Κωδικοποιήθηκε από:
Τροποποιήθηκε από :
Τροποποιεί :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 205A_1998 | 1.47 MB |
1. Η μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου συμφωνία για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ' οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι δεν υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η συμφωνία αυτή καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας.
Το τεκμήριο αυτό δεν ισχύει αν ο απασχολούμενος προσφέρει την εργασία του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη.
2. Μέσα σε διάστημα εννέα (9) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου κάθε εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση αναφορικά με τις υφιστάμενες συμφωνίες μεταξύ αυτού και απασχολουμένων για παροχή υπηρεσιών ή έργου, στην οποία θα αναγράφονται η χρονολογία κατάρτισης των συμφωνιών αυτών και το ονοματεπώνυμο του απασχολούμενου. Σε περίπτωση παραλείψεως υποβολής της κατάστασης αυτής θεωρείται ότι η σχετική συμφωνία υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
3. Για τους απασχολούμενους του παρόντος άρθρου εξακολουθεί να ισχύει η διάταξη του άρθρου 22 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α).
Η μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου συμφωνία για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ' οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι δεν υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η συμφωνία αυτή καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας.
Το άρθρο 38 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α ) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
Ί. Κατά τη σύσταση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκεια της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορεί με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση).
Η συμφωνία, εφόσον μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κατάρτισή της δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση.
2. Επίσης, κατά τη σύσταση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής ανά ημέρα, εβδομάδα ή μήνα.
Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου.
Σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητας του ο εργοδότης μπορεί να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, μόνον εφόσον προηγουμένως προβεί σε διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων.
Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας.
3. Οι έγγραφες ατομικές συμβάσεις των προηγούμενων παραγράφων πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων, β) τον τόπο παροχής της εργασίας, την έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση του εργοδότη, γ) το χρόνο της απασχόλησης, τον τρόπο κατανομής και τις περιόδους εργασίας, δ) τον τρόπο αμοιβής και ε) τους τυχόν όρους τροποποίησης της σύμβασης.
Σε εποχικές ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις οι έγγραφες ατομικές συμβάσεις, κατά την παρ. 1 του παρόντος, γίνονται για ημερήσια ή εβδομαδιαία περίοδο εργασίας.
4. Σε κάθε περίπτωση, η απασχόληση κατά την Κυριακή
ή άλλη ημέρα αργίας, ως και η νυκτερινή εργασία συνεπάγεται την καταβολή της νόμιμης προσαύξησης.
5. Η παροχή της συμφωνημένης εργασίας των μερικώς απασχολούμενων πρέπει να είναι συνεχόμενη και να παρέχεται μία φορά την ημέρα.
6. Καταγγελία της σύμβασης εργασίας λόγω μη αποδοχής από το μισθωτά εργοδοτικής πρότασης για μερική απασχόληση είναι άκυρη.
7. Οι αποδοχές των μερικώς απασχολούμενων μισθωτών δεν μπορεί να είναι κατώτερες από αυτές που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις για τους απασχολούμενους κατά το κανονικό ωράριο για την ίδια εργασία και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης.
8. Οι μερικώς απασχολούμενοι μισθωτοί έχουν δικαίωμα ετήσιας άδειας με αποδοχές και επίδομα αδείας, με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβαναν, εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της αδείας τους, για τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του α.ν. 539/1945, όπως ισχύει.
9. Ο εργοδότης δεν έχει αξίωση για παροχή εργασίας πέρα από τη συμφωνημένη (άρθρο 659 Α.Κ.) από μερικώς απασχολούμενο, όταν αυτός έχει και άλλη απασχόληση ή βαρύνεται με οικογενειακές υποχρεώσεις.
10. Ο μερικώς απασχολούμενος, επί προσφοράς εργασίας με ίσους όρους από μισθωτούς της ίδιας κατηγορίας, έχει δικαίωμα προτεραιότητας για πρόσληψη σε θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης στην ίδια επιχείρηση. Ο χρόνος της μερικής απασχόλησης λαμβάνεται υπόψη ως χρόνος προϋπηρεσίας. Για τον υπολογισμό της προϋπηρεσίας αυτής οκτώ (8) ώρες εργασίας με μερική απασχόληση αντιστοιχούν σε μία (1) ημέρα προϋπηρεσίας.
11. Στους εργαζόμενους που καλύπτονται από σχέση εργασίας με μερική απασχόληση παρέχονται..
α. Δυνατότητες συμμετοχής στις δραστηριότητες της επαγγελματικής κατάρτισης που εφαρμόζει η επιχείρηση υπό συνθήκες ανάλογες με εκείνες που αφορούν τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης και αορίστου χρόνου.
β. Οι ίδιες κοινωνικές υπηρεσίες που υπάρχουν στη διάθεση των άλλων εργαζόμενων στην επιχείρηση.
12. Ο εργοδότης ενημερώνει τους εκπροσώπους των εργαζόμενων για τον αριθμό των απασχολούμενων με μερική απασχόληση σε σχέση με την εξέλιξη του συνόλου των εργαζόμενων, καθώς και για τις προοπτικές πρόσληψης εργαζόμενων με πλήρη απασχόληση.
13. Με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας επιτρέπεται η συμπλήρωση ή τροποποίηση των ρυθμίσεων των προηγούμενων παραγράφων.
14. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται για τους μερικώς απασχολούμενους όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
15. Η κατά το παρόν άρθρο μερική απασχόληση με σχέση ιδιωτικού δικαίου επιτρέπεται και στις δημόσιες επιχειρήσεις, τους οργανισμούς και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται από το άρθρο 14 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α), όπως ισχύει, με εξαίρεση το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού και τα Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και τους φορείς για τους οποίους η μερική απασχόληση προβλέπεται από ειδικούς νόμους ή από διατάξεις κανονισμών που έχουν κυρωθεί με νόμο ή έχουν ισχύ νόμου.
Για την κατά το παρόν άρθρο μερική απασχόληση σε επιχειρήσεις, οργανισμούς και φορείς του προηγούμενου εδαφίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α), όπως ισχύει, με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου για την αντιμετώπιση έκτακτων η επειγουσών αναγκών συμφωνείται με σύμβαση ορισμένου χρόνου διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών μερική απασχόληση που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις (4) ώρες ημερησίως. Στην τελευταία περίπτωση η σχετική προκήρυξη αποστέλλεται πριν από τη δημοσίευσή της στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), Ο οποίο οφείλει να ελέγξει αυτήν από άποψη νομιμότητας μέσα σε δέκα (10) ημέρες. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή τεκμαίρεται η σύμφωνη γνώμη του Α.Σ.Ε.Π..
Οι ανωτέρω συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη έκτακτων ή επειγουσών αναγκών λήγουν αυτοδικαίως με την πάροδο της συμφωνηθείσας διάρκειάς τους, χωρίς να απαιτείται προς τούτο καμία άλλη δια-τύπωση και απαγορεύεται και είναι αυτοδικαίως άκυρη η για οποιονδήποτε λόγο ανανέωσή τους ή μετατροπή τους σε σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου.
16. Μέσα σε διάστημα εννέα (9) μηνών, από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, κάθε εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση αναφορικά με τις υφιστάμενες συμβάσεις εργασίας μεταξύ αυτού και των εργαζόμενων, που απασχολεί με μερική απασχόληση, στην οποία θα αναγράφεται η χρονολογία κατάρτισης των συμβάσεων αυτών και το ονοματεπώνυμο του απασχολούμενου. Σε περίπτωση παραλείψεως υποβολής της κατάστασης αυτής τεκμαίρεται ότι η σχετική σύμβαση καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση.
Το άρθρο 41 του ν. 1892/1990 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
1. Επιτρέπεται με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή με συμφωνίες του εργοδότη και του συμβουλίου των εργαζόμενων να καθορίζεται για διάστημα μέχρι τρεις (3) μήνες αυξημένος αριθμός ωρών εργασίας κατά μία (1) ώρα πλέον του συμβατικού ωραρίου και μέχρι εννέα (9) ώρες ημερησίως και σε περιπτώσεις που συντρέχουν λόγοι αντικειμενικοί ή τεχνικοί ή λόγοι οργάνωσης της εργασίας για διάστημα μέχρι έξι (6) μήνες αυξημένος αριθμός ωρών εργασίας κατά δύο (2) ώρες πλέον του συμβατικού ωραρίου και μέχρι δέκα (10) ώρες ημερησίως και μέχρι σαράντα οκτώ (48) εβδομαδιαιως και μειωμένος αριθμός ωρών εργασίας κατά το επόμενο αντίστοιχο διάστημα, εφόσον ο μέσος όρος των ωρών εργασίας για το συνολικό χρονικό διάστημα (περίοδος αναφοράς), το οποίο δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους έξι (6) ή τους δώδεκα (12) μήνες αντίστοιχα, ανέρχεται σε σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα.
2. Σε επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι είκοσι (20) εργαζόμενους επιτρέπεται, με συμφωνίες μεταξύ εργοδότη και των ενώσεων προσώπων του άρθρου 1 παραγράφου 3 του ν. 1264/1982 (ΦΕΚ 79 Α), να καθορίζεται, ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, για διάστημα μέχρι δύο (2) μηνών αυξημένος αριθμός ωρών εργασίας κατά μία (1) ώρα πλέον του συμβατικού ωραρίου και μέχρι εννέα (9) ώρες ημερησίως και μέχρι σαράντα οκτώ (48) εβδομαδιαίως και μειωμένος αριθμός ωρών εργασίας κατά το επόμενο αντίστοιχο διάστημα, με την προϋπόθεση ότι ο μέσος όρος των ωρών εργασίας για το συνολικό χρονικό διάστημα (περίοδος αναφοράς), το οποίο απαγορεύεται να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες, ανέρχεται σε σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα. Η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση προσώπων αρκεί να έχει συσταθεί από πέντε (5) τουλάχιστον εργαζόμενους, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των σχετικών διατάξεων του ν. 1264/1984.
3. Η καταβαλλόμενη, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων, αμοιβή για το συνολικό χρονικό διάστημα είναι ίση με την αντίστοιχη αμοιβή για εργασία οκτώ (8) ωρών ημερησίως και σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, χωρίς να επιτρέπεται αυξομείωσή της.
Με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας επιτρέπεται να καθορίζεται, για τις περιόδους αναφοράς των προηγούμενων παραγράφων, χρόνος εβδομαδιαίας εργασίας, μέχρι σαράντα οκτώ (48) ωρών κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων και των υπερωριών. Η προσαύξηση της αμοιβής λόγω υπερωριών υπολογίζεται κατά το τέλος της περιόδου αναφοράς και καταβάλλεται για την πέραν των σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, κατά μέσο όρο, παρασχεθείσα εργασία.
4. Κατά τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας επιτρέπεται να χορηγείται στον εργαζόμενο σε αντιστάθμιση των συνολικών ωρών, που δικαιούται για το διάστημα του μειωμένου ημερήσιου χρόνου απασχόλησης, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, είτε ανάλογη ημερήσια ανάπαυση (ρεπό) είτε ανάλογη προσαύξηση της ετήσιας μετ’ αποδοχών άδειας
5. Εφόσον από οποιονδήποτε λόγο, ιδίως εξαιτίας παραίτησης ή απόλυσης του εργαζόμενου, δεν εφαρμόζεται ή δεν ολοκληρώνεται η διευθέτηση του χρόνου εργασίας σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, δεν θίγονται οι ισχύουσες διατάξεις περί της νόμιμης προσαύξησης της αμοιβής της υπερεργασίας και της υπερωρίας.
6. Για την εφαρμογή του άρθρου αυτού ικανότητα σύναψης επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης έχουν οι επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν τουλάχιστον είκοσι (20) εργαζόμενους.
7. Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγονται οι σχετικές ρυθμίσεις του ν. 2602/1998 (ΦΕΚ 83 Α) ή άλλων ειδικών νόμων που αποσκοπούν στην εξυγίανση φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
1. Φορείς του δημόσιου τομέα, της τοπικής αυτοδιοίκησης και κοινωνικοί εταίροι, κατά την έννοια του άρθρου 3 του ν. 2232/1994 (ΦΕΚ 140 Α'). με βάση τις ανάγκες αναβάθμισης ευπαθών περιοχών της Χώρας και ιδιαίτερα της προβλεπόμενης από την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του ν. 2601/1998 (ΦΕΚ 81 Α) ΠΕΡΙΟΧΗΣ Γ , για τις οποίες εφαρμόζονται ή πρόκειται να εφαρμοσθούν ειδικά προγράμματα με διάθεση εθνικών και κοινοτικών πόρων και με σκοπό την επίτευξη των στόχων της προώθησης της απασχόλησης σε βιώσιμες και ανταγωνιστικές δραστηριότητες, της καταπολέμησης της ανεργίας και της δημιουργίας νέων θέσεων απασχόλησης, μπορούν να συνάπτουν για την πραγματοποίηση των στόχων αυτών, ειδικές συλλογικές συμφωνίες σχετικά με την εκτέλεση συγκεκριμένου έργου η την άσκηση συγκεκριμένης δραστηριότητας οικονομικού ή κοινωνικού ή πολιτιστικού χαρακτήρα, στις οποίες ορίζεται η διάρκεια ισχύος και όλο; οι όροι εφαρμογής τους. Με τις συμφωνίες αυτές επιτρέπεται να ρυθμίζονται και τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομίσθιων και γενικότερα οι όροι απασχόλησης του προσωπικού που πρόκειται να απασχοληθεί για την εκτέλεση του έργου ή των δραστηριοτήτων αυτών (τοπικά σύμφωνα απασχόλησης).
Οι ρυθμίσεις αυτές απαγορεύεται να παραβιάζουν τους κανόνες για την υγιεινή και ασφάλεια των εργαζόμενων και τα ελάχιστα όρια προστασίας που προ- βλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και των Εθνικών Γενικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, και ισχύουν δε οποιοσδήποτε άλλης σχετικής ρύθμισης εφόσον περιέχονται στην οικεία ατομική σύμβαση εργασίας του απασχολούμενου, που καταρτίζεται εγγράφως και υπό το ν όρο ότι στη σύναψη του τοπικού συμφώνου απασχόλησης έλαβε μέρος και το αντιπροσωπευτικότερο Εργατικό Κέντρο, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 1876/1990 του νομού. Τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης ισχύουν μόνον εφόσον εγκριθούν από τους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
2. Από την ημερομηνία δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2001, σε επιχειρήσεις που λειτουργούν αε περιοχές της προηγούμενης παραγράφου και με σκοπό την επίτευξη των αναφερόμενων σε αυτήν στόχων, επιτρέπεται να καθορίζονται με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή με ατομικές συμβάσεις εργασίας ως προς τους· προσλαμβανόμενους είτε για πρώτη φορά είτε μετά από δώδεκα (12) και πλέον μήνες από την τελευταία τους εργασία (μακροχρόνιοι άνεργοι), επίπεδα αμοιβών εργασίας τουλάχιστον ίσα με εκείνα που προβλέπει η εκάστοτε ισχύουσα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και για χρονικό διάστημα ενός (I) έτους κατ' ανώτατο όριο.
Οι ανωτέρω επιχειρησιακές συλλογικές ή ατομικές συμβάσεις εργασίας υπερισχύουν οποιοσδήποτε άλλης σχετικής νομοθετικής, κανονιστικής ή συλλογικής ρύθμισης.
(Κατάργηση άρθρου 5: Άρθρο 112§3, Ν. 4052/2012. Για το αρχικό κείμενο του άρθρου βλ. ΦΕΚ)
1. Συνιστάται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων υπηρεσία με τον τίτλο 'Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας’ (Σ.ΕΠ.Ε.), υπαγόμενη απευθείας στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Συνιστάται επίσης μία θέση μετακλητού Ειδικού Γραμματέα (άρθρο 28 του ν. 1558/1985 ΦΕΚ 137 Α’). ο οποίος προϊσταται της υπηρεσίας αυτής.
2. Το Σ.ΕΠ.Ε. έχει ως κύριο έργο:
α. Την επίβλεψη και τον έλεγχο της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας.
β. Την έρευνα, ανακάλυψη και δίωξη, σύμφωνα, με τις κείμενες διατάξεις, των παραβατών της εργατικής νομοθεσίας.
γ. Την έρευνα, ανακάλυψη και δίωξη, παράλληλα και ανεξάρτητα από τις αστυνομικές αρχές, της παράνομης απασχόλησης.
δ. Την έρευνα, παράλληλα και ανεξάρτητα από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, της ασφαλιστικής κάλυψης των εργαζόμενων.
ε. Την παροχή πληροφοριών, συμβουλών και υποδείξεων προς τους εργοδότες και τους εργαζόμενους, σχετικά με τα πλέον αποτελεσματικά μέσα για την τήρηση των κειμένων διατάξεων.
στ. Την αναφορά προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων των ελλείψεων ή των παραλείψεων, που δεν καλύπτονται από την ισχύουσα νομοθεσία, καθώς και των τυχόν προβλημάτων που δημιουργούνται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας.
1. Το Σ.ΕΠ.Ε. έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α. Να ελέγχει όλες τις επιχειρήσεις και γενικότερα κάθε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο εργασίας ή χώρο όπου υπάρχει υπόνοια ότι απασχολούνται εργαζόμενοι, εχτός από τις περιπτώσεις που ορίζεται διαφορετικά από ειδικές διατάξεις.
β. Να προβαίνει σε κάθε είδους αναγκαία εξέταση, έλεγχο ή έρευνα αναφορικά με τη διαπίστωση της τήρησης και εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, της σχετικής με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας ιδίως τα χρονικά όρια εργασίας, την αμοιβή ή άλλες παροχές, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζόμενων, τους ειδικούς όρους και συνθήκες εργασίας των ευπαθών ομάδων εργαζόμενων (όπως νέοι, γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας, άτομα με ειδικές ανάγκες), καθώς και ειδικών κατηγοριών εργαζόμενων.
γ. Να εισέρχεται οποιαδήποτε ώρα κατά τη διάρκεια της ημέρας ή της νύχτας στους χώρους εργασίας, όταν κρίνει αναγκαίο, χωρίς προειδοποίηση προς τον εργοδότη, για να διαπιστώσει αν τηρούνται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
δ. Να διακόπτει προσωρινά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τη λειτουργία της επιχείρησης ή τμήματός της, αν κρίνει ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζόμενων και να εισηγείται στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων την οριστική διακοπή της λειτουργίας της, όταν η επιχείρηση εξακολουθεί να παραβαίνει συστηματικά τις διατάξεις της νομοθεσίας με άμεσο κίνδυνο για τους εργαζόμενους.
ε. Να λαμβάνει άμεσα διοικητικά μέτρα, να επιβάλλει τις προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις ή να προσφεύγει στη δικαιοσύνη για την επιβολή των ποινικών κυρώσεων ή, κατά την κρίση του, να χορηγεί εύλογη προθεσμία για π] συμμόρφωση με τις προβλεπόμενες διατάξεις.
στ. Να λαμβάνει άμεσα μέτρα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, σε περίπτωση που διαπιστώσει παράνομη απασχόληση.
ζ Να έχει πρόσβαση στα αρχεία και έγγραφα της επιχείρησης, καθώς και στη δομή της παραγωγικής διαδικασίας.
η. Να λαμβάνει γνώση οποιοσδήποτε από τα τηρούμενα βιβλία, μητρώα, έγγραφα και κάθε άλλου είδους στοιχείου της επιχείρησης, καθώς και να λαμβάνει αντίγραφα.
θ. Να ερευνά τα αίτια των θανατηφόρων και των σοβαρών εργατικών ατυχημάτων και να συντάσσει σχετικές εκθέσεις.
ι. Να διερευνά τα αίτια και τις συνθήκες της εμφάνισης επαγγελματικών νόσων και να προτείνει μέτρα για την πρόληψή τους.
ια. Να ενημερώνει άμεσα τον ασφαλιστικό φορέα σε περίπτωση διαπιστώσεως παραβάσεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας.
ιβ. Να προβαίνει σε δειγματοληψίες και αναλύσεις των δειγμάτων, να λαμβάνει φωτογραφίες και να προβαίνει σε μετρήσεις φυσικών, χημικών και βιολογικών παραγόντων στο περιβάλλον εργασίας.
ιγ. Να εξετάζει κάθε καταγγελία και αίτημα που υποβάλλεται στην Υπηρεσία και αφορά την ορθή εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας.
ιδ. Να παρεμβαίνει συμφιλιωτικά για την επίλυση των αναφυόμενων ατομικών ή συλλογικών διαφορών εργασίας.
ιε. Να συντάσσει, να ανακοινώνει και να αποστέλλει στο Διεθνές Γραφείο Εργασίας την ετήσια έκθεση σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της Χώρας μας που απορρέουν από την 81 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας (ν. 3249/1955 ΦΕΚ 139 Α).
2. Οι αρμοδιότητες του Σ.ΕΠ.Ε. εκτείνονται σε όλη την ελληνική επικράτεια και ασκούνται από τις κεντρικές και τις περιφερειακές υπηρεσίες του.
3. Το Σ.ΕΠ.Ε. συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες και στοιχεία, σχετικά με το αντικείμενο της αποστολής του. με άλλες υπηρεσίες του εσωτερικού ή εξωτερικού.
1. Το Σ.ΕΠ.Ε. συγκροτείται από τον Ειδικό Γραμματέα, ο οποίος προϊσταται της υπηρεσίας αυτής, και από τους Επιθεωρητές Εργασίας. Προς τούτο συνιστώνται 760 θέσεις Επιθεωρητών Εργασίας οι οποίοι διακρίνονται σε Κοινωνικούς Επιθεωρητές Εργασίας, Τεχνικούς Επιθεωρητές Εργασίας και Υγειονομικούς Επιθεωρητές Εργασίας, κατά κατηγορία και κλάδο ως εξής: ΠΕ Διοικητικού Οικονομικού (348) θέσεις, ΠΕ Μηχανικών (131) θέσεις, ΠΕ θετικών Επιστημών (52) θέσεις, ΠΕ Ιατρών, ΠΕ Ιατρών Ειδικοτήτων, ΠΕ Ιατρών Εργασίας (60) θέσεις, ΤΕ Διοικητικού Λογιστικού (40) θέσεις, ΤΕ Τεχνολογικών Εφαρμογών (89) θέσεις, ΤΕ Υγείας Πρόνοιας, ΤΕ Εποπτών Δημόσιας Υγείας (40) θέσεις.
Επίσης συνιστώνται (278) θέσεις για γραμματειακή, διοικητική και λοιπή υποστήριξη κατά κατηγορία και κλάδο ως εξής: ΠΕ Πληροφορικής (3) θέσεις, ΔΕ Διοικητικού Λογιστικού (188) θέσεις, ΔΕ Τεχνικών (33) θέσεις και ΔΕ Τεχνικών (Οδηγών) (54) θέσεις.
2. Οι Κοινωνικοί, Τεχνικοί και Υγειονομικοί Επιθεωρητές Εργασίας ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στο άρθρο 7 του παρόντος νόμου και ειδικότερα:
α. Οι Κοινωνικοί Επιθεωρητές Εργασίας διενεργούν ελέγχους για την εφαρμογή κυρίως της γενικής προστατευτικής εργατικής νομοθεσίας και παρέχουν συμβουλές, οδηγίες και υποδείξεις στους εργαζόμενους και εργοδότες για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας. Ερευνούν επίσης την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζόμενων και τη νομιμότητα της απασχόλησής τους.
Καθήκοντα Κοινωνικού Επιθεωρητή Εργασίας ασκούν οι υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού - Οικονομικού, εάν έχουν τα ειδικά προσόντα που θα ορισθούν με τα προεδρικά διατάγματα της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου και έχουν ολοκληρώσει την προβλεπόμενη εκπαίδευση σύμφωνα με το άρθρο 10 του νόμου αυτού.
β. Οι Τεχνικοί Επιθεωρητές Εργασίας διενεργούν ελέγχους για την εφαρμογή κυρίως της εργατικής νομοθεσίας για την ασφάλεια και υγεία των εργαζόμενων, ερευνούν τις αιτίες των σοβαρών και θανατηφόρων εργατικών ατυχημάτων, υποδεικνύουν μέτρα για την αποφυγή επανάληψής τους και παρέχουν συμβουλές, οδηγίες και υποδείξεις στους εργαζόμενους και στους εργοδότες για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας.
Καθήκοντα Τεχνικού Επιθεωρητή Εργασίας ασκούν υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Μηχανικών ή ΠΕ Θετικών Επιστημών ή ΤΕ Τεχνολογικών Εφαρμογών, εάν έχουν τα ειδικά προσόντα που θα ορισθούν με τα προεδρικά διατάγματα της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου και έχουν ολοκληρώσει την προβλεπόμενη εκπαίδευση σύμφωνα με το άρθρο 10 του νόμου αυτού.
γ. Οι Υγειονομικοί Επιθεωρητές Εργασίας διενεργούν ελέγχους για την εφαρμογή κυρίως της εργατικής νομοθεσίας για την υγεία των εργαζόμενων, ερευνούν τη φύση και τις αιτίες των επαγγελματικών νόσων, υποδεικνύουν μέτρα για τη διαφύλαξη της υγείας των εργαζόμενων και παρέχουν συμβουλές, οδηγίες και υποδείξεις στους εργαζόμενους και στους εργοδότες για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας.
Καθήκοντα Υγειονομικού Επιθεωρητή Εργασίας ασκούν υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Ιατρών Εργασίας ή ΠΕ Ιατρών ή ΠΕ Ιατρών Ειδικοτήτων ή ΤΕ Εποπτών Δημόσιας Υγείας ή ΤΕ Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας, σχετικών με το αντικείμενο της προστασίας της υγείας των εργαζόμενων, εάν έχουν τα ειδικά προσόντα που θα ορισθούν με τα προεδρικά διατάγματα της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου και έχουν ολοκληρώσει την προβλεπόμενη εκπαίδευση σύμφωνα με το άρθρο 10 του νόμου αυτού.
3. Το Σ.ΕΠ.Ε. στελεχώνεται με αποσπάσεις υπαλλήλων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με αποσπάσεις υπαλλήλων του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και με νέες προσλήψεις. Ως Επιθεωρητές Εργασίας τοποθετούνται στο Σ.ΕΠ.Ε. υπάλληλοι του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων που έχουν τουλάχιστον πενταετή εμπειρία σε έργα και καθήκοντα που ασκούσαν οι υπάλληλοι των πρώην Επιθεωρήσεων Εργασίας και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Οι αποσπασμένοι στη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση υπάλληλοι του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων τοποθετούνται στο Σ.ΕΠ.Ε. μετά από αίτησή τους που υποβάλλεται στη Διεύθυνση Προσωπικού του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων εντός τριμήνου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού και ύστερα από γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Η απόσπαση στη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση όσων τοποθετούνται σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια στο Σ.ΕΠ.Ε. λήγει αυτοδικαίως την ημερομηνία που προβλέπεται στην παράγραφο 8 του άρθρου αυτού.
4. Κατ' εξαίρεση ασκούν καθήκοντα Επιθεωρητή Εργασίας και υπάλληλοι του Υπουργείου Εργασίας και
Κοινωνικών Ασφαλίσεων του κλάδου ΔΕ, εφόσον έχουν τουλάχιστον επταετή εμπειρία σε έργα και καθήκοντα Επιθεωρητή Εργασίας. Κατά τα λοιπά ισχύει η παράγραφος 3 του παρόντος άρθρου.
5. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθορίζονται: α) η οργάνωση, η διάρθρωση σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο των υπηρεσιών που συγκροτούν το Σ.ΕΠ.Ε., η καθ' ύλην και κατά τόπο κατανομή των αρμοδιοτήτων των υπηρεσιών αυτών, καθώς και τα θέματα λειτουργίας τους, β) ο αναγκαίος αριθμός θέσεων του παραπάνω προσωπικού του Σ.ΕΠ.Ε. κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, τα κριτήρια και η διαδικασία της επιλογής τους και κάθε άλλο θέμα στελέχωσης του Σ.ΕΠ.Ε., γ) η οργάνωση και η διάρθρωση της υπηρεσίας Ειδικών Επιθεωρητών Εργασίας και δ) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την οργάνωση, στελέχωση και λειτουργία του Σ.ΕΠ.Ε..
Τα διατάγματα αυτά πρέπει να εκδοθούν μέσα σε έξι
(6) μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
6. Το Σ ΕΠ.Ε. λειτουργεί με βάση ειδικό κανονισμό λειτουργίας που εκδίδεται με προεδρικό διάταγμα, με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
7. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είναι δυνατόν να ανακαθορίζονται η κατά τόπον και καθ' ύλην αρμοδιότητα των υπηρεσιών του Σ.ΕΠ.Ε..
8. Από την 1η Ιουλίου 1999 παύουν να ασκούνται οι αρμοδιότητες που προβλέπονται στο άρθρο 7 του παρόντος από τις υπηρεσίες της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης, οι οποίες εξακολουθούν να ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στο άρθρο 15 του νόμου αυτού.
1. Οι υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε. λειτουργούν όλες τις ημέρες του μήνα και οι υπάλληλοι, λόγω της φύσεως του αντικειμένου, ασκούν τις ελεγκτικές αρμοδιότητες όλο το 24ωρο και όλες τις ημέρες της εβδομάδας και υποχρεούνται σε υπερωριακή εργασία, καθώς και εργασία κατά τις Κυριακές, τις αργίες και τις νύκτες, ευρισκόμενοι σε διατεταγμένη υπηρεσία σε κάθε τόπο και χρόνο, σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας του Σ.ΕΠ.Ε..
2. Το προσωπικό του Σ.ΕΠ.Ε. υπάγεται, ως προς τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης, στο Υπηρεσιακό και Πειθαρχικό Συμβούλιο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Κατ' εξαίρεση τα θέματα κρίσεων, τοποθετήσεων και μεταθέσεων προϊσταμένων υπηρεσιακών μονάδων του Σ.ΕΠ.Ε. υπάγονται στην αρμοδιότητα πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και αποτελείται από:
α. τον Ειδικό Γραμματέα, που προϊσταται του Σ.ΕΠ.Ε.. ως πρόεδρο,
β. δυο (2) Επιθεωρητές Εργασίας, Προϊσταμένους Διευθύνσεων, που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων,
γ. δυο (2) αιρετούς εκπροσώπους των εργαζόμενων στο Σ.ΕΠ.Ε..
Με την ίδια απόφαση ορίζεται γραμματέας του συμβουλίου αυτού, καθώς και τα αναπληρωματικά μέλη, εκτός των αιρετών.
Τα θέματα εισηγείται ο κατά τον ειδικό κανονισμό λειτουργίας του Σ.ΕΠ.Ε. Προϊστάμενος της αρμόδιας Διεύθυνσης.
3. Μέχρι τη συγκρότηση του παρόντος υπηρεσιακού συμβουλίου και κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού, το προσωπικό υπάγεται στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
4. Οι διοικητικές, αστυνομικές, λιμενικές αρχές, οι ^δικαστικές υπηρεσίες, οι δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και οι υπηρεσίες της αυτοδιοίκησης και των δύο βαθμών υποχρεούνται να παρέχουν κάθε αιτούμενη συνδρομή ιδιαίτερα με την παροχή στο Σ.ΕΠ.Ε. μηχανογραφικών στοιχείων και πληροφοριών, για τη διευκόλυνση της άσκησης των αρμοδιοτήτων του.
5. Το άρθρο 15 του ν. 2336/1995 (ΦΕΚ 189 Α) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
Οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 38 του ν. 2008/1992 (ΦΕΚ 16 Α) εφαρμόζονται και για τους Κοινωνικούς, Τεχνικούς και Υγειονομικούς Επιθεωρητές Εργασίας που υπηρετούν στο Σ.ΕΠ.Ε. και μετακινούνται για τη διενέργεια επιθεωρήσεων, ελέγχων, μετρήσεων εργασιακών παραγόντων και τη διερεύνηση των εργατικών ατυχημάτων. Ως προς τον τρόπο καταβολής εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 35 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 90 Α')."
6. Οι υπάλληλοι του Σ.ΕΠ.Ε. τηρούν το απόρρητο των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν στη γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ακόμη και μετά την αποχώρησή τους από αυτό. Τηρούν επίσης απόρρητες τις πηγές από τις οποίες περιήλθαν στη γνώση τους καταγγελίες ή παράπονα.
7. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι δυνατόν να ανατίθενται σε υπαλλήλους της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αρμοδιότητες παροχής συνδρομής στις υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε. για τη διενέργεια ή την εν γένει εκπλήρωση της αποστολής του.
Οι ως άνω υπάλληλοι έχουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του προσωπικού του Σ.ΕΠ.Ε. κατά το διάστημα που ασκούν τα εν λόγω καθήκοντα.
8. Η παράγραφος 13 του άρθρου 6 του ν. 2519/1997 (ΦΕΚ 165 Α) εφαρμόζεται και για το προσωπικό των κλάδων ΠΕ Ιατρών, ΠΕ Ιατρών Ειδικοτήτων, ΠΕ Ιατρών Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε..
1. Το προσωπικό του Σ.ΕΠ.Ε. εκπαιδεύεται αρχικά κατά την είσοδό του σε αυτό και στη συνέχεια κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Τα προγράμματα εκπαίδευσης καταρτίζονται από τον Ειδικό Γραμματέα, μετά από γνώμη του Συμβουλίου Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 13 του νόμου αυτού.
2. Η εκπαίδευση και η συνεχιζόμενη κατάρτιση του προσωπικού του Σ.ΕΠ.Ε. μπορεί να πραγματοποιείται σε συνεργασία και με το Ινστιτούτο Επιμόρφωσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης. Το προσωπικό του Σ.ΕΠ.Ε. μπορεί να αποστέλλεται για εκπαίδευση σε σχολές ή κέντρα εκπαίδευσης του ιδιωτικού ή δημόσιου τομέα του εσωτερικού ή εξωτερικού ανάλογα με τις ειδικές ανάγκες της αποστολής του. Τα ανωτέρω θέματα ρυθμίζονται με απόφαση του Ειδικού Γραμματέα.
3. Η αρχική εκπαίδευση, θεωρητική και πρακτική, πριν αναλάβει ο υπάλληλος καθήκοντα Επιθεωρητή Εργασίας και ενταχθεί στο Σ.ΕΠ.Ε., δεν μπορεί να είναι μικρότερη από έξι (6) μήνες.
4. Η αρχική εκπαίδευση δεν είναι απαραίτητη για όσους τοποθετούνται στο Σ.ΕΠ.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφοι 3 και 4, κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού.
1. Συνιστάται στο Σ.ΕΠ.Ε. υπηρεσία Ειδικών Επιθεωρητών Εργασίας, που υπάγεται στον Προϊστάμενο του Σώματος Ειδικό Γραμματέα.
Στην υπηρεσία αυτή συνιστώνται πέντε (5) οργανικές θέσεις Προϊσταμένων Διεύθυνσης και πέντε (5) οργανικές θέσεις Προϊσταμένων Τμημάτων, οι οποίες κατανέμονται αντίστοιχα ανά τρεις (3) για Κοινωνικούς Επιθεωρητές Εργασίας και ανά δύο (2) για Τεχνικούς ή Υγειονομικούς Επιθεωρητές Εργασίας.
2. Αρμοδιότητα της υπηρεσίας είναι:
α. η διενέργεια τακτικών ελέγχων της λειτουργίας των επί μέρους υπηρεσιών του Σ.ΕΠ.Ε. και η υποβολή στον Ειδικό Γραμματέα σχετικών αναφορών για τη βελτίωση του παρεχόμενου έργου,
β. η διενέργεια ελέγχων σε χώρους εργασίας σε οποιοδήποτε μέρος της ελληνικής επικράτειας και η υποβολή του σχετικού πορίσματος και
γ. η εκτέλεση κάθε άλλου έργου που τους ανατίθεται από τον Ειδικό Γραμματέα και έχει σχέση με την οργάνωση και λειτουργία του Σ.ΕΠ.Ε..
3. Οι Ειδικοί Επιθεωρητές Εργασίας ασκούν όλες τις αρμοδιότητες και έχουν όλα τα καθήκοντα, υποχρεώσεις και δικαιώματα των υπαλλήλων του Σ.ΕΠ.Ε..
1. Η ετήσια έκθεση πεπραγμένων του Σ.ΕΠ.Ε. υποβάλλεται από τον Ειδικό Γραμματέα, μέσα στο πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους, στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος αποφασίζει τη δημοσίευσή της.
2. Το Συμβούλιο Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Κ.Ε.Ε.Ε.) διατυπώνει γνώμη επί της εκθέσεως, πριν από τη δημοσίευσή της.
3. Η ετήσια έκθεση πεπραγμένων του Σ.ΕΠ.Ε. κοινοποιείται στις πλέον αντιπροσωπευτικές οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων, καθώς και στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
1. Συνιστάται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων το Συμβούλιο Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Κ.Ε.Ε.Ε.), αρμόδιο να γνωμοδοτεί σε θέματα λειτουργίας και δράσης του Σ.ΕΠ.Ε.. Το Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. λειτουργεί στα πλαίσια του Α.Σ.Ε. και συγκροτείται από:
α. τον Ειδικό Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που προϊσταται του Σ.ΕΠ.Ε., ως πρόεδρο, ο οποίος αναπληρώνεται, σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας, από τον Επιθεωρητή Εργασίας,
β. έναν (1) Επιθεωρητή Εργασίας, ο οποίος αναπληρώνεται, επίσης, από Επιθεωρητή Εργασίας,
γ. έναν (1) εκπρόσωπο της Ένωσης Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδας (Ε.Ν.Α.Ε), που υποδεικνύεται από αυτή,
δ. δύο (2) εκπροσώπους της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.) και έναν (1) της Ανωτάτης Διοίκησης Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων (Α.Δ.Ε.Δ.Υ), που υποδεικνύονται από τις οργανώσεις αυτές,
ε. τρεις (3) εκπροσώπους εργοδοτικών οργανώσεων και ειδικότερα έναν από το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), έναν από την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.) και έναν από τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.), που υποδεικνύονται από τις οργανώσεις αυτές,
στ. έναν (1) εκπρόσωπο των εργαζομένων στο Σ.ΕΠ.Ε., που υποδεικνύεται από την αντίστοιχη συνδικαλιστική οργάνωση.
Ο διορισμός των μελών και των αναπληρωτών τους, οι οποίοι για τα υπό στοιχ. γ- έως και στ μέλη υποδεικνύονται από τους αντίστοιχους φορείς, γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εφαρμόζονται δε ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν. 2336/1995 (ΦΕΚ 189 Α').
2. Αρμοδιότητες του Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. είναι:
α. Η διατύπωση γνώμης σχετικά με τον προγραμματισμό της δράσης και την εν γένει λειτουργία του Σ.ΕΠ.Ε. σε εθνικό επίπεδο, καθώς και των προγραμμάτων εκπαίδευσης του προσωπικού του.
β. Η διατύπωση γνώμης επί της ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων του Σ.ΕΠ.Ε..
γ. Η εισήγηση προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για την έκδοση νόμων και κανονιστικών πράξεων, με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας του Σ.ΕΠ.Ε. και την εξασφάλιση της ποιότητας των παρεχόμενων από αυτό υπηρεσιών.
Στο Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. συμμετέχουν ως εισηγητές οι προϊστάμενοι των αρμόδιων υπηρεσιών του Σ.ΕΠ.Ε. ή άλλων υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και κατά περίπτωση άλλοι εισηγητές από τους συμμετέχοντες φορείς.
Στις συνεδριάσεις του Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. μπορούν να συμμετέχουν χωρίς ψήφο, ύστερα από πρόσκληση του προέδρου, εκπρόσωποι επιστημονικών οργανώσεων, καθώς και ειδικοί επιστήμονες.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ρυθμίζονται τα θέματα των συνεδριάσεων, της λήψης αποφάσεων, της γραμματειακής υποστήριξης και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εύρυθμη λειτουργία του Σ.Κ.Ε.Ε.Ε..
3. Σε κάθε Διοικητική Περιφέρεια συνιστάται Περιφερειακή Επιτροπή Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Π.Ε.Κ.Ε.Ε.Ε.), η οποία είναι γνωμοδοτικό όργανο
για τη λειτουργία και δράση του Σ.ΕΠ.Ε. στην Περιφέρεια και συγκροτείται από:
α. το Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας ως πρόεδρο, ο οποίος αναπληρώνεται σε περίπτωση κωλύματος από το νόμιμο αναπληρωτή του,
β. τον προϊστάμενο της υπηρεσίας του Σ.ΕΠ.Ε. στην έδρα της Περιφέρειας ή το νόμιμο αναπληρωτή του.
γ. έναν (1) εκπρόσωπο της Ε.Ν.Α.Ε. στην Περιφέρεια ή τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύονται από αυτή,
δ. έναν (1) εκπρόσωπο του εργατικού κέντρου της έδρας της Περιφέρειας ή τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύονται με απόφαση της διοίκησής του,
ε. έναν (1) εκπρόσωπο της πλέον αντιπροσωπευτικής εργοδοτικής οργάνωσης από τη βιομηχανία, τη βιοτεχνία και το εμπόριο, της έδρας της Περιφέρειας ή τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύονται με απόφαση της διοίκησής της.
Εισηγητές ορίζονται κατά περίπτωση και ανάλογα με τα συζητούμενα θέματα Κοινωνικοί ή Τεχνικοί ή Υγειονομικοί Επιθεωρητές Εργασίας ή εκπρόσωποι των συμμετεχόντων φορέων.
Ο διορισμός των μελών γίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας και εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν. 2336/1995 (ΦΕΚ 189 Α).
4. Αρμοδιότητα του Π.Ε.Κ.Ε.Ε.Ε. είναι:
α. η διατύπωση γνώμης σχετικά με τον προγραμματισμό της δράσης και την εν γένει λειτουργία του Σ.ΕΠ.Ε. στην Περιφέρεια,
β. η διατύπωση γνώμης επί της ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων του Σ.ΕΠ.Ε. στην Περιφέρεια.
Στις συνεδριάσεις της Επιτροπής μπορούν να συμμετέχουν χωρίς ψήφο, ύστερα από πρόσκληση του προέδρου της, εκπρόσωποι επιστημονικών οργανώσεων και ειδικοί επιστήμονες.
Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας ρυθμίζονται τα θέματα των συνεδριάσεων, της λήψης αποφάσεων, της γραμματειακής υποστήριξης και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εύρυθμη λειτουργία της Π.Ε.Κ.Ε.Ε.Ε..
1. Το προσωπικό του Σ.ΕΠ.Ε. εφοδιάζεται με ειδική υπηρεσιακή ταυτότητα, για τη διευκόλυνση του έργου του.
2. Οι κατά τόπους υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε. δεν περιλαμβάνονται στα οργανογράμματα των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων και των Περιφερειών. Οι υπηρεσίες αυτές στεγάζονται σε κτίρια δημόσιων υπηρεσιών ή δημόσιων οργανισμών ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης ή περιφερειακής διοίκησης, που ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Σε περίπτωση αδυναμίας στέγασης οι υπηρεσίες στεγάζονται σε ιδιωτικά οικήματα, τα οποία μισθώνονται για το σκοπό αυτόν.
3. Οι αναγκαίες πιστώσεις για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών του Σ.ΕΠ.Ε. εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων υπό ίδιο φορέα, που θα καθορισθεί από rnv αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών.
4. Μέχρις ότου καλυφθούν οι ανάγκες στέγασης και λειτουργίας του Σ.ΕΠ.Ε., οι υπηρεσίες εξακολουθούν να στεγάζονται στα κτίρια που σήμερα στεγάζονται οι Επιθεωρήσεις Εργασίας και τα Κέντρα Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου και να χρησιμοποιούν την υλικοτεχνική υποδομή, τον εξοπλισμό, καθώς και τα υπηρεσιακά αυτοκίνητα.
Στην αρμοδιότητα των νομαρχών ανήκουν:
1. Η χορήγηση άδειας εργασίας σε αλλοδαπούς, προκειμένου να απασχοληθούν στην περιφέρεια ενός νομού (άρθρα 21, 22 και 23 του ν. 1975/1991, κ.υ.α. 4803/13/1992, π.δ. 95/1993).
2. Η επέκταση της δικαιοδοσίας των Επιτροπών Ρύθμισης Φορτοεκφορτώσεων Ξηράς (Ε.Ρ.Φ.Ξ.) μέχρι τα όρια της δικαιοδοσίας της οικείας Επιθεώρησης Εργασίας, καθώς και η επέκταση των διατάξεων περί φορτοεκφορτωτικών εργασιών σε δήμους (άρθρα 8 και 9 παράγραφος 1 του ν.δ. 1254/1949, άρθρο 3 του ν. 4504/1966, β.δ. 193/1972, π.δ. 95/1993).
3. Η κύρωση εσωτερικών κανονισμών εργασίας επιχειρήσεων κατά τις διατάξεις του ν.δ. 3789/1957. Η έγκριση ή απόρριψη παραπόνων οργανώσεων εργαζομένων κατά διατάξεων κανονισμών εργασίας, βάσει της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν.δ. 3789/1957. Η επέκταση της υποχρέωσης κύρωσης εσωτερικών κανονισμών εργασίας και σε επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες, που απασχολούν προσωπικό κάτω των 70 και όχι κάτω των 40 προσώπων. Η εκδίκαση εφέσεων κατά ποινών, που επιβάλλονται στους εργαζόμενους με βάση τους κανονισμούς εργασίας που έχουν κυρωθεί κατά τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957 (ν.δ. 3789/1957, π.δ.. 369/1989, π.δ. 95/1993, β.δ. 179/1970).
4. Ο καθορισμός των ωρών έναρξης και λήξης της εργασίας των αρτεργατών (υ.α. 20023/19/1954, υ.α. 20023/33/1954, π.δ.. 95/1993).
5. Η επέκταση της τήρησης Ημερολογίου Μέτρων Ασφαλείας στις οικοδομές και σε πόλεις με πληθυσμό κάτω των 10.000 κατοίκων. Η επιβολή προστίμου σε εργοδότη που δεν συμμορφώθηκε προς τις υποδείξεις που του έγιναν νια την προστασία των εργαζομένων από τη χρήση βενζολίου. Η χορήγηση άδειας παρασκευής. εισαγωγής και γενικά εμπορίας διαλυτικών, αραιωτικών, διαβρωτικών, βερνικιών, νιτρογλυκερίνης και οξικής κυτταρίνης, καθώς και των βοηθητικών υλών που χρησιμοποιούνται σης βαφές (άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 1396/1983, π.δ. 95/1993, άρθρο 3 του ν. 61/1975, ν. 6011/1934, β.δ. 7/20.1.37, άρθρο 4 του ν. 2855/1954)
6. Η επιβολή της ποινής του προστίμου σε εργοδότες, βάσει εισηγήσεως της οικείας Συμβουλευτικής Επιτροπής (άρθρο 5 του ν.δ. 2656/1953, εδάφ. στ' παράγραφος 1 του άρθρου 1 του ν.δ. 763/1970).
7. Η συγκρότηση Συμβουλίων και Επιτροπών αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (π.δ. 369/1989, άρθρο 4 του α.ν. 539/1945, υ.α. 45265/1954).
8. Η μετάθεση της 24ωρης ανάπαυσης των μισθωτών γενικά των επιχειρήσεων θεάτρου από τη Δευτέρα, η εξαίρεση επιχειρήσεων, εκμεταλλεύσεων, υπηρεσιών ή εργασιών, γενικά από τις διατάξεις περί αναπαύσεως κατά Κυριακή και κατά ημέρες αργίας. Ο ορισμός και άλλων εορτών μέχρι πέντε το έτος ως ημερών υποχρεωτικής ή προαιρετικής αργίας. Η εξαίρεση από την εκ περιτροπής Κυριακή αργία των εστιατορίων, ζαχαροπλαστείων, καφενείων κ.λπ. που λειτουργούν ως εξοχικά. Η χορήγηση αναπληρωματικής ανάπαυσης των μισθωτών σε άλλη ημέρα εκτός από Κυριακή. Η επέκταση της ανάπαυσης σε ημέρα Κυριακή και σε ημέρες αργίας (παράγραφος 2 του άρθρου 11 του β.δ. 748/1966, β.δ. 179/1970, β.δ. 193/1972, παράγραφος 6 του άρθρου 7 του β.δ. 748/1966, παράγραφος 1 του άρθρου 6 του ν. 549/1977).
9. Ο καθορισμός των χρονικών ορίων λειτουργίας καταστημάτων φαρμακείων και επιχειρήσεων (άρθρο 23 του ν. 2224/1994, παράγραφος 1 του άρθρου 22 του ν. 1483/1984, παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 9 του ν. 1963/1991, παράγραφος 2 του άρθρου 3 του π.δ. 327/1992, ν.δ. 685/1948, β.δ. 748/1966, παράγραφος 2 του άρθρου 8 του ν.δ. 515/1970).
10. Η έγκριση ή απόρριψη των ομαδικών απολύσεων, που σχεδιάζονται από τον εργοδότη, καθώς και η παράταση των διαβουλεύσεων μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων (παράγραφος 3 του άρθρου 5 του ν. 1387/1983).
11. Η έκδοση απόφασης, όταν λόγω ειδικών κλιματολογικών συνθηκών καθυστερεί η έναρξη της τυροκομικής περιόδου, που να καθορίζει την έναρξη ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες της περιφέρειας του νομού, χωρίς να είναι δυνατό σε καμία περίπτωση να περάσει το 5μηνο (υ α. 30326/1967 και υ α. 94899/1967).
12. Η χορήγηση βιβλιαρίων υγείας στους εκδοροσφαγείς (β.δ. 575/1960).
1. Στον εργοδότη που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλεται, με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων:
α. Πρόστιμο, για καθεμία παράβαση, από πενήντα χιλιάδες (50 000) δραχμές μέχρι τρία εκατομμύρια (3.000.000) δραχμές.
β. Προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης για χρονικό διάστημα μέχρι τριών (3) ημερών. Επίσης με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορεί, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας, να επιβληθεί στον εργοδότη προσωρινή διακοπή της λειτουργίας για διάστημα μεγαλύτερο από τρεις (3) ημέρες ή και οριστική διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης.
2. Η πράξη επιβοlής προστίμου, κατά τα ανωτέρω, κοινοποιείται με απόδειξη στον παραβάτη και αποτελεί έσοδο του Δημοσίου.
Κατά της πράξης επιβολής προστίμου ασκείται προσφυγή ουσίας, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την κοινοποίησή της, ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Η προσφυγή είναι απαράδεκτη εάν δεν κοινοποιηθεί στην αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κατάθεσή της. Η άσκηση της προσφυγής έχει ανασταλτικό χαρακτήρα για το 80% του προστίμου.
Από την αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. βεβαιώνεται το 20% του επιβληθέντος προστίμου με την άσκηση της εμπρόθεσμης προσφυγής, το οποίο εισπράττεται από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) ως δημόσιο έσοδο.
Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορεί να ρυθμίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
3. Για την επιβολή των παραπάνω διοικητικών κυρώσεων συνεκτιμώνται η σοβαρότητα της παράβασης, η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων, οι παρόμοιες παραβάσεις για τις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις στο παρελθόν και ο βαθμός υπαιτιότητας.
4. Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων προσωρινής και οριστικής διακοπής γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.
5. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να αυξάνονται τα όρια του προβλεπόμενου από την παράγραφο 1 προστίμου.
6. Διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν ως διοικητική κύρωση το πρόστιμο κατά τρόπο διάφορο από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού καταργούνται, εκτός από τις διατάξεις που αφορούν την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν. Για το πρόστιμο που επιβάλλεται στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού.
1. Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, που αφορούν στους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας ή την αμοιβή ή την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
2. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν διαφορετική ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν.
1. Άνεργοι ηλικίας μέχρι 29 ετών καλύπτονται από την 1.1.1999 ασφαλιστικώς από το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) για τον κλάδο παροχών ασθένειας σε είδος.
Από την ασφάλιση αυτή εξαιρούνται οι νέοι που ασφαλίζονται:
α. από ίδιο δικαίωμα,
β. ως μέλη οικογένειας ασφαλισμένων, όπως αυτά προσδιορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1539/1985 (ΦΕΚ 64 Α) και
γ. νέοι που σπουδάζουν σε ανώτερα και ανώτατα
εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ελλάδας και του εξωτερικού.
2. Για την ασφάλιση των παραπάνω προσώπων καταβάλλεται από το Λογαριασμό για την Απασχόληση και την Επαγγελματική Κατάρτιση (Λ.A Ε.Κ.) στο Ι.Κ.Α. μηνιαία εισφορά που ανέρχεται σε ποσοστό 6,45% επί του εκάστοτε τεκμαρτού ημερομισθίου της 4ης ασφαλιστικής κλάσης του Ι.Κ Α..
3. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζονται τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την κάλυψη των άνεργων νέων, ο τρόπος απόδοσης της σχετικής εισφοράς από το Λ.Α.Ε.Κ. στο Ι.Κ.Α. και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου 1.
4. Η προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού κάλυψη για παροχές ασθένειας σε είδος διακόπτεται ευθύς ως ο άνεργος νέος ασφαλιστεί σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό.
1. Η Επιτροπή Διαχείρισης του Λογαριασμού για την Απασχόληση και την Επαγγελματική Κατάρτιση (Λ.Α.Ε.Κ.) μπορεί, για την υλοποίηση των σκοπών του, να συμβάλλεται με το Εθνικό Παρατηρητήριο Απασχόλησης ή με τα εκπαιδευτικά κέντρα των φορέων που συνυπογράφουν την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
2. Η επιχορήγηση που προβλέπεται από τη διάταξη της παραγράφου 10 του άρθρου 1 του ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188 Α) μπορεί να ανέρχεται, για όλους τους φορείς που προσδιορίζονται στην προαναφερόμενη διάταξη, μέχρι ποσοστού 15% επί του συνόλου των ετήσιων εισφορών που εισπράχθηκαν υπέρ του Λ.Α.Ε.Κ..
Με απόφαση της Επιτροπής Διαχείρισης του Λ.Α.Ε.Κ , η οποία εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑ.Ε.Δ), καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις καταβολής της ανωτέρω επιχορήγησης.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία εκδίδεται ύστερα από πρόταση της Επιτροπής Διαχείρισης του Λ.Α.Ε.Κ. εγκρινόμενη από το Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ., μπορεί να καθορίζονται:
α. η πραγματοποίηση και το ύψος των δαπανών για τη διενέργεια ελέγχων, που αφορούν την εκτέλεση προγραμμάτων κατάρτισης και απασχόλησης και την υποστήριξη αυτών,
β. ο αριθμός των υπαλλήλων του Ο.Α.Ε.Δ., που υποστηρίζουν τη λειτουργία της Επιτροπής, το ύψος της αμοιβής τους για την πρόσθετη απασχόλησή τους και ο τρόπος αποζημίωσής τους,
γ. το ύψος της αμοιβής των μελών της Επιτροπής, για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις της,
δ. δαπάνες για κάθε άλλη ενέργεια, αναγκαία για την υλοποίηση των σκοπών του Λ.Α.Ε.Κ..
Για την αντιμετώπιση των προαναφερόμενων δαπανών εγγράφεται κατ' έτος στον προϋπολογισμό του Ο.Α.Ε.Δ. ειδική πίστωση από έσοδο προερχόμενο από απόδοση ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%) επί του συνολικού ποσού των εισφορών υπέρ του Λ.Α.Ε.Κ. που εισπράχθηκαν το προηγούμενο έτος.
4 Από την έναρξη της ισχύος των διατάξεων του άρθρου αυτού καταργούνται οι ρυθμίσεις της διάταξης της παραγράφου 4 του άρθρου 10 του ν. 2336/1995 (ΦΕΚ 189 Α).
19§2. Η επιχορήγηση που προβλέπεται από τη διάταξη της παραγράφου 10 του άρθρου 1 του ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188 Α) μπορεί να ανέρχεται, για όλους τους φορείς που προσδιορίζονται στην προαναφερόμενη διάταξη, μέχρι ποσοστού 15% επί του συνόλου των ετήσιων εισφορών που εισπράχθηκαν υπέρ του Λ.Α.Ε.Κ..
Με απόφαση της Επιτροπής Διαχείρισης του Λ.Α.Ε.Κ , η οποία εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑ.Ε.Δ), καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις καταβολής της ανωτέρω επιχορήγησης.
21§6α. Η παράγραφος 10 του άρθρου 1 του ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188 Α) αντικαθίσταται ως εξής:
α) Από το ΛΑΕΚ επιχορηγούνται το Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας, το Εθνικό Κέντρο Πιστοποίησης Δομών Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ε.ΚΕ.ΠΙΣ), καθώς και τα εκπαιδευτικά κέντρα, τα οποία έχουν ιδρυθεί ή θα ιδρυθούν με την συμμετοχή ενός ή περισσοτέρων από τους φορείς που υπογράφουν την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
Η επιχορήγηση αυτή ανέρχεται για το Ε.ΚΕ.ΠΙΣ στο 8% επί του ποσοστού 15% που αντιστοιχεί στο σύνολο των ετήσιων εισφορών που εισπράχτηκαν υπέρ του Λ.Α.Ε.Κ..
Η παράγραφος 1 του άρθρου 5 του ν. 1483/1984 (ΦΕΚ 153 Α) αντικαθίσταται ως εξής:
Ί. Ο γονέας που έχει τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 και έχει συμπληρώσει ένα (1) χρόνο εργασίας στον ίδιο εργοδότη δικαιούται να λάβει γονική άδεια ανατροφής του παιδιού, στο χρονικό διάστημα από τη λήξη της άδειας μητρότητας μέχρις ότου το παιδί συμπληρώσει ηλικία τριών και μισό (3 1/2) ετών. Η άδεια αυτή είναι χωρίς αποδοχές, η διάρκειά της μπορεί να φθάσει τους τρεις και μισό (3 1/2) μήνες για κάθε γονέα και δίνεται από τον εργοδότη, με βάση τη σειρά προτεραιότητας των απασχολούμενων στην επιχείρηση για κάθε ημερολογιακό έτος.
Οι ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν και για τους απασχολούμενους στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.
Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, που γίνεται εξαιτίας της άσκησης του δικαιώματος για λήψη γονικής άδειας ανατροφής, είναι άκυρη.'
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από τις διατάξεις για τις οποίες ορίζεται διαφορετικά. Από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού καταργείται και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του νόμου αυτού ή κατά το μέρος που ρυθμίζει διαφορετικά θέματα ρυθμιζόμενα από αυτόν, εκτός αν από τις διατάξεις του νόμου αυτού ορίζεται διαφορετικά.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 1 Σεπτεμβρίου 1998
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΗΜ. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ |
ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ |
ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ Μ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ |
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Ε. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ |
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 2 Σεπτεμβρίου 1998
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΕΥΑΓ. ΠΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ