οδηγεί αυτοπρόσωπα το όχημα, αφαίρεση της άδειας κυκλοφορίας του οχήματος για δεκαπέντε (15) ημέρες και χρηματικό πρόστιμο πεντακοσίων (500) ευρώ,
β) στην περίπτωση συνιδιοκτητών με αυτοπρόσωπη οδήγηση του οχήματος, αφαίρεση του επαγγελματικού διπλώματος οδήγησης του μη συνεπούς ιδιοκτήτη για ένα (1) μήνα και χρηματικό πρόστιμο πεντακοσίων (500) ευρώ και
γ) σε περίπτωση οδήγησης του οχήματος από μισθωτές, χρήστες, εκμεταλλευτές αφαίρεση του επαγγελματικού διπλώματος για ένα (1) μήνα και χρηματικό πρόστιμο πεντακοσίων (500) ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής εντός έτους η άδεια κυκλοφορίας ή το επαγγελματικό δίπλωμα αντίστοιχα αφαιρείται για ένα (1) μήνα και το χρηματικό πρόστιμο ανέρχεται στα χίλια (1.000) ευρώ.Σε περίπτωση παράβασης των παραπάνω υποχρεώσεων από οδηγό αυτοκινήτου ΤΑΞΙ πλήρους κυριότητας συνταξιούχου του Ο.Α.Ε.Ε., ο οποίος διατήρησε το αυτοκίνητο και μετά τη συνταξιοδότησή του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 48 του π.δ. 669/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του π.δ. 53/1991, επιβάλλεται ως κύρωση στέρηση της άδειας κυκλοφορίας του αυτοκινήτου για ένα (1) μήνα και πρόστιμο χιλίων (1.000) ευρώ, στην περίπτωση δε συνιδιοκτησίας επιβάλλεται ως κύρωση στο συνταξιούχο του Ο.Α.Ε.Ε. πρόστιμο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής, το χρηματικό πρόστιμο ανέρχεται στις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις κατά το διάστημα της αφαίρεσης του επαγγελματικού διπλώματος του επαγγελματία, δεν επιτρέπεται, μίσθωση, χρήση, εκμετάλλευση του αυτοκινήτου ή η καθ’ οιονδήποτε τρόπο πρόσληψη από αυτόν προσώπου για την οδήγηση του οχήματος.
....................
1. O ΟΑΕΔ μπορεί να χορηγεί σε εγγεγραμμένους ανέργους «επιταγή απόκτησης επαγγελματικών προσόντων», με την οποία οι ενδιαφερόμενοι δικαιούχοι αποκτούν δικαίωμα πρόσβασης σε προγράμματα αρχικής ή συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης, τα οποία επιλέγουν οι ίδιοι και για την παρακολούθηση των οποίων πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις.
2. Οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της «επιταγής απόκτησης επαγγελματικών προσόντων» καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΑΕΔ. Με όμοια απόφαση μπορεί να προβλέπεται ότι η χρήση της «επιταγής απόκτησης επαγγελματικών προσόντων» μπορεί να συνδυάζεται με προγράμματα ενεργητικών απασχόλησης, συμβουλευτικής και γενικά δράσεων καταπολέμησης της ανεργίας.
3. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΑΕΔ, καθορίζεται η αξία, η μορφή και το περιεχόμενο της «επιταγής απόκτησης επαγγελματικών προσόντων» και κάθε άλλο σχετικό θέμα με την «επιταγή απόκτησης επαγγελματικών προσόντων».
4. Η «επιταγή απόκτησης επαγγελματικών προσόντων» δεν υπόκειται σε φόρο και γενικά σε κρατήσεις για το Δημόσιο και τρίτους, δεν εκχωρείται και δεν κατάσχεται.
1. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 18 του ν. 2458/1997 (Α ́15), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 18 του Ν. 3144/2003 (Α ́111), προστίθεται η εξής διάταξη:
«Στην ασφάλιση του ΙΚΑ και για τον κλάδο παροχών ασθένειας σε είδος υπάγονται οι άνεργοι που δεν είναι ασφαλισμένοι σε οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ασφαλιστικό οργανισμό και παρακολουθούν τα συγχρηματοδοτούμενα από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο Προγράμματα Επαγγελματικής Κατάρτισης, με τη διαδικασία επιταγών κατάρτισης, και για όλη τη διάρκεια των προγραμμάτων αυτών.»
2. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 18 του ν. 2458/1997 προστίθεται διάταξη ως εξής:
«Ο φορέας υλοποίησης του προγράμματος εξακολουθεί να βαρύνεται με τις ασφαλιστικές εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη κατά τα οριζόμενα στο ανωτέρω εδάφιο και στην περίπτωση που το ποσό του εκπαιδευτικού επιδόματος καταβάλλεται από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ή άλλο δημόσιο φορέα.»
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από την ημερομηνία της δημοσίευσής του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 3 Aυγούστου 2011
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΡΕΠΠΑΣ |
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΧAΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ |
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ |
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ |
ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΑΝΗΣ |
ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΒΕΡΔΟΣ |
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Aυγούστου 2011
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ