Σχετικό έγγραφο:
Υ.Α. 105583/2022 (ΦΕΚ 5747/Β` 9.11.2022) Εφαρμογή των διατάξεων της περ. β) της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3846/2010 (Α’ 66), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 67 του ν. 4808/2021 (Α’ 101) περί παροχής εξ αποστάσεως εργασίας με τηλεργασία μετά από αίτηση του εργαζομένου
Κωδικοποιήθηκε από:
Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 66Α_2010 | 413.05 KB |
H παράγραφος 1 του άρθρου 1 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α ́) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ’ οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες.»
Το άρθρο 38 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει με το άρθρο 2 του ν. 2639/ 1998 (ΦΕΚ 205 Α΄), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση).
Η συμφωνία αυτή, εφόσον μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτισή της δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση.
2. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται ως:
α) «εργαζόμενος μερικής απασχόλησης», κάθε εργαζόμενος με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, του οποίου οι ώρες εργασίας, υπολογιζόμενες σε ημερήσια, εβδομαδιαία, δεκαπενθήμερη ή μηνιαία βάση είναι λιγότερες από το κανονικό ωράριο εργασίας του συγκρίσιμου εργαζόμενου με πλήρη απασχόληση,
β) «συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση», κάθε εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης, που απασχολείται στην ίδια επιχείρηση με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, και εκτελεί ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, υπό τις αυτές συνθήκες. Όταν στην επιχείρηση δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στη συλλογική ρύθμιση στην οποία θα υπαγόταν ο εργαζόμενος αν είχε προσληφθεί με πλήρη απασχόληση. Οι εργαζόμενοι με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους συγκρίσιμους εργαζόμενους με κανονική απασχόληση, εκτός εάν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι οι οποίοι τη δικαιολογούν, όπως η διαφοροποίηση στο ωράριο εργασίας.
3. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής.
Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας.
Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου.
Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του, ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 240/2006 (ΦΕΚ 252 Α΄) και του ν. 1767/1988 (ΦΕΚ 63 Α΄).
Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας.
4. Ως εκπρόσωποι των εργαζομένων, για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου ορίζονται κατά την εξής σειρά προτεραιότητας:
α) οι εκπρόσωποι από την πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, η οποία καλύπτει κατά το καταστατικό της εργαζόμενους, ανεξάρτητα από την κατηγορία, τη θέση ή την ειδικότητά τους,
β) οι εκπρόσωποι των υφιστάμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης,
γ) το συμβούλιο εργαζομένων,
δ) εάν ελλείπουν συνδικαλιστικές οργανώσεις και συμβούλιο εργαζομένων, η ενημέρωση και διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης. Η διαβούλευση πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης.
5. Οι έγγραφες ατομικές συμβάσεις των προηγούμενων παραγράφων πρέπει να περιλαμβάνουν: α) τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων, β) τον τόπο παροχής της εργασίας, την έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση του εργοδότη, γ) το χρόνο της απασχόλησης, τον τρόπο κατανομής και τις περιόδους εργασίας, δ) τον τρόπο αμοιβής και ε) τους τυχόν όρους τροποποίησης της σύμβασης.
Σε εποχικές ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις οι έγγραφες ατομικές συμβάσεις, κατά την παράγραφο 1 του παρόντος, γίνονται για ημερήσια ή εβδομαδιαία περίοδο εργασίας.
6. Σε κάθε περίπτωση, η απασχόληση κατά την Κυριακή ή άλλη ημέρα αργίας, ως και η νυκτερινή εργασία συνεπάγεται την καταβολή της νόμιμης προσαύξησης.
7. Αν η μερική απασχόληση έχει καθοριστεί με ημερήσιο ωράριο μικρότερης διάρκειας από το κανονικό, η παροχή της συμφωνημένης εργασίας των μερικώς απασχολούμενων πρέπει να είναι συνεχόμενη και να παρέχεται μία φορά την ημέρα.
Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στους οδηγούς αυτοκινήτων μεταφοράς μαθητών, νηπίων και βρεφών και στους συνοδούς αυτών που εργάζονται στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, στους παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς και στα νηπιαγωγεία, καθώς και στους καθηγητές που εργάζονται στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών και μέσης εκπαίδευσης.
8. Καταγγελία της σύμβασης εργασίας λόγω μη αποδοχής από τον μισθωτό εργοδοτικής πρότασης για μερική απασχόληση είναι άκυρη.
9. Οι αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης υπολογίζονται όπως και οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζόμενου και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης.
Εφόσον το ωράριο απασχόλησής τους είναι μικρότερο των τεσσάρων (4) ωρών ημερησίως, οι αποδοχές των μερικώς απασχολουμένων μισθωτών προσαυξάνονται κατά επτάμισι τοις εκατό (7,5%).
10. Οι μερικώς απασχολούμενοι μισθωτοί έχουν δικαίωμα ετήσιας άδειας με αποδοχές και επίδομα αδείας, με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβαναν εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της αδείας τους, για τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του α.ν.539/1945, όπως ισχύει.
11. Αν παραστεί ανάγκη για πρόσθετη εργασία πέρα από τη συμφωνηθείσα ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του θα ήταν αντίθετη με την καλή πίστη. Αν παρασχεθεί εργασία πέραν της συμφωνημένης, ο μερικώς απασχολούμενος δικαιούται αντίστοιχης αμοιβής με προσαύξηση 10%.
Ο μερικώς απασχολούμενος μπορεί να αρνηθεί την παροχή εργασίας πέραν της συμφωνημένης, όταν αυτή η πρόσθετη εργασία λαμβάνει χώρα κατά συνήθη τρόπο.
12. Ο πλήρως απασχολούμενος σε επιχειρήσεις πλέον των είκοσι (20) ατόμων, έχει δικαίωμα μετά τη συμπλήρωση ενός ημερολογιακού έτους εργασίας να ζητήσει τη μετατροπή της σύμβασης εργασίας του από πλήρη σε μερική απασχόληση, με δικαίωμα επανόδου σε πλήρη απασχόληση, εκτός αν η άρνηση του εργοδότη δικαιολογείται από τις επιχειρησιακές ανάγκες.
Ο εργαζόμενος στην αίτησή του πρέπει να προσδιορίζει τη διάρκεια της μερικής απασχόλησης και το είδος της. Αν ο εργοδότης δεν απαντήσει εγγράφως μέσα σε ένα μήνα θεωρείται ότι το αίτημα του εργαζόμενου έχει γίνει δεκτό.
13. Ο μερικώς απασχολούμενος, επί προσφοράς εργασίας με ίσους όρους από μισθωτούς της ίδιας κατηγορίας, έχει δικαίωμα προτεραιότητας για πρόσληψη σε θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης στην ίδια επιχείρηση. Ο χρόνος της μερικής απασχόλησης λαμβάνεται υπόψη ως χρόνος προϋπηρεσίας όπως και για τον συγκρίσιμο εργαζόμενο. Για τον υπολογισμό της
προϋπηρεσίας αυτής, μερική απασχόληση που αντιστοιχεί στον κανονικό (νόμιμο ή συμβατικό) ημερήσιο χρόνο του συγκρίσιμου εργαζόμενου αντιστοιχεί σε μία ημέρα προϋπηρεσίας.
14. Στους εργαζόμενους που καλύπτονται από σύμβαση ή σχέση εργασίας με μερική απασχόληση παρέχονται:
α) δυνατότητες συμμετοχής στις δραστηριότητες της επαγγελματικής κατάρτισης που εφαρμόζει η επιχείρηση υπό συνθήκες ανάλογες με εκείνες που αφορούν τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης και αορίστου χρόνου,
β) οι ίδιες κοινωνικές υπηρεσίες που υπάρχουν στη διάθεση των άλλων εργαζόμενων στην επιχείρηση.
15. Ο εργοδότης ενημερώνει τους εκπροσώπους των εργαζόμενων για τον αριθμό των απασχολούμενων με μερική απασχόληση σε σχέση με την εξέλιξη του συνόλου των εργαζόμενων, καθώς και για τις προοπτικές πρόσληψης εργαζόμενων με πλήρη απασχόληση.
16. Με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας επιτρέπεται η συμπλήρωση ή τροποποίηση των ρυθμίσεων των προηγούμενων παραγράφων.
17. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται για τους μερικώς απασχολούμενους όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
18. Η κατά το παρόν άρθρο μερική απασχόληση με σχέση ιδιωτικού δικαίου επιτρέπεται και στις δημόσιες επιχειρήσεις, τους οργανισμούς και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται από το άρθρο 14 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α΄), όπως ισχύει, με εξαίρεση το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού και τα Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και στους φορείς για τους οποίους η μερική απασχόληση προβλέπεται από ειδικούς νόμους ή από διατάξεις κανονισμών που έχουν κυρωθεί με νόμο ή έχουν ισχύ νόμου.
Για τη μερική απασχόληση σε επιχειρήσεις, οργανισμούς και φορείς του προηγούμενου εδαφίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α΄), όπως ισχύει, με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου για την αντιμετώπιση εκτάκτων ή επειγουσών αναγκών συμφωνείται με σύμβαση ορισμένου χρόνου διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών μερική απασχόληση που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις (4) ώρες ημερησίως.
Στην τελευταία περίπτωση η σχετική προκήρυξη αποστέλλεται πριν από τη δημοσίευσή της στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), το οποίο οφείλει να ελέγξει αυτήν από άποψη νομιμότητας μέσα σε δέκα (10) ημέρες.
Οι ανωτέρω συμβάσεις που καταρτίζονται για την κάλυψη έκτακτων ή επειγουσών αναγκών λήγουν αυτοδικαίως με την πάροδο της συμφωνηθείσας διάρκειάς τους, χωρίς να απαιτείται προς τούτο καμία άλλη διατύπωση, η δε για οποιονδήποτε λόγο ανανέωσή τους ή μετατροπή τους σε σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου απαγορεύεται και είναι αυτοδικαίως άκυρη.»
Α. Το άρθρο 20 του ν. 2956/2001 (ΦΕΚ 258 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 20
Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης
1. Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης (Ε.Π.Α.) είναι οι εταιρείες οι οποίες έχουν ως αντικείμενο δραστηριότητας την παροχή εργασίας από μισθωτούς τους σε άλλον εργοδότη (έμμεσο εργοδότη) με τη μορφή της προσωρινής απασχόλησης.
2. Ως προσωρινή απασχόληση νοείται η εργασία, η οποία παρέχεται σε άλλον εργοδότη (έμμεσος εργοδότης) για περιορισμένο χρονικό διάστημα από μισθωτό, ο οποίος συνδέεται με τον εργοδότη του (άμεσος εργοδότης) με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου και επιτρέπεται μόνο υπό τους όρους και προϋποθέσεις των διατάξεων του παρόντος.
3. Οι Ε.Π.Α. έχουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του εργοδότη.
4. Η παραχώρηση μισθωτού σε έμμεσο εργοδότη επιτρέπεται μόνο για συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούνται από έκτακτες, πρόσκαιρες ή εποχιακές ανάγκες.
5. Οι Ε.Π.Α. δεν επιτρέπεται να ασκούν άλλη δραστηριότητα εκτός από: α) μεσολάβηση για εξεύρεση θέσεως εργασίας, για την οποία απαιτείται ειδική άδεια, που χορηγείται κατά τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις του π.δ. 160/1999 (ΦΕΚ 157 Α΄), όπως εκάστοτε ισχύει και β) αξιολόγηση ανθρώπινου δυναμικού, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τις οικείες διατάξεις.»
Β. Το άρθρο 22 του ν. 2956/2001 (ΦΕΚ 258 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 22
Κατοχύρωση Εργασιακών Δικαιωμάτων
των Προσωρινά Απασχολούμενων
1. Για την παροχή εργασίας με τη μορφή της προσωρινής απασχόλησης απαιτείται προηγούμενη έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Η σύμβαση καταρτίζεται μεταξύ της Ε.Π.Α. (άμεσος εργοδότης) και του μισθωτού και σε αυτήν πρέπει απαραιτήτως να αναφέρονται οι όροι εργασίας και η διάρκειά της, οι όροι παροχής της εργασίας στον ή στους έμμεσους εργοδότες, οι όροι αμοιβής και ασφάλισης του μισθωτού, οι λόγοι της παραχώρησης του εργαζομένου, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο το οποίο, κατά την καλή πίστη και τις περιστάσεις, πρέπει να γνωρίζει ο μισθωτός αναφορικά με την παροχή της εργασίας του.
Οι αποδοχές του μισθωτού που δεν παρέχει εργασία σε έμμεσο εργοδότη δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις προβλεπόμενες στην εκάστοτε Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
Εάν κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης αυτής δεν είναι δυνατή η μνεία του συγκεκριμένου έμμεσου εργοδότη ή ο προσδιορισμός του χρόνου, που θα προσφέρει σε αυτόν την εργασία του ο μισθωτός, θα πρέπει να αναφέρεται στη σύμβαση το πλαίσιο των όρων και συνθηκών για την παροχή εργασίας σε έμμεσο εργοδότη. Για την απασχόληση του μισθωτού σε έμμεσο
εργοδότη απαγορεύεται οποιαδήποτε οικονομική επιβάρυνση του μισθωτού.
2. Οι όροι εργασίας των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας προσωρινής απασχόλησης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι αποδοχές, κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής τους στον έμμεσο εργοδότη είναι τουλάχιστον αυτοί που θα εφαρμόζονταν αν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απευθείας από τον εν λόγω εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση.
3. Οι προσωρινά απασχολούμενοι ενημερώνονται για τις κενές θέσεις εργασίας στον έμμεσο εργοδότη προκειμένου να έχουν τις ίδιες δυνατότητες με τους άλλους εργαζόμενους της επιχείρησης για να προσληφθούν σε μόνιμες θέσεις εργασίας. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να πραγματοποιείται με γενική ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης στην οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους (έμμεσο εργοδότη). Επίσης ο έμμεσος εργοδότης υποχρεούται κατά την ενημέρωση των εκπροσώπων των εργαζομένων του, να παρέχει πληροφορίες για τον αριθμό των προσωρινά απασχολούμενων, το σχέδιο χρήσης προσωρινά απασχολούμενων, καθώς και για τις προοπτικές πρόσληψής τους απευθείας από αυτόν.
4. Στους εργαζόμενους μέσω Ε.Π.Α. σε έμμεσο εργοδότη παρέχονται οι ίδιες κοινωνικές υπηρεσίες, ιδίως δε στα κυλικεία, στους παιδικούς σταθμούς και στα μεταφορικά μέσα, που υπάρχουν στη διάθεση των άμεσα εργαζομένων στον έμμεσο εργοδότη και με τους ίδιους όρους, εκτός εάν αντικειμενικοί λόγοι δικαιολογούν διαφορετική μεταχείριση, όπως η διαφοροποίηση του ωραρίου ή η χρονική διάρκεια της σύμβασης εργασίας.
5. Απασχόληση του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη επιτρέπεται μόνο μετά την κατάρτιση της σύμβασης με τον άμεσο εργοδότη, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους.
6. Η διάρκεια της απασχόλησης του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη, στην οποία περιλαμβάνονται και οι ενδεχόμενες ανανεώσεις που γίνονται εγγράφως, δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από δώδεκα μήνες.
Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η υπέρβαση της διάρκειας αυτής με μέγιστο όριο τους δεκαοκτώ (18) μήνες, αν ο προσωρινά απασχολούμενος αναπληρώνει μισθωτό του οποίου η σύμβαση για οποιονδήποτε λόγο είναι σε αναστολή. Σε περίπτωση υπέρβασης των χρονικών ορίων που τίθενται από την παρούσα παράγραφο, επέρχεται μετατροπή της υπάρχουσας σύμβασης σε σύμβαση αορίστου χρόνου με τον έμμεσο εργοδότη.
7. Αν συνεχίζεται η απασχόληση του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη μετά τη λήξη της διάρκειας της αρχικής παραχώρησης και των τυχόν νόμιμων ανανεώσεών της ακόμη και με νέα παραχώρηση, χωρίς να μεσολαβεί χρονικό διάστημα σαράντα πέντε (45) (ημερολογιακών) ημερών, θεωρείται ότι πρόκειται για σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μεταξύ του μισθωτού και του έμμεσου εργοδότη. Δεν υπάγονται στη διάταξη αυτή εργαζόμενοι σε ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις όταν απασχολούνται σε ολιγοήμερες κοινωνικές εκδηλώσεις.
8. Άκυρη θεωρείται οποιαδήποτε ρήτρα όταν με αυτήν άμεσα ή έμμεσα:
α) απαγορεύεται ή παρεμποδίζεται η μόνιμη απασχόληση του προσωρινά απασχολούμενου μισθωτού και β) παρεμποδίζονται τα συνδικαλιστικά δικαιώματα του μισθωτού ή παραβλάπτονται τα ασφαλιστικά του δικαιώματα.
9. Με σύμβαση, που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ της Ε.Π.Α. και του έμμεσου εργοδότη, ορίζονται ειδικότερα τα του τρόπου αμοιβής και ασφάλισης του εργαζόμενου για το χρόνο που ο μισθωτός προσφέρει τις υπηρεσίες του στον έμμεσο εργοδότη, όπως και οι λόγοι της παραχώρησης του εργαζομένου. Ο έμμεσος εργοδότης πρέπει να προσδιορίζει, πριν τεθεί στη διάθεσή του ο εργαζόμενος με τη σύμβαση, τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα ή ικανότητες, την ειδική ιατρική παρακολούθηση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προς κάλυψη θέσης εργασίας. Οφείλει επίσης να επισημαίνει τους μεγαλύτερους ή ιδιαίτερους κινδύνους, που έχουν σχέση με τη συγκεκριμένη εργασία. Η Ε.Π.Α. υποχρεούται να γνωστοποιήσει τα στοιχεία αυτά στους μισθωτούς.
10. Η Ε.Π.Α. και ο έμμεσος εργοδότης είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος υπεύθυνοι έναντι του προσωρινά απασχολούμενου μισθωτού με σύμβαση ή σχέση εργασίας για την ικανοποίηση των μισθολογικών δικαιωμάτων του και για την καταβολή των ασφαλιστικών του εισφορών. Η ευθύνη αυτή του έμμεσου εργοδότη αναστέλλεται, εφόσον με τη σύμβαση προβλέπεται ότι υπόχρεος για την καταβολή των αποδοχών και των ασφαλιστικών εισφορών είναι ο άμεσος εργοδότης και τα μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα του προσωρινά απασχολούμενου μισθωτού μπορούν να ικανοποιηθούν από την κατάπτωση των κατά το άρθρο 23 εγγυητικών επιστολών (επικουρική ευθύνη έμμεσου εργοδότη).
11. Οι μισθωτοί με σύμβαση ή σχέση προσωρινής απασχόλησης απολαμβάνουν όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία το ίδιο επίπεδο προστασίας με αυτό που παρέχεται στους άλλους εργαζόμενους του έμμεσου εργοδότη. Ο έμμεσος εργοδότης, με την επιφύλαξη συμβατικής πρόβλεψης για συνευθύνη σωρευτικά και της Ε.Π.Α., είναι υπεύθυνος για τις συνθήκες υπό τις οποίες εκτελείται η εργασία του μισθωτού και για το εργατικό ατύχημα.
12. Οι προσωρινά απασχολούμενοι μισθωτοί, για όσο χρόνο παραμένουν στη διάθεση της εταιρείας προσωρινής απασχόλησης, καθώς και κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους σε έμμεσο εργοδότη υπάγονται στον κλάδο παροχών ασθενείας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και στον επικουρικό φορέα ΕΤΕΑΜ, με εξαίρεση τα πρόσωπα που λόγω της ιδιότητάς τους ασφαλίζονται σε κλάδους άλλου κύριου ή επικουρικού φορέα.»
Γ. Το άρθρο 24 του ν. 2956/2001 (ΦΕΚ 258 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 24
Απαγόρευση προσωρινής απασχόλησης
Η απασχόληση μισθωτού σε έμμεσο εργοδότη με σύμβαση προσωρινής απασχόλησης δεν επιτρέπεται:
α) όταν με αυτήν αντικαθίστανται εργαζόμενοι που ασκούν το δικαίωμα της απεργίας,
β) όταν ο έμμεσος εργοδότης το προηγούμενο εξάμηνο είχε πραγματοποιήσει απολύσεις εργαζομένων της ίδιας ειδικότητας για οικονομοτεχνικούς λόγους ή το προηγούμενο δωδεκάμηνο ομαδικές απολύσεις,
γ) όταν ο έμμεσος εργοδότης υπάγεται στις διατάξεις του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α΄) ή στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2527/1997 (ΦΕΚ 206 Α΄), όπως ισχύουν,
δ) όταν η εργασία, λόγω της φύσης της, εγκυμονεί ιδιαίτερους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων. Οι εργασίες αυτές καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου Υγιεινής και ασφάλειας της Εργασίας (ΣΥΑΕ) που ορίζεται στο άρθρο 15 του ν. 1568/1985 (ΦΕΚ 177 Α΄), όπως έχει
τροποποιηθεί και ισχύει,
ε) όταν ο απασχολούμενος υπάγεται στις ειδικές διατάξεις περί ασφαλίσεων εργατοτεχνιτών οικοδόμων.»
Δ. Το άρθρο 25 του ν. 2956/2001 (ΦΕΚ 258 Α΄), όπως αυτό συμπληρώθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 5 και την παράγραφο 11 του άρθρου 21 του ν. 3144/2003 (ΦΕΚ 111 Α΄), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Κυρώσεις
1. Για κάθε παράβαση των διατάξεων των άρθρων του παρόντος κεφαλαίου επιβάλλεται από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης σε βάρος του παραβάτη πρόστιμο, το οποίο κυμαίνεται από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ μέχρι τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κατηγοριοποιούνται οι παραβάσεις και καθορίζεται αναλόγως το ύψος του προστίμου της παρούσας παραγράφου. Για την επιβολή του προστίμου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α΄), όπως ισχύουν κάθε φορά.
2. Η λειτουργία Ε.Π.Α. χωρίς την άδεια λειτουργίας του άρθρου 21 του παρόντος επιφέρει τη διοικητική κύρωση της σφράγισης και της οριστικής διακοπής λειτουργίας της, η οποία εκτελείται από την αρμόδια αστυνομική αρχή. Όποιος θέτει σε λειτουργία ή λειτουργεί Ε.Π.Α. χωρίς άδεια λειτουργίας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) έτη και με χρηματική ποινή.
3. Οι ποινές της παραγράφου 1 επιβάλλονται και όταν μια επιχείρηση ομίλου λειτουργεί με κύριο σκοπό τη διάθεση εργαζομένων σε άλλη επιχείρηση του ομίλου.»
Το άρθρο 20 του ν. 2956/2001 (ΦΕΚ 258 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 20
Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης
1. Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης (Ε.Π.Α.) είναι οι εταιρείες οι οποίες έχουν ως αντικείμενο δραστηριότητας την παροχή εργασίας από μισθωτούς τους σε άλλον εργοδότη (έμμεσο εργοδότη) με τη μορφή της προσωρινής απασχόλησης.
2. Ως προσωρινή απασχόληση νοείται η εργασία, η οποία παρέχεται σε άλλον εργοδότη (έμμεσος εργοδότης) για περιορισμένο χρονικό διάστημα από μισθωτό, ο οποίος συνδέεται με τον εργοδότη του (άμεσος εργοδότης) με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου και επιτρέπεται μόνο υπό τους όρους και προϋποθέσεις των διατάξεων του παρόντος.
3. Οι Ε.Π.Α. έχουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του εργοδότη.
4. Η παραχώρηση μισθωτού σε έμμεσο εργοδότη επιτρέπεται μόνο για συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούνται από έκτακτες, πρόσκαιρες ή εποχιακές ανάγκες.
5. Οι Ε.Π.Α. δεν επιτρέπεται να ασκούν άλλη δραστηριότητα εκτός από: α) μεσολάβηση για εξεύρεση θέσεως εργασίας, για την οποία απαιτείται ειδική άδεια, που χορηγείται κατά τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις του π.δ. 160/1999 (ΦΕΚ 157 Α΄), όπως εκάστοτε ισχύει και β) αξιολόγηση ανθρώπινου δυναμικού, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τις οικείες διατάξεις.»
Το άρθρο 22 του ν. 2956/2001 (ΦΕΚ 258 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 22
Κατοχύρωση Εργασιακών Δικαιωμάτων
των Προσωρινά Απασχολούμενων
1. Για την παροχή εργασίας με τη μορφή της προσωρινής απασχόλησης απαιτείται προηγούμενη έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Η σύμβαση καταρτίζεται μεταξύ της Ε.Π.Α. (άμεσος εργοδότης) και του μισθωτού και σε αυτήν πρέπει απαραιτήτως να αναφέρονται οι όροι εργασίας και η διάρκειά της, οι όροι παροχής της εργασίας στον ή στους έμμεσους εργοδότες, οι όροι αμοιβής και ασφάλισης του μισθωτού, οι λόγοι της παραχώρησης του εργαζομένου, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο το οποίο, κατά την καλή πίστη και τις περιστάσεις, πρέπει να γνωρίζει ο μισθωτός αναφορικά με την παροχή της εργασίας του.
Οι αποδοχές του μισθωτού που δεν παρέχει εργασία σε έμμεσο εργοδότη δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις προβλεπόμενες στην εκάστοτε Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
Εάν κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης αυτής δεν είναι δυνατή η μνεία του συγκεκριμένου έμμεσου εργοδότη ή ο προσδιορισμός του χρόνου, που θα προσφέρει σε αυτόν την εργασία του ο μισθωτός, θα πρέπει να αναφέρεται στη σύμβαση το πλαίσιο των όρων και συνθηκών για την παροχή εργασίας σε έμμεσο εργοδότη. Για την απασχόληση του μισθωτού σε έμμεσο
εργοδότη απαγορεύεται οποιαδήποτε οικονομική επιβάρυνση του μισθωτού.
2. Οι όροι εργασίας των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας προσωρινής απασχόλησης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι αποδοχές, κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής τους στον έμμεσο εργοδότη είναι τουλάχιστον αυτοί που θα εφαρμόζονταν αν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απευθείας από τον εν λόγω εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση.
3. Οι προσωρινά απασχολούμενοι ενημερώνονται για τις κενές θέσεις εργασίας στον έμμεσο εργοδότη προκειμένου να έχουν τις ίδιες δυνατότητες με τους άλλους εργαζόμενους της επιχείρησης για να προσληφθούν σε μόνιμες θέσεις εργασίας. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να πραγματοποιείται με γενική ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης στην οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους (έμμεσο εργοδότη). Επίσης ο έμμεσος εργοδότης υποχρεούται κατά την ενημέρωση των εκπροσώπων των εργαζομένων του, να παρέχει πληροφορίες για τον αριθμό των προσωρινά απασχολούμενων, το σχέδιο χρήσης προσωρινά απασχολούμενων, καθώς και για τις προοπτικές πρόσληψής τους απευθείας από αυτόν.
4. Στους εργαζόμενους μέσω Ε.Π.Α. σε έμμεσο εργοδότη παρέχονται οι ίδιες κοινωνικές υπηρεσίες, ιδίως δε στα κυλικεία, στους παιδικούς σταθμούς και στα μεταφορικά μέσα, που υπάρχουν στη διάθεση των άμεσα εργαζομένων στον έμμεσο εργοδότη και με τους ίδιους όρους, εκτός εάν αντικειμενικοί λόγοι δικαιολογούν διαφορετική μεταχείριση, όπως η διαφοροποίηση του ωραρίου ή η χρονική διάρκεια της σύμβασης εργασίας.
5. Απασχόληση του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη επιτρέπεται μόνο μετά την κατάρτιση της σύμβασης με τον άμεσο εργοδότη, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους.
6. Η διάρκεια της απασχόλησης του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη, στην οποία περιλαμβάνονται και οι ενδεχόμενες ανανεώσεις που γίνονται εγγράφως, δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από δώδεκα μήνες.
Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η υπέρβαση της διάρκειας αυτής με μέγιστο όριο τους δεκαοκτώ (18) μήνες, αν ο προσωρινά απασχολούμενος αναπληρώνει μισθωτό του οποίου η σύμβαση για οποιονδήποτε λόγο είναι σε αναστολή. Σε περίπτωση υπέρβασης των χρονικών ορίων που τίθενται από την παρούσα παράγραφο, επέρχεται μετατροπή της υπάρχουσας σύμβασης σε σύμβαση αορίστου χρόνου με τον έμμεσο εργοδότη.
7. Αν συνεχίζεται η απασχόληση του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη μετά τη λήξη της διάρκειας της αρχικής παραχώρησης και των τυχόν νόμιμων ανανεώσεών της ακόμη και με νέα παραχώρηση, χωρίς να μεσολαβεί χρονικό διάστημα σαράντα πέντε (45) (ημερολογιακών) ημερών, θεωρείται ότι πρόκειται για σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μεταξύ του μισθωτού και του έμμεσου εργοδότη. Δεν υπάγονται στη διάταξη αυτή εργαζόμενοι σε ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις όταν απασχολούνται σε ολιγοήμερες κοινωνικές εκδηλώσεις.
8. Άκυρη θεωρείται οποιαδήποτε ρήτρα όταν με αυτήν άμεσα ή έμμεσα:
α) απαγορεύεται ή παρεμποδίζεται η μόνιμη απασχόληση του προσωρινά απασχολούμενου μισθωτού και β) παρεμποδίζονται τα συνδικαλιστικά δικαιώματα του μισθωτού ή παραβλάπτονται τα ασφαλιστικά του δικαιώματα.
9. Με σύμβαση, που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ της Ε.Π.Α. και του έμμεσου εργοδότη, ορίζονται ειδικότερα τα του τρόπου αμοιβής και ασφάλισης του εργαζόμενου για το χρόνο που ο μισθωτός προσφέρει τις υπηρεσίες του στον έμμεσο εργοδότη, όπως και οι λόγοι της παραχώρησης του εργαζομένου. Ο έμμεσος εργοδότης πρέπει να προσδιορίζει, πριν τεθεί στη διάθεσή του ο εργαζόμενος με τη σύμβαση, τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα ή ικανότητες, την ειδική ιατρική παρακολούθηση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προς κάλυψη θέσης εργασίας. Οφείλει επίσης να επισημαίνει τους μεγαλύτερους ή ιδιαίτερους κινδύνους, που έχουν σχέση με τη συγκεκριμένη εργασία. Η Ε.Π.Α. υποχρεούται να γνωστοποιήσει τα στοιχεία αυτά στους μισθωτούς.
10. Η Ε.Π.Α. και ο έμμεσος εργοδότης είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος υπεύθυνοι έναντι του προσωρινά απασχολούμενου μισθωτού με σύμβαση ή σχέση εργασίας για την ικανοποίηση των μισθολογικών δικαιωμάτων του και για την καταβολή των ασφαλιστικών του εισφορών. Η ευθύνη αυτή του έμμεσου εργοδότη αναστέλλεται, εφόσον με τη σύμβαση προβλέπεται ότι υπόχρεος για την καταβολή των αποδοχών και των ασφαλιστικών εισφορών είναι ο άμεσος εργοδότης και τα μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα του προσωρινά απασχολούμενου μισθωτού μπορούν να ικανοποιηθούν από την κατάπτωση των κατά το άρθρο 23 εγγυητικών επιστολών (επικουρική ευθύνη έμμεσου εργοδότη).
11. Οι μισθωτοί με σύμβαση ή σχέση προσωρινής απασχόλησης απολαμβάνουν όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία το ίδιο επίπεδο προστασίας με αυτό που παρέχεται στους άλλους εργαζόμενους του έμμεσου εργοδότη. Ο έμμεσος εργοδότης, με την επιφύλαξη συμβατικής πρόβλεψης για συνευθύνη σωρευτικά και της Ε.Π.Α., είναι υπεύθυνος για τις συνθήκες υπό τις οποίες εκτελείται η εργασία του μισθωτού και για το εργατικό ατύχημα.
12. Οι προσωρινά απασχολούμενοι μισθωτοί, για όσο χρόνο παραμένουν στη διάθεση της εταιρείας προσωρινής απασχόλησης, καθώς και κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους σε έμμεσο εργοδότη υπάγονται στον κλάδο παροχών ασθενείας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και στον επικουρικό φορέα ΕΤΕΑΜ, με εξαίρεση τα πρόσωπα που λόγω της ιδιότητάς τους ασφαλίζονται σε κλάδους άλλου κύριου ή επικουρικού φορέα.»
Το άρθρο 24 του ν. 2956/2001 (ΦΕΚ 258 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 24
Απαγόρευση προσωρινής απασχόλησης
Η απασχόληση μισθωτού σε έμμεσο εργοδότη με σύμβαση προσωρινής απασχόλησης δεν επιτρέπεται:
α) όταν με αυτήν αντικαθίστανται εργαζόμενοι που ασκούν το δικαίωμα της απεργίας,
β) όταν ο έμμεσος εργοδότης το προηγούμενο εξάμηνο είχε πραγματοποιήσει απολύσεις εργαζομένων της ίδιας ειδικότητας για οικονομοτεχνικούς λόγους ή το προηγούμενο δωδεκάμηνο ομαδικές απολύσεις,
γ) όταν ο έμμεσος εργοδότης υπάγεται στις διατάξεις του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α΄) ή στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2527/1997 (ΦΕΚ 206 Α΄), όπως ισχύουν,
δ) όταν η εργασία, λόγω της φύσης της, εγκυμονεί ιδιαίτερους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων. Οι εργασίες αυτές καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου Υγιεινής και ασφάλειας της Εργασίας (ΣΥΑΕ) που ορίζεται στο άρθρο 15 του ν. 1568/1985 (ΦΕΚ 177 Α΄), όπως έχει
τροποποιηθεί και ισχύει,
ε) όταν ο απασχολούμενος υπάγεται στις ειδικές διατάξεις περί ασφαλίσεων εργατοτεχνιτών οικοδόμων.»
Δ. Το άρθρο 25 του ν. 2956/2001 (ΦΕΚ 258 Α΄), όπως αυτό συμπληρώθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 5 και την παράγραφο 11 του άρθρου 21 του ν. 3144/2003 (ΦΕΚ 111 Α΄), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Κυρώσεις
1. Για κάθε παράβαση των διατάξεων των άρθρων του παρόντος κεφαλαίου επιβάλλεται από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης σε βάρος του παραβάτη πρόστιμο, το οποίο κυμαίνεται από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ μέχρι τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κατηγοριοποιούνται οι παραβάσεις και καθορίζεται αναλόγως το ύψος του προστίμου της παρούσας παραγράφου. Για την επιβολή του προστίμου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α΄), όπως ισχύουν κάθε φορά.
2. Η λειτουργία Ε.Π.Α. χωρίς την άδεια λειτουργίας του άρθρου 21 του παρόντος επιφέρει τη διοικητική κύρωση της σφράγισης και της οριστικής διακοπής λειτουργίας της, η οποία εκτελείται από την αρμόδια αστυνομική αρχή. Όποιος θέτει σε λειτουργία ή λειτουργεί Ε.Π.Α. χωρίς άδεια λειτουργίας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) έτη και με χρηματική ποινή.
3. Οι ποινές της παραγράφου 1 επιβάλλονται και όταν μια επιχείρηση ομίλου λειτουργεί με κύριο σκοπό τη διάθεση εργαζομένων σε άλλη επιχείρηση του ομίλου.»
Το άρθρο 10 του ν. 3198/1955 (ΦΕΚ 98 Α΄), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 206/1974 (ΦΕΚ 362 Α΄), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Οι επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις, αν έχει περιοριστεί η οικονομική τους δραστηριότητα, μπορούν, αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να θέτουν εγγράφως σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς τους, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τους τρεις (3) μήνες ετησίως, μόνο εφόσον προηγουμένως προβούν σε διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 240/2006 (ΦΕΚ 252 Α΄) και του ν. 1767/1988 (ΦΕΚ 63 Α΄).
Αν στην επιχείρηση δεν υπάρχουν εκπρόσωποι εργαζομένων η ενημέρωση και η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης. Η διαβούλευση πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης. Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας ο μισθωτός λαμβάνει το ήμισυ του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών των δύο τελευταίων μηνών, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Μετά την εξάντληση του τριμήνου, προκειμένου να τεθεί εκ νέου ο ίδιος εργαζόμενος σε διαθεσιμότητα απαιτείται και η παρέλευση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί στις οικείες Υπηρεσίες του ΣΕΠΕ, του ΙΚΑ και του ΟΑΕΔ με οποιονδήποτε τρόπο τη σχετική δήλωση περί διαθεσιμότητας, μέρους ή του συνόλου του προσωπικού του.
2. Για τη θέση των μισθωτών σε διαθεσιμότητα στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις κοινής ωφελείας που απασχολούν περισσότερους από πέντε χιλιάδες (5.000) μισθωτούς, απαιτείται έγκριση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που χορηγείται με αίτηση του εργοδότη, μετά τη γνώμη της Ολομελείας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας. Εάν μέσα σε ένα (1) μήνα από την υποβολή της αίτησης στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, δεν αποφανθεί ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ο εργοδότης μπορεί και χωρίς έγκριση να θέσει σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς, τηρώντας τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου.
3. Επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις της προηγούμενης παραγράφου που θέτουν σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς τους, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων, υποχρεούνται στην καταβολή πλήρων αποδοχών, έστω και αν οι μισθωτοί αποδέχθηκαν τη διαθεσιμότητα και δεν παρείχαν τις υπηρεσίες τους.»
Το άρθρο 5 του ν. 3846/2010 (Α’ 66) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Τηλεργασία είναι η εξ αποστάσεως παροχή της εξαρτημένης εργασίας του εργαζομένου και με τη χρήση της τεχνολογίας, δυνάμει της σύμβασης εργασίας πλήρους, μερικής, εκ περιτροπής ή άλλης μορφής απασχόλησης, η οποία θα μπορούσε να παρασχεθεί και από τις εγκαταστάσεις του εργοδότη.
2. Η τηλεργασία συμφωνείται μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, κατά την πρόσληψη ή με τροποποίηση της σύμβασης εργασίας.
3. Κατ’ εξαίρεση, εφόσον η εργασία μπορεί να παρασχεθεί εξ αποστάσεως, η τηλεργασία μπορεί να εφαρμόζεται:
α) Μετά από απόφαση του εργοδότη, για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, η συνδρομή των οποίων διαπιστώνεται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού και για όσο χρόνο διαρκούν οι λόγοι αυτοί.
β) Μετά από αίτηση του εργαζόμενου, σε περίπτωση τεκμηριωμένου κινδύνου της υγείας του, ο οποίος θα αποφευχθεί αν εργάζεται μέσω τηλεργασίας και όχι στις εγκαταστάσεις του εργοδότη και για όσο χρόνο διαρκεί ο κίνδυνος αυτός. Σε περίπτωση που ο εργοδότης διαφωνεί, ο εργαζόμενος μπορεί να αιτηθεί την επίλυση της διαφοράς από την Επιθεώρηση Εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 3Β του ν. 3996/2011 (Α’ 170). Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Υγείας, καθορίζονται οι παθήσεις, τα νοσήματα ή οι αναπηρίες του εργαζόμενου, που μπορούν να τεκμηριώσουν τον κίνδυνο της υγείας του, καθώς και τα δικαιολογητικά, οι αρμόδιοι φορείς και η διαδικασία για την τεκμηρίωση του κινδύνου αυτού.
4. Κατά την τηλεργασία, ο εργοδότης αναλαμβάνει το κόστος που προκαλείται στον εργαζόμενο από τη μορφή αυτή εργασίας, ήτοι το κόστος του εξοπλισμού, εκτός εάν συμφωνηθεί να γίνεται χρήση εξοπλισμού του εργαζομένου, των τηλεπικοινωνιών, της συντήρησης του εξοπλισμού και της αποκατάστασης των βλαβών. Παρέχει στον εργαζόμενο τεχνική υποστήριξη για την παροχή της εργασίας του και αναλαμβάνει να αποκαταστήσει τις δαπάνες επισκευής των συσκευών που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεσή της ή να τις αντικαταστήσει σε περίπτωση βλάβης. Η υποχρέωση αυτή αφορά και στις συσκευές που ανήκουν στον εργαζόμενο, εκτός εάν στη σύμβαση ή στη σχέση εργασίας ορίζεται διαφορετικά. Στη σύμβαση ή στη σχέση εργασίας ορίζεται ο τρόπος χρηματικής αποκατάστασης εκ μέρους του εργοδότη του ως άνω κόστους, καθώς και του κόστους, σε μηνιαία βάση, της χρήσης του οικιακού χώρου εργασίας του εργαζομένου. Οι σχετικές δαπάνες δεν αποτελούν αποδοχές, αλλά εκπιπτέα δαπάνη για την εργοδοτική επιχείρηση, δεν υπόκεινται σε οποιοδήποτε φόρο ή τέλος ούτε οφείλονται επί αυτών ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη ή εργαζομένου, υπολογίζονται αναλογικώς προς τη συχνότητα και τη διάρκεια της τηλεργασίας, την παροχή ή όχι εξοπλισμού και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο.
5. Επιπλέον των υποχρεώσεων κατά το π.δ. 156/1994 (Α’ 102), εντός οκτώ (8) ημερών από την έναρξη της τηλεργασίας ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον εργαζόμενο με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, περιλαμβανομένου και του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τους όρους εργασίας που διαφοροποιούνται λόγω της τηλεργασίας, οι οποίοι περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) Το δικαίωμα αποσύνδεσης της παρ. 10.
β) Την ανάλυση του πρόσθετου κόστους, με το οποίο επιβαρύνεται περιοδικώς ο τηλεργαζόμενος από την τηλεργασία, ιδίως, το κόστος τηλεπικοινωνιών, του εξοπλισμού και της συντήρησής του και τους τρόπους κάλυψής του από τον εργοδότη.
γ) Τον αναγκαίο για την παροχή τηλεργασίας εξοπλισμό, τον οποίο διαθέτει ο τηλεργαζόμενος ή του παρέχει ο εργοδότης και τις διαδικασίες τεχνικής υποστήριξης, συντήρησης και αποκατάστασης των βλαβών του εξοπλισμού αυτού.
δ) Οποιουσδήποτε περιορισμούς στη χρήση του εξοπλισμού ή εργαλείων πληροφορικής, όπως το διαδίκτυο και τις κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασής τους.
ε) Συμφωνία περί τηλετοιμότητας, τα χρονικά όρια αυτής και τις προθεσμίες ανταπόκρισης του εργαζομένου.
στ) Τους όρους υγιεινής και ασφάλειας της τηλεργασίας και τις διαδικασίες αναγγελίας εργατικού ατυχήματος, που ο τηλεργαζόμενος τηρεί, σύμφωνα με την παρ. 9.
ζ) Την υποχρέωση για προστασία των επαγγελματικών δεδομένων, καθώς και των προσωπικών δεδομένων του τηλεργαζομένου και τις ενέργειες και διαδικασίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής. Όσα από τα παραπάνω στοιχεία δεν αφορούν εξατομικευμένα στον εργαζόμενο μπορούν να γνωστοποιούνται και μέσω ανάρτησης στο εσωτερικό δίκτυο η/υ (intranet) της επιχείρησης ή κοινοποίησης σχετικής επιχειρησιακής πολιτικής.
6. Η συμφωνία περί τηλεργασίας δεν θίγει το καθεστώς απασχόλησης και τη σύμβαση εργασίας του τηλεργαζομένου ως πλήρους, μερικής, εκ περιτροπής ή άλλης μορφής απασχόλησης, αλλά μεταβάλλει μόνο τον τρόπο, με τον οποίο εκτελείται η εργασία. Η τηλεργασία μπορεί να παρέχεται κατά πλήρη, μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό με απασχόληση στις εγκαταστάσεις του εργοδότη.
7. Με την επιφύλαξη των διαφοροποιήσεων που οφείλονται στη φύση της τηλεργασίας, οι τηλεργαζόμενοι έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τους συγκρίσιμους εργαζομένους εντός των εγκαταστάσεων της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, ιδίως, σε σχέση με τον όγκο εργασίας, τα κριτήρια και τις διαδικασίες αξιολόγησης, τις επιβραβεύσεις, την πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν στην επιχείρηση, την κατάρτιση και επαγγελματική τους εξέλιξη, τη συμμετοχή σε σωματεία, τη συνδικαλιστική τους δράση και την απρόσκοπτη και εμπιστευτική επικοινωνία τους με τους συνδικαλιστικούς τους εκπροσώπους.
8. Ο εργοδότης ελέγχει την απόδοση του εργαζομένου κατά τρόπο, που σέβεται την ιδιωτική του ζωή και είναι σύμφωνος με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Απαγορεύεται η χρήση της κάμερας (web cam) για τον έλεγχο της απόδοσης του εργαζομένου.
9. Ο εργοδότης πληροφορεί τον τηλεργαζόμενο για την πολιτική της επιχείρησης, όσον αφορά στην υγεία και την ασφάλεια στην εργασία, η οποία περιλαμβάνει ιδίως τις προδιαγραφές του χώρου τηλεργασίας, τους κανόνες χρήσης οθονών οπτικής απεικόνισης, τα διαλείμματα, τα οργανωτικά και τεχνικά μέσα της παρ. 10 και κάθε άλλο αναγκαίο στοιχείο. Ο τηλεργαζόμενος υποχρεούται να εφαρμόζει τη νομοθεσία για την υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία και να μην υπερβαίνει το ωράριο εργασίας του. Κατά την παροχή τηλεργασίας από τον τηλεργαζόμενο τεκμαίρεται, ότι ο χώρος τηλεργασίας πληροί τις παραπάνω προδιαγραφές και ότι ο τηλεργαζόμενος τηρεί τους κανόνες περί υγιεινής και ασφάλειας.
10. Ο τηλεργαζόμενος έχει δικαίωμα αποσύνδεσης, το οποίο συνίσταται στο δικαίωμά του να απέχει πλήρως από την παροχή της εργασίας του και ιδίως, να μην επικοινωνεί ψηφιακώς και να μην απαντά σε τηλεφωνήματα, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή σε οποιασδήποτε μορφής επικοινωνία εκτός ωραρίου εργασίας και κατά τη διάρκεια των νόμιμων αδειών του. Απαγορεύεται κάθε δυσμενής διάκριση σε βάρος τηλεργαζομένου, επειδή άσκησε το δικαίωμα αποσύνδεσης. Τα τεχνικά και οργανωτικά μέσα, που απαιτούνται για να εξασφαλίσουν την αποσύνδεση του τηλεργαζομένου από τα ψηφιακά εργαλεία επικοινωνίας και εργασίας αποτελούν υποχρεωτικούς όρους της σύμβασης τηλεργασίας και συμφωνούνται μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων στην επιχείρηση ή εκμετάλλευση. Σε περίπτωση έλλειψης συμφωνίας, τα μέσα του προηγούμενου εδαφίου καθορίζονται από τον εργοδότη και γνωστοποιούνται από αυτόν σε όλους τους εργαζόμενους.
11. Το ωράριο τηλεργασίας, καθώς και η αναλογία τηλεργασίας και εργασίας στις εγκαταστάσεις του εργοδότη, δηλώνονται στο Π.Σ. «ΕΡΓΑΝΗ».
(Αντικατάσταση άρθρου: άρθρο 67, N. 4808/2021. Για το αρχικό κείμενο του άρθρου βλ. ΦΕΚ. Κείμενο άρθρου με ενσωματωμένες αλλαγές έως 19.6.2021. Το κείμενο του άρθρου αποτελεί εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμμία νομική ισχύ.)
Το άρθρο 8 του ν. 549/1977 (ΦΕΚ 55 Α ́) κατά το μέρος που κύρωσε το άρθρο 7 της από 26.1.1977 ΕΓΣΣΕ (ΦΕΚ 60 Β ́), τροποποιείται ως ακολούθως:
«Άρθρο 7
Κατάτμηση Αδείας
Επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, η κατάτμηση του χρόνου αδείας εντός του αυτού ημερολογιακού έτους σε δύο περιόδους, εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και μετά από έγκριση της οικείας Επιθεώρησης Εργασίας. Σε κάθε περίπτωση η πρώτη περίοδος της αδείας δεν μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερες των έξι (6) εργασίμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των πέντε (5) εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή προκειμένου περί ανηλίκων των δώδεκα (12) εργασίμων ημερών.
Η κατάτμηση του χρόνου αδείας επιτρέπεται και σε περισσότερες των δύο περιόδων, από τις οποίες η μια πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, επί πενθημέρου, ή προκειμένου περί ανηλίκων δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες, μετά από έγγραφη αίτηση του μισθωτού προς τον εργοδότη. Η αίτηση αυτή για την οποία δεν απαιτείται έγκριση από την αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ, διατηρείται στην επιχείρηση επί πέντε (5) έτη και πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας.
Οι ρυθμίσεις της παραγράφου αυτής διέπονται κατά τα λοιπά, από τις διατάξεις της νομοθεσίας για την άδεια.»
Το άρθρο 41 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α΄), τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2874/2000 (ΦΕΚ 286 Α΄) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3385/2005 (ΦΕΚ 210 Α΄), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, επιτρέπεται για μία χρονική περίοδο (περίοδος αυξημένης απασχόλησης) ο εργαζόμενος να απασχολείται δύο (2) ώρες την ημέρα επιπλέον των οκτώ (8) ωρών, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιπλέον των σαράντα (40) (ή του μικρότερου συμβατικού ωραρίου) ώρες εργασίας την εβδομάδα αφαιρούνται από τις ώρες εργασίας μιας άλλης χρονικής περιόδου (περίοδος μειωμένης απασχόλησης). Αντί της παραπάνω μειώσεως των ωρών εργασίας, επιτρέπεται να χορηγείται στον εργαζόμενο ανάλογη ημερήσια ανάπαυση (ρεπό) ή συνδυασμός μειωμένων ωρών και ημερών αναπαύσεως. Το χρονικό διάστημα των περιόδων αυξημένης και μειωμένης απασχόλησης δεν υπερβαίνει συνολικά τους τέσσερις (4) μήνες κατά ημερολογιακό έτος (περίοδος αναφοράς).
Η επιπλέον απασχόληση παρέχεται από τον εργαζόμενο υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 6, εφόσον η επιχείρηση εμφανίζει σώρευση εργασίας που οφείλεται είτε στη φύση, στο είδος ή στο αντικείμενο των εργασιών της είτε σε ασυνήθεις ή απρόβλεπτους λόγους.
Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή της επιπλέον αυτής εργασίας, αν δεν είναι σε θέση να την εκτελέσει και η άρνησή του δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη. Αυτή η άρνηση του εργαζομένου να παράσχει την επιπλέον εργασία δεν συνιστά λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του.
Οι κείμενες προστατευτικές διατάξεις για το χρόνο υποχρεωτικής ανάπαυσης των εργαζομένων έχουν πλήρη εφαρμογή και κατά την περίοδο της αυξημένης απασχόλησης. Κατά τη διευθέτηση ο μέσος όρος των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας κατά την περίοδο του τετραμήνου (περίοδος αναφοράς), στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι ώρες της υπερεργασίας και των νόμιμων υπερωριών της περιόδου μειωμένης απασχόλησης, παραμένει στις σαράντα (40) ώρες ή, εάν εφαρμόζεται μικρότερο συμβατικό ωράριο, παραμένει στον αριθμό ωρών του μικρότερου αυτού ωραρίου, ενώ, με συνυπολογισμό των ανωτέρω ωρών υπερεργασίας και νόμιμων υπερωριών, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις σαράντα οκτώ (48) ώρες.
2. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, εφόσον η επιχείρηση εμφανίζει σώρευση εργασίας που οφείλεται είτε στη φύση, στο είδος ή στο αντικείμενο των εργασιών της είτε σε ασυνήθεις ή απρόβλεπτους λόγους, επιτρέπεται, αντί της κατά την προηγούμενη παράγραφο διευθέτησης, να συμφωνείται, υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 6, ότι μέχρι διακόσιες πενήντα έξι (256) ώρες εργασίας από το συνολικό χρόνο απασχόλησης εντός ενός (1) ημερολογιακού έτους, κατανέμονται με αυξημένο αριθμό ωρών σε ορισμένες χρονικές περιόδους, που δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις τριάντα δύο (32) εβδομάδες ετησίως και με αντιστοίχως μειωμένο αριθμό ωρών κατά το λοιπό διάστημα του ημερολογιακού έτους.
Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή της επιπλέον αυτής εργασίας, αν δεν είναι σε θέση να την εκτελέσει και η άρνησή του δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη. Αυτή η άρνηση του εργαζομένου να παράσχει την επιπλέον εργασία δεν συνιστά λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του.
Οι κείμενες προστατευτικές διατάξεις για το χρόνο υποχρεωτικής ανάπαυσης των εργαζομένων πρέπει να τηρούνται και κατά την περίοδο της αυξημένης απασχόλησης. Κατά τη διευθέτηση ο μέσος όρος των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας ετησίως (περίοδος αναφοράς), στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι ώρες της υπερεργασίας και των νόμιμων υπερωριών της περιόδου μειωμένης απασχόλησης, παραμένει στις σαράντα (40) ώρες ή, εάν εφαρμόζεται μικρότερο συμβατικό ωράριο, παραμένει στον αριθμό ωρών του μικρότερου αυτού ωραρίου, ενώ με συνυπολογισμό των ανωτέρω ωρών υπερεργασίας και νόμιμων υπερωριών, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις σαράντα οκτώ (48) ώρες.
3. Κατά τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας της προηγούμενης παραγράφου επιτρέπεται να χορηγείται στον εργαζόμενο, αντί μειώσεως των ωρών εργασίας, προς αντιστάθμιση των πρόσθετων ωρών που εργάσθηκε κατά την περίοδο αυξημένου ωραρίου, ανάλογη ημερήσια ανάπαυση (ρεπό) ή ανάλογη προσαύξηση της ετήσιας άδειας με αποδοχές ή συνδυασμός μειωμένων ωρών και ημερών αναπαύσεως ή ημερών αδείας.
4. Η καταβαλλόμενη αμοιβή κατά το χρονικό διάστημα της διευθέτησης των παραγράφων 1 και 2 είναι ίση με την αμοιβή για εργασία σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, εφόσον στην επιχείρηση ισχύει εβδομαδιαίο ωράριο σαράντα (40) ωρών. Αν στην επιχείρηση ισχύει εβδομαδιαίο ωράριο μικρότερο των σαράντα (40) ωρών, η καταβαλλόμενη κατά το χρονικό διάστημα της διευθέτησης αμοιβή είναι ίση με την αμοιβή που προβλέπεται
για το εβδομαδιαίο αυτό ωράριο.
5. α. Κατά την περίοδο της αυξημένης απασχόλησης των παραγράφων 1 και 2 η ημερήσια απασχόληση του εργαζομένου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις δέκα (10) ώρες. Στις υπερβάσεις του νόμιμου ημερήσιου ωραρίου μέχρι το ανώτατο όριο των δέκα (10) ωρών, καθώς και στις υπερβάσεις των σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3385/2005 (ΦΕΚ 210 Α΄).
β. Κατά την περίοδο της μειωμένης απασχόλησης των παραγράφων 1 και 2, η υπέρβαση του συμφωνηθέντος μειωμένου εβδομαδιαίου ωραρίου, η οποία επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, αντιμετωπίζεται ως εξής:
Οι πρώτες πέντε (5) ώρες υπέρβασης για τους απασχολουμένους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και οι πρώτες οκτώ (8) ώρες υπέρβασης για τους απασχολουμένους με το σύστημα της εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας θεωρούνται υπερεργασία και αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%.
Οι ώρες πέραν των πέντε (5) πρώτων ή των οκτώ (8) πρώτων, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, θεωρούνται ώρες υπερωρίας. Εφόσον τηρηθούν οι προϋποθέσεις νομιμότητας των υπερωριών, κάθε ώρα υπέρβασης πέραν των πέντε (5) ή οκτώ (8) πρώτων ωρών αποτελεί νόμιμη υπερωρία και αμείβεται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, άλλως αποτελεί κατ’ εξαίρεση υπερωρία και αποζημιώνεται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%.
6. Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας των παραγράφων 1 και 2 καθορίζεται, κατά σειρά προτεραιότητας, με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή με συμφωνίες του εργοδότη και του επιχειρησιακού σωματείου ή του εργοδότη και του συμβουλίου των εργαζομένων ή του εργοδότη και των ενώσεων προσώπων της επόμενης παραγράφου.
7. Η ένωση προσώπων που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο μπορεί να συσταθεί και από πέντε (5) τουλάχιστον εργαζόμενους, εφόσον ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων στην επιχείρηση ανέρχεται τουλάχιστον σε είκοσι (20). Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 1264/1982 (ΦΕΚ 79 Α΄). Σε επιχειρήσεις που δεν υπάρχει επιχειρησιακό σωματείο ή συμβούλιο εργαζομένων ή ένωση προσώπων της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 1264/1982 (ΦΕΚ 79 Α΄), ή απασχολούν λιγότερους από είκοσι (20) εργαζόμενους, η συμφωνία διευθέτησης του χρόνου εργασίας γίνεται μεταξύ του εργοδότη και του αντίστοιχου κλαδικού σωματείου ή της αντίστοιχης ομοσπονδίας. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του αντίστοιχου κλαδικού σωματείου ή της αντίστοιχης ομοσπονδίας, το θέμα μπορεί να παραπέμπεται από τον ενδιαφερόμενο στις υπηρεσίες μεσολάβησης και διαιτησίας του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ.) κατά τις διατάξεις του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α΄), όπως ισχύει και των προεδρικών διαταγμάτων 198/1990 (ΦΕΚ 76 Α΄), 147/1990 (ΦΕΚ 60 Α΄), 438/1993 (ΦΕΚ 184 Α΄), που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότησή του.
8. Με επιχειρησιακές και κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας μπορεί να καθορίζεται άλλο σύστημα διευθέτησης χρόνου εργασίας, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του κλάδου ή της επιχείρησης.
9. Αν για οποιονδήποτε λόγο, ιδίως εξαιτίας παραίτησης ή απόλυσης του εργαζομένου, δεν εφαρμόζεται ή δεν ολοκληρώνεται η διευθέτηση του χρόνου εργασίας σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, έχουν πλήρη εφαρμογή όλες οι προστατευτικές διατάξεις που καθορίζουν τις συνέπειες της υπέρβασης του ημερήσιου και εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας.
10. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και για: α) εποχιακές επιχειρήσεις και β) εργαζομένους με σύμβαση εργασίας διάρκειας μικρότερης του ενός (1) έτους.
11. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται ο τρόπος κατάθεσης των συμφωνιών, η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη τήρησης αυτών, η τηρούμενη διαδικασία, καθώς και κάθε λεπτομέρεια, που αφορά την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
12. Με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγονται οι σχετικές ρυθμίσεις του ν. 2602/1998 (ΦΕΚ 83 Α΄) ή άλλων ειδικών νόμων, που αποσκοπούν στην εξυγίανση φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα.»
Η εργασία, που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%.
Δεν υπάγονται στη διάταξη αυτή οι απασχολούμενοι σε ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις.
Οι περιπτώσεις ζ΄, η΄ και ιδ΄ της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α΄) αντικαθίστανται ως ακολούθως:
«ζ. Να έχει πρόσβαση στα αρχεία και έγγραφα της επιχείρησης, καθώς και στη δομή της παραγωγικής διαδικασίας. Στον εργοδότη που αρνείται την κατά το προηγούμενο εδάφιο πρόσβαση επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις της περ. α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ίδιου νόμου, όπως ισχύουν κάθε φορά.
η. Να λαμβάνει γνώση οποιουδήποτε από τα τηρούμενα βιβλία, μητρώα, έγγραφα και κάθε άλλου είδους στοιχείου της επιχείρησης, καθώς και να λαμβάνει αντίγραφα. Στον εργοδότη που αρνείται την παροχή στοιχείων και πληροφοριών σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο ή παρέχει ανακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία
επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις της περ. α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ίδιου νόμου, όπως ισχύουν κάθε φορά.
ιδ. Να παρεμβαίνει συμφιλιωτικά για την επίλυση των αναφυόμενων ατομικών ή συλλογικών διαφορών εργασίας. Ο εργοδότης υποχρεούται να παρίσταται κατά τη διαδικασία επίλυσης των ανωτέρω διαφορών εργασίας είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω του νομίμου εκπροσώπου του ή άλλου εξουσιοδοτημένου τρίτου.
Σε περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης δεν παρασταθεί, επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις της περ. α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ίδιου νόμου, όπως ισχύουν κάθε φορά.»
Η παράγραφος 5 του άρθρου 68 του ν. 3518/2006 (ΦΕΚ 272 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«5. Αν η επιχείρηση ή εκμετάλλευση αλλάξει νόμιμο εκπρόσωπο ή προσλάβει νέους εργαζομένους, ο εργοδότης υποχρεούται να καταθέσει συμπληρωματικούς πίνακες προσωπικού μόνο ως προς τα νέα στοιχεία, κατά περίπτωση, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από της επέλευσης της μεταβολής. Σε περίπτωση αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, ο εργοδότης υποχρεούται να καταθέτει, με οποιονδήποτε τρόπο, συμπληρωματικούς πίνακες προσωπικού μόνο ως προς τα νέα στοιχεία, το αργότερο ως και την ίδια ημέρα αλλαγής του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας και πάντως πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τους εργαζόμενους.»
Το άρθρο 16 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α΄), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 16
1. Στον εργοδότη που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου Προϊσταμένου Διεύθυνσης Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας ή Κέντρου Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου ή του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων:
α. Πρόστιμο για καθεμία παράβαση, από πεντακόσια (500,00) ευρώ μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000,00) ευρώ.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κατηγοριοποιούνται οι παραβάσεις και καθορίζεται το ύψος του προστίμου.
β. Προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης για χρονικό διάστημα μέχρι τριών (3) ημερών. Επίσης με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας, να επιβληθεί στον εργοδότη προσωρινή διακοπή της λειτουργίας για διάστημα μεγαλύτερο από τρεις (3) ημέρες ή και οριστική διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης.
2. Η πράξη επιβολής προστίμου κατά τα ανωτέρω κοινοποιείται με απόδειξη στον παραβάτη και το πρόστιμο αποτελεί έσοδο του Δημοσίου. Κατά της πράξης επιβολής προστίμου ασκείται προσφυγή ουσίας μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κοινοποίησή της ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου.
Μέσα στην ίδια προθεσμία η προσφυγή κοινοποιείται με μέριμνα του προσφεύγοντος και με ποινή απαραδέκτου στην αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης επιβολής προστίμου. Η αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ βεβαιώνει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου, το οποίο εισπράττεται από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, ως δημόσιο έσοδο.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να ρυθμίζονται τα σχετικά θέματα για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
3. Για την επιβολή των παραπάνω διοικητικών κυρώσεων συνεκτιμώνται η σοβαρότητα της παράβασης, η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων, οι παρόμοιες παραβάσεις για τις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις στο παρελθόν, ο βαθμός υπαιτιότητας, ο αριθμός των εργαζομένων και το μέγεθος της επιχείρησης.
4. Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων προσωρινής και οριστικής διακοπής γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.
5. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να αυξάνονται τα όρια του προβλεπόμενου από την παράγραφο 1 προστίμου.
6. Διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν ως διοικητική κύρωση το πρόστιμο κατά τρόπο διάφορο από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού καταργούνται, εκτός από τις διατάξεις που αφορούν την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν. Για το πρόστιμο που επιβάλλεται στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού.»
Η παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«6. Στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης τηρείται γενικό μητρώο, στο οποίο καταχωρίζονται όλες οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας κατά είδος και τα κείμενα αυτά αναρτώνται αυτούσια στο δικτυακό τόπο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.»
Το Ειδικό Βιβλίο Υπερωριών που προβλέπεται από την περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του π.δ. 27/6−4/7/1932 (ΦΕΚ 212 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 3 του ν.δ. 515/1970 (ΦΕΚ 95 Α΄), ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες εν γένει και μπορεί να τηρείται με τη μορφή ημερολογίου ή μηχανογραφημένων σελίδων, που φέρουν τα στοιχεία της επιχείρησης και την ένδειξη «Ειδικό Βιβλίο Υπερωριών». Το Ειδικό Βιβλίο Υπερωριών δεν απαιτεί θεώρηση από την αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ και πρέπει να διατηρείται από τον εργοδότη επί μια πενταετία από τη συμπλήρωσή του. Κατά τα λοιπά, το εν λόγω Βιβλίο διέπεται από τις οικείες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Η παρ. 3 του άρθρου 86 του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Στους εργοδότες που παραβιάζουν τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, πέραν άλλων κυρώσεων που προβλέπονται από τη νομοθεσία επιβάλλεται, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, χρηματικό πρόστιμο που μπορεί να κυμαίνεται από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ έως δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για κάθε παράνομο υπήκοο τρίτης χώρας. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης προσδιορίζονται τα κριτήρια, με τα οποία καθορίζεται αναλόγως το ύψος του προστίμου. Αν οι ανωτέρω παραβάσεις διαπιστώνονται από τους Επιθεωρητές Εργασίας του ΣΕΠΕ, το ανωτέρω πρόστιμο επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου Προϊσταμένου Διεύθυνσης Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας ή Κέντρου Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου ή του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων. Για
την επιβολή του προστίμου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α΄), όπως ισχύουν κάθε φορά.»
Το άρθρο 47 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α΄) τροποποιείται ως ακολούθως:
«1. Μετά από αίτηση του ασφαλισμένου, που υποβάλλεται στα τελευταία δύο (2) χρόνια πριν από την ημερομηνία συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας για συνταξιοδότηση, κάθε ασφαλιστικός φορέας, πλην του ΟΓΑ, υποχρεούται να προβαίνει σε προσδιορισμό του χρόνου ασφάλισής του και να χορηγεί την αντίστοιχη προσυνταξιοδοτική βεβαίωση.
Η βεβαίωση εξομοιώνεται με απόφαση, αποτελεί εκτελεστή πράξη της Διοίκησης και υπόκειται στις διοικητικές προσφυγές που προβλέπονται από τη νομοθεσία.
Η υπηρεσία του φορέα που είναι αρμόδια για την έκδοση της βεβαίωσης να αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη συμπλήρωση των κατά περίπτωση απαιτούμενων δικαιολογητικών.
2. Όταν ο ασφαλισμένος έχει υπαχθεί στην ασφάλιση περισσότερων του ενός ασφαλιστικών φορέων, η αίτηση υποβάλλεται στον τελευταίο φορέα, λογίζεται δε ως αίτηση που υποβάλλεται και προς τους λοιπούς φορείς.
Ο φορέας στον οποίο υποβάλλεται η αίτηση υποχρεούται άμεσα να γνωστοποιήσει στους λοιπούς φορείς την υποβολή της αίτησης. Καθένας από τους φορείς αυτούς, αφού καλέσει τον ασφαλισμένο να συμπληρώσει τα τυχόν ελλείποντα δικαιολογητικά, οφείλει να εκδώσει τη σχετική βεβαίωση σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο. Υποχρέωση έκδοσης προσυνταξιοδοτικής βεβαίωσης στις περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης έχει και ο ΟΓΑ.
3. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Δ.Σ. του κάθε φορέα καθορίζονται ανά φορέα οι αρμόδιες υπηρεσίες για την υποβολή αίτησης και την έκδοση της βεβαίωσης, τα απαραίτητα δικαιολογητικά, τα στοιχεία και το περιεχόμενο της βεβαίωσης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.»
1. Η διάρκεια της αναπηρίας των ασφαλισμένων των ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που κρίνονται από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, ως πάσχοντες από: α) Σύνδρομο Down – αυτισμό – υψηλού βαθμού νοητική υστέρηση, β) ακρωτηριαστικές βλάβες άνω ή κάτω άκρων, γ) φωκομέλειες, δ) νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου ή ε) έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρών ή άλλων συμπαγών οργάνων καθορίζεται επ’ αόριστον, στ) τυφλώτης, ζ) παραπληγία τετραπληγία και η) ινώδης κυστική νόσος.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, η οποία εκδίδεται εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος συγκροτείται επιστημονική επιτροπή, που απαρτίζεται από ιατρούς του ειδικού σώματος υγειονομικών επιτροπών του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ. Με όμοια απόφαση, μετά από πρόταση της ανωτέρω επιτροπής καθορίζονται και άλλες, πλην των ανωτέρω, παθήσεις για τις οποίες η διάρκεια της αναπηρίας των ασφαλισμένων καθορίζεται επ’ αόριστον.
Με την ίδια διαδικασία τροποποιείται ο σχετικός κατάλογος παθήσεων.
2. Οι συντάξεις των συνταξιούχων τακτικών υπαλλήλων του πρώην Ταμείου Ασθενείας Προσωπικού Εργαζομένων στα Λιμάνια (ΤΑΠΕΛ), οι κλάδοι του οποίου εντάχθηκαν ως Τομείς με τις διατάξεις του άρθρου 104 του ν. 3655/2008 στο Ταμείο Προνοίας Ιδιωτικού Τομέα
(ΤΑΠΙΤ), καταβάλλονται από 1.1.2009 από το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, εφαρμοζομένων εφεξής των διατάξεων που ισχύουν για τους συνταξιούχους με τις διατάξεις του ν. 3163/1955 υπαλλήλους του Ιδρύματος.
Η διάρκεια της αναπηρίας των ασφαλισμένων των ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που κρίνονται από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, ως πάσχοντες από: α) Σύνδρομο Down – αυτισμό – υψηλού βαθμού νοητική υστέρηση, β) ακρωτηριαστικές βλάβες άνω ή κάτω άκρων, γ) φωκομέλειες, δ) νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου ή ε) έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρών ή άλλων συμπαγών οργάνων καθορίζεται επ’ αόριστον, στ) τυφλώτης, ζ) παραπληγία τετραπληγία και η) ινώδης κυστική νόσος.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, η οποία εκδίδεται εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος συγκροτείται επιστημονική επιτροπή, που απαρτίζεται από ιατρούς του ειδικού σώματος υγειονομικών επιτροπών του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ. Με όμοια απόφαση, μετά από πρόταση της ανωτέρω επιτροπής καθορίζονται και άλλες, πλην των ανωτέρω, παθήσεις για τις οποίες η διάρκεια της αναπηρίας των ασφαλισμένων καθορίζεται επ’ αόριστον.
Με την ίδια διαδικασία τροποποιείται ο σχετικός κατάλογος παθήσεων.
1. Στο τέλος της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ν. 2972/2001 (ΦΕΚ 291 Α΄), όπως ισχύει, προστίθενται εδάφια, ως ακολούθως:
«Οι ΑΠΔ, οι οποίες υποβάλλονται για διαστήματα μισθολογικών περιόδων, για τα οποία δεν έχουν καταβληθεί οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές, θεωρούνται ως μη υποβληθείσες και επιβάλλεται η πρόσθετη επιβάρυνση που προβλέπεται από τη διάταξη της περίπτωσης α΄ της παραγράφου αυτής.
Η υποβολή ΑΠΔ επόμενων, μετά τη βεβαίωση οφειλής, μισθολογικών περιόδων, δεν γίνεται δεκτή μέσω διαδικτύου, εφόσον ο εργοδότης εξακολουθεί να μην καταβάλλει τις αντίστοιχες εισφορές και δεν έχει υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης. Στην περίπτωση αυτή, ο εργοδότης υποχρεούται να προσκομίσει την ΑΠΔ με ψηφιακό−μαγνητικό μέσο στο αρμόδιο υποκατάστημα του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ. Η ΑΠΔ που υποβάλλεται με τον τρόπο αυτόν, παραλαμβάνεται από το αρμόδιο υποκατάστημα, μόνο αν ο εργοδότης συνυποβάλλει το αναλυτικό−καθολικό ισοζύγιο κινούμενων λογαριασμών του προηγούμενου μήνα, καθώς και την ανάλυση πελατών του ίδιου μήνα.
Επιπλέον, ο εργοδότης καλείται να καταθέσει εγγυητική επιστολή τράπεζας με διάρκεια ισχύος ενός έτους από την έκδοσή της, ισόποση με το σύνολο των εισφορών των υποβληθεισών ΑΠΔ, για τις οποίες δεν έχουν καταβληθεί εισφορές.
Η ΑΠΔ που υποβάλλεται στο υποκατάστημα θεωρείται εμπρόθεσμη αν υποβληθεί έως την καταληκτική ημερομηνία υποβολής της επόμενης κατά περίπτωση ΑΠΔ.
Μετά την ως άνω ημερομηνία επιβάλλονται οι κυρώσεις της περίπτωσης β΄ της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2972/2001, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 9 του ν. 3232/2004.»
2. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης στστ΄ της παραγράφου 9 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α΄), που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄ ), προστίθεται εδάφιο, ως ακολούθως:
«Το ύψος του προστίμου όπως αυτό καθορίζεται με την ως άνω υπουργική απόφαση, διπλασιάζεται για κάθε εργαζόμενο σε περίπτωση επανάληψης από την ίδια επιχείρηση της παράβασης περί μη καταχώρησης στο Ειδικό Βιβλίο.»
3. Το εδάφιο α΄, της παραγράφου 7 του άρθρου 4 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α΄), όπως τροποποίηθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 3 του ν. 2790/2000 (ΦΕΚ 24 Α΄), την παράγραφο 4 του άρθρου 13 του ν. 3345/2005 (ΦΕΚ 138 Α΄) και την παράγραφο 2 του άρθρου 74 του ν. 3518/2006 (ΦΕΚ 272 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Το ποσοστό μείωσης των συντελεστών του άρθρου 38, του Κανονισμού Ασφάλισης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, λόγω προσωπικής απασχόλησης των εγκατεστημένων μέχρι 31.12.1999 στην Ελλάδα παλλινοστούντων ομογενών από την τέως Σοβιετική Ένωση, προκειμένου για την ανέγερση πρώτης κύριας και μοναδικής κατοικίας, συνολικής επιφάνειας έως 120 τ.μ., που ανεγείρεται σε οικόπεδο ιδιόκτητο ή παραχωρημένο κατά το άρθρο 5 του ν. 2790/2000, ορίζεται στο 50%.
Η ισχύς της διάταξης αυτής επεκτείνεται για οικοδομικές άδειες που θα εκδοθούν μέχρι και 31.12.2010.»
1. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου δέκατου του ν. 3607/2007 (ΦΕΚ 245 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο Γενικός Επιθεωρητής και τα ανωτέρω μικτά κλιμάκια, μετά την περάτωση του ελέγχου, συντάσσουν πόρισμα, το οποίο αποστέλλουν στον αρμόδιο Ασφαλιστικό Φορέα. Εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση του πορίσματος ελέγχου της ΥΠΕΔΥΦΚΑ στον Ασφαλιστικό Φορέα, τα Διοικητικά Συμβούλια των φορέων υποχρεούνται είτε να εφαρμόσουν τις προτάσεις του πορίσματος είτε να διαφοροποιηθούν διατυπώνοντας την αιτιολογημένη άρνηση ή αντίρρησή τους και να γνωστοποιήσουν στον Γενικό Επιθεωρητή τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν, καθώς και τα μέτρα που έλαβαν ή τους λόγους για τους οποίους δεν ενήργησαν σύμφωνα με το πόρισμα.»
2. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η επιβολή χρηματικών κυρώσεων σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης της κείμενης νομοθεσίας κατά τη διενέργεια του ελέγχου.»
3. Τα τέταρτο και πέμπτο εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 32 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής:
«Για κάθε έλεγχο υποβάλλεται πόρισμα από τις αρμόδιες Διευθύνσεις στον Γενικό Επιθεωρητή της ΥΠΕΔΥΦΚΑ και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή. Σε περίπτωση διαπίστωσης από τον έλεγχο παράβασης της κείμενης νομοθεσίας, ο Γενικός Επιθεωρητής της ΥΠΕΔΥΦΚΑ επιβάλλει τις οριζόμενες από το π.δ. 121/2008 (ΦΕΚ 183 Α΄) χρηματικές κυρώσεις.
Οι ανωτέρω χρηματικές κυρώσεις επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση του Γενικού Επιθεωρητή της ΥΠΕΔΥΦΚΑ, μετά την παροχή σχετικών εξηγήσεων, οι οποίες υποβάλλονται εγγράφως, μέσα σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες από την ημέρα που αυτοί που τους αφορά έλαβαν το σχετικό έγγραφο, για παροχή εξηγήσεων και στο οποίο υποχρεωτικά αναφέρεται η διαπραχθείσα παράβαση.
Κατά της απόφασης αυτής μπορεί να ασκηθεί μέσα σε τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής Ενστάσεων. Οι αποφάσεις της Επιτροπής Ενστάσεων είναι άμεσα εκτελεστές. Τα έσοδα από τα επιβαλλόμενα κατά τα ανωτέρω χρηματικά πρόστιμα εισπράττονται από τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς σύμφωνα με τις διατάξεις περί είσπραξης δημοσίων εσόδων.»
4. Συνιστάται στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων Επιτροπή Ενστάσεων η οποία αποτελείται από:
i) Τον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ως Πρόεδρο, αναπληρούμενο από τον Γενικό Διευθυντή Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
ii) Τον Προϊστάμενο Διεύθυνσης της Κεντρικής ή της Περιφερειακής Υπηρεσίας Αττικής της ΥΠΕΔΥΦΚΑ. Όταν ορίζεται ο ένας από τους δύο ως τακτικό μέλος, ο άλλος ορίζεται αναπληρωτής του.
iii) Έναν (1) Προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης Υγειονομικών Υπηρεσιών με τον αναπληρωτή του εκ των τριών μεγαλύτερων Ασφαλιστικών Οργανισμών ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, ΟΓΑ, ΟΑΕΕ.
iv) Γραμματέας ορίζεται με τον αναπληρωτή του υπάλληλος της ΥΠΕΔΥΦΚΑ.
Αντικείμενο της Επιτροπής Ενστάσεων αποτελεί η εκδίκαση των προσφυγών επί των αποφάσεων επιβολής κυρώσεων του Γενικού Επιθεωρητή της ΥΠΕΔΥΦΚΑ.
Ο Πρόεδρος, τα μέλη της ανωτέρω Επιτροπής και ο γραμματέας μαζί με τους αντίστοιχους αναπληρωτές τους, διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με τριετή θητεία. Εισηγητής κάθε φορά ορίζεται ένας από τους συντάξαντες το πόρισμα από τον Γενικό Επιθεωρητή της ΥΠΕΔΥΦΚΑ.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται ο κανονισμός λειτουργίας της ως άνω Επιτροπής.
1. Στη Διεύθυνση Ασφάλισης και Εσόδων της Γενικής Διεύθυνσης Ασφαλιστικών Υπηρεσιών της Διοίκησης του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ συνιστάται Υποδιεύθυνση Παρακολούθησης−Λήψης Αναγκαστικών Μέτρων Είσπραξης, η οποία διαρθρώνεται σε πέντε τμήματα, με αρμοδιότητες που εκτείνονται στα Υποκαταστήματα των Διοικητικών Περιφερειών του άρθρου 26 του Οργανισμού του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ (π.δ. 266/1989, ΦΕΚ 127 Α΄), ως εξής:
α) Α΄ Τμήμα με αρμοδιότητα στα Υποκαταστήματα της 9ης Διοικητικής Περιφέρειας (Αττικής).
β) Β΄ Τμήμα με αρμοδιότητα στα Υποκαταστήματα της 1ης και 2ης Διοικητικής Περιφέρειας (Ανατολικής Μακεδονίας − Θράκης και Κεντρικής Μακεδονίας).
γ) Γ΄ Τμήμα με αρμοδιότητα στα Υποκαταστήματα της 3ης, 4ης, 5ης και 6ης Διοικητικής Περιφέρειας (Δυτικής Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Ιονίων Νήσων).
δ) Δ΄ Τμήμα με αρμοδιότητα στα Υποκαταστήματα της 7ης, 8ης και 10ης Διοικητικής Περιφέρειας (Δυτικής Ελλάδας, Στερεάς Ελλάδας και Πελοποννήσου).
ε) Ε΄ Τμήμα με αρμοδιότητα στα Υποκαταστήματα της 11ης, 12ης και 13ης Διοικητικής Περιφέρειας (Βορείου Αιγαίου, Νοτίου Αιγαίου και Κρήτης).
Οι αρμοδιότητες για καθένα από τα παραπάνω Τμήματα της Υποδιεύθυνσης είναι οι εξής:
α) Η παρακολούθηση των οφειλών προς το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, με στόχο την κατά προτεραιότητα είσπραξη αυτών που κρίνονται επισφαλείς.
β) Η συλλογή πληροφοριών για περιουσιακά στοιχεία των οφειλετών από κάθε πηγή με άντληση στοιχείων από τις δημόσιες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, τις τράπεζες, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και γενικά από κάθε οργάνωση επαγγελματική, εμπορική, βιομηχανική, γεωργική, καθώς και από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου
2 παράγραφος 3 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α΄).
γ) Η συλλογή πληροφοριών για τις οικονομικές κινήσεις των οφειλετών.
δ) Η σύνταξη παραγγελιών κατασχέσεων και υποθηκών, η εντολή έκδοσης και εκτέλεσής τους από τα αρμόδια Υποκαταστήματα ή από τα Τμήματα Διοικητικής Εκτέλεσης των αντίστοιχων Ταμείων Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ−ΕΤΑΜ για όσα υποκαταστήματα υπάγονται στη χωρική αρμοδιότητά τους και την παρακολούθηση όλης της διαδικασίας μέσω ειδικού λογισμικού.
ε) Η παρακολούθηση των πτωχεύσεων και των πλειστηριασμών τρίτων σε βάρος περιουσιακών στοιχείων οφειλετών του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, για την εμπρόθεσμη αναγγελία των οφειλών.
Στη συνιστώμενη υποδιεύθυνση προΐσταται υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού και, ελλείψει αυτού, ΤΕ Διοικητικού − Λογιστικού.
Η ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της συνιστώμενης Υποδιεύθυνσης καθορίζεται με απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.
2. Στην Υποδιεύθυνση Μητρώου του Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ−ΕΤΑΜ Θεσσαλονίκης συνιστώνται δύο νέα Τμήματα Ανακεφαλαίωσης με τις ονομασίες «Α΄ Τμήμα Ανακεφαλαίωσης» και «Β΄ Τμήμα Ανακεφαλαίωσης» με αρμοδιότητα τις εργασίες ανακεφαλαίωσης του χρόνου των προς συνταξιοδότηση ασφαλισμένων για έκδοση προσυνταξιοδοτικών βεβαιώσεων κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 47 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α΄). Η τοπική τους αρμοδιότητα εκτείνεται σε όλα τα υποκαταστήματα των Νομών που υπάγονται στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας.
Με απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ επεκτείνονται τα όρια της τοπικής αρμοδιότητας των ανωτέρω Τμημάτων και σε άλλες Περιφέρειες.
3. α) Στην Ειδική Υπηρεσία Ελέγχου Ασφάλισης ΙΚΑ−ΕΤΑΜ (Ε.ΥΠ.Ε.Α. ΙΚΑ−ΕΤΑΜ) της Περιφέρειας Αττικής συνιστώνται δύο (2) επιπλέον Τμήματα Ελέγχου (Ε΄−ΣΤ΄), με αρμοδιότητες όπως περιγράφονται στο άρθρο 1 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄).
β) Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 21 της με αριθμ. Φ21/1639/1998 (ΦΕΚ 1129 Β΄) απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων «Κανονισμός Λειτουργίας Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης ΙΚΑ» αντικαθίσταται ως εξής:
«Στα Τμήματα της Διεύθυνσης της Ε.ΥΠ.Ε.Α. ΙΚΑ−ΕΤΑΜ της Περιφέρειας Αττικής προΐστανται υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού − Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού− Λογιστικού και ελλείψει αυτών, ΔΕ Διοικητικών−Γραμματέων.»
γ) Η παράγραφος 1 του άρθρου 23 της με αριθμ. Φ21/1639/1998 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων «Κανονισμός Λειτουργίας Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης» αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Το ανώτατο όριο παραμονής στις υπηρεσίες των Ε.ΥΠ.Ε.Α. ΙΚΑ−ΕΤΑΜ του προσωπικού των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ ορίζεται σε πέντε (5) χρόνια.»
4. α) Στη Διοικητική Περιφέρεια Αττικής, Νομαρχία Αθηνών, το Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ−ΕΤΑΜ Καματερού συγχωνεύεται με το Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ−ΕΤΑΜ Άνω Λιοσίων της Νομαρχίας Δυτικής Αττικής, το οποίο μετονομάζεται σε Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ−ΕΤΑΜ Άνω Λιοσίων – Καματερού, εξακολουθεί να υπάγεται στο Περιφερειακό Υποκατάστημα ΙΚΑ−ΕΤΑΜ Αθήνας και διαρθρώνεται ως εξής:
ΤΟΠΙΚΟ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΙΚΑ−ΕΤΑΜ ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ − ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ
1. Τμήμα Εσόδων
2. Τμήμα Παροχών Συντάξεων− Ασθενείας
3. Τμήμα Μητρώου
4. Τμήμα Οικονομικού−Διοικητικού
Η ασφαλιστική περιοχή του νέου Τοπικού Υποκαταστήματος περιλαμβάνει την ασφαλιστική περιοχή των υφιστάμενων Τοπικών Υποκαταστημάτων ΙΚΑ−ΕΤΑΜ Άνω Λιοσίων και Καματερού και υπάγεται στη χωρική αρμοδιότητα του Δ΄ Ταμείου Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.
H ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του νέου Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ−ΕΤΑΜ Άνω Λιοσίων – Καματερού καθορίζεται με απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ.
Μέχρι την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του νέου Τοπικού Υποκαταστήματος IΚΑ−ΕΤΑΜ Άνω Λιοσίων –Καματερού, το υφιστάμενο Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ– ΕΤΑΜ Καματερού εξακολουθεί να λειτουργεί με τη διάρθρωση που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 4 του Οργανισμού του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ (π.δ. 266/1989, ΦΕΚ 127 Α΄), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
β) Η περίπωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 52 του ν. 3693/2008 (ΦΕΚ 174 Α΄) τροποποιείται ως εξής:
«β) καταργείται το Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ−ΕΤΑΜ Καμινίων από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του συνιστώμενου Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ−ΕΤΑΜ Αγίου Μηνά και του μεταστεγαζόμενου Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ−ΕΤΑΜ Ηρακλείου.»
γ) Στη Διοικητική Περιφέρεια Αττικής, Νομαρχία Ανατολικής Αττικής, συνιστάται το Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ−ΕΤΑΜ Άνω Αχαρνών, το οποίο υπάγεται στο Περιφερειακό Υποκατάστημα ΙΚΑ−ΕΤΑΜ Αθηνών και διαρθρώνεται ως εξής:
ΤΟΠΙΚΟ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΑΝΩ ΑΧΑΡΝΩΝ
1. Τμήμα Εσόδων−Μητρώου
2. Τμήμα Παροχών Συντάξεων− Ασθενείας
3. Τμήμα Οικονομικού−Διοικητικού
Η ασφαλιστική περιοχή του ανωτέρω Τοπικού Υποκαταστήματος υπάγεται στη χωρική αρμοδιότητα του Δ΄ Ταμείου Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ−ΕΤΑΜ Αθήνας.
5. Στα Υποκαταστήματα και στις Μονάδες Υγείας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ συνιστώνται υποχρεωτικά Γραφεία Εξυπηρέτησης Ασφαλισμένων (ΓΕΑ) για την υποδοχή και πληροφόρηση των συναλλασσομένων με το Ίδρυμα.
Οι αρμοδιότητες και η έναρξη λειτουργίας τους καθορίζονται με απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.
6. Μεταφέρονται πεντακόσιες (500) κενές οργανικές θέσεις του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ του κλάδου ΥΕ Προσωπικού Καθαριότητας από τις Περιφερειακές Υπηρεσίες σε Κεντρικές και Περιφερειακές Υπηρεσίες, ως εξής:
α) Εξήντα οκτώ (68) θέσεις στον κλάδο ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού στις Κεντρικές Υπηρεσίες.
β) Έξι (6) θέσεις στον κλάδο ΠΕ Αναλογιστών στις Κεντρικές Υπηρεσίες.
γ) Είκοσι έξι (26) θέσεις στον κλάδο ΠΕ Μηχανικών στις Κεντρικές Υπηρεσίες.
δ) Διακόσιες (200) θέσεις στον κλάδο ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού στις Περιφερειακές Υπηρεσίες.
ε) Εκατό (100) θέσεις στον κλάδο ΤΕ Διοικητικού – Λογιστικού στις Περιφερειακές Υπηρεσίες.
στ) Εκατό (100) θέσεις στον Κλάδο ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων στις Περιφερειακές Υπηρεσίες.
7. Το άρθρο 17 του ν. 2972/2001 (ΦΕΚ 291 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 17
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από πρόταση του Δ.Σ. του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, μπορεί να ανακαθορίζεται ο αριθμός των Ταμείων Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, που συστάθηκαν στις περιοχές Αθήνας, Πειραιά και Θεσσαλονίκης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν.δ. 1383/1942 (ΦΕΚ 39 Α΄) και των κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 8 του ν.δ. 3908/1958 (ΦΕΚ 197 Α΄) και του άρθρου 1 του ν. 2252/1952 (ΦΕΚ 284 Α΄) και των από 27.2/18.3.1957 και 16.8/3.9.1959 βασιλικών διαταγμάτων, όπως μετονομάσθηκαν με τις διατάξεις της περίπτωσης α΄ του άρθρου 18 του ν. 1469/1984 (ΦΕΚ 111 Α΄). Με όμοια απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να ανακατανέμονται οι αρμοδιότητές τους κατά τόπο και καθ’ ύλην, καθώς και να μεταφέρονται αρμοδιότητές τους σε υποκαταστήματα του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.»
8. α) Οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων δύνανται να συνάπτουν συμβάσεις μίσθωσης έργου με θεραπευτές και ελεγκτές ιατρούς και οδοντιάτρους κατ’ εξαίρεση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 3812/2009 (ΦΕΚ 234 Α΄).
β) Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 27 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του ν. 3302/2004 (ΦΕΚ 267 Α΄) και την παράγραφο 9 του άρθρου 37 του ν. 3518/2006 (ΦΕΚ 272 Α΄), αντικαθίσταται ως ακολούθως: «Οι ιατροί και οδοντίατροι αυτοί δεν μπορεί να υπερβαίνουν σε καμία περίπτωση τους χίλιους πεντακόσιους (1.500).»
γ) Καταργούνται διακόσιες πενήντα (250) οργανικές θέσεις του κλάδου ΠΕ Ιατρών και πενήντα (50) οργανικές θέσεις του κλάδου ΠΕ Οδοντιάτρων του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, οι οποίες είχαν συσταθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 19 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α΄).
1. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 101 του ν. 3655/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Των Τμημάτων των Διευθύνσεων προΐστανται Αξιωματικοί Γενικών Καθηκόντων της Ελληνικής Αστυνομίας και του Πυροσβεστικού Σώματος ή Ειδικών Καθηκόντων, κατά προτίμηση πτυχιούχοι Οικονομικής Σχολής, υποδεικνυόμενοι από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, ή υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Διοικητικού − Οικονομικού και ελλείψει ΤΕ Διοικητικού−Λογιστικού και ελλείψει ΔΕ Διοικητικών− Γραμματέων.»
2. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης Β΄ του άρθρου 110 του ν. 3655/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Β. Οι Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΤΑΠΙΤ, επιπέδου Τμήματος, λειτουργούν για τη διεκπεραίωση των θεμάτων του Κλάδου Πρόνοιας των Τομέων Πρόνοιας Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου και Πρόνοιας Ξενοδοχοϋπαλλήλων, και είναι οι ακόλουθες:
α) Τμήμα Αγ. Νικολάου Κρήτης, με έδρα τον Αγ. Νικόλαο.
β) Τμήμα Ρεθύμνου, με έδρα το Ρέθυμνο.
γ) Τμήμα Ηρακλείου Κρήτης, με έδρα το Ηράκλειο.
δ) Τμήμα Χανίων, με έδρα τα Χανιά.
ε) Τμήμα Ρόδου, με έδρα τη Ρόδο.
στ) Τμήμα Κω, με έδρα την Κω.
ζ) Τμήμα Κυκλάδων, με έδρα την Ερμούπολη.
η) Τμήμα Βόλου, με έδρα το Βόλο.
θ) Τμήμα Καβάλας, με έδρα την Καβάλα.
ι) Τμήμα Θεσσαλονίκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
ια) Τμήμα Κασσάνδρειας, με έδρα την Κασσάνδρεια.
ιβ) Τμήμα Κοζάνης, με έδρα την Κοζάνη.
ιγ) Τμήμα Λάρισας, με έδρα τη Λάρισα.
ιδ) Τμήμα Λειβαδιάς, με έδρα τη Λειβαδιά.
ιε) Τμήμα Ιωαννίνων, με έδρα τα Ιωάννινα.
ιστ) Τμήμα Ναυπλίου, με έδρα το Ναύπλιο.
ιζ) Τμήμα Κέρκυρας, με έδρα την Κέρκυρα.
ιη) Τμήμα Πάτρας, με έδρα την Πάτρα.
ιθ) Τμήμα Πύργου, με έδρα τον Πύργο.
κ) Τμήμα Χαλκίδας, με έδρα τη Χαλκίδα.
κα) Τμήμα Πειραιά, με έδρα τον Πειραιά.
κβ) Τμήμα Νέου Μαρμαρά Χαλκιδικής.
κγ) Τμήμα Πρέβεζας που θα καλύπτει και τη Λευκάδα.
κδ) Τμήμα Κατερίνης.
κε) Τμήμα Χίου.
κστ) Τμήμα Σάμου – Ικαρίας.
Οι ανωτέρω Υπηρεσίες υπάγονται στις Διευθύνσεις Εφάπαξ Παροχών των αντίστοιχων Τομέων.
Με απόφαση του Δ.Σ. του ΤΑΠΙΤ καθορίζεται η τοπική αρμοδιότητα των συνιστώμενων Περιφερειακών Υπηρεσιών, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί ασφαλιστικής κάλυψης των Τομέων. Με ίδια απόφαση δύναται να ανακαθορίζεται η τοπική τους αρμοδιότητα.
Μέχρι την έκδοση της σχετικής απόφασης, οι ασφαλισμένοι των Τομέων Πρόνοιας Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου και Πρόνοιας Ξενοδοχοϋπαλλήλων θα εξακολουθούν να εξυπηρετούνται ως πρότερον.»
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης οι υπάλληλοι του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ που υπηρετούν κατά τη δημοσίευση του νόμου με απόσπαση στο ΤΑΠΙΤ μεταφέρονται και κατανέμονται, με την ίδια εργασιακή σχέση και οργανική θέση που κατέχουν, στις υπηρεσίες του ΤΑΠΙΤ, ύστερα από αίτησή τους και απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου.
Ειδικότερα, για τη στελέχωση των συσταθεισών Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΤΑΠΙΤ, συνιστώνται οι εξής οργανικές θέσεις:
Κατηγορία ΠΕ, θέσεις δύο (2)
Κατηγορία ΤΕ, θέσεις δέκα (10)
Κατηγορία ΔΕ, θέσεις τριάντα (30).
Οι αρμοδιότητες των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΤΑΠΙΤ, οι κλάδοι και οι ειδικότητες του προσωπικού και η κατανομή των θέσεων του προηγούμενου εδαφίου στις Περιφερειακές Υπηρεσίες, καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από πρόταση του Δ.Σ. του ΤΑΠΙΤ.
Με απόφαση του Δ.Σ. του ΤΑΠΙΤ το προσωπικό που ήδη υπηρετεί στις Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΤΑΠΙΤ κατανέμεται στις αντίστοιχα συνιστώμενες Περιφερειακές Υπηρεσίες.
3.α) Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 115 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄) προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Στο παραπάνω Ταμείο συνιστάται τομέας με πλήρη λογιστική και οικονομική αυτοτέλεια με την ονομασία «Τομέας Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων», ο οποίος αποτελεί συνέχεια του μέχρι την 31.7.2008 υφιστάμενου Ταμείου.»
β) Η παράγραφος 3 του άρθρου 116 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄) καταργείται από την ημερομηνία ισχύος της.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μπορεί, σε περίπτωση αποχώρησης υπαλλήλων της ΔΕΗ Α.Ε,, οι οποίοι είναι αποσπασμένοι στον Τομέα Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και στους Τομείς Επικουρικής, Πρόνοιας και Ασθένειας Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ, να αποσπώνται στους ως άνω Τομείς, υπάλληλοι της ΔΕΗ Α.Ε. της ίδιας κατηγορίας και ειδικότητας, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Δ.Σ. της ΔΕΗ Α.Ε. και των οικείων φορέων. Με όμοια απόφαση, υπάλληλοι της ΔΕΗ Α.Ε. αποσπασμένοι στον Τομέα Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ μπορεί να αποσπώνται στους Τομείς Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ και αντίστροφα, ύστερα από γνώμη των Δ.Σ. των οικείων φορέων. Η απόσπαση υπαλλήλων της ΔΕΗ Α.Ε. από το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ στο ΤΑΥΤΕΚΩ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 10% του αριθμού των αποσπασμένων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παράγραφο 2 του άρθρου 6 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄), υπαλλήλων της ΔΕΗ Α.Ε. στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.
5. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 20 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Σε δίκες κατά υπαλλήλων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που ενήργησαν για το συμφέρον της υπηρεσίας μέσα στα πλαίσια της κείμενης νομοθεσίας ή κατά τη συμμετοχή τους σε συλλογικά όργανα, δύναται, μετά από προηγούμενη έγκριση του διοικούντος αυτούς οργάνου, να παρίσταται για την υπεράσπισή τους ενώπιον
των ποινικών και πολιτικών δικαστηρίων εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας του φορέα. Εάν δεν υφίσταται Νομική Υπηρεσία ή η υφιστάμενη αδυνατεί να εκπροσωπήσει τους υπαλλήλους του φορέα, η εκπροσώπησή τους μπορεί να ανατεθεί σε δικηγόρο, μετά από σχετική έγκριση του οργάνου που διοικεί τον φορέα. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται ανάλογα και στους υπαλλήλους της Γ.Γ.Κ.Α..
Η αμοιβή υπολογίζεται σύμφωνα με τα ισχύοντα κατώτερα όρια αμοιβών του Κώδικα περί Δικηγόρων. Το σύνολο της αμοιβής καταβάλλεται με την προσκόμιση των γραμματίων προείσπραξης του οικείου δικηγορικού συλλόγου, εφόσον ο υπάλληλος απαλλάσσεται της κατηγορίας ή αθωώνεται με αμετάκλητη απόφαση.»
6. Οι υπάλληλοι των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ευθύνονται έναντι αυτών για κάθε ζημία που προξενήθηκε κατά την έκδοση διοικητικών πράξεων, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στις περί αστικής ευθύνης διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.
Κατά την εκτέλεση των παραπάνω καθηκόντων τους, οι υπάλληλοι δεν εμπίπτουν στις περί δημοσίων υπολόγων ισχύουσες διατάξεις.
Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις υποθέσεις που βρίσκονται σε εκκρεμοδικία.
1. Ο Κλάδος Ειδικού Κεφαλαίου του πρώην Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού ΟΤΕ εντάσσεται αναδρομικά από την 1.8.2008, ως αυτοτελής λογαριασμός στον Κλάδο Σύνταξης του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ με πλήρη οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια και αποκαλείται εφεξής «Λογαριασμός Ειδικού Κεφαλαίου ΙΚΑ−ΕΤΑΜ».
Ο ανωτέρω λογαριασμός διέπεται από τις διατάξεις του εντασσόμενου κλάδου, οι οποίες καθίστανται εφεξής καταστατικές του διατάξεις και μεταφέρονται σε αυτόν όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εντασσόμενου κλάδου.
Το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού του εντασσόμενου κλάδου περιέρχονται στο Λογαριασμό Ειδικού Κεφαλαίου ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, ο οποίος αποτελεί τον καθολικό διάδοχό του, χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους, εισφοράς, δικαιώματος ή οποιαδήποτε επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου.
2. Η παράγραφος 7 του άρθρου 136 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Οι δαπάνες διοικήσεως Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που δεν αφορούν αμιγώς συγκεκριμένο Τομέα, Λογαριασμό ή Κλάδο, επιμερίζονται ετησίως κατά ποσοστό που ορίζεται με απόφαση των Διοικητικών τους Συμβουλίων.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζονται τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του ανωτέρω ποσοστού, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης.
Στις δαπάνες διοικήσεως Φ.Κ.Α. συμπεριλαμβάνεται και η μισθοδοσία όλου του προσωπικού του Φορέα.»
Η διάταξη της παρούσας παραγράφου ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄).
3. Το άρθρο 19 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α΄) τροποποιείται ως εξής:
α) Στο τέλος της παρ. 3 προστίθεται περίπτωση δ΄ ως εξής:
«δ. Κάθε άλλο κριτήριο σχετικό με τις ιδιαιτερότητες και ανάγκες του Φορέα.»
β) Στην παρ. 5 η φράση «καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για» αντικαθίσταται με τη φράση «καθορίζονται θέματα που αφορούν».
4. Το άρθρο 16 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α΄) τροποποιείται και συμπληρώνεται ως εξής:
α) Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Από τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) χορηγούνται προσωπικά δάνεια εκτάκτων αναγκών σε:
α) ασφαλισμένους και συνταξιούχους, σύμφωνα με τις οικείες καταστατικές διατάξεις των Φορέων ή Τομέων τους και β) στους υπαλλήλους του Φορέα, με τους ακόλουθους όρους και προϋποθέσεις:».
β) Στο τέλος της παρ. 1 προστίθενται περιπτώσεις ως εξής:
«ε. Η εκταμίευση του χορηγούμενου ποσού για προσωπικά δάνεια εκτάκτων αναγκών σε υπαλλήλους των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, θα πραγματοποιείται από την Κεντρική Υπηρεσία του Φορέα, μετά την έκδοση της υπουργικής απόφασης περί αποδέσμευσης. Για την εκταμίευση θα επιβαρύνονται όλοι οι Τομείς του Φορέα κατά το ποσοστό συμμετοχής καθενός εξ αυτών στη συνολική αξία της περιουσίας του Φορέα, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στο τέλος του προηγούμενου οικονομικού έτους. Για τον υπολογισμό της συνολικής αξίας της περιουσίας του Φ.Κ.Α. λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία των περιπτώσεων α΄ έως και στ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α΄) .
στ. Κατά την αποπληρωμή τοκοχρεωλυτικών δόσεων από τους υπαλλήλους Φ.Κ.Α. για προσωπικά δάνεια εκτάκτων αναγκών, θα επιστρέφεται σε κάθε Τομέα, στο τέλος κάθε χρήσης, το ποσό που του αναλογεί, σύμφωνα με το ποσοστό συμμετοχής του καθενός, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο.»
5. Όπου στο ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄) αναφέρεται ότι, αν η κινητή και ακίνητη περιουσία των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από τους οποίους προέρχονται οι εντασσόμενοι κλάδοι δεν είναι κατανεμημένη κατά κλάδους, κατανέμεται κατά την αναλογία του ποσοστού εισφορών που προβλέπεται για κάθε κλάδο πριν την ένταξή του στον διάδοχο φορέα, ως ποσοστό εισφορών ορίζεται το ποσοστό ασφαλισμένου και εργοδότη των ασφαλισμένων μετά την 1.1.1993, χωρίς το ποσοστό της κρατικής συμμετοχής ή άλλων τυχόν ειδικών προσαυξήσεων.
Ειδικά, το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του πρώην ΤΑΞΥ, όπως έχει διαμορφωθεί πριν την ένταξη των κλάδων Ασθένειας και Πρόνοιας στον κλάδο Ασθένειας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και στον Τομέα Πρόνοιας Ξενοδοχοϋπαλλήλων του ΤΑΠΙΤ αντίστοιχα, κατανέμεται κατά ποσοστό 24% υπέρ του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και 76% υπέρ του Τομέα Πρόνοιας Ξενοδοχοϋπαλλήλων του ΤΑΠΙΤ.
Ομοίως το ειδικό κεφάλαιο του τέως ΟΠΑΠ – ΔΕΗ κατανέμεται κατά 76% υπέρ του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και κατά 24% υπέρ του ΤΑΥΤΕΚΩ για τους αντίστοιχους τομείς ασφάλισης του προσωπικού της ΔΕΗ.
1. Επιτρέπεται σε ελληνικές επιχειρήσεις να χρηματοδοτούν ιδρύματα επαγγελματικής συνταξιοδότησης, των οποίων η άδεια έχει εκδοθεί σε κράτος − μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. (κράτος − μέλος καταγωγής), με την επιφύλαξη της κείμενης κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας του κράτους − μέλους υποδοχής σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις. Επίσης επιτρέπεται στα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης που έχουν την έδρα ή το κύριο διοικητικό τους κατάστημα στην Ελλάδα και χορηγούν συνταξιοδοτικές παροχές να χρηματοδοτούνται από επιχειρήσεις άλλων κρατών − μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. (κράτος μέλος υποδοχής).
«Κράτος − μέλος καταγωγής» είναι το κράτος μέλος, στο οποίο το ίδρυμα έχει την έδρα του ή και το κύριο διοικητικό του κατάστημα ή, εφόσον δεν έχει έδρα, το κύριο διοικητικό του κατάστημα.
«Κράτος − μέλος υποδοχής» είναι το κράτος του οποίου η κοινωνική και εργατική νομοθεσία σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις διέπει τις σχέσεις μεταξύ της χρηματοδοτούσας επιχείρησης και των ασφαλισμένων μελών.
2. Κάθε Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης (Τ.Ε.Α.) που χορηγεί συνταξιοδοτικές παροχές και επιθυμεί να δεχθεί χρηματοδότηση από χρηματοδοτούσα επιχείρηση, η οποία έχει την έδρα της στην επικράτεια άλλου κράτους − μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., χρειάζεται προηγούμενη έγκριση, όσον αφορά τους όρους λειτουργίας του, από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής (Ε.Α.Α.) για τα θέματα της αρμοδιότητάς της.
Μόνο τα εγκεκριμένα Τ.Ε.Α. μπορούν να ασκούν διασυνοριακή δραστηριότητα.
Κάθε Τ.Ε.Α. γνωστοποιεί επίσης στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και την Εθνική Αναλογιστική Αρχή την επιθυμία του να δεχθεί χρηματοδότηση από χρηματοδοτούσα επιχείρηση η οποία έχει την έδρα της στην επικράτεια άλλου κράτους − μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ..
3. Εάν ασκείται διασυνοριακή δραστηριότητα, απαιτείται η εφαρμογή των επενδυτικών κανόνων που προσδιορίζονται στα παρακάτω (α΄, β΄, γ΄) από το ίδρυμα του κράτους καταγωγής. Στην περίπτωση αυτή, οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται μόνο στο τμήμα του ενεργητικού του ιδρύματος που αντιστοιχεί στις δραστηριότητες οι οποίες πραγματοποιούνται στην ελληνική επικράτεια. Οι ίδιοι κανόνες εφαρμόζονται και στα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης συνταξιοδοτικών παροχών που έχουν την έδρα ή το κύριο διοικητικό τους κατάστημα στην ελληνική επικράτεια και ασκούν διασυνοριακή δραστηριότητα.
Ειδικότερα:
α) Το ίδρυμα δεν επενδύει άνω του 30% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές, άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και χρεόγραφα μη εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, ή το ίδρυμα επενδύει τουλάχιστον 70% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές, άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και χρεόγραφα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά.
β) Το ίδρυμα δεν επενδύει άνω του 5% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές και άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές, ομολογίες, χρεόγραφα και άλλα μέσα της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς εκδιδόμενα από την ίδια επιχείρηση και άνω του 10% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές και άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές, ομόλογα, χρεόγραφα και άλλα μέσα της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς εκδιδόμενα από επιχειρήσεις που ανήκουν σε έναν και μόνο όμιλο.
γ) Το ίδρυμα δεν επενδύει άνω του 30% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε επενδυτικά προϊόντα εκπεφρασμένα σε νομίσματα διαφορετικά από αυτά των υποχρεώσεων.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, καθορίζονται: τα στοιχεία που πρέπει να παρέχονται από το ΤΕΑ στην αρμόδια ελληνική εποπτική αρχή (Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης) κατά τη διαδικασία γνωστοποίησης μεταξύ της ελληνικής εποπτικής αρχής και των αντίστοιχων αρχών του κράτους υποδοχής, ο χρόνος έναρξης της άσκησης διασυνοριακής δραστηριότητας ενός ΤΕΑ, καθώς και η πλήρης χρηματοδότηση των τεχνικών αποθεματικών και ρυθμίζονται θέματα επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών του κράτους − μέλους καταγωγής και του κράτους − μέλους υποδοχής, καθώς και διαρκούς ενημέρωσης και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών για σημαντικές μεταβολές που αφορούν την εργατική και κοινωνική νομοθεσία του κράτους − μέλους υποδοχής σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις, πρόσθετους επενδυτικούς περιορισμούς και πρόσθετες απαιτήσεις πληροφόρησης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά στην άσκηση διασυνοριακής δραστηριότητας των Τ.Ε.Α..
Σε περίπτωση αρμοδιότητας και του Υπουργού Οικονομικών, την απόφαση συνυπογράφει και ο Υπουργός Οικονομικών.
Οι διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 3050/2002, καθώς και η παρ. 11 του άρθρου 7 του ν. 3232/2004, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με την παρ. 1 του άρθρου 17 και τις παραγράφους 7 και 8 του άρθρου 18 του ν. 3144/2003, την παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 3232/2004, την παρ. 3 του άρθρου 47 και την παρ. 2 του άρθρου 53 του ν. 3518/2006 και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 46 του ν. 3518/2006, αντικαθίστανται ως εξής:
«1.α) Επαγγελματίες, βιοτέχνες, έμποροι που έχουν την έδρα τους και ασκούν τη δραστηριότητά τους σε πόλεις, χωριά ή οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων ή κάτω των 1.000 κατοίκων στους Νομούς Αττικής, Βοιωτίας, Εύβοιας, Κορινθίας, Αχαΐας και Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή πριν την έναρξη επαγγέλματος, υπάγονται από 1.1.2003 στην υποχρεωτική ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών
(Ο.Α.Ε.Ε.), εφόσον ο μέσος όρος των εισοδημάτων των τριών (3) πρώτων ετών από την έναρξη επαγγέλματος, όπως προκύπτουν από τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., υπερβαίνει το 400πλάσιο του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη.
Το ίδιο ισχύει από την 1.1.2007 και για τους επαγγελματίες, βιοτέχνες και εμπόρους που κατοικούν μόνιμα σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων.
β) Επαγγελματίες, βιοτέχνες και έμποροι με έδρα στις ανωτέρω περιοχές που ασκούν παράλληλα και αγροτική δραστηριότητα υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε., εφόσον το 50% και πλέον του μέσου όρου των συνολικών εισοδημάτων τους, όπως προκύπτουν από τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., των τριών πρώτων ετών από την έναρξη της παράλληλης άσκησης των δύο επαγγελμάτων, προέρχεται από επαγγελματική ή βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα και υπερβαίνει το 400πλάσιο του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη.
Πρόσωπα που υπήχθησαν για πρώτη φορά στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού πριν την 1.1.1993 και τα οποία ασκούν μισθωτή ή άλλη εργασία εκτός υποχρεωτικά ασφαλιστέας στον Ο.Γ.Α. και παράλληλα ασκούν επαγγελματική, βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα στις περιοχές της περίπτωσης 1.α), υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε..
γ) Οι επαγγελματίες, βιοτέχνες και έμποροι που έχουν την έδρα τους σε περιοχές της παραπάνω 1.α) περίπτωσης, εφόσον αποδεδειγμένα ασκούν δραστηριότητα πέραν των περιοχών αυτών, υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. ανεξαρτήτως εισοδηματικού κριτήριου. Διαπιστωμένη, με οποιονδήποτε τρόπο, άσκηση επαγγέλματος σε περιοχές πέραν των παραπάνω, μετά την εξαίρεση του επαγγελματία από τον Ο.Α.Ε.Ε. και την υπαγωγή του στον Ο.Γ.Α., έχει ως συνέπεια την αναδρομική υπαγωγή του στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. από την πρώτη του μήνα της αποδεδειγμένης άσκησης της δραστηριότητας στις περιοχές αυτές, εφαρμοζομένης της ισχύουσας νομοθεσίας του Οργανισμού.
Μικροπωλητές λαϊκών αγορών που με βάση την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ασκούν τη δραστηριότητά τους μία φορά την εβδομάδα σε περιοχές πέραν αυτών της περίπτωσης 1.α), εξαιρούνται από τις διατάξεις του παραπάνω εδαφίου και υπάγονται στις διατάξεις της περίπτωσης 1.α).
Εξαιρούνται επίσης από τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης γ΄ και υπάγονται στις διατάξεις της περίπτωσης 1.α) τα μέλη δασικών συνεταιρισμών που κατοικούν μόνιμα στις περιοχές της περίπτωσης 1.α) και ασκούν δραστηριότητα που έχει ως αντικείμενο την επεξεργασία ξύλου για την παραγωγή και εμπορία ειδών λαϊκής τέχνης και πέραν των περιοχών αυτών.
Τα πρόσωπα της περίπτωσης (γ) που υπήχθησαν στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. από 1.11.2009 και μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, θεωρείται ότι καλώς υπήχθησαν και ο χρόνος ασφάλισής τους στον Ο.Α.Ε.Ε. θεωρείται ισχυρός. Τα πρόσωπα που δεν κατέβαλαν εισφορές για το εν λόγω χρονικό διάστημα, δύνανται προαιρετικά να το αναγνωρίσουν καταβάλλοντας τις αναλογούσες εισφορές με το τρέχον ασφάλιστρο και χωρίς πρόσθετα τέλη, εφόσον υποβάλλουν σχετική αίτηση εντός έτους από τη δημοσίευση του παρόντος.
2. Οι ιδιοκτήτες ελαιοτριβείου με τη μορφή ατομικής επιχείρησης, καθώς και τα μέλη ομορρύθμων εταιρειών (Ο.Ε.) ή ετερορρύθμων εταιρειών (Ε.Ε.) με την ίδια δραστηριότητα υπάγονται στις διατάξεις της περίπτωσης 1.α) ή 1.β) ανάλογα, σε όλη την επικράτεια.
3. Κατά την πρώτη τριετία από την έναρξη του επαγγέλματος, επαγγελματίες, βιοτέχνες και έμποροι των παραπάνω παραγράφων 1 και 2 ασφαλίζονται υποχρεωτικά στον Ο.Γ.Α., υποχρεούμενοι να προσκομίσουν στον Ο.Α.Ε.Ε. βεβαίωση του Ο.Γ.Α. περί της ασφάλισής τους.
Για τα τρία (3) πρώτα χρόνια η ασφάλιση στον Ο.Α.Ε.Ε. είναι προαιρετική.
Επίσης, τα πρόσωπα των παραπάνω περιπτώσεων που μετά την πρώτη τριετία, εξαιρούνται προσωρινά από την ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. λόγω εισοδηματικού κριτηρίου, ασφαλίζονται υποχρεωτικά στον Ο.Γ.Α., υποχρεούμενα να προσκομίσουν στον Ο.Α.Ε.Ε. βεβαίωση του Ο.Γ.Α. περί της ασφάλισής τους, προκειμένου να τους χορηγηθεί οριστικά η εξαίρεσή τους από τον Ο.Α.Ε.Ε..
Ο Ο.Α.Ε.Ε., μετά την παρέλευση τριών (3) ετών από τη χορήγηση στον επαγγελματία, βιοτέχνη ή έμπορο των παραπάνω περιπτώσεων, εξαίρεσης από την ασφάλισή του, έχει το δικαίωμα, οποτεδήποτε, του επανελέγχου της άσκησης της δραστηριότητάς του και των εισοδημάτων του. Κατά τον επανέλεγχο εξετάζεται πάντα ο μέσος όρος των εισοδημάτων της προηγούμενης τριετίας. Το δικαίωμα αυτό έχει και ο ασφαλισμένος στις περιπτώσεις υπαγωγής στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. λόγω εισοδηματικών κριτηρίων, μετά την παρέλευση τουλάχιστον τριών (3) ετών από την υπαγωγή του στην ασφάλιση στον Ο.Α.Ε.Ε..
Τα πρόσωπα που εξαιρούνται από την ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. είτε κατά τη διάρκεια της πρώτης τριετίας είτε μετά από αυτή, μπορούν να ασφαλίζονται στον Οργανισμό αυτόν προαιρετικά, σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του Ο.Α.Ε.Ε..
Χρόνος προαιρετικής υπαγωγής στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. μέχρι την 21.12.2006 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3518/2006, ΦΕΚ 272 Α΄), για τον οποίο δεν έχουν καταβληθεί οι προβλεπόμενες εισφορές εντός του απαιτούμενου εξαμήνου και έχει απωλεσθεί ο χρόνος αυτός, μπορεί να αναγνωρισθεί προαιρετικά με υποβολή σχετικής αίτησης από τους ενδιαφερόμενους.
4. Πρόσωπα που είχαν υπαχθεί στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. − Τ.Α.Ε. στις περιοχές της περίπτωσης 1.α), πριν την ισχύ των διατάξεων του ν. 3050/2002, παραμένουν στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε..
Επίσης στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. υπάγονται τα μέλη των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.) των οποίων ο σκοπός συνιστά επαγγελματική, βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα, καθώς και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ανωνύμων εταιρειών (Α.Ε.), που είναι μέτοχοι κατά ποσοστό 3% τουλάχιστον, σε όλη την επικράτεια.
Στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. υπάγονται τα μέλη των ομορρύθμων εταιρειών (Ο.Ε.) και ετερορρύθμων εταιρειών (Ε.Ε.) που έχουν την έδρα τους και ασκούν τη δραστηριότητά τους σε περιοχές της περίπτωσης 1.α), των οποίων ο σκοπός συνιστά επαγγελματική, βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα, εφόσον ο μέσος όρος των εισοδημάτων των τριών (3) πρώτων ετών από την έναρξη δραστηριότητας, όπως τα εισοδήματα αυτά προκύπτουν από τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., υπερβαίνουν το 250πλάσιο του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη. Σε κάθε άλλη περίπτωση, υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Γ.Α. και κατατάσσονται από 1.1.2005 στην 5η ασφαλιστική κατηγορία του άρθρου 4 του ν. 2458/1997, όπως κάθε φορά ισχύει.
Μέλη ομορρύθμων εταιρειών (Ο.Ε.) και ετερορρύθμων εταιρειών (Ε.Ε.) που έχουν την έδρα τους και ασκούν τη δραστηριότητά τους σε περιοχές της περίπτωσης 1.α) και παράλληλα ασκούν αγροτική δραστηριότητα, υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε., εφόσον το 50% και πλέον του μέσου όρου των συνολικών εισοδημάτων τους, όπως προκύπτουν από τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., των τριών (3) πρώτων ετών από την έναρξη της παράλληλης άσκησης των δύο επαγγελμάτων, προέρχεται από επαγγελματική ή βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα και υπερβαίνει το 250πλάσιο του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη.
Επαγγελματίες, βιοτέχνες και έμποροι, που ασκούν επαγγελματική ή βιοτεχνική δραστηριότητα σε πόλεις, χωριά ή οικισμούς άνω των 1.000 κατοίκων στους Νομούς Αττικής, Βοιωτίας, Εύβοιας, Κορινθίας, Αχαΐας και Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή πριν την έναρξη επαγγέλματος, εξακολουθούν να υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε..
Πρόσωπα που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. με τις διατάξεις του άρθρου 137 του ν. 2071/1992 (ΦΕΚ 123 Α΄), συνεχίζουν την ασφάλισή τους στον Ο.Α.Ε.Ε..
5. Οι ιδιοκτήτες έως και δέκα (10) ενοικιαζόμενων δωματίων, καθώς και οι ιδιοκτήτες επιπλωμένων διαμερισμάτων έως και δέκα (10) δωμάτια, σε όλη την επικράτεια, εξαιρούνται από την υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. και ασφαλίζονται υποχρεωτικά στον Ο.Γ.Α.. Εφόσον αυτοί ασφαλίζονται από άλλη εργασία ή απασχόληση σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή το Δημόσιο ή λαμβάνουν σύνταξη από οποιονδήποτε
ασφαλιστικό οργανισμό ή το Δημόσιο, δεν υπάγονται σε κανέναν από τους δύο πιο πάνω Οργανισμούς.
Οι ιδιοκτήτες έντεκα (11) και άνω ενοικιαζόμενων δωματίων, καθώς και οι ιδιοκτήτες επιπλωμένων διαμερισμάτων έντεκα (11) και άνω δωματίων, σε περιοχές της περίπτωσης 1.α), υπάγονται από 1.1.2007 στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. εφόσον ο μέσος όρος των εισοδημάτων των τριών (3) πρώτων ετών από τη
δραστηριότητα αυτή, όπως προκύπτουν από τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., υπερβαίνει το 400πλάσιο του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη.
6. Οι απασχολούμενοι με σύμβαση έργου σε φορείς του δημόσιου τομέα του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄), όπως ισχύει, σε επιχειρήσεις των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), καθώς και σε ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς του ν. 1514/1985 (ΦΕΚ 13 Α΄) όπως ισχύει, για δράσεις που χρηματοδοτούνται ή συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή άλλους διεθνείς, δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε..
7. α) Συνταξιούχοι ασφαλιστικών οργανισμών κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, πλην Ο.Γ.Α., καθώς και συνταξιούχοι του Δημοσίου ή του Ν.Α.Τ. οι οποίοι είτε συνεχίζουν την ίδια επαγγελματική, βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα είτε κάνουν έναρξη επαγγέλματος στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., μετά τη συνταξιοδότησή τους, ως ελεύθεροι επαγγελματίες, βιοτέχνες και έμποροι στις περιοχές της περίπτωσης 1.α), υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε., εφαρμοζομένων των διατάξεων της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 63 του ν. 2676/1999.
β) Συνταξιούχοι του Ο.Γ.Α. που κάνουν έναρξη επαγγελματικής, βιοτεχνικής ή εμπορικής δραστηριότητας στις περιοχές της περίπτωσης 1.α), μετά τη συνταξιοδότησή τους, υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε., μη εφαρμοζομένων των διατάξεων της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 63 του ν. 2676/1999.
Συνταξιούχοι του Ο.Γ.Α. που συνεχίζουν την ίδια επαγγελματική, βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα μετά τη συνταξιοδότησή τους, στις περιοχές της περίπτωσης 1.α), δεν υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. ούτε στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Γ.Α..
γ) Συνταξιούχοι της παραπάνω περίπτωσης α΄, καθώς και του πρώτου εδαφίου της παραπάνω περίπτωσης β΄, που υπήχθησαν από 1.12.2008 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. λόγω άσκησης επαγγέλματος υπακτέου στην ασφάλιση του Οργανισμού και κατέβαλαν εισφορές για το διάστημα αυτό, θεωρείται ότι καλώς ασφαλίστηκαν και ο χρόνος ασφάλισής τους στον Ο.Α.Ε.Ε. είναι ισχυρός. Στις περιπτώσεις των συνταξιούχων που ενώ υπήχθησαν στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. από 1.12.2008 και μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος δεν κατέβαλαν εισφορές για το εν λόγω χρονικό διάστημα, δύνανται προαιρετικά να το αναγνωρίσουν καταβάλλοντας τις αναλογούσες εισφορές με το τρέχον ασφάλιστρο και χωρίς πρόσθετα τέλη, εφόσον υποβάλλουν σχετική αίτηση εντός έτους από τη δημοσίευση του παρόντος.
8. Οι απασχολούμενοι στην αγροτική οικονομία ασφαλισμένοι στον Ο.Γ.Α., που έχουν ενταχθεί στα επενδυτικά προγράμματα για την αγροτική ανάπτυξη (όπως αγροτουρισμός, αγροβιοτεχνία) στο πλαίσιο των Κανονισμών της Ε.Ε. και χρηματοδοτούνται για το σκοπό αυτόν, εξαιρούνται από την ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. για όσο χρόνο διαρκεί η υποχρεωτική παραμονή τους στο πρόγραμμα και συνεχίζουν να ασφαλίζονται υποχρεωτικά στον O.Γ.A., κατατασσόμενοι τουλάχιστον στην 5η ασφαλιστική κατηγορία του άρθρου 4 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α΄), όπως ισχύει.
Μετά τη λήξη της ως άνω υποχρεωτικής παραμονής, η ασφαλιστική τους περίπτωση επανεξετάζεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
9. Στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. υπάγονται τα φυσικά πρόσωπα ή τα μέλη εταιρειών οποιασδήποτε μορφής, καθώς και τα μέλη του Δ.Σ. της Α.Ε. με ποσοστό τουλάχιστον 3%, που εγκαθιστούν φωτοβολταΐκό σύστημα ισχύος πάνω από 20kw είτε σε κτιριακή εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για κατοικία ή στέγη
επιχείρησης είτε σε αγροτεμάχια ή οικόπεδα, σε όλη την επικράτεια.
Εξαιρούνται από την υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. και ασφαλίζονται στην 7η ασφαλιστική κατηγορία του Ο.Γ.Α. οι κατά κύριο επάγγελμα, τουλάχιστον για μία πενταετία, αγρότες, όπως ορίζονται από το Μητρώο Αγροτών, που εγκαθιστούν φωτοβολταϊκό σύστημα ισχύος μέχρι 100 kw.
10. Οι διατάξεις που ρυθμίζουν διαφορετικά τα παραπάνω θέματα καταργούνται.
11. Οι συνταξιούχοι του Ο.Α.Ε.Ε. Νομού Πιερίας, καθώς και τα προστατευόμενα μέλη αυτών υπάγονται από την πρώτη του επόμενου μήνα της δημοσίευσης του νόμου αυτού στην ασφάλιση του Κλάδου Παροχών Ασθένειας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ. Η προβλεπόμενη εισφορά για την ασφάλιση των συνταξιούχων αποδίδεται στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ. Από την ίδια ως άνω ημερομηνία καταργούνται οι διατάξεις της παραγράφου 4 του δέκατου τέταρτου άρθρου του ν. 3607/2007 (ΦΕΚ 245 Α΄).»
Η παράγραφος 4 του άρθρου 3 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α΄) τροποποιείται ως ακολούθως:
«4. Οι κλαδικές συμβάσεις συνάπτονται από πρωτοβάθμιες ή δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις που καλύπτουν εργαζομένους ανεξάρτητα από το επάγγελμα ή την ειδικότητά τους, ομοειδών ή συναφών επιχειρήσεων του ίδιου κλάδου και από εργοδοτικές οργανώσεις.
Ειδικά για τους εργαζομένους στον κλάδο των Τραπεζών οι κλαδικές συμβάσεις δύνανται να συνάπτονται και από μεμονωμένους εργοδότες, οι οποίοι εκπροσωπούνται με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους, εφόσον οι καλούμενοι ή καλούντες για διαπραγματεύσεις εργοδότες είτε καλύπτουν τουλάχιστον το εβδομήντα τοις εκατό (70%) των εργαζομένων στον κλάδο είτε είναι οι τουλάχιστον πέντε (5) μεγαλύτεροι εργοδότες, με κριτήριο τους εργαζομένους που απασχολούν. Οι λοιποί εργοδότες δικαιούνται να μετέχουν στις διαπραγματεύσεις και να υπογράφουν τη συλλογική σύμβαση.
Σε περίπτωση μη ορισμού κοινού εκπροσώπου ή εκπροσώπων από τους εργοδότες ή άρνησης προσέλευσης στις διαπραγματεύσεις ή αποτυχίας των διαπραγματεύσεων εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 14, 15 και 16 του ν. 1876/1990.»
1. Α) Η παρ. 3 του άρθρου 2 του π.δ. 121/2008 (ΦΕΚ 183 Α΄) τροποποιείται ως εξής:
«3. Η μη τήρηση των υποχρεώσεων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, ανεξάρτητα τυχόν ποινικών ευθυνών, αποτελεί:
Για τους ιατρούς του ΕΣΥ, καθώς και για τους ιατρούς μονίμους ή επί συμβάσει των ασφαλιστικών οργανισμών, πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο επιβάλλονται κυρώσεις σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία για κάθε κατηγορία.
Για τους ιατρούς τους συμβεβλημένους με τους ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας Γ.Γ.Κ.Α. άμεσο λόγο οριστικής διακοπής της σύμβασης τόσο για το συγκεκριμένο ασφαλιστικό οργανισμό όσο και οποιονδήποτε άλλον ασφαλιστικό φορέα έχει συνάψει σύμβαση.
Για τους μη συμβεβλημένους ιατρούς, λόγο αποκλεισμού κάθε συνεργασίας με τους ασφαλιστικούς οργανισμούς.
Η απόφαση για διακοπή της σύμβασης ή για αποκλεισμό κάθε μελλοντικής συνεργασίας εκδίδεται από τον Γενικό Επιθεωρητή της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. και είναι δεσμευτική για τις Διοικήσεις των Ασφαλιστικών Φορέων είτε η διαπίστωση μη τήρησης των υποχρεώσεων των ιατρών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο έχει γίνει από έλεγχο κατόπιν εντολής του Γενικού Επιθεωρητή της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. είτε από τον ίδιο τον Ασφαλιστικό Φορέα. Στη δεύτερη περίπτωση, ο Ασφαλιστικός Φορέας οφείλει να ενημερώσει εντός δεκαπέντε (15) ημερών τον Γενικό Επιθεωρητή της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. για τις περαιτέρω ενέργειες του τελευταίου.
Σε κάθε περίπτωση οι παραβάσεις των ιατρών γνωστοποιούνται και στον οικείο Ιατρικό Σύλλογο, προκειμένου να διερευνήσει την υπόθεση και να επιβάλλει τις προβλεπόμενες πειθαρχικές κυρώσεις.»
Β) Η παράγραφος 4 του άρθρου 2 του π.δ. 121/2008 (ΦΕΚ 183 Α΄) τροποποιείται ως εξής:
«4. Σε περίπτωση παραβάσεως των προβλεπόμενων υπό του παρόντος άρθρου υποχρεώσεων των ιατρών, πλην των αναφερόμενων στην ανωτέρω παράγραφο πειθαρχικών, διοικητικών και ποινικών κυρώσεων, επιβάλλονται επιπλέον στους ιατρούς που συνδέονται με οποιαδήποτε σχέση με τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς και τον ΟΠΑΔ, με αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων τους, οι κάτωθι κυρώσεις:
α. Καταλογισμός της ζημίας που προκαλείται από τη συνταγογράφηση προσαυξημένη κατά πενήντα τοις εκατό (50%).
β. Πρόστιμο κυμαινόμενο από 3.000 € έως 15.000 € αναλόγως με τη συχνότητα και βαρύτητα της παράβασης.
Σε περίπτωση μη έγκαιρης καταβολής των προστίμων, τα ποσά αυτά εισπράττονται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ.
Για την επιβολή των ανωτέρω κυρώσεων εφαρμόζονται ανάλογα τα αναφερόμενα στην παράγραφο 18 του άρθρου 4 του παρόντος διατάγματος.»
Γ) Η παράγραφος 15 του άρθρου 4 του π.δ. 121/2008 (ΦΕΚ 183 Α΄) τροποποιείται ως εξής:
«15. Η παράβαση από το συμβεβλημένο φαρμακοποιό των υποχρεώσεών του, όπως καθορίζονται από το παρόν, συνεπάγεται, εκτός των ενδεχόμενων ποινικών κυρώσεων ή των διοικητικών που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως αυτή ισχύει κάθε φορά, και την επιβολή των εξής κυρώσεων, για κάθε παράβαση, ανάλογα με τη συχνότητα και τη σοβαρότητα αυτής:
α. Πρόστιμο κυμαινόμενο από δέκα τοις εκατό (10%) έως πενήντα τοις εκατό (50%) επί της αξίας των συνταγών του ΟΠΑΔ ή του Ασφαλιστικού Οργανισμού που εκτελέστηκαν από το φαρμακείο τον προηγούμενο μήνα, από αυτόν τον οποίο έγινε η παράβαση.
Ειδικά για την περίπτωση εύρεσης στο φαρμακείο ταινιών γνησιότητας που είναι αποκολλημένες από τις μονάδες ιδιοσκευάσματος, το πρόστιμο καθορίζεται μέχρι το πενταπλάσιο (5πλάσιο) της αξίας των ιδιοσκευασμάτων που αντιστοιχούν οι ταινίες.
β. Προσωρινό αποκλεισμό του φαρμακείου από την εκτέλεση των συνταγών του ΟΠΑΔ ή του Ασφαλιστικού Οργανισμού για διάστημα από τέσσερις (4) μέχρι δώδεκα (12) μήνες.
γ. Οριστική καταγγελία της σύμβασης μονομερώς από την πλευρά του ΟΠΑΔ ή του Ασφαλιστικού Οργανισμού, τόσο για το συγκεκριμένο ασφαλιστικό οργανισμό όσο και οποιονδήποτε άλλον ασφαλιστικό φορέα έχει συνάψει σύμβαση.
Η απόφαση για διακοπή της σύμβασης ή για αποκλεισμό κάθε μελλοντικής συνεργασίας εκδίδεται από τον Γενικό Επιθεωρητή της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. και είναι δεσμευτική για τις Διοικήσεις των Ασφαλιστικών Φορέων είτε η διαπίστωση μη τήρησης των υποχρεώσεων των φαρμακοποιών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο έχει γίνει από έλεγχο κατόπιν εντολής του Γενικού Επιθεωρητή της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. είτε από τον ίδιο τον Ασφαλιστικό Φορέα. Στη δεύτερη περίπτωση, ο Ασφαλιστικός Φορέας οφείλει να ενημερώσει εντός δεκαπέντε (15)
ημερών τον Γενικό Επιθεωρητή της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. για τις περαιτέρω ενέργειες του τελευταίου.
Ειδικά για τις κατωτέρω αναφερόμενες παραβάσεις, πλην των αναφερομένων στις περιπτώσεις α΄− γ΄ της παραγράφου 15 του παρόντος άρθρου επιβάλλεται επιπλέον πρόστιμο από 3.000 € έως 15.000€.
i. Μη παράδοση από τον φαρμακοποιό ή τον αντικαταστάτη του στο φαρμακείο, των φαρμάκων που αναγράφονται στη συνταγή και χρέωσή τους στον ΟΠΑΔ ή στον Ασφαλιστικό Οργανισμό.
ii. Παράδοση άλλων φαρμάκων ή ειδών από εκείνα που αναγράφει η συνταγή.
iii. Εύρεση στο χώρο του φαρμακείου ή χρησιμοποίηση ταινιών γνησιότητας πλαστών ή επαναχρησιμοποιημένων ή παραποιημένων ή με σβησμένες ενδείξεις ή ταινίες από τις οποίες έχει διαγραφεί με οποιονδήποτε τρόπο η ένδειξη «κρατικό είδος».
iν. Ανεύρεση και παράνομη χρήση συνταγολογίων ή βιβλιαρίων υγείας ασφαλισμένων.
ν. Άρνηση ή παρεμπόδιση με οποιονδήποτε τρόπο του ελέγχου που πραγματοποιείται σύμφωνα με τα επί μέρους οριζόμενα στο παρόν διάταγμα.»
Δ) Κανένας ασφαλιστικός οργανισμός δεν εξοφλεί δαπάνες από εντολές παρακλινικών εξετάσεων και συνταγών φαρμάκων ιατρών και φαρμακοποιών από την ημερομηνία διακοπής της σύμβασής τους με τους Οργανισμούς αυτούς και εφεξής.
Ε) Με απόφαση του Γενικού Επιθεωρητή της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. επιβάλλεται σε διαγνωστικά εργαστήρια και ιδιωτικές κλινικές που έχουν σύμβαση με τον ΟΠΑΔ ή τους Ασφαλιστικούς Φορείς ποινή διακοπής σύμβασης ή αποκλεισμού κάθε μελλοντικής συνεργασίας με τους φορείς αυτούς, εφόσον από σχετικό έλεγχο, κατόπιν εντολής του Γενικού Επιθεωρητή της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α., ή του οικείου ασφαλιστικού φορέα, διαπιστωθούν πράξεις από μέρους των διαγνωστικών εργαστηρίων και των ιδιωτικών κλινικών που ζημιώνουν τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης.
2. Συνταγές φαρμάκων ασφαλισμένων ασφαλιστικών οργανισμών, η αξία των οποίων ξεπερνά τα 150 €, δεν εκτελούνται από τον φαρμακοποιό, εφόσον δεν είναι θεωρημένες από το αρμόδιο όργανο του φορέα. Συνταγές που δεν έχουν θεώρηση, σύμφωνα με τα ανωτέρω, στερούν το δικαίωμα είσπραξης της αξίας τους από τον ασφαλιστικό οργανισμό. Θεώρηση απαιτείται και για υψηλού κόστους εξετάσεις (αξονικές και μαγνητικές τομογραφίες, οστικής πυκνότητας κ.λπ.), οι οποίες καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
3. Ταινίες γνησιότητας αποκολλημένες από τις μονάδες ιδιοσκευασμάτων και μη επικολλημένες στις συνταγές ή μονάδες ιδιοσκευασμάτων, χωρίς ταινίες γνησιότητας, που βρίσκονται κατά τη διάρκεια του ελέγχου σε χώρους του φαρμακείου ή σε άλλους χώρους, κατάσχονται από τα ελεγκτικά όργανα της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. και παραδίδονται στον ΕΟΦ. Η κατάσχεση ενεργείται με τη σύνταξη πρωτοκόλλου καταγραφής όλων των χαρακτηριστικών στοιχείων των κατασχεθέντων, το οποίο υπογράφεται από τους διενεργήσαντες τον έλεγχο και τον ελεγχόμενο, ο οποίος μπορεί να διατυπώσει και τις παρατηρήσεις του. Με απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από γνώμη του Δ.Σ του ΕΟΦ, ενεργείται η καταστροφή των ιδιοσκευασμάτων και των ταινιών γνησιότητας ή η διάθεση των ιδιοσκευασμάτων σε νοσηλευτικά ή άλλα ιδρύματα.
4. Οι ασφαλιστικοί οργανισμοί, αρμοδιότητας Γ.Γ.Κ.Α., δύνανται με αποφάσεις του Διοικητικού τους Συμβουλίου να καθορίζουν ανώτατες τιμές για υλικά επεμβάσεων, οστικά και ενδοαυλικά μοσχεύματα, θεραπευτικά μέσα και προθέσεις, αναλώσιμα υλικά, υγειονομικά υλικά, καθώς και σκευάσματα ειδικής διατροφής. Επίσης, με ίδιες αποφάσεις μπορούν να αναπροσαρμόζονται οι ήδη καθορισθείσες ανώτατες τιμές από τους κανονισμούς παροχών των Κλάδων και Τομέων Υγείας των φορέων.
5. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 3260/2004 (ΦΕΚ 151 Α΄) έχουν ανάλογη εφαρμογή για τον Γενικό Επιθεωρητή, για τους ελεγκτές της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. και για τους συμμετέχοντες στα μικτά κλιμάκια υπαλλήλους των ασφαλιστικών οργανισμών.
6. Συνταγές φαρμάκων στις οποίες δεν έχουν συμπληρωθεί όλα τα πεδία του συνταγολογίου συμπεριλαμβανομένου και του Αριθμού Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (ΑΜΚΑ) του αρμόδιου ιατρού που συνυπογράφει δεν εκτελούνται από τον φαρμακοποιό.
Οι διατάξεις του άρθρου 3 κατά το μέρος που επιφέρουν τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε συμβάσεις παραχώρησης ή ανανεώσεις συμβάσεων παραχώρησης, που συνάπτονται μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου αυτού.
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 69 του ν. 3518/2006 και οι κατ’ εφαρμογήν αυτής εκδοθείσες υπ’ αριθμ. 77965/ Δ1.9372/12.11.2008 (ΦΕΚ 2368 Β΄), 2304/Δ1.2036/23.3.2009, 14216/Δ1.2552/10.4.2009 (163 ΥΟΔΔ) και 2/6419/0022/9.2.2009 αποφάσεις καταργούνται.
2. Οι παράγραφοι 1 και 2 της περίπτωσης β΄ του άρθρου 22 της Φ21/1639/14.10.1998 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων «Κανονισμός Λειτουργίας Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης ΙΚΑ», καταργούνται.
3. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 52 του ν. 3693/2008 (ΦΕΚ 174 Α΄) καταργείται.
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από τις διατάξεις για τις οποίες ορίζεται διαφορετικά. Από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού καταργείται και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται ρητώς ή σιωπηρώς στις διατάξεις του νόμου αυτού.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 7 Μαΐου 2010
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ |
OIKONOMIKΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ |
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΛΟΥΚΙΑ−ΤΑΡΣΙΤΣΑ ΚΑΤΣΕΛΗ |
ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΒΕΡΔΟΣ |
ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΜΑΡΙΑ−ΕΛΙΖΑ ΞΕΝΟΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ |
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΩΜΑΤΩΝ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ |
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 10 Μαΐου 2010
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ