Σχετικά έγγραφα :
Κωδικοποιήθηκε από:
Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 41Α_2012 | 6.65 MB |
Η παρ. 2 του άρθρου 36 του ν. 3918/2011 (Α΄ 31) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Όλα τα φαρμακεία μπορούν να λειτουργούν κατά τις απογευματινές ώρες από Δευτέρα έως Παρασκευή, καθώς και το Σάββατο. Φαρμακοποιοί, οι οποίοι, κατόπιν επιλογής τους, επιθυμούν να εργαστούν πέραν του καθοριζόμενου ωραρίου, υποχρεούνται να το δηλώσουν στους οικείους φαρμακευτικούς συλλόγους και στον αρμόδιο Περιφερειάρχη μέχρι την 20ή Μαΐου και την 20ή Νοεμβρίου κάθε έτους, προκειμένου να λειτουργούν κατά το πρώτο ή το δεύτερο εξάμηνο κάθε έτους αντίστοιχα. Ο οικείος Περιφερειάρχης υποχρεούται να ανακοινώνει το σύνολο των δηλώσεων των φαρμακοποιών μέχρι τις 31 Μαΐου και 31 Οκτωβρίου αντίστοιχα, οι δε οικείοι φαρμακευτικοί σύλλογοι υποχρεούνται να αναφέρουν στους μηνιαίους πίνακες εφημεριών και τα φαρμακεία που λειτουργούν πέραν του νομίμου ωραρίου. Το διευρυμένο ωράριο θα συμπίπτει απόλυτα με αυτό των εφημεριών όπως το ορίζει ο οικείος φαρμακευτικός σύλλογος και θα πρέπει να τηρείται για όλο το χρονικό διάστημα που έχει δηλώσει ο φαρμακοποιός. Η μη τήρηση του διευρυμένου ωραρίου επιφέρει τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα νομοθεσία για τις εφημερίες κυρώσεις.
Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζεται κάθε τεχνική λεπτομέρεια εφαρμογής της παρούσας διάταξης.»
1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του ν. 1316/1983 (Α΄3) προστίθεται περίπτωση ζ΄ ως ακολούθως:
«ζ) Τη χορήγηση αδειών χονδρικής πώλησης φαρμάκων».
2. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ύστερα από πρόταση του Ε.Ο.Φ., σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 1316/1983, καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις χορήγησης των αδειών χονδρικής πώλησης φαρμάκων από τον Ε.Ο.Φ., η έναρξη ισχύος των σχετικών διατάξεων και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 27 του ν. 1316/1983 (Α΄ 3) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1.α. Τα εργοστάσια και εργαστήρια παραγωγής των προϊόντων των περιπτώσεων β΄, γ΄, δ΄, ε΄, στ΄, ζ΄, η΄ και θ΄ του άρθρου 2 παρ. 2 του παρόντος νόμου, διαθέτουν έναν υπεύθυνο παραγωγής και έναν υπεύθυνο ποιοτικού ελέγχου, πτυχιούχους Χημικούς ή Φαρμακοποιούς ή Ιατρούς ή Βιολόγους ή Κτηνιάτρους ή Χημικό Μηχανικό, απόφοιτους Πανεπιστημιακών Σχολών της Ελλάδας ή ισότιμων προς αυτές σχολών του εξωτερικού, με πλήρη απασχόληση.
β. Τα εργοστάσια και εργαστήρια παραγωγής των προϊόντων των περιπτώσεων α΄, ιβ΄, ιε΄ και ιζ΄ του άρθρου 2 παρ. 2 του παρόντος νόμου διαθέτουν έναν υπεύθυνο παραγωγής και έναν πτυχιούχο Χημικό ή Φαρμακοποιό ή Ιατρό ή Βιολόγο ή Κτηνίατρο ή Χημικό Μηχανικό, απόφοιτο Πανεπιστημιακών Σχολών της Ελλάδος ή ισότιμων προς αυτές σχολών του εξωτερικού, με πλήρη απασχόληση.
γ. Τα εργοστάσια και εργαστήρια παραγωγής των προϊόντων των περιπτώσεων ι΄, ια΄, ιγ΄, ιδ΄ και ιστ΄ του
άρθρου 2 παρ. 2 του παρόντος νόμου διαθέτουν ένα υπεύθυνο πρόσωπο, είτε με σύμβαση εργασίας πλήρους ή μερικής απασχόλησης είτε με σύμβαση έργου, υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζεται η δυνατότητα ορθής και επαρκούς άσκησης των καθηκόντων του. Το υπεύθυνο πρόσωπο πρέπει να είναι πτυχιούχος Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι. ή να διαθέτει ισότιμο αναγνωρισμένο πτυχίο του εξωτερικού, με ειδικότητα ανάλογη προς τα παραγόμενα προϊόντα, ώστε να είναι σε θέση να εφαρμόζει τις προδιαγραφές των προϊόντων, σύμφωνα με τη νομοθεσία που διέπει την αντίστοιχη κατηγορία προϊόντων.»
1. Για τη βελτίωση του δικαιώματος των εργαζομένων για ενημέρωση και διαβούλευση σε κοινοτικής κλίμακας επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων και σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2009/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Μαΐου 2009 (EE L 122/28/16.5.2009) «για τη θέσπιση ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή διαδικασίας σε επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας με σκοπό να ενημερώνονται οι εργαζόμενοι και να ζητείται η γνώμη τους», σε κάθε επιχείρηση ή όμιλο επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας συνιστάται ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων (ΕΣΕ) ή θεσπίζεται διαδικασία για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς, σύμφωνα με τους όρους του παρόντος νόμου. Οι ρυθμίσεις για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς θεσμοθετούνται και εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητά τους και να διευκολύνεται η αποτελεσματική λήψη αποφάσεων της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων.
Όταν όμιλος επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, κατά την έννοια του άρθρου 51 παράγραφος 1 περίπτωση γ΄, περιλαμβάνει μία ή περισσότερες επιχειρήσεις ή ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, κατά την έννοια του άρθρου 51 παράγραφος 1 περιπτώσεις α΄ ή γ΄, η σύσταση του ΕΣΕ γίνεται στο επίπεδο του ομίλου, εκτός αν οι συμφωνίες, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 56, ορίζουν διαφορετικά.
2. Η ενημέρωση των εργαζομένων και η διαβούλευση με αυτούς πραγματοποιούνται στο κατάλληλο διευθυντικό επίπεδο και επίπεδο εκπροσώπησης σε συνάρτηση με το εκάστοτε θέμα. Προς το σκοπό αυτόν, η αρμοδιότητα του ΕΣΕ και το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας ενημέρωσης των εργαζομένων και διαβούλευσης με αυτούς, που διέπονται από τον παρόντα νόμο, περιορίζονται σε διακρατικά ζητήματα.
3. Διακρατικά θεωρούνται τα ζητήματα που αφορούν το σύνολο της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας ή τουλάχιστον δύο επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις της επιχείρησης ή του ομίλου, που βρίσκονται σε δύο διαφορετικά κράτη - μέλη.
1. Εφόσον οι συμφωνίες, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 56, δεν προβλέπουν ευρύτερο πεδίο εφαρμογής, οι εξουσίες και οι αρμοδιότητες των ευρωπαϊκών συμβουλίων εργαζομένων και η έκταση των διαδικασιών για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς, οι οποίες θεσπίζονται για την υλοποίηση του στόχου της παραγράφου 1 του άρθρου 49 αφορούν, για τις επιχειρήσεις κοινοτικής κλίμακας, όλες τις εγκαταστάσεις που βρίσκονται στα κράτη - μέλη, και για τους ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, όλες τις επιχειρήσεις μέλη του ομίλου που βρίσκονται στα κράτη - μέλη.
2. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται στα πληρώματα των εμπορικών πλοίων.
1. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, νοούνται ως:
α) «επιχείρηση κοινοτικής κλίμακας», κάθε επιχείρηση που απασχολεί κατ΄ ελάχιστον 1.000 εργαζόμενους στα κράτη – μέλη και κατ΄ ελάχιστον 150 εργαζόμενους σε κάθε ένα από δύο τουλάχιστον διαφορετικά κράτη – μέλη,
β) «όμιλος επιχειρήσεων», κάθε όμιλος που περιλαμβάνει ελέγχουσα και ελεγχόμενες επιχειρήσεις,
γ) «κοινοτικής κλίμακας όμιλος επιχειρήσεων», κάθε όμιλος επιχειρήσεων που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(αα) απασχολεί κατ΄ ελάχιστον 1.000 εργαζόμενους στα κράτη - μέλη,
(ββ) έχει τουλάχιστον δύο επιχειρήσεις μέλη του ομίλου σε διαφορετικά κράτη - μέλη και
(γγ) τουλάχιστον μία επιχείρηση, μέλος του ομίλου, απασχολεί κατ΄ ελάχιστον 150 εργαζόμενους σε κράτος - μέλος και τουλάχιστον μία άλλη επιχείρηση, μέλος του ομίλου, απασχολεί κατ΄ ελάχιστον 150 εργαζόμενους σε άλλο κράτος – μέλος,
δ) «εκπρόσωποι των εργαζομένων», κατά σειρά προτεραιότητας: i) οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων, ii) τα συμβούλια των εργαζομένων που έχουν αναδειχθεί και λειτουργούν σε αυτές σύμφωνα με το ν. 1767/1988 «Συμβούλια Εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις – Κύρωση της 135 Διεθνούς Σύμβασης
Εργασίας» (Α΄ 63), και iii) οι εκπρόσωποι που εκλέγονται από τους εργαζόμενους με άμεση εκλογή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 1264/1982 «Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων» (Α΄ 79) και του άρθρου 4 του ν. 1767/1988,˙
ε) «κεντρική διοίκηση», η κεντρική διοίκηση της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή, για τους ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, της ελέγχουσας επιχείρησης,
στ) «ενημέρωση», η διαβίβαση στοιχείων από τον εργοδότη στους εκπροσώπους των εργαζομένων, προκειμένου αυτοί να κατατοπιστούν για το εκάστοτε θέμα και να το εξετάσουν. Η ενημέρωση πραγματοποιείται τον κατάλληλο χρόνο, με τον κατάλληλο τρόπο και το κατάλληλο περιεχόμενο, ώστε να μπορούν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να εξετάσουν σε βάθος τις πιθανές συνέπειες και, ενδεχομένως, να προετοιμάσουν τις διαβουλεύσεις με το αρμόδιο όργανο της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας,
ζ) «διαβούλευση», η καθιέρωση διαλόγου και ανταλλαγής απόψεων μεταξύ των εκπροσώπων των εργαζομένων και της κεντρικής διοίκησης ή οποιουδήποτε άλλου καταλληλότερου οργάνου διευθυντικού επιπέδου, σε χρόνο, με τρόπο και με περιεχόμενο που δίνουν τη δυνατότητα στους εκπροσώπους των εργαζομένων, με βάση τα στοιχεία που τους παρασχέθηκαν, να διατυπώνουν γνώμη για τα προτεινόμενα μέτρα, με τα οποία σχετίζεται η διαβούλευση, με κάθε επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της διοίκησης, και σε εύλογη προθεσμία, η οποία μπορεί να λαμβάνεται υπόψη από την επιχείρηση κοινοτικής κλίμακας ή τον όμιλο επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας,
η) «ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων» (ΕΣΕ), το συμβούλιο που συνιστάται σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 1 ή σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος Γ΄, με σκοπό την υλοποίηση της ενημέρωσης των εργαζομένων και της διαβούλευσης με αυτούς,
θ) «ειδική διαπραγματευτική ομάδα» (ΕΔΟ), η ομάδα που συνιστάται σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2, προκειμένου να διαπραγματευθεί με την κεντρική διοίκηση τη σύσταση ΕΣΕ ή τη θέσπιση διαδικασίας για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς, σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 1.
2. Ο κατώτατος αριθμός εργαζομένων καθορίζεται με βάση το μέσο αριθμό εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων με μερική απασχόληση, που έχουν απασχοληθεί στην επιχείρηση τα δύο τελευταία χρόνια.
1. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, ως «ελέγχουσα επιχείρηση» νοείται η επιχείρηση ενός ομίλου επιχειρήσεων, η οποία μπορεί να ασκεί δεσπόζουσα επιρροή σε μια άλλη επιχείρηση (ελεγχόμενη επιχείρηση), όπως στις περιπτώσεις δικαιωμάτων κυριότητας, χρηματοοικονομικής συμμετοχής ή άλλων δικαιωμάτων που προβλέπονται από το καταστατικό τους.
2. Η δυνατότητα άσκησης δεσπόζουσας επιρροής τεκμαίρεται, υπό την επιφύλαξη αποδείξεως του εναντίου, όταν μια επιχείρηση έναντι άλλης επιχείρησης αμέσως ή εμμέσως:
α) κατέχει την πλειοψηφία του καλυφθέντος κεφαλαίου της ελεγχόμενης επιχείρησης, ή
β) διαθέτει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου της ελεγχόμενης επιχείρησης, ή
γ) μπορεί να διορίζει περισσότερα από τα μισά μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή του διευθυντικού ή του εποπτικού οργάνου της επιχείρησης.
Σε περίπτωση σύγκρουσης νόμων κατά την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ανωτέρω τρεις (3) περιπτώσεις σε διαφορετικές επιχειρήσεις ενός ομίλου, τότε ως ελέγχουσα επιχείρηση θεωρείται η επιχείρηση η οποία υπάγεται στην περίπτωση γ΄, εκτός αν αποδειχθεί ότι άλλη
επιχείρηση ασκεί δεσπόζουσα επιρροή.
3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα δικαιώματα ψήφου και διορισμού που διαθέτει η ελέγχουσα επιχείρηση περιλαμβάνουν τα αντίστοιχα δικαιώματα οποιασδήποτε ελεγχόμενης επιχείρησης και οποιουδήποτε προσώπου ή οργανισμού που ενεργεί με το όνομά του, αλλά για λογαριασμό της ελέγχουσας επιχείρησης ή κάθε άλλης ελεγχόμενης επιχείρησης.
4. Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1 και 2, μία επιχείρηση δεν είναι «ελέγχουσα επιχείρηση» άλλης επιχείρησης, της οποίας κατέχει μετοχές, εφόσον πρόκειται για επιχείρηση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 3 παρ. 5 στοιχείο α΄ ή γ΄ του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων.
5. Η δεσπόζουσα επιρροή δεν τεκμαίρεται από μόνο το γεγονός ότι εντεταλμένο πρόσωπο ασκεί τα καθήκοντά του δυνάμει της νομοθεσίας κράτους - μέλους σχετικά με την εκκαθάριση, την πτώχευση, την αφερεγγυότητα, την παύση πληρωμών, τον πτωχευτικό συμβιβασμό ή άλλη ανάλογη διαδικασία.
6. Προκειμένου να κριθεί εάν επιχείρηση είναι ελέγχουσα επιχείρηση, εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους - μέλους στο οποίο υπόκειται η εν λόγω επιχείρηση. Εάν το δίκαιο που διέπει την επιχείρηση δεν είναι το δίκαιο κράτους - μέλους, το εφαρμοστέο δίκαιο είναι το δίκαιο του κράτους - μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο αντιπρόσωπός της ή, όταν δεν υπάρχει τέτοιος αντιπρόσωπος, το δίκαιο του κράτους - μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η κεντρική διοίκηση εκείνης της επιχείρησης του ομίλου, η οποία απασχολεί το μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων.
1. Για την υλοποίηση του στόχου του άρθρου 49 παράγραφος 1, η κεντρική διοίκηση αρχίζει τις διαπραγματεύσεις για τη σύσταση ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή τη θέσπιση διαδικασίας για την ενημέρωση και τη διαβούλευση:
α) με δική της πρωτοβουλία, ή
β) κατόπιν γραπτού αιτήματος τουλάχιστον 100 εργαζομένων ή των εκπροσώπων τους, οι οποίοι υπάγονται τουλάχιστον σε δύο επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις που βρίσκονται σε δύο τουλάχιστον διαφορετικά κράτη - μέλη.
Η αίτηση μπορεί να υποβάλλεται από τους ενδιαφερομένους, από κοινού ή χωριστά, προς την κεντρική διοίκηση και τα καταστήματα στα οποία αυτοί ανήκουν.
2. Προς τούτο, συνιστάται ειδική διαπραγματευτική ομάδα (ΕΔΟ) με τον εξής τρόπο:
α) Τα μέλη της ΕΔΟ εκλέγονται ή ορίζονται κατ' αναλογία προς τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνται σε κάθε κράτος - μέλος από την επιχείρηση κοινοτικής κλίμακας ή τον όμιλο επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, κατανέμοντας σε κάθε κράτος - μέλος μια έδρα ανά μερίδα εργαζομένων, οι οποίοι απασχολούνται σε αυτό το κράτος - μέλος ίση με το 10 % του αριθμού των εργαζομένων που απασχολούνται στο σύνολο των κρατών - μελών ή κλάσμα της εν λόγω μερίδας.
β) Η κεντρική διοίκηση και οι τοπικές διοικήσεις, καθώς και οι αρμόδιες ευρωπαϊκές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών ενημερώνονται για τη σύνθεση της ΕΔΟ και για την έναρξη των διαπραγματεύσεων.
1. Η ειδική διαπραγματευτική ομάδα (ΕΔΟ) είναι υπεύθυνη μαζί με την κεντρική διοίκηση, να καθορίζουν, με γραπτή συμφωνία, το πεδίο δράσης, τη σύνθεση, τα καθήκοντα και τη διάρκεια της θητείας του ή των ευρωπαϊκών συμβουλίων εργαζομένων ή τις ρυθμίσεις της διαδικασίας για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς.
2. Προκειμένου να συναφθεί η συμφωνία του άρθρου 56, η κεντρική διοίκηση συγκαλεί σε συνεδρίαση την Ε¬ΔΟ και ενημερώνει τις τοπικές διευθύνσεις σχετικά.
Πριν και μετά από κάθε συνεδρίαση με την κεντρική διοίκηση, η ΕΔΟ έχει το δικαίωμα να συνεδριάζει, με τα απαραίτητα μέσα για την επικοινωνία των μελών της, χωρίς την παρουσία των εκπροσώπων της κεντρικής διοίκησης.
Για τους σκοπούς των διαπραγματεύσεων, η ΕΔΟ μπορεί να επικουρείται στο έργο της από εμπειρογνώμονες της επιλογής της, στους οποίους είναι δυνατόν να συμπεριλαμβάνονται εκπρόσωποι των αρμόδιων αναγνωρισμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων κοινοτικού επιπέδου. Οι εμπειρογνώμονες και οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι μπορούν να παρευρίσκονται, με συμβουλευτική ιδιότητα, στις συνεδριάσεις των διαπραγματεύσεων, κατόπιν αιτήματος της ΕΔΟ.
3. Η ΕΔΟ με πλειοψηφία των δύο τρίτων τουλάχιστον των ψήφων μπορεί να αποφασίσει να μην αρχίσει διαπραγματεύσεις ή να μην συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονται ήδη.
Η ανωτέρω απόφαση τερματίζει τη διαδικασία για τη σύναψη της συμφωνίας που προβλέπεται στο άρθρο 56. Οταν λαμβάνεται η απόφαση αυτή, οι διατάξεις του Τμήματος Γ' δεν εφαρμόζονται.
Νέο αίτημα σύγκλησης της ΕΔΟ μπορεί να υποβάλλεται το νωρίτερο δύο έτη από την προαναφερθείσα απόφαση, εκτός εάν τα ενδιαφερόμενο μέρη ορίσουν συντομότερη προθεσμία.
4. Η κεντρική διοίκηση αναλαμβάνει τις δαπάνες σχετικά με τις διαπραγματεύσεις κατά τις παραγράφους 1 και 2, έτσι ώστε η ΕΔΟ να μπορεί να εκπληρώνει την αποστολή της με τον κατάλληλο τρόπο.
1. Η κεντρική διοίκηση και η ειδική διαπραγματευτική ομάδα (ΕΔΟ) πρέπει να διαπραγματεύονται με πνεύμα συνεργασίας και με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τις λεπτομέρειες της υλοποίησης της ενημέρωσης των εργαζομένων και της διαβούλευσης με αυτούς, που προβλέπονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου.
2. Με την επιφύλαξη της αυτονομίας των μερών, η συμφωνία κατά την παράγραφο 1, μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και της ΕΔΟ, διατυπώνεται γραπτώς και περιέχει:
α) τις επιχειρήσεις μέλη του κοινοτικής κλίμακας ομίλου επιχειρήσεων ή τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας, τις οποίες αφορά η συμφωνία,
β) τη σύνθεση του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων (ΕΣΕ), τον αριθμό των μελών, την κατανομή των εδρών, λαμβανομένης υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, της ανάγκης ισόρροπης εκπροσώπησης των εργαζομένων κατά δραστηριότητα, κατηγορία εργαζομένων και φύλο, και τη διάρκεια της θητείας,
γ) τα καθήκοντα του ΕΣΕ και τη διαδικασία για την ενημέρωσή του και τη διαβούλευση με αυτό, καθώς και τις ρυθμίσεις για τη διασύνδεση της ενημέρωσης και διαβούλευσης του ΕΣΕ και της ενημέρωσης και διαβούλευσης των εθνικών οργάνων εκπροσώπησης των εργαζομένων, τηρουμένων των αρχών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 49 παράγραφος 2, ’
δ) τον τόπο, τη συχνότητα και τη διάρκεια των συνεδριάσεων του ΕΣΕ, ’
ε) ενδεχομένως, τη σύνθεση, τη διαδικασία διορισμού, τα καθήκοντα και τους κανόνες λειτουργίας της επιτροπής περιορισμένης σύνθεσης, που συνιστάται στο πλαίσιο του ΕΣΕ,'
στ) τους οικονομικούς πόρους και τα υλικά μέσα που διατίθενται στο ΕΣΕ,
ζ) την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας και τη διάρκειά της, τους όρους με τους οποίους μπορεί να τροποποιηθεί η συμφωνία ή να καταγγελθεί, καθώς και τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να γίνεται επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας και τη διαδικασία για την επαναδιαπραγμάτευσή της, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, και των περιπτώσεων κατά τις οποίες επέρχονται τροποποιήσεις στη δομή της κοινοτικής κλίμακας επιχείρησης ή ομίλου επιχειρήσεων.
3. Η κεντρική διοίκηση και η ΕΔΟ μπορούν να αποφασίζουν γραπτώς αντί της θέσπισης ΕΣΕ, τη θέσπιση μίας ή περισσότερων διαδικασιών ενημέρωσης και διαβούλευσης.
Η συμφωνία πρέπει να προβλέπει τη διαδικασία, σύμφωνα με την οποία οι εκπρόσωποι των εργαζομένων έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται, προκειμένου να προβούν σε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τις πληροφορίες που τους ανακοινώνονται. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν ιδίως τα διακρατικά θέματα, τα οποία επηρεάζουν σημαντικά τα συμφέροντα των εργαζομένων.
4. Οι συμφωνίες, κατά τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, δεν υπόκεινται, εκτός αντίθετων διατάξεων των εν λόγω συμφωνιών, στις διατάξεις του Τμήματος Γ' και ισχύουν από την ημερομηνία που προτείνουν τα συμβαλλόμενα μέρη.
5. Για τους σκοπούς της σύναψης των συμφωνιών κατά τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, η Ε¬ΔΟ αποφασίζει με πλειοψηφία των μελών της.
1. Η κεντρική διοίκηση και η ειδική διαπραγματευτική ομάδα (ΕΔΟ) πρέπει να διαπραγματεύονται με πνεύμα συνεργασίας και με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τις λεπτομέρειες της υλοποίησης της ενημέρωσης των εργαζομένων και της διαβούλευσης με αυτούς, που προβλέπονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου.
2. Με την επιφύλαξη της αυτονομίας των μερών, η συμφωνία κατά την παράγραφο 1, μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και της ΕΔΟ, διατυπώνεται γραπτώς και περιέχει:
α) τις επιχειρήσεις μέλη του κοινοτικής κλίμακας ομίλου επιχειρήσεων ή τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας, τις οποίες αφορά η συμφωνία,
β) τη σύνθεση του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων (ΕΣΕ), τον αριθμό των μελών, την κατανομή των εδρών, λαμβανομένης υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, της ανάγκης ισόρροπης εκπροσώπησης των εργαζομένων κατά δραστηριότητα, κατηγορία εργαζομένων και φύλο, και τη διάρκεια της θητείας,
γ) τα καθήκοντα του ΕΣΕ και τη διαδικασία για την ενημέρωσή του και τη διαβούλευση με αυτό, καθώς και τις ρυθμίσεις για τη διασύνδεση της ενημέρωσης και διαβούλευσης του ΕΣΕ και της ενημέρωσης και διαβούλευσης των εθνικών οργάνων εκπροσώπησης των εργαζομένων, τηρουμένων των αρχών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 49 παράγραφος 2, ’
δ) τον τόπο, τη συχνότητα και τη διάρκεια των συνεδριάσεων του ΕΣΕ, ’
ε) ενδεχομένως, τη σύνθεση, τη διαδικασία διορισμού, τα καθήκοντα και τους κανόνες λειτουργίας της επιτροπής περιορισμένης σύνθεσης, που συνιστάται στο πλαίσιο του ΕΣΕ,'
στ) τους οικονομικούς πόρους και τα υλικά μέσα που διατίθενται στο ΕΣΕ,
ζ) την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας και τη διάρκειά της, τους όρους με τους οποίους μπορεί να τροποποιηθεί η συμφωνία ή να καταγγελθεί, καθώς και τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να γίνεται επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας και τη διαδικασία για την επαναδιαπραγμάτευσή της, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, και των περιπτώσεων κατά τις οποίες επέρχονται τροποποιήσεις στη δομή της κοινοτικής κλίμακας επιχείρησης ή ομίλου επιχειρήσεων.
3. Η κεντρική διοίκηση και η ΕΔΟ μπορούν να αποφασίζουν γραπτώς αντί της θέσπισης ΕΣΕ, τη θέσπιση μίας ή περισσότερων διαδικασιών ενημέρωσης και διαβούλευσης.
Η συμφωνία πρέπει να προβλέπει τη διαδικασία, σύμφωνα με την οποία οι εκπρόσωποι των εργαζομένων έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται, προκειμένου να προβούν σε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τις πληροφορίες που τους ανακοινώνονται. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν ιδίως τα διακρατικά θέματα, τα οποία επηρεάζουν σημαντικά τα συμφέροντα των εργαζομένων.
4. Οι συμφωνίες, κατά τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, δεν υπόκεινται, εκτός αντίθετων διατάξεων των εν λόγω συμφωνιών, στις διατάξεις του Τμήματος Γ' και ισχύουν από την ημερομηνία που προτείνουν τα συμβαλλόμενα μέρη.
5. Για τους σκοπούς της σύναψης των συμφωνιών κατά τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, η ΕΔΟ αποφασίζει με πλειοψηφία των μελών της.
Με βάση το προηγούμενο άρθρο, συνιστάται ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων το οποίο απαρτίζεται από εργαζόμενους της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή τον όμιλο επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, που εκλέγουν ή διορίζουν στους κόλπους τους οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ή, ελλείψει εκπροσώπων, το σύνολο των εργαζομένων.
1. Τα μέλη του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων (ΕΣΕ) εκλέγονται ή ορίζονται κατ' αναλογία προς τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνται σε κάθε κράτος - μέλος από την επιχείρηση κοινοτικής κλίμακας ή από τον όμιλο επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, με την εξής κατανομή για κάθε κράτος - μέλος: μια έδρα ανά μερίδα εργαζομένων που απασχολούνται σε αυτό το κράτος - μέλος, ίση με το 10% του αριθμού των εργαζομένων που απασχολούνται στο σύνολο των κρατών - μελών ή κλάσμα της εν λόγω μερίδας.
2. Το ΕΣΕ, για να εξασφαλίσει το συντονισμό των δραστηριοτήτων του, εκλέγει μεταξύ των μελών του επιτροπή περιορισμένης σύνθεσης που αριθμεί πέντε μέλη κατά μέγιστο όριο, στην οποία πρέπει να εξασφαλίζονται οι κατάλληλες συνθήκες για την άσκηση της δραστηριότητάς της σε τακτά διαστήματα.
3. Η κεντρική διοίκηση ή κάθε άλλο αρμόδιο όργανο διευθυντικού επιπέδου ενημερώνονται για τη σύνθεση του ΕΣΕ.
1. Το ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων (ΕΣΕ) καταρτίζει τον εσωτερικό του κανονισμό. Η αρμοδιότητά του καθορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 2.
2. Η ενημέρωσή του συνίσταται κυρίως, στη δομή, στη χρηματοοικονομική κατάσταση, στην πιθανή εξέλιξη των δραστηριοτήτων, στην παραγωγή και στις πωλήσεις της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας. Η ενημέρωση του ΕΣΕ και η διαβούλευση με αυτό αφορά κυρίως την κατάσταση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης, τις επενδύσεις, τις σημαντικές οργανωτικές αλλαγές, την εισαγωγή νέων μεθόδων εργασίας ή διαδικασιών παραγωγής, τις μεταφορές παραγωγής, τις συγχωνεύσεις, τη μείωση του μεγέθους ή την παύση λειτουργίας επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή σημαντικών τμημάτων τους και τις ομαδικές απολύσεις.
Η διαβούλευση πραγματοποιείται κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να μπορούν να συνεδριάζουν με την κεντρική διοίκηση και να λαμβάνουν αιτιολογημένη απάντηση σε κάθε γνώμη που ενδεχομένως διατυπώνουν.
3. Το ΕΣΕ έχει το δικαίωμα να συνεδριάζει με την κεντρική διοίκηση μια φορά κατ' έτος, προκειμένου να ενημερώνεται και να δίνει τη γνώμη του, με βάση έκθεση της κεντρικής διοίκησης, για την εξέλιξη των δραστηριοτήτων και τις προοπτικές της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας. Οι τοπικές διευθύνσεις ενημερώνονται σχετικά.
4. Η επιτροπή περιορισμένης σύνθεσης ή, εάν αυτή δεν υπάρχει, το ΕΣΕ πρέπει να ενημερώνεται για τις έκτακτες περιπτώσεις ή αποφάσεις που επηρεάζουν σημαντικά τα συμφέροντα των εργαζομένων, ιδίως δε σε περίπτωση μετεγκατάστασης, παύσης της λειτουργίας επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων ή σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων. Η ανωτέρω επιτροπή έχει το δικαίωμα να συνεδριάζει, μετά από αίτησή της, με την κεντρική διοίκηση ή οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο να λαμβάνει σχετικές αποφάσεις όργανο διευθυντικού επιπέδου στο πλαίσιο της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, προκειμένου να ενημερώνεται και να εκφέρει τη γνώμη του.
Όταν η συνεδρίαση διεξάγεται με την επιτροπή περιορισμένης σύνθεσης, δικαιούνται επίσης να συμμετέχουν τα μέλη του ΕΣΕ, τα οποία έχουν εκλεγεί ή ορισθεί από τις εγκαταστάσεις ή τις επιχειρήσεις, τις οποίες αφορούν άμεσα οι ανωτέρω έκτακτες περιπτώσεις ή αποφάσεις.
Η εν λόγω συνεδρίαση ενημέρωσης και διαβούλευσης πραγματοποιείται το ταχύτερο δυνατόν, με βάση την έκθεση που καταρτίζει η κεντρική διοίκηση ή οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο όργανο διευθυντικού επιπέδου της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας. Για την έκθεση αυτή μπορεί να διατυπώνεται γνώμη στο τέλος της συνεδρίασης ή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
Η συνεδρίαση δεν επηρεάζει τα προνόμια της κεντρικής διοίκησης.
Η ενημέρωση και η διαβούλευση που προβλέπονται για τις προαναφερόμενες περιπτώσεις διεξάγονται με την επιφύλαξη του άρθρου 49 παράγραφος 1 και του άρθρου 61 του παρόντος νόμου.
5. Το ΕΣΕ, τέσσερα (4) χρόνια μετά τη σύστασή του, εξετάζει εάν πρέπει να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της συμφωνίας στην οποία αναφέρεται το άρθρο 56 ή να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.
Τα άρθρα 56 και 57 εφαρμόζονται, κατ' αναλογία, εφόσον αποφασιστεί η διαπραγμάτευση συμφωνίας δυνάμει του άρθρου 56. Στην περίπτωση αυτή η ειδική διαπραγματευτική ομάδα αντικαθίσταται από το ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων.
1. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία της κεντρικής διοίκησης και των εκπροσώπων των εργαζομένων, όπως αναφέρεται στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ του άρθρου 57, στις συνεδριάσεις ενημέρωσης και διαβούλευσης προεδρεύει εκπρόσωπος των εργαζομένων. Πριν από κάθε συνάντηση με την κεντρική διοίκηση, το ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων (ΕΣΕ) ή η επιτροπή περιορισμένης σύνθεσης, του άρθρου 60 παράγραφος 4 εδάφιο δεύτερο, έχουν το δικαίωμα να συνεδριάζουν χωρίς να είναι παρούσα η διοίκηση.
2. Το ΕΣΕ ή η επιτροπή περιορισμένης σύνθεσης μπορεί να επικουρείται από εμπειρογνώμονες της επιλογής τους, στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Οι δαπάνες λειτουργίας του ΕΣΕ, της επιτροπής περιορισμένης σύνθεσης, καθώς και ενός εμπειρογνώμονα βαρύνουν την κεντρική διοίκηση.
Η κεντρική διοίκηση παρέχει στα μέλη του ΕΣΕ και της επιτροπής περιορισμένης σύνθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 55 παράγραφος 4, τους οικονομικούς πόρους και τα λοιπά υλικά μέσα που απαιτούνται για να εκπληρώνουν την αποστολή τους κατά το δέοντα τρόπο.
Ειδικότερα, η κεντρική διοίκηση αναλαμβάνει, εκτός αν έχει συμφωνηθεί άλλως, τα έξοδα διοργάνωσης συνεδριάσεων, τα έξοδα διερμηνείας, καθώς και τα έξοδα διαμονής και μετακίνησης των μελών του ΕΣΕ και της επιτροπής περιορισμένης σύνθεσης.
Tα μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας και του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων (ΕΣΕ), καθώς και οι εμπειρογνώμονες που τα επικουρούν, δεν επιτρέπεται να αποκαλύπτουν σε τρίτους τις πληροφορίες που τους ανακοινώθηκαν ρητά ως εμπιστευτικές, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφοι 4 και 5 του ν. 1767/1988.
Το ίδιο ισχύει και για τους εκπροσώπους των εργαζομένων στο πλαίσιο της διαδικασίας για την ενημέρωση και τη διαβούλευση.
Η υποχρέωση αυτή εξακολουθεί να υφίσταται, ανεξάρτητα από τον τόπο, όπου βρίσκονται τα πρόσωπα που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο, και μετά τη λήξη της θητείας τους.
Η κεντρική διοίκηση και το ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων εργάζονται με πνεύμα συνεργασίας και σέβονται αμοιβαία τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.
Το ίδιο ισχύει και για τη συνεργασία μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και των εκπροσώπων των εργαζομένων στο πλαίσιο της διαδικασίας για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς.
1. Τα μέλη του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων (ΕΣΕ), με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας άλλων οργάνων ή οργανώσεων να εκπροσωπούν εργαζομένους, πρέπει να έχουν τα απαραίτητα μέσα για να ασκούν τα δικαιώματα που απορρέουν από τον παρόντα νόμο και να εκπροσωπούν συλλογικά τα συμφέροντα των εργαζομένων της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας.
2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 62, τα μέλη του ΕΣΕ ενημερώνουν τους εκπροσώπους των εργαζομένων στις εγκαταστάσεις ή στις επιχειρήσεις του ομίλου κοινοτικής κλίμακας ή, εάν δεν υπάρχουν εκπρόσωποι, ενημερώνουν το σύνολο των εργαζομένων σχετικά με το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της διαδικασίας ενημέρωσης και διαβούλευσης, η οποία τίθεται σε εφαρμογή σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.
3. Τα μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας (ΕΔΟ), του ΕΣΕ και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο της διαδικασίας για την ενημέρωση και τη διαβούλευση του άρθρου 56 παράγραφος 3 απολαύουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, της αυτής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του ν. 1767/1988.
4. Οι εκπρόσωποι της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνουν άδεια μετ΄ αποδοχών από την επιχείρηση για το χρόνο συμμετοχής τους στις συνεδριάσεις ή σε συνέδρια που έχουν σχέση με τον παρόντα νόμο και διοργανώνονται από οργανισμό που ασκεί αναγνωρισμένο έργο ή τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση της χώρας. Οι εργαζόμενοι πρέπει να προσκομίσουν, απαραιτήτως, στον εργοδότη αποδεικτικά συμμετοχής στις συνεδριάσεις και στα συνέδρια για να τύχουν της σχετικής άδειας μετ΄ αποδοχών.
5. Στα μέλη του ΕΣΕ, προκειμένου να ενημερώσουν τους εργαζόμενους, χορηγείται άδεια με αποδοχές μέχρι δύο (2) ώρες την εβδομάδα, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) ημέρες συνολικά το χρόνο.
6. Στο βαθμό που είναι απαραίτητο για την άσκηση των καθηκόντων εκπροσώπησης σε διεθνές επίπεδο, παρέχεται επιμόρφωση με αποδοχές στα μέλη της ΕΔΟ και του ΕΣΕ.
Η διοίκηση των εγκαταστάσεων επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας και η διοίκηση των επιχειρήσεων, μελών του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, οι οποίες λειτουργούν στην Ελλάδα, καθώς και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων τους ή, κατά περίπτωση, οι εργαζόμενοί τους, πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπει ο παρών νόμος, ανεξάρτητα από το εάν η κεντρική διοίκηση βρίσκεται ή όχι στην Ελλάδα.
1. Η ενημέρωση του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων (ΕΣΕ) και η διαβούλευση με αυτό συνδέονται με τις αντίστοιχες διαδικασίες που εφαρμόζονται στα εθνικά όργανα εκπροσώπησης των εργαζομένων, στο πλαίσιο του σεβασμού των αρμοδιοτήτων και των τομέων δράσης κάθε φορέα και των αρχών οι οποίες προβλέπονται από το άρθρο 49 παράγραφος 2.
2. Οι ρυθμίσεις για τη σύνδεση της ενημέρωσης και της διαβούλευσης μεταξύ του ΕΣΕ και των εθνικών οργάνων εκπροσώπησης των εργαζομένων καθορίζονται με τη συμφωνία που προβλέπεται στο άρθρο 56. Η συμφωνία αυτή ισχύει με την επιφύλαξη των διατάξεων του εθνικού δικαίου ή της εθνικής πρακτικής σχετικά με την ενημέρωση και τη διαβούλευση των εργαζομένων, ιδίως του ν. 1387/1983 (Α΄110), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 21 του ν. 3488/2006 (Α΄191) και με το άρθρο 74 παρ. 1 του ν. 3863/2010 (Α΄115), του π.δ. 240/2006 (Α΄252) και του π.δ. 178/2002 (Α΄ 162).
3. Αν η συμφωνία δεν προβλέπει τις προαναφερθείσες ρυθμίσεις, η διαδικασία ενημέρωσης και διαβούλευσης γίνεται με το ΕΣΕ, καθώς και με τα εθνικά όργανα εκπροσώπησης των εργαζομένων, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες πρόκειται να ληφθούν αποφάσεις, οι οποίες ενδέχεται να επιφέρουν σοβαρές αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας ή στις συμβάσεις εργασίας.
4. Ο παρών νόμος δεν θίγει δικαιώματα των εργαζομένων σχετικά με την ενημέρωση και τη διαβούλευσή τους, τα οποία ήδη προβλέπονται στο ν. 1387/1983 (Α΄110), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 21 του ν. 3488/2006 (Α΄191) και με το άρθρο 74 παρ. 1 του ν. 3863/2010 (Α΄115), στο π.δ. 240/2006 (Α΄252) και στο π.δ. 178/2002 (Α΄162).
Όταν επέρχονται σοβαρές αλλαγές στη δομή της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας και είτε δεν περιέχονται στις ισχύουσες συμφωνίες σχετικές διατάξεις είτε υπάρχει σύγκρουση διατάξεων δύο ή περισσότερων ισχυουσών συμφωνιών, η κεντρική διοίκηση αρχίζει τις διαπραγματεύσεις κατά το άρθρο 54 με δική της πρωτοβουλία ή ύστερα από γραπτή αίτηση κατ' ελάχιστον 100 εργαζομένων ή των εκπροσώπων τους σε τουλάχιστον δύο επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις σε τουλάχιστον δύο διαφορετικά κράτη - μέλη.
Τουλάχιστον τρία μέλη του υφιστάμενου ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων (ΕΣΕ) ή καθενός από τα υφιστάμενα ΕΣΕ είναι μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας (ΕΔΟ) επιπλέον των μελών που εκλέγονται ή ορίζονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 54 παράγραφος 2.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, το υφιστάμενο ΕΣΕ ή τα υφιστάμενα ΕΣΕ συνεχίζουν να λειτουργούν σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της συμφωνίας, που εν όψει της νέας δομής της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας έχει συναφθεί μεταξύ των μελών του ΕΣΕ ή των ΕΣΕ και της κεντρικής διοίκησης.
1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 67, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα νόμο δεν εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις κοινοτικής κλίμακας ή ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας στις εξής περιπτώσεις:
α) όταν συμφωνία ή συμφωνίες, που ίσχυαν για όλους τους εργαζόμενους και προέβλεπαν διακρατική ενημέρωση και διακρατική διαβούλευση με αυτούς, έχουν συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1 του π.δ. 40/1997 (Α' 39) ή όταν τέτοιες συμφωνίες έχουν αναπροσαρμοσθεί λόγω μεταβολών στη δομή των επιχειρήσεων ή των ομίλων επιχειρήσεων ή
β) όταν συμφωνία που έχει συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 10 του π.δ. 40/1997 (Α’ 39), έχει υπογράφει ή αναθεωρηθεί στο χρονικό διάστημα μεταξύ 5ης Ιουνίου 2009 και 5ης Ιουνίου 2011.
Το ισχύον εθνικό δίκαιο, όταν η συμφωνία έχει υπογράφει ή αναθεωρηθεί, εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις ή ομίλους επιχειρήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο β' της παρούσας παραγράφου.
2. Κατά τη λήξη των συμφωνιών της παραγράφου 1 τα μέρη μπορούν να αποφασίσουν από κοινού την παράταση ή την αναθεώρησή τους. Εάν τούτο δεν συμβεί, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νόμου.
Για το σκοπό του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) «πολίτης τρίτης χώρας», κάθε πρόσωπο που δεν είναι πολίτης της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατά την έννοια του άρθρου 17 παράγραφος 1 της Συνθήκης και στερείται του κοινοτικού δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν,
β) «παράνομα διαμένων πολίτης τρίτης χώρας», ο πολίτης τρίτης χώρας που βρίσκεται στην Ελληνική Επικράτεια ο οποίος δεν πληροί ή δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις διαμονής σε αυτήν,
γ) «απασχόληση», η άσκηση δραστηριοτήτων που καλύπτουν οποιαδήποτε μορφή εργασίας ρυθμιζόμενη σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή σύμφωνα με καθιερωμένες πρακτικές για λογαριασμό ή υπό τη διεύθυνση ή/και την εποπτεία εργοδότη,
δ) «παράνομη απασχόληση», η απασχόληση παράνομα διαμένοντος πολίτη τρίτης χώρας,
ε) «εργοδότης», κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων προσωρινής απασχόλησης, για λογαριασμό ή υπό τη διεύθυνση ή/και την εποπτεία του οποίου λαμβάνει χώρα η απασχόληση,
στ) «υπεργολάβος», οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων στο οποίο ανατίθεται η εκτέλεση ενός μέρους ή του συνόλου των υποχρεώσεων προηγούμενης σύμβασης,
ζ) «νομικό πρόσωπο», κάθε νομική οντότητα που αναγνωρίζεται ως νομικό πρόσωπο βάσει του εφαρμοστέου ελληνικού δικαίου, πλην κρατών ή δημόσιων φορέων κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας, καθώς και διεθνών οργανισμών δημοσίου δικαίου,
η) «επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης», το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συνάπτει συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εξαρτημένης εργασίας με προσωρινά απασχολουμένους, με σκοπό να τους τοποθετεί σε έμμεσους εργοδότες για να εργασθούν προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή τους,
θ) «ιδιαίτερα καταχρηστικοί όροι εργασίας», όροι εργασίας, συμπεριλαμβανομένων όσων οφείλονται σε διακρίσεις λόγω φύλου ή άλλες διακρίσεις, οι οποίοι είναι κατάφωρα δυσανάλογοι προς τους όρους εργασίας των νόμιμα απασχολούμενων εργαζομένων, έχοντας επίπτωση, για παράδειγμα, στην υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων και προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια,
ι) «αποδοχές πολίτη τρίτης χώρας που διαμένει παράνομα», το ημερομίσθιο ή ο μισθός ή οποιοδήποτε άλλο αντάλλαγμα, σε μετρητά ή σε είδος, που λαμβάνει ο εργαζόμενος άμεσα ή έμμεσα, σε σχέση με την απασχόλησή του, από τον εργοδότη του, που ισοδυναμεί με τις απολαβές εργαζομένων παρόμοιου επιπέδου οι οποίοι εργάζονται με σχέση νόμιμης απασχόλησης.
1. Απαγορεύεται η απασχόληση παράνομα διαμενόντων πολιτών τρίτων χωρών.
2. Η παράβαση αυτής της απαγόρευσης υπόκειται στις κυρώσεις και τα μέτρα που ορίζονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
1. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, οι εργοδότες υποχρεούνται:
α) να αξιώνουν από τους πολίτες τρίτων χωρών την κατοχή και υποβολή σε αυτούς έγκυρης άδειας διαμονής ή άλλου έγκυρου τίτλου διαμονής για την ανάληψη της απασχόλησης,
β) να διατηρούν αντίγραφο της άδειας διαμονής ή άλλου τίτλου διαμονής στη διάθεση των αρμόδιων αρχών τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της περιόδου απασχόλησης, με σκοπό πιθανή επιθεώρηση,
γ) να ενημερώνουν αμελλητί τις κατά περίπτωση αρμόδιες Αρχές για την πρόσληψη και την έναρξη της απασχόλησης πολίτη τρίτης χώρας.
2. Οι εργοδότες που έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με την παράγραφο 1, δεν θεωρούνται υπεύθυνοι για την παραβίαση της απαγόρευσης που αναφέρεται στο άρθρο 79, εκτός εάν γνώριζαν ότι το έγγραφο που παρουσιάστηκε σαν έγκυρη άδεια ή τίτλος διαμονής ήταν πλαστογραφημένο ή παραποιημένο.
1. Ο εργοδότης που απασχολεί παράνομα διαμένοντα πολίτη τρίτης χώρας οφείλει:
α) να καταβάλει σε αυτόν όλες τις οφειλόμενες αμοιβές. Το συμφωνημένο επίπεδο αποδοχών θεωρείται ότι είναι τουλάχιστον ο ελάχιστος μισθός ή το ημερομίσθιο που προβλέπεται από τη νομοθεσία, τις κλαδικές, ομοιοεπαγγελματικές, επιχειρησιακές, σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική στους συγκεκριμένους επαγγελματικούς κλάδους ή στη συγκεκριμένη επιχείρηση, εκτός εάν ο εργοδότης ή ο εργαζόμενος αποδείξουν ότι οι οφειλόμενες αμοιβές ήταν διαφορετικές εντός των πλαισίων της ισχύουσας νομοθεσίας,
β) να καταβάλει στους αρμόδιους φορείς ποσό ίσο προς κάθε εισφορά και φόρο που θα κατέβαλε ο εργοδότης εάν ο πολίτης τρίτης χώρας είχε απασχοληθεί νόμιμα, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών προστίμων με τις προσαυξήσεις τους,
γ) να καταβάλει κάθε δαπάνη που απαιτήθηκε για την αποστολή των καθυστερούμενων οφειλών στη χώρα στην οποία ο πολίτης τρίτης χώρας έχει επιστρέψει ή έχει υποχρεωθεί να επιστρέψει.
2. Για την εφαρμογή των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1, θεωρείται κατά τεκμήριο ότι η σχέση απασχόλησης διήρκεσε τουλάχιστον τρεις μήνες, εκτός εάν, μεταξύ άλλων, ο εργοδότης ή ο εργαζόμενος αποδείξουν το αντίθετο.
3. Πριν από την εκτέλεση οποιασδήποτε απόφασης για την επιστροφή των παράνομα απασχοληθέντων πολιτών τρίτων χωρών, τα αρμόδια για την εκτέλεση όργανα τους ενημερώνουν αντικειμενικά και συστηματικά σχετικά με τα δικαιώματά τους σύμφωνα με το παρόν άρθρο και το άρθρο 83.
1. Ο εργολάβος, ο οποίος αναθέτει την εκτέλεση έργου σε υπεργολάβο που απασχολεί παράνομα διαμένοντες πολίτες τρίτων χωρών, και με την επιφύλαξη των διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας σχετικά με τα δικαιώματα αναγωγής ή προσφυγής ή των διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον εργοδότη (υπεργολάβο) στην καταβολή:
α. κάθε κύρωσης που προβλέπεται από το άρθρο 85,
β. κάθε καθυστερούμενης οφειλής σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 81.
2. Ο εργολάβος αλλά και όλοι οι ενδιάμεσοι υπεργολάβοι, που γνώριζαν ότι ο εργοδότης υπεργολάβος απασχολούσε παράνομα διαμένοντες πολίτες τρίτων χωρών, ευθύνονται στην καταβολή των οφειλομένων, όπως αυτά προσδιορίζονται στην παράγραφο 1, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον εργοδότη υπεργολάβο ή τον εργολάβο του οποίου είναι άμεσος υπεργολάβος ο εργοδότης.
3. Οι εργολάβοι ή οι υπεργολάβοι που αναλαμβάνουν με τη δέουσα επιμέλεια τις υποχρεώσεις τους, όπως ορίζεται από την ισχύουσα νομοθεσία, δεν θεωρούνται υπεύθυνοι για τις οφειλές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.
1. Οι παράνομα απασχολούμενοι μπορούν, όπως κάθε νόμιμα απασχολούμενος εργαζόμενος, να υποβάλουν οι ίδιοι ή αντ΄ αυτών με τη συναίνεσή τους στα κατά τόπους εργατικά κέντρα, κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 του άρθρου 84 του ν. 3386/2005 (Α΄ 212), κάθε καταγγελία που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία κατά του εργοδότη τους.
2. Η παροχή συνδρομής σε πολίτες τρίτων χωρών για την υποβολή καταγγελίας δεν θεωρείται σε καμία περίπτωση υποβοήθηση του παράνομα απασχολούμενου σε παράνομη είσοδο, διέλευση και διαμονή.
1. Στους πολίτες τρίτων χωρών, οι οποίοι απασχολήθηκαν με ιδιαίτερα καταχρηστικούς όρους εργασίας ή ως ανήλικοι, πράξεις οι οποίες χαρακτηρίζονται ως τέτοιες από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, και οι οποίοι παρέχουν τη συνδρομή τους στην ποινική διαδικασία που κινείται, δυνάμει των άρθρων 83, 88 και 89 του παρόντος, κατά των εργοδοτών τους, χορηγείται, μετά από σχετική αίτησή τους, που υποβάλλεται αυτοπροσώπως ή μέσω του αρμόδιου Εισαγγελέα, άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους σύμφωνα με τους λοιπούς όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 44 του ν. 3386/2005 , όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παράγραφος 1 εδάφιο ε΄ του ν. 3907/2011. Άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους μπορεί να χορηγηθεί ακόμα και σε περίπτωση που ο ως άνω παράνομα απασχολούμενος αλλοδαπός δεν συνεργάζεται με τις διωκτικές Αρχές, εφόσον κρίνει ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εισαγγελέα Εφετών, ότι δεν συνεργάζεται εξαιτίας απειλών που στρέφονται κατά προσώπων της οικογένειάς του που βρίσκονται στην Ελλάδα ή στη χώρα της προέλευσής του ή οπουδήποτε αλλού και ότι, εάν αυτός δεν προστατευθεί ή εάν απελαθεί, αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο τα προαναφερόμενα πρόσωπα.
2. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών ή η αρμόδια αστυνομική Αρχή ή οι αρμόδιοι φορείς κοινωνικής στήριξης γνωστοποιούν στον πολίτη τρίτης χώρας – που έχει κριθεί ότι απασχολήθηκε με ιδιαίτερα καταχρηστικούς όρους εργασίας ή ως ανήλικος ότι δικαιούται να υποβάλει αίτημα για να του χορηγηθεί άδεια διαμονής, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, παρέχοντας σε αυτόν την αναγκαία προς τούτο ενημέρωση.
3. Στην περίπτωση παράνομης απασχόλησης ανηλίκου πολίτη τρίτης χώρας που είναι ασυνόδευτος, η αρμόδια Εισαγγελική Αρχή προβαίνει σε κάθε αναγκαία ενέργεια για να προσδιορίσει την ταυτότητα και την ιθαγένειά του και για να θεμελιώσει το γεγονός ότι δεν συνοδεύεται. Καταβάλλει κάθε προσπάθεια για τον ταχύτερο δυνατό εντοπισμό της οικογένειάς του και λαμβάνει αμέσως τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει τη νομική του εκπροσώπηση και, εφόσον χρειάζεται, την εκπροσώπησή του στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Ανηλίκων ή, όπου δεν υφίσταται Εισαγγελέας Ανηλίκων, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών, εάν δεν βρεθεί η οικογένεια του ανηλίκου ή εάν κρίνει ότι υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ο επαναπατρισμός του δεν εξυπηρετεί το συμφέρον του, μπορεί να διατάσσει κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του μέχρι την έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο, στο οποίο πρέπει να απευθύνεται εντός τριάντα ημερών, για το διορισμό Επιτρόπου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 1532, 1534 και 1592 Α.Κ..
4. Στα ίδια πρόσωπα διασφαλίζονται ικανές συνθήκες διαβίωσης, εφόσον δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους και εφόσον το κρίνει ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών.
5. Οι αρμόδιες εισαγγελικές, δικαστικές και αστυνομικές αρχές φροντίζουν, κατά προτεραιότητα, για την προστασία και την ασφάλεια των προαναφερόμενων θυμάτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις, για την παροχή σε αυτά υπηρεσιών μετάφρασης και διερμηνείας όταν αγνοούν την ελληνική γλώσσα, για την ενημέρωσή τους σχετικά με τα νόμιμα δικαιώματά τους και με τις υπηρεσίες που τους παρέχονται, καθώς και για την παροχή κάθε αναγκαίας νομικής βοήθειας.
6. Η εξέταση της αίτησης για τη χορήγηση της άδειας διαμονής, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, γίνεται κατά προτεραιότητα, με την επιφύλαξη λόγων δημόσιας τάξης και ασφάλειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 του ν. 3386/2005. Εάν κρίνεται σκόπιμη η παράταση της διαμονής του εν λόγω προσώπου στην Ελληνική Επικράτεια, προς διευκόλυνση της διενεργούμενης έρευνας ή της ποινικής διαδικασίας, η ανωτέρω άδεια διαμονής ανανεώνεται κάθε φορά για ισόχρονο διάστημα.
7. Η άδεια διαμονής δεν ανανεώνεται ή ανακαλείται εφόσον συντρέχει μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. Εάν ο δικαιούχος επανασυνδέσει τις σχέσεις του ενεργώς και εκουσίως με τους εικαζόμενους δράστες των πράξεων που έχει καταγγείλει.
β. Εάν η αρμόδια Αρχή κρίνει ότι η συνεργασία ή η καταγγελία του θύματος είναι δόλια ή καταχρηστική ή ότι συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας.
γ. Όταν η ποινική διαδικασία για τα εγκλήματα των περιπτώσεων γ΄ της παραγράφου 1 και 2 του άρθρου 88 του παρόντος έχει περατωθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα
στις διατάξεις των άρθρων 43 ή 47 Κ.Π.Δ. ή έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, με την οποία περατώνεται η σχετική διαδικασία.
1. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 του ν. 3996/2011 (Α΄170) προστίθενται περιπτώσεις ιη΄, ιθ΄ και κ΄ ως εξής:
«ιη) τηρεί πλήρες μητρώο των εργοδοτών κατά των οποίων έχει επιβληθεί διοικητική κύρωση για παράβαση της απαγόρευσης της απασχόλησης παράνομα διαμενόντων πολιτών τρίτων χωρών, στο οποίο αναγράφεται κάθε μεταβολή αυτής, συνέπεια δικαστικής απόφασης, και εκδίδει μετά από αίτηση κάθε ενδιαφερόμενου που έχει ειδικό έννομο συμφέρον σχετικά πιστοποιητικά,
ιθ) διενεργεί τακτικές και έκτακτες επιθεωρήσεις κατά τομείς δραστηριότητας και κατά παντός εργοδότη, σύμφωνα με τις διατάξεις που το διέπουν, προκειμένου να ελεγχθεί η απασχόληση παράνομα διαμενόντων πολιτών τρίτων χωρών, με βάση κυρίως ανάλυση κινδύνου,
κ) κοινοποιεί στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης τις επιθεωρήσεις που πραγματοποίησε το προηγούμενο έτος και τα αποτελέσματά τους, τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και σε ποσοστό των εργαζομένων κάθε κλάδου.»
2. Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης:
α) κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν από την 1η Ιουλίου κάθε έτους τις επιθεωρήσεις που αναφέρονται στην περίπτωση κ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 3996/2011,
β) αποστέλλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή οποιαδήποτε πληροφορία απαιτείται για την κατάρτιση της έκθεσης, που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 16 της Οδηγίας και που υποβάλλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το αργότερο μέχρι 20.7.2014 και ανά τρία έτη μετά τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Στις πληροφορίες περιλαμβάνονται ο αριθμός και τα αποτελέσματά των επιθεωρήσεων που διεξήχθησαν σύμφωνα με τις περιπτώσεις ιη΄, ιθ΄ και κ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 3996/2011 (Α΄170), τα μέτρα που ελήφθησαν σύμφωνα με το άρθρο 83 και, στο μέτρο του δυνατού, τα ληφθέντα μέτρα δυνάμει των άρθρων 81 και 87.
1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργείται κάθε ειδική ή γενική διάταξη νόμων, διαταγμάτων, υπουργικών αποφάσεων που ρυθμίζουν θέματα σύστασης και λειτουργίας Ιδιωτικών Γραφείων Συμβούλων Εργασίας, εφόσον αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
2. Το άρθρο 12 του ν. 2874/2000 (Α' 28 ) καταργείται.
3. Το άρθρο 5 του ν. 2639/1998 (Α' 205) καταργείται.
4. Το π.δ. 160/1999 (Α' 157) καταργείται.
1. Σκοπός του παρόντος τμήματος είναι η προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/104/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2008 περί της εργασίας μέσω επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης (L 327/5.12.2008).
2. Με το παρόν:
α) επιδιώκεται η εξασφάλιση προστασίας των προσωρινά απασχολούμενων και η βελτίωση της ποιότητας της προσωρινής απασχόλησης με την καθιέρωση διατάξεων που εξασφαλίζουν την ίση μεταχείριση των προσωρινά απασχολούμενων με τους εργαζόμενους που προσλαμβάνονται απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη,
β) θεσπίζεται το κατάλληλο πλαίσιο για την προσφυγή στην προσωρινή απασχόληση, με την αναγνώριση των επιχειρήσεων προσωρινής απασχόλησης ως εργοδοτών, προκειμένου να ενισχυθεί ουσιαστικά η δημιουργία θέσεων απασχόλησης και η ανάπτυξη ευέλικτων μορφών εργασίας.
1.Οι διατάξεις του παρόντος Τμήματος εφαρμόζονται:
α) στους εργαζόμενους μέσω επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης, με συμβάσεις ή σχέσεις εξαρτημένης εργασίας, οι οποίοι τοποθετούνται σε έμμεσους εργοδότες για να εργασθούν προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή τους, β) στις επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης και στους έμμεσους εργοδότες.
2. Οι διατάξεις του παρόντος Τμήματος δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εξαρτημένης εργασίας που συνάπτονται στο πλαίσιο εφαρμογής της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 3845/2010 (Α΄ 65).
Για την εφαρμογή του παρόντος νοείται ως:
α) «εργαζόμενος»: κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, πλήρους ή μερικής απασχόλησης, ορισμένου ή αορίστου χρόνου,
β) «επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο συνάπτει συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εξαρτημένης εργασίας με προσωρινά απασχολούμενους, με σκοπό να τους τοποθετεί σε έμμεσους εργοδότες για να εργασθούν προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή τους, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις οικείες διατάξεις,
γ) «προσωρινά απασχολούμενος»: ο εργαζόμενος ο οποίος έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας με επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης, προκειμένου να
τοποθετηθεί σε έμμεσο εργοδότη για να εργασθεί προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή του,
δ) «έμμεσος εργοδότης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο και υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνση του οποίου εργάζεται προσωρινά ο προσωρινά απασχολούμενος,
ε) «τοποθέτηση»: η περίοδος κατά την οποία ο προσωρινά απασχολούμενος τίθεται στη διάθεση του έμμεσου εργοδότη για να εργασθεί προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή του,
στ) «βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης»: οι όροι εργασίας και απασχόλησης που θα εφαρμόζονταν αν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση και αφορούν ιδίως:
i) στη διάρκεια του χρόνου εργασίας, στις υπερωρίες, στα διαλείμματα, στις περιόδους ανάπαυσης, στη νυκτερινή εργασία, στις άδειες και στις αργίες,
ii) στις αποδοχές.
Η απασχόληση μισθωτού σε έμμεσο εργοδότη με σύμβαση προσωρινής απασχόλησης δεν επιτρέπεται:
α) όταν με αυτήν αντικαθίστανται εργαζόμενοι που ασκούν το δικαίωμα της απεργίας,
β) όταν ο έμμεσος εργοδότης το προηγούμενο εξάμηνο είχε πραγματοποιήσει απολύσεις εργαζομένων της ίδιας ειδικότητας για οικονομοτεχνικούς λόγους ή το προηγούμενο δωδεκάμηνο ομαδικές απολύσεις ιδίων ειδικοτήτων,
γ) όταν ο έμμεσος εργοδότης υπάγεται στις διατάξεις του ν. 2190/1994 (Α΄ 28) ή στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2527/1997 (Α΄ 206), όπως ισχύουν, με την επιφύλαξη της παρ. 5 του δεύτερου άρθρου του ν. 3845/2010 (Α΄ 65),
δ) όταν οι εργασίες λόγω της φύσης τους, εγκυμονούν ιδιαίτερους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων. Οι εργασίες αυτές καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ύστερα από τη γνώμη του Συμβουλίου Υγείας και Ασφάλειας των Εργαζομένων (ΣΥΑΕ) που ορίζεται στο άρθρο 26 του «Κώδικα Νόμων για την Υγεία και την Ασφάλεια των Εργαζομένων (Κ.Ν.Υ.Α.Ε.)», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3850/2010 (Α΄ 84) και στο άρθρο 25 του π.δ. 368/1989 (Α΄ 163) όπως ισχύει,
ε) όταν ο απασχολούμενος υπάγεται στις ειδικές διατάξεις περί ασφαλίσεων εργατοτεχνιτών οικοδόμων.
1. Οι βασικοί όροι εργασίας των εργαζόμενων με σύμβαση ή σχέση εργασίας προσωρινής απασχόλησης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι αποδοχές, κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής τους στον έμμεσο εργοδότη είναι τουλάχιστον αυτοί που θα εφαρμόζονταν αν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απευθείας από τον εν λόγω εργοδότη (τον έμμεσο εργοδότη) για να καταλάβουν την ίδια θέση.
2. Οι διατάξεις που αφορούν στην προστασία των εγκύων και γαλουχουσών γυναικών, στην προστασία των παιδιών και των νέων, καθώς και στην ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών και κάθε δράση για την καταπολέμηση οποιασδήποτε διάκρισης λόγω φύλου, φυλής, εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας, πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού, εφαρμόζονται και στους προσωρινά απασχολούμενους.
3. α) Η διάρκεια της τοποθέτησης του μισθωτού στον έμμεσο εργοδότη, στην οποία περιλαμβάνονται και οι ενδεχόμενες ανανεώσεις που γίνονται εγγράφως, δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από τους τριάντα έξι (36) μήνες.
β) Σε περίπτωση υπέρβασης των χρονικών ορίων, που τίθενται από την παρούσα παράγραφο επέρχεται μετατροπή της υπάρχουσας σύμβασης σε σύμβαση αορίστου χρόνου με τον έμμεσο εργοδότη.
4. α) Αν συνεχίζεται η απασχόληση του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη μετά τη λήξη της διάρκειας της αρχικής τοποθέτησης και των τυχόν νόμιμων ανανεώσεών της ακόμα και με νέα τοποθέτηση, χωρίς να μεσολαβεί διάστημα σαράντα πέντε (45) ημερολογιακών ημερών, θεωρείται ότι πρόκειται για σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μεταξύ του μισθωτού και του έμμεσου εργοδότη.
β) Δεν υπάγονται στη διάταξη αυτή εργαζόμενοι σε ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις όταν απασχολούνται σε ολιγοήμερες κοινωνικές εκδηλώσεις.
2. Οι διατάξεις που αφορούν στην προστασία των εγκύων και γαλουχουσών γυναικών, στην προστασία των παιδιών και των νέων, καθώς και στην ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών και κάθε δράση για την καταπολέμηση οποιασδήποτε διάκρισης λόγω φύλου, φυλής, εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας, πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού, εφαρμόζονται και στους προσωρινά απασχολούμενους.
1. Οι προσωρινά απασχολούμενοι ενημερώνονται για τις κενές θέσεις εργασίας στον έμμεσο εργοδότη προκειμένου να έχουν τις ίδιες δυνατότητες με τους άλλους εργαζόμενους της επιχείρησης για να προσληφθούν σε μόνιμες θέσεις εργασίας. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να πραγματοποιείται με γενική ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης στην οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους (έμμεσο εργοδότη).
2. Άκυρη θεωρείται οποιαδήποτε ρήτρα όταν με αυτήν άμεσα ή έμμεσα απαγορεύεται ή παρεμποδίζεται η μόνιμη απασχόληση του προσωρινά απασχολούμενου μισθωτού με σύναψη σύμβασης ή σχέσης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του έμμεσου εργοδότη και του προσωρινά απασχολούμενου, μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας με την επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης. Άκυρη επίσης θεωρείται οποιαδήποτε ρήτρα όταν με αυτήν άμεσα ή έμμεσα παρεμποδίζονται τα συνδικαλιστικά δικαιώματα του μισθωτού ή παραβλάπτονται τα ασφαλιστικά του δικαιώματα.
3. Για την απασχόληση του προσωρινά απασχολούμενου μισθωτού σε έμμεσο εργοδότη, είτε με προσωρινή απασχόληση είτε με σύναψη σύμβασης ή σχέσης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του έμμεσου εργοδότη και του προσωρινά απασχολούμενου μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας μέσω της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης, απαγορεύεται οποιαδήποτε οικονομική επιβάρυνση του μισθωτού.
4. Στους εργαζόμενους μέσω επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης σε έμμεσο εργοδότη παρέχονται οι ίδιες κοινωνικές υπηρεσίες και διευκολύνσεις, ιδίως δε στα κυλικεία, στους παιδικούς σταθμούς και στα μεταφορικά μέσα, που υπάρχουν στη διάθεση των άμεσα εργαζομένων στον έμμεσο εργοδότη και με τους ίδιους όρους, εκτός εάν αντικειμενικοί λόγοι δικαιολογούν διαφορετική μεταχείριση, όπως η διαφοροποίηση του ωραρίου ή η χρονική διάρκεια της σύμβασης εργασίας.
5. Οι επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης διευκολύνουν την πρόσβαση και των προσωρινά απασχολούμενων στους παιδικούς σταθμούς που παρέχουν, ακόμα και κατά τις περιόδους μεταξύ των τοποθετήσεων και σε κατάλληλες ευκαιρίες κατάρτισης, ώστε να ενισχύονται οι δεξιότητές τους, η εξέλιξη της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους και η επαγγελματική κινητικότητά τους.
Οι έμμεσοι εργοδότες οφείλουν να παρέχουν και στους προσωρινά απασχολούμενους τις κατάλληλες ευκαιρίες κατάρτισης που παρέχονται στους εργαζόμενους του έμμεσου εργοδότη, ώστε να ενισχύονται οι δεξιότητές τους, η εξέλιξη της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους και η επαγγελματική κινητικότητά τους.
Οι προσωρινά απασχολούμενοι συνυπολογίζονται κατά τον υπολογισμό του ορίου που απαιτείται για τη σύσταση οργάνων εκπροσώπησης των εργαζομένων στην επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης και στον έμμεσο εργοδότη, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
Υπό την επιφύλαξη αυστηρότερων ή/και ειδικότερων εθνικών και κοινοτικών διατάξεων για την ενημέρωση και τη διαβούλευση και ιδίως του π.δ. 240/2006 (Α΄ 252), ο έμμεσος εργοδότης υποχρεούται κατά την ενημέρωση των εκπροσώπων των εργαζομένων του, να παρέχει πληροφορίες για τον αριθμό των προσωρινά απασχολουμένων, το σχέδιο χρήσης προσωρινά απασχολουμένων, καθώς και για τις προοπτικές πρόσληψής τους απευθείας από αυτόν.
Κυρώσεις για κάθε παράβαση των διατάξεων των άρθρων του παρόντος μέρους εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 128 του παρόντος νόμου.
1. Οι Ε.Π.Α. δεν επιτρέπεται να ασκούν άλλη δραστηριότητα, πέραν αυτής που ορίζεται στο άρθρο 115 περίπτωση β΄ με εξαίρεση: α) τη μεσολάβηση για εξεύρεση θέσεως εργασίας, για την οποία έχει γίνει αναγγελία έναρξής της στη Διεύθυνση Απασχόλησης του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και δεν έχει απαγορευτεί η άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας, β) την αξιολόγηση ανθρώπινου δυναμικού, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τις οικείες διατάξεις.
2. Οι Ε.Π.Α. έχουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του εργοδότη.
3. Η παραχώρηση μισθωτού σε έμμεσο εργοδότη επιτρέπεται μόνο για συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούνται από έκτακτες, πρόσκαιρες ή εποχιακές ανάγκες.
1. Επιχείρηση Προσωρινής Απασχόλησης μπορεί να συσταθεί από φυσικό ή νομικό πρόσωπο με κεφάλαιο τουλάχιστον εκατόν εβδομήντα έξι χιλιάδων ογδόντα τριών ευρώ (176.083,00€).
2. Για την άσκηση της δραστηριότητας της προσωρινής απασχόλησης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, απαιτείται αναγγελία έναρξης της εν λόγω δραστηριότητας στη Διεύθυνση Απασχόλησης του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, η οποία συνοδεύεται από τα νόμιμα δικαιολογητικά για την πιστοποίηση συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για τη σύσταση και λειτουργία των Ε.Π.Α.. Ως προσωρινή απασχόληση νοείται η εργασία, η οποία παρέχεται σε άλλον εργοδότη (έμμεσος εργοδότης) για περιορισμένο χρονικό διάστημα από μισθωτό, ο οποίος συνδέεται με τον εργοδότη του (άμεσος εργοδότης) με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην επόμενη παράγραφο, η δραστηριότητα ασκείται ελευθέρως μετά πάροδο τριμήνου από την αναγγελία ενάρξεως ασκήσεώς της, συνοδευόμενη από φάκελο περιέχοντα τα πλήρη δικαιολογητικά για την πιστοποίηση της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, περί σύστασης και λειτουργίας Ε.Π.Α.. Αν ο φάκελος δεν είναι πλήρης η προθεσμία των τριών μηνών, εφόσον δεν υπάρχει απαγόρευση άσκησης της δραστηριότητας από την αρμόδια διοικητική αρχή, αρχίζει από τη χρονική στιγμή που ο φάκελος καθίσταται πλήρης.
3. Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Απασχόλησης του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης δύναται εντός τριών μηνών από την ανωτέρω αναγγελία στη Διεύθυνση Απασχόλησης του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης να απαγορεύσει την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας στην περίπτωση που δεν συγκεντρώνονται οι νόμιμες προϋποθέσεις προς τούτο ή δεν προκύπτει η συνδρομή τους από τα υποβληθέντα στοιχεία. Κατά της απόφασης αυτής, χωρεί άσκηση από τον ενδιαφερόμενο ενδικοφανούς προσφυγής εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης, ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής Ιδιωτικών Υπηρεσιών Απασχόλησης η οποία συστήνεται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 103 παρ. 6 του παρόντος. Η προθεσμία άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης.
Η απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που εκδίδεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 103 παρ. 6 μπορεί να αποδίδει στην ως άνω Επιτροπή και άλλες αρμοδιότητες αναφορικά με τη σύσταση και τη λειτουργία των Επιχειρήσεων Προσωρινής Απασχόλησης.
4. Η άσκηση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων προσωρινής απασχόλησης εξαρτάται αποκλειστικά από τη διαρκή τήρηση των απαιτήσεων του παρόντος και ως εκ τούτου μπορεί να απαγορευτεί οποτεδήποτε. Η άσκηση της δραστηριότητας της Ε.Π.Α. δεν εκχωρείται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
1. Για την παροχή εργασίας με τη μορφή της προσωρινής απασχόλησης απαιτείται η προηγούμενη έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Η σύμβαση καταρτίζεται μεταξύ της Ε.Π.Α. (άμεσος εργοδότης) και του μισθωτού και σε αυτήν πρέπει απαραιτήτως να αναφέρονται οι όροι εργασίας και η διάρκειά της, οι όροι παροχής της εργασίας στον ή στους έμμεσους εργοδότες, οι όροι αμοιβής και ασφάλισης του μισθωτού, οι λόγοι της παραχώρησης του εργαζομένου, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο το οποίο, κατά την καλή πίστη και τις περιστάσεις, πρέπει να γνωρίζει ο μισθωτός αναφορικά με την παροχή της εργασίας του.
Οι αποδοχές του μισθωτού που δεν παρέχει εργασία σε έμμεσο εργοδότη δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις προβλεπόμενες στην εκάστοτε Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Εάν κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης αυτής δεν είναι δυνατή η μνεία του συγκεκριμένου έμμεσου εργοδότη ή ο προσδιορισμός του χρόνου, που θα προσφέρει σε αυτόν την εργασία του, θα πρέπει να αναφέρεται στη σύμβαση το πλαίσιο των όρων και των συνθηκών για την παροχή εργασίας σε έμμεσο εργοδότη.
2. Απασχόληση του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη επιτρέπεται μόνο μετά την κατάρτιση της σύμβασης με τον άμεσο εργοδότη, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο.
3. Με σύμβαση, που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ της Ε.Π.Α. και του έμμεσου εργοδότη, ορίζονται ειδικότερα τα του τρόπου αμοιβής και ασφάλισης του εργαζομένου για το χρόνο που ο μισθωτός προσφέρει τις υπηρεσίες του στον έμμεσο εργοδότη, όπως και οι λόγοι παραχώρησης του εργαζομένου. Ο έμμεσος εργοδότης πρέπει να προσδιορίζει, πριν τεθεί στη διάθεσή του ο εργαζόμενος με τη σύμβαση, τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα ή ικανότητες, την ειδική ιατρική παρακολούθηση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προς κάλυψη θέσης εργασίας. Οφείλει επίσης να επισημαίνει τους μεγαλύτερους ή ιδιαίτερους κινδύνους που έχουν σχέση με τη συγκεκριμένη εργασία. Η Ε.Π.Α. υποχρεούται να γνωστοποιήσει τα στοιχεία αυτά στους μισθωτούς.
4. α) Η Ε.Π.Α. και ο έμμεσος εργοδότης είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος υπεύθυνοι έναντι του προσωρινά απασχολούμενου μισθωτού με σύμβαση ή σχέση εργασίας για την ικανοποίηση των μισθολογικών δικαιωμάτων του και για την καταβολή των ασφαλιστικών του εισφορών. Η ευθύνη αυτή του έμμεσου εργοδότη αναστέλλεται, εφόσον με τη σύμβαση προβλέπεται ότι υπόχρεος για την καταβολή των αποδοχών και των ασφαλιστικών εισφορών είναι ο άμεσος εργοδότης και τα μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα του προσωρινά απασχολούμενου μισθωτού μπορούν να ικανοποιηθούν από την κατάπτωση των κατά το άρθρο 126 εγγυητικών επιστολών (επικουρική ευθύνη έμμεσου εργοδότη).
β) Οι αποδοχές του προσωρινά απασχολούμενου καταβάλλονται σε τραπεζικό λογαριασμό που αυτός έχει υποδείξει.
5. α) Οι προσωρινά απασχολούμενοι μισθωτοί, για όσο χρόνο παραμένουν στη διάθεση της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης, καθώς και κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους σε έμμεσο εργοδότη υπάγονται στον κλάδο παροχών ασθενείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και στον επικουρικό φορέα ΕΤΕΑΜ, με εξαίρεση τα πρόσωπα που λόγω της ιδιότητάς τους ασφαλίζονται σε κλάδους άλλου κύριου ή επικουρικού φορέα.
β) Οι ασφαλιστικές εισφορές του προσωρινά απασχολούμενου καταβάλλονται από την Ε.Π.Α. σε σχετικό τραπεζικό λογαριασμό του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ. Σε περίπτωση που ο προσωρινά απασχολούμενος λόγω της ιδιότητάς του ασφαλίζεται σε κλάδους άλλου κύριου ή επικουρικού φορέα, η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών του καθορίζεται με συμφωνία του (προσωρινά απασχολούμενου) και της Ε.Π.Α..
1. Οι μισθωτοί με σύμβαση ή σχέση προσωρινής απασχόλησης απολαμβάνουν όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία, το ίδιο επίπεδο προστασίας με αυτό που παρέχεται στους άλλους εργαζόμενους του έμμεσου εργοδότη. Ο έμμεσος εργοδότης, με την επιφύλαξη συμβατικής πρόβλεψης για συνευθύνη σωρευτικά και της Ε.Π.Α., είναι υπεύθυνος για τις συνθήκες υπό τις οποίες εκτελείται η εργασία του μισθωτού και για το εργατικό ατύχημα.
2. Ειδικότερα:
α. Η Ε.Π.Α. έχει την υποχρέωση απασχόλησης τεχνικού ασφαλείας και ιατρού εργασίας, ανεξάρτητα από τον αριθμό μισθωτών (εργαζομένων) που απασχολεί.
β. Ο ελάχιστος πραγματικός χρόνος ετήσιας απασχόλησης του τεχνικού ασφαλείας και του ιατρού εργασίας, καθορίζεται σε 0,4 ώρες ανά εργαζόμενο ετησίως. Ο χρόνος αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος των 75 ωρών ετησίως.
γ. Τα στοιχεία και ο συνολικός ετήσιος χρόνος απασχόλησης του τεχνικού ασφάλειας και του ιατρού εργασίας ανεξάρτητα από τη σχέση εργασίας τους, η κατανομή του χρόνου αυτού κατά μήνα, καθώς και το ωράριο απασχόλησής τους αναγράφονται υποχρεωτικά στους πίνακες προσωπικού που κατατίθενται από την Ε.Π.Α. στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας.
δ. Οι αρμοδιότητες του ιατρού εργασίας της Ε.Π.Α. καθορίζονται στα άρθρα 17 και 18 του «Κώδικα Νόμων για την Υγεία και την Ασφάλεια των Εργαζομένων (Κ.Ν.Υ.Α.Ε.)», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3850/2010 (Α΄ 84).
ε. Στην περίπτωση έμμεσου εργοδότη, ο οποίος απασχολεί περισσότερους από 50 εργαζόμενους, λαμβάνοντας υπόψη και τους προσωρινά απασχολούμενους, αυτός υποχρεούται να απασχολεί ιατρό εργασίας. Οι προσωρινά απασχολούμενοι προσμετρώνται για τον καθορισμό του ελάχιστου ετήσιου χρόνου απασχόλησης του ιατρού εργασίας και του τεχνικού ασφαλείας του έμμεσου εργοδότη.
στ. Εάν ο συνολικός αριθμός εργαζομένων του έμμεσου εργοδότη, λαμβάνοντας υπόψη και τους προσωρινά απασχολούμενους, είναι μικρότερος του 50, ισχύουν οι γενικές διατάξεις για την παροχή υπηρεσιών προστασίας και πρόληψης. Πέραν αυτού, ο ιατρός εργασίας της Ε.Π.Α. ασκεί τις αρμοδιότητες παρακολούθησης της υγείας των προσωρινά απασχολούμενων.
ζ. Οι αρμοδιότητες του τεχνικού ασφάλειας της Ε.Π.Α. καθορίζονται στα άρθρα 14 και 15 του «Κώδικα Νόμων για την Υγεία και την Ασφάλεια των Εργαζομένων (Κ.Ν.Υ.Α.Ε.)», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3850/2010 (Α΄ 84), ιδίως σε ό,τι αφορά την ενημέρωση και εκπαίδευση των μισθωτών σχετικά με τους χώρους εργασίας που θα απασχοληθούν.
η. Η Ε.Π.Α. συνεργάζεται συστηματικά με τον έμμεσο εργοδότη προκειμένου να εξασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία των προσωρινά απασχολούμενων.
θ. Κατά τα λοιπά, για τους μισθωτούς των Ε.Π.Α. ισχύουν οι σχετικές με την ασφάλεια και υγεία διατάξεις.
ι. Σε ό,τι αφορά τα θέματα ασφάλειας και υγείας των προσωρινά απασχολούμενων που καλύπτει ο παρών νόμος, εφαρμογή έχουν οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις των άρθρων 71 και 72 του «Κώδικα Νόμων για την Υγεία και την Ασφάλεια των Εργαζομένων (Κ.Ν.Υ.Α.Ε.)», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3850/2010 (Α΄ 84).
Η Ε.Π.Α. έχει την υποχρέωση απασχόλησης τεχνικού ασφαλείας και ιατρού εργασίας, ανεξάρτητα από τον αριθμό μισθωτών (εργαζομένων) που απασχολεί.
Κάθε Επιχείρηση Προσωρινής Απασχόλησης υποχρεούται, προκειμένου να ασκήσει την εν λόγω δραστηριότητα να καταθέσει δύο εγγυητικές επιστολές τραπέζης ως οικονομική εγγύηση, την πρώτη για τη διασφάλιση των αποδοχών των προσωρινά απασχολούμενων μισθωτών της και τη δεύτερη για τη διασφάλιση των ασφαλιστικών τους εισφορών. Η πρώτη εγγυητική επιστολή κατατίθεται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και η δεύτερη στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η κατάπτωση της πρώτης εγγυητικής επιστολής γίνεται με σχετική πράξη του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και της δεύτερης με πράξη του Διοικητή του Ι.Κ.Α.. Το ύψος των εγγυητικών επιστολών δύναται να αναπροσαρμόζεται ανά διετία με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ανάλογα με τον αριθμό των προσωρινά αποσχολούμενων που η Επιχείρηση έχει συμβληθεί και οι Επιχειρήσεις οφείλουν να καταθέσουν τις αντίστοιχες σχετικές συμπληρωματικές εγγυητικές επιστολές εντός τριμήνου. Άλλως απαγορεύεται η άσκηση της δραστηριότητάς τους με απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Απασχόλησης του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζονται το ύψος κάθε εγγυητικής επιστολής, οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία κατάπτωσης αυτών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία για την εφαρμογή της διάταξης λεπτομέρεια.
Αρμόδια αρχή για τον έλεγχο της τήρησης των νομίμων προϋποθέσεων για την άσκηση της δραστηριότητας των Ε.Π.Α. είναι το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, καθώς και κάθε άλλη αρμόδια προς τούτο Αρχή.
1. Διοικητικές κυρώσεις:
α) Για κάθε παράβαση των διατάξεων που αφορούν στη σύσταση και λειτουργία των Επιχειρήσεων Προσωρινής Απασχόλησης επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου επιθεωρητή εργασίας και ύστερα από πρόσκλησή του στην επιχείρηση, για παροχή εξηγήσεων, πρόστιμο, το οποίο κυμαίνεται από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ έως τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ ανάλογα με την κατηγορία και τη βαρύτητα της παράβασης, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπουργική απόφαση 15527/639/2010, όπως αυτή εκάστοτε ισχύει.
β) Ειδικότερα, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία ευρέθησαν να ασκούν τη δραστηριότητα της προσωρινής απασχόλησης: α) χωρίς να προβούν στην προσήκουσα αναγγελία άσκησής της στην αρμόδια προς τούτο διοικητική αρχή ή β) έχουν προβεί στην αναγγελία έναρξης άσκησης δραστηριότητας Ε.Π.Α. αλλά: αα) ασκούν το επάγγελμα εντός του τριμήνου που απαιτείται για τον έλεγχο της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, ββ) τους έχει απαγορευθεί η άσκηση της δραστηριότητας Ε.Π.Α. λόγω μη συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, επιβάλλονται με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας οι εξής διοικητικές κυρώσεις: α) πρόστιμο ύψους 10.000 ευρώ, β) προσωρινή διακοπή της λειτουργίας τους μέχρι ένα (1) μήνα. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), να τους επιβληθεί προσωρινή διακοπή μεγαλύτερη του ενός (1) μηνός μέχρι και οριστική διακοπή της λειτουργίας τους.
γ) Για τη διαδικασία επιβολής των προστίμων των παραγράφων α' και β' του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 3996/2011 όπως ισχύουν κάθε φορά.
Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων της προσωρινής ή οριστικής διακοπής γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.
δ) Οι διοικητικές κυρώσεις της παραγράφου α' του παρόντος άρθρου επιβάλλονται και όταν μια Επιχείρηση Ομίλου λειτουργεί με κύριο σκοπό τη διάθεσή εργαζομένων σε άλλη επιχείρηση του ίδιου ομίλου.
ε) Ειδικότερα για τα θέματα ασφαλείας και υγείας των προσωρινά απασχολούμενων που καλύπτει ο παρών νόμος, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρθρου 125 παρ.2 περίπτωση (ι).
2. Ποινικές κυρώσεις:
α) Όποιος θέτει σε λειτουργία ή λειτουργεί Ε.Π.Α.:
α. χωρίς να προβεί στην προσήκουσα αναγγελία άσκησης της εν λόγω δραστηριότητας στην αρμόδια προς τούτο διοικητική αρχή ή
β. έχει προβεί στην αναγγελία έναρξης άσκησης της δραστηριότητας Ε.Π.Α., αλλά είτε ασκεί το επάγγελμα εντός του τριμήνου που απαιτείται για τον έλεγχο της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων είτε του έχει απαγορευθεί η άσκηση της άσκησης δραστηριότητας Ε.Π.Α. λόγω μη συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων είτε λειτουργεί κατά παράβαση των νομίμων προϋποθέσεων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) έτη και με χρηματική ποινή.
β) Ειδικότερα για τα θέματα ασφάλειας και υγείας των προσωρινά απασχολούμενων που καλύπτει ο παρών νόμος, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρθρου 125 παρ.2 περίπτωση (ι).
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζονται:
α) Οι ειδικότεροι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη σύσταση Επιχείρησης Προσωρινής Απασχόλησης, καθώς και για την άσκηση της δραστηριότητας της προσωρινής απασχόλησης, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την απαγόρευση της άσκησής της, τα προσόντα που απαιτούνται για το στελεχιακό δυναμικό της, η αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή της και κάθε άλλο θέμα.
β) Οι ειδικότεροι όροι, προϋποθέσεις άσκησης των δραστηριοτήτων της προσωρινής απασχόλησης (Ε.Π.Α.) και μεσολάβησης (Ι.Γ.Ε.Ε.) σε ενιαίο χώρο.
γ) Τα τυχόν επιπλέον στοιχεία που πρέπει να περιέχουν οι συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης που συνάπτονται μεταξύ των Επιχειρήσεων Προσωρινής Απασχόλησης και των μισθωτών, ο τρόπος και η διαδικασία γνωστοποίησης αυτών στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Ε.Π.Ε.).
δ) Η τήρηση στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μητρώου Επιχειρήσεων Προσωρινής Απασχόλησης, ο τρόπος και η διαδικασία τήρησης του μητρώου αυτού, καθώς και η διαδικασία εγγραφής στο μητρώο των επιχειρήσεων αυτών.
ε) Κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των άρθρων του παρόντος.
Για κάθε θέμα μη ρυθμιζόμενο από τις διατάξεις του παρόντος ισχύουν οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, όπως εκάστοτε ισχύουν.
1. Μέχρι εκδόσεως των υπουργικών αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του εδαφίου α' του άρθρου 129 του παρόντος, διατηρούνται εν ισχύι οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 23 και 26 του ν. 2956/2001 (Α' 258).
2. Μέχρι της εκδόσεως της υπουργικής απόφασης κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 103 παρ. 6 και 123 παρ. 3 του παρόντος διατηρούνται σε ισχύ οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 5 του ν. 3144/2003 (Α' 111).
1. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 3996/2011 (Α΄ 170) προστίθεται περίπτωση κβ΄ ως εξής:
«κβ. Ελέγχει την τήρηση των νόμιμων προϋποθέσεων για την άσκηση της δραστηριότητας των Επιχειρήσεων Προσωρινής Απασχόλησης (Ε.Π.Α.).»
2. Στο τέλος του άρθρου 23 του ν. 3996/2011 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Επιβάλλει στις παρανόμως λειτουργούσες επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης (Ε.Π.Α.) και στα υποκαταστήματά τους τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία για τις Ε.Π.Α..»
2. Τα άρθρα 20 έως 26 του ν. 2956/2001 (Α΄ 258) καταργούνται.
3. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 5 του ν. 3144/2003 καταργούνται. (Α΄ 111).
1. Σε κάθε νοσοκομείο του Ε.Σ.Υ. δημιουργείται αυτοτελές τμήμα «Κλινικής Διατροφής» που υπάγεται απευθείας στον Διοικητή. Αποτελείται από κατόχους πτυχίου ΑΕΙ διαιτολογίας- διατροφής ή ΤΕΙ διατροφής και διαιτολογίας, με αναλογία ένας ανά 80 οργανικές κλίνες και πάντως όχι λιγότερους από δύο, καθώς και από έναν τουλάχιστον τεχνολόγο διατροφής ή τεχνολόγο τροφίμων ΤΕ. Προϊστάμενος του τμήματος ορίζεται διαιτολόγος κατηγορίας ΠΕ και αν δεν υπάρχει, ΤΕ.
Οι διαιτολόγοι υπάγονται στην Ιατρική Υπηρεσία. Η οικονομική διαχείριση και η διοίκηση του τμήματος εντάσσεται στις δραστηριότητες της Διοικητικής Υπηρεσίας. Αρμοδιότητα του τμήματος είναι η διατροφική υποστήριξη των ασθενών, είτε νοσηλεύονται, είτε επισκέπτονται τα τακτικά εξωτερικά ιατρεία, με ελεύθερη ή ειδική διαιτητική αγωγή, η πληροφόρηση και εκπαίδευσή τους, καθώς και η καταπολέμηση του υποσιτισμού και της δυσθρεψίας, δηλαδή των προβλημάτων που απορρέουν από την παχυσαρκία ή από την ανεπαρκή ποσοτικά ή και ποιοτικά διατροφική υποστήριξή τους. Το τμήμα Κλινικής Διατροφής μπορεί να αναλαμβάνει, σε συνεργασία με την Υγειονομική Περιφέρεια στην οποία υπάγεται το νοσοκομείο ή με το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, την ενημέρωση και εκπαίδευση του πληθυσμού στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας περίθαλψης υγείας, με στόχο την προστασία και προαγωγή της υγείας.
Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ορίζονται ειδικότερα οι αρμοδιότητες του τμήματος Κλινικής Διατροφής, τα καθήκοντα του προϊστάμενου και τα καθήκοντα των διαιτολόγων και του τεχνολόγου διατροφής ή τροφίμων. Επίσης προβλέπεται η οργάνωση της διοικητικής υπηρεσίας προμήθειας, διαχείρισης και αποθήκευσης των τροφίμων, η διενέργεια υγειονομικών ελέγχων και το προσωπικό του μαγειρείου.
2. Σε κάθε νοσοκομείο του Ε.Σ.Υ. δημιουργείται «Συμβουλευτικό Γραφείο Διατροφής», το οποίο λειτουργεί ως τακτικό εξωτερικό ιατρείο και στελεχώνεται από τους διαιτολόγους, ανεξαρτήτου κατηγορίας, του Τμήματος Κλινικής Διατροφής. Το Συμβουλευτικό Γραφείο Διατροφής μπορεί να συμμετέχει στην ολοήμερη πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία του νοσοκομείου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 9 του ν. 2889/2001. Στις αρμοδιότητές του ανήκουν: 1) η εκτίμηση θρέψης και η ανίχνευση διατροφικού κινδύνου των ασθενών, 2) η διαμόρφωση σχημάτων ειδικής διαιτητικής αγωγής, σε συνεργασία με αρμόδιο ιατρό, 3) η πληροφόρηση και εκπαίδευση ασθενών, των οποίων η πάθηση χρήζει συστηματικής διαιτητικής φροντίδας. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται ειδικότερα οι αρμοδιότητες, η μεθοδολογία εργασίας του Συμβουλευτικού Γραφείου Διατροφής και ο αναγκαίος εξοπλισμός.
3. Για τη διατροφική υποστήριξη των νοσηλευόμενων ασθενών, οι οποίοι παρουσιάζουν διατροφικό κίνδυνο, σε κάθε κλινική του νοσοκομείου δημιουργείται μία «Ομάδα Υποστήριξης Θρέψης», τα μέλη της οποίας ορίζονται με απόφαση του διοικητή του νοσοκομείου και είναι ένας διαιτολόγος που προτείνεται από τον προϊστάμενο του τμήματος Κλινικής Διατροφής, ένας ιατρός κάθε κλινικής, που προτείνεται από τον Διευθυντή της Ιατρικής Υπηρεσίας και ένας νοσηλευτής που προτείνεται από τον Διευθυντή της Νοσηλευτικής Υπηρεσίας. Ως μέλη της Ομάδας Υποστήριξης Θρέψης ορίζονται κατά προτεραιότητα οι ιατροί και οι νοσηλευτές που έχουν λάβει εκπαίδευση σε θέματα ιατρικής και κλινικής διατροφής, όπως μεταπτυχιακές σπουδές, παρακολούθηση σεμιναρίων ή συνεδρίων. Εάν κρίνεται αναγκαίο τα μέλη της Ομάδας Υποστήριξης Θρέψης καλούν τον Φαρμακοποιό του νοσοκομείου να εκφέρει άποψη για τη διατροφική υποστήριξη κάποιου ασθενούς.
Τον ασθενή αναλαμβάνει η Ομάδα Υποστήριξης Θρέψης, μετά από αίτημα του θεράποντος ιατρού ή του διαιτολόγου που τον παρακολουθεί ή του ίδιου του ασθενούς. Στις αρμοδιότητες της Ομάδας ανήκουν: 1. Η βεβαίωση του διατροφικού κινδύνου, βάσει των επιστημονικών δεδομένων και με μεθόδους που γίνονται δεκτές από ευρωπαϊκούς ή εθνικούς φορείς ή επιστημονικές εταιρίες και η αναγνώριση των αιτιών δυσθρεψίας, 2. η συστηματική εφαρμογή διατροφικής υποστήριξης, 3. η τακτική αναθεώρηση του προγράμματος διατροφής, 4. η πλήρης καταγραφή των στοιχείων στη διατροφική καρτέλα του ασθενούς, με στόχο την έγκαιρη και ολοκληρωμένη διατροφική φροντίδα, 5. η λήψη μέτρων για την πρόληψη της δυσθρεψίας, όπως η καταγραφή αλληλεπιδράσεων φαρμάκων- τροφής- διαιτητικής πρόσληψης και ανεπιθύμητων ενεργειών που σχετίζονται με την πρόσληψη, πέψη και απορρόφηση τροφίμων. Με ευθύνη του διαιτολόγου της Ομάδας η διατροφική φροντίδα του ασθενούς συνεχίζεται και μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο στα πλαίσια της κατ’ οίκον νοσηλείας, σε συνεργασία με την αρμόδια γι’ αυτήν ομάδα.
4. Στην αρμοδιότητα των διαιτολόγων του τμήματος Κλινικής Διατροφής, καθώς και της Ομάδας Υποστήριξης Θρέψης, στις περιπτώσεις που αυτή παρεμβαίνει, ανήκουν η χορήγηση σκευασμάτων σχετικών με τη θρέψη, βάσει σχεδίου διατροφικής αντιμετώπισης υπογεγραμμένο από τον διαιτολόγο, στο οποίο αναγράφεται αναλυτικά η κατανομή των σκευασμάτων στην ημερήσια σίτιση του ασθενούς, το συνολικό ποσό των παρεχόμενων θερμίδων και των μικροθρεπτικών συστατικών.
5. Το ιατρικό απόρρητο δεν ισχύει έναντι των διαιτολόγων του τμήματος Κλινικής Διατροφής και της Ομάδας
Υποστήριξης Θρέψης, οι οποίοι έχουν ακώλυτη πρόσβαση στον ιατρικό φάκελλο.
6. Τα συμπεράσματα των διαιτολόγων του τμήματος Κλινικής Διατροφής και της Ομάδας Υποστήριξης Θρέψης, όπως και τα στοιχεία σχετικά με την εφαρμοζόμενη διατροφική υποστήριξη του ασθενούς καταγράφονται στον ιατρικό του φάκελλο.
1. α. Στα ογκολογικά νοσοκομεία που ανήκουν στο Ε.Σ.Υ. ή στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και στα νοσοκομεία που λειτουργούν παθολογικές- ογκολογικές κλινικές και ακτινοθεραπευτικές κλινικές/εργαστήρια, είτε ανήκουν στο Ε.Σ.Υ. είτε στον ιδιωτικό τομέα, καθιερώνεται η δια- τομεακή αντιμετώπιση του ασθενούς που πάσχει ή υπάρχουν υπόνοιες ότι πάσχει από κακοήθη νεοπλάσματα. Για το σκοπό αυτόν συγκροτείται ιατρική ομάδα αποτελούμενη από τον θεράποντα ιατρό, που αναλαμβάνει τον ασθενή που επισκέπτεται τα τακτικά εξωτερικά ιατρεία ή τα εφημερεύοντα ιατρεία ή εισέρχεται για νοσηλεία, έναν παθολόγο- ογκολόγο, έναν χειρουργό και έναν ακτινοθεραπευτή, που επιλέγονται από τον ασθενή, καθώς και έναν παθολογοανατόμο του νοσοκομείου στο οποίο εισέρχεται ο ασθενής. Τα μέλη της ιατρικής ομάδας είναι δυνατόν να εργάζονται στο ίδιο ή διαφορετικά νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. ή του ιδιωτικού τομέα.
β. Με πρωτοβουλία του θεράποντος ιατρού συλλέγονται όλες οι αναγκαίες πληροφορίες για την εκτίμηση της κατάστασης υγείας του ασθενούς, λαμβάνεται αναλυτικό ιστορικό και καταγράφονται οι ενδείξεις της νόσου. Βάσει αυτών σχηματίζεται ο ιατρικός φάκελλος, ο οποίος κυκλοφορεί με κάθε πρόσφορο μέσο μεταξύ των μελών της ομάδας, προκειμένου αυτά να ενημερωθούν και να τον εμπλουτίσουν με δεδομένα ιατρικής φύσεως αλλά και πληροφορίες για το εργασιακό περιβάλλον, τις συνθήκες ζωής, την προσωπική κατάσταση του ασθενούς, τη δυνατότητα οικογενειακής υποστήριξης, την κοινωνική τους ασφάλιση, την ιδιωτική ασφάλιση εάν υφίσταται και τις οικονομικές του δυνατότητες. Πληροφορίες που αφορούν θρησκευτικά ή φιλοσοφικά πιστεύω και επιθυμίες του ασθενούς καταγράφονται εφόσον καθορίζουν τις αποφάσεις για τη θεραπεία του.
γ. Κάθε μέλος της ομάδας οφείλει να διευκολύνει με κάθε τρόπο την ανταλλαγή πληροφοριών και εγγράφων του ιατρικού φακέλου, με στόχο την πλήρη ενημέρωση και συνεργασία εντός σύντομου χρονικού διαστήματος.
δ. Εάν κατά την είσοδο του ασθενούς στο νοσοκομείο υπάρχουν υπόνοιες πάθησης και όχι διάγνωση, ο θεράπων ιατρός αποφασίζει από κοινού με τα λοιπά μέλη της ιατρικής ομάδας τη διενέργεια διαγνωστικών ή επεμβατικών πράξεων που επιτρέπουν τη διάγνωση της νόσου και της βαρύτητας αυτής. Ο θεράπων ιατρός ενημερώνει τον ασθενή για το είδος και την αναγκαιότητα αυτών, όπως και για τα αποτελέσματά τους.
ε. Μετά τη διάγνωση τα μέλη της ιατρικής ομάδας ενημερώνονται πλήρως και αποφασίζουν από κοινού την εν- δεδειγμένη ανά περίπτωση θεραπεία. Οι εισηγήσεις των μελών καταγράφονται στον ιατρικό φάκελο του ασθενούς, όπως και το πλάνο θεραπείας που αποφασίζεται από κοινού.
στ. Σε περίπτωση διαφωνίας των μελών ενημερώνεται ο ασθενής και ο φάκελος παραπέμπεται στο αρμόδιο 0γκολογικό Συμβούλιο, που λειτουργεί στο νοσοκομείο, στο οποίο εισήχθη ο ασθενής, σύμφωνα με τα οριζόμενα κατωτέρω. Το ίδιο ισχύει εάν η ιατρική ομάδα αποφασίσει ένα πλάνο θεραπείας κατ’ απόκλιση από τα επισήμως ή κοινώς αποδεκτά ιατρικά πρωτόκολλα σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο ή εάν το περιστατικό απαντάται σπάνια σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο ή εάν η βαρύτητα του περιστατικού είναι εξαιρετικά μεγάλη ή η προτεινόμενη θεραπεία παρουσιάζει αυξημένη επικινδυνότητα για τον ασθενή. Στις περιπτώσεις αυτές, η ιατρική ομάδα παρουσιάζει το περιστατικό στο Ογκολογικό Συμβούλιο και μετέχει σε αυτό.
ζ. Ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του ασθενούς ή της ασθένειάς του, στην ιατρική ομάδα μπορούν να μετέχουν ιατροί ίδιων ή άλλων ειδικοτήτων, που προτείνουν τα μέλη ή ο ασθενής, όπως ψυχίατρος ή ακτινοδιαγνωστής, όπως και ο κλινικός φαρμακοποιός.
η. Τις εργασίες της ιατρικής ομάδας μπορούν να παρακολουθούν ειδικευόμενοι ιατροί, εφόσον το επιθυμούν.
2. α. Στα νοσοκομεία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου συστήνονται Ογκολογικά Συμβούλια, με αποστολή την παρακολούθηση της εφαρμογής του πλάνου θεραπείας του ασθενούς, την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων αυτής και της συνολικής πορείας της νόσου, την εκτίμηση των αναγκών του ασθενούς ανάλογα με την ανταπόκρισή τους στις διάφορες θεραπευτικές μεθόδους, την τροποποίηση ή τη διακοπή του πλάνου θεραπείας, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο. Σκοπός είναι η εξασφάλιση της εφαρμογής των ενιαίων και αποδεκτών ιατρικών πρωτοκόλλων και κατευθυντήριων οδηγιών, η διασφάλιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών στους ασθενείς, η αποφυγή της υποθεραπείας ή το αντίστροφο των μη ωφέλιμων διαγνωστικών πράξεων και επεμβάσεων, η επιλογή της οικονομικότερης θεραπείας μεταξύ περισσότερων εξίσου ωφέλιμων, η ενθάρρυνση και ενίσχυση της συνεργασίας των ιατρικών ειδικοτήτων στην πολύπλευρη αντιμετώπιση των κακοηθών νεοπλασιών, καθώς και η προαγωγή της ιατρικής εκπαίδευσης.
β. Με απόφαση του Διοικητή του νοσοκομείου, η οποία εκδίδεται μετά από γνωμοδότηση του επιστημονικού συμβουλίου και της ογκολογικής επιτροπής συντάσσεται Εσωτερικός Κανονισμός σύστασης και λειτουργίας των Ογκολογικών Συμβουλίων.
γ. Τα Ογκολογικά Συμβούλια συστήνονται ανάλογα με το όργανο του σώματος που προσβάλει η νόσος, σε ενότητες, οι οποίες προβλέπονται στον Εσωτερικό Κανονισμό.
δ. Αποτελούνται από μόνιμα και μη μόνιμα μέλη. Οι ιατροί μόνιμα μέλη μπορεί να είναι Συντονιστές Διευθυντές ή Διευθυντές ή Επιμελητές και συγκεκριμένα ένας παθολόγος- ογκολόγος, ένας ακτινοθεραπευτής- ογκολόγος, ένας χειρουργός- ογκολόγος, ένας παθολογοανατόμος. Τα μόνιμα μέλη επιλέγονται από το Διευθυντή της Ιατρικής Υπηρεσίας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κατ’ έτος, που μπορεί να ανανεωθεί μία φορά, έτσι ώστε να εναλλάσσονται κυκλικά περισσότεροι ιατροί των κλινικών του νοσοκομείου. Επίσης συμμετέχει ο θεράπων ιατρός, ο οποίος εισάγει τον ιατρικό φάκελο του ασθενούς προς συζήτηση. Ως μη μόνιμα μέλη μπορεί να προσκληθούν από τα μόνιμα μέλη ή τον θεράποντα ιατρό ιατροί άλλων ειδικοτήτων, όπως ψυχίατρος, ακτινοδιαγνωστής, πυρηνικός ιατρός. Σε κάθε Ογκολογικό Συμβούλιο συμμετέχει επίσης ως μόνιμο μέλος νοσηλευτής. Ακόμα μπορούν να προσκληθούν από τα μόνιμα μέλη ή τον θεράποντα ιατρό ο κλινικός φαρμακοποιός, ο διαιτολόγος ή διοικητικός υπάλληλος. Ειδικευόμενοι ιατροί των συναφών ειδικοτήτων παρακολουθούν υποχρεωτικά τα Ογκολογικά Συμβούλια. Εάν δεν απασχολούνται σε κάποιο νοσοκομείο ιατροί των απαιτούμενων ειδικοτήτων, επιδιώκεται συνεργασία με το πλησιέστερο νοσοκομείο, η οποία μπορεί να διευκολύνεται με ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας και τηλεδιάσκεψης.
ε. Με συμφωνία των μόνιμων μελών ορίζεται εξ αυτών εκ περιτροπής ένας συντονιστής, ο οποίος αναλαμβάνει τη συλλογή των περιστατικών που πρόκειται να συζητηθούν στο Ογκολογικό Συμβούλιο από τους ιατρούς και εξετάζει την πληρότητα του ιατρικού φακέλου. Στον Εσωτερικό Κανονισμό προβλέπονται τα απαιτούμενα έγγραφα και πληροφορίες ώστε ο φάκελος να είναι πλήρης. Ο Διοικητής και ο Αναπληρωτής Διοικητής του Νοσοκομείου, ο Διευθυντής της Ιατρικής Υπηρεσίας, ο εκπρόσωπος των ιατρών στο Διοικητικό Συμβούλιο, η Ογκολογική Επιτροπή και το Επιστημονικό Συμβούλιο του νοσοκομείου μπορούν να ζητήσουν από το συντονιστή την κατά προτεραιότητα εξέταση κάποιων περιστατικών από το Ογκολογικό Συμβούλιο ή αντίστροφα μπορούν να ζητήσουν την απόφαση των Ογκολογικών Συμβουλίων για ένα ή περισσότερα περιστατικά. Επίσης ο συντονιστής συγκεντρώνει τα περιστατικά που παραπέμπονται από την ιατρική ομάδα σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος.
στ. Στα Ογκολογικά Συμβούλια παραπέμπονται όλα τα περιστατικά κακοηθών νεοπλασιών που αντιμετωπίζονται στο νοσοκομείο. Στον Εσωτερικό Κανονισμό προ- βλέπεται η συχνότητα και ο τόπος συνεδρίασης των 0γκολογικών Συμβουλίων, όπως και η γραμματειακή τους υποστήριξη, εάν αυτό είναι εφικτό.
ζ. Οι εισηγήσεις των μελών καταγράφονται υποχρεωτικά στον ιατρικό φάκελο, όπως και η απόφαση του Ογκολογικού Συμβουλίου. Την ευθύνη υλοποίησής της έχει ο θεράπων ιατρός. Ο ασθενής δικαιούται να λάβει γνώση των εισηγήσεων και της απόφασης και να ζητήσει αναλυτική ενημέρωση από τον θεράποντα ιατρό και οποιοδήποτε μέλος του Ογκολογικού Συμβουλίου.
Καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη που βρίσκεται σε αντίθεση προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου και, ιδίως:
1. το εδάφιο β' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2194/ 1994,
2. η παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 2194/1994, με εξαίρεση την περίπτωση 7 του εδαφίου α', που διατηρείται σε ισχύ μόνο για την εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 15 του ν. 2920/2001 και της παρ. 4 του άρθρου 12 του ν. 3685/2008,
3. τα εδάφια α' και δ' της παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 2194/1994.
4. Την 1.7.2012 καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 20, 21,22, 23 και 24 του π.δ. 95/2000.
5. Το εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 24 του ν. 2530/1997 (Α'218), όπως προστέθηκε με την παρ. 13 του άρθρου 13 του ν. 2889/2001.
Με την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται οι διατάξεις από την περίπτωση Ζ' του άρθρου 186 του ν. 3852/2010 (Α'87) η υποπερίπτωση Ι α' έως και ε'.
Α. 1. Στο τέλος της παρ. ΙΑ του άρθρου 31 του α.ν. 1846/1951 (Α' 179), όπως προσετέθη με την παράγραφο 1 του άρθρου 35 του ν. 3996/2011 (Α'170) προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:
«Οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ , καθώς και τα μέλη οικογενείας τους, όπως αυτά αναφέρονται στο άρθρο 33, για την περίοδο από 1.3.2012 έως 28.2.2013 καλύπτονται από τον ΕΟΠΥΥ για παροχές ασθένειας σε είδος, εφόσον έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον πενήντα (50) ημέρες ασφάλισης είτε το προηγούμενο ημερολογιακό έτος είτε κατά το τελευταίο δεκαπεντάμηνο, χωρίς να συνυπολογίζονται οι ημέρες που πραγματοποιήθηκαν κατά το τελευταίο ημερολογιακό τρίμηνο του δεκαπενταμήνου.»
2. Η ασφαλιστική κάλυψη των ανέργων που έχουν κάνει χρήση των διατάξεων της παρ.4 του άρθρου 5 του ν. 2768/1999 (Α' 273) και της παρ. 2 του άρθρου 35 του ν. 3996/2011 (Α'170), παρατείνεται για ένα έτος από τη λήξη της και πάντως όχι πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2012.
Κατά τα λοιπά ισχύουν τα αναφερόμενα στις επί μέρους διατάξεις του ν. 2768/1999 και ο ΟΑΕΔ υποχρεούται να καταβάλλει την προβλεπόμενη εισφορά στους ασφαλιστικούς οργανισμούς.
Β. 1. Τα ασφαλιστικά ταμεία κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καλύπτουν τις ανάγκες κατ’ οίκον φροντίδας συνταξιούχων λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου Προγράμματος με τίτλο «Πρόγραμμα κατ’ οίκον φροντίδας Συνταξιούχων».
2. Σκοπός του Προγράμματος είναι η κατοχύρωση συνθηκών αυτόνομης διαβίωσης των ηλικιωμένων και των αναπήρων συνταξιούχων στην κατοικία τους, ώστε να εξασφαλισθεί η παραμονή τους στο οικείο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, να αποφευχθεί η παραπομπή σε δομές κλειστής φροντίδας και να προληφθούν καταστάσεις κοινωνικού αποκλεισμού.
3. Το Πρόγραμμα έχει ιδίως ως περιεχόμενο:
α) την καταπολέμηση της εξάρτησης ηλικιωμένων και αναπήρων με την οργάνωση και συστηματική παροχή υπηρεσιών κοινωνικής εργασίας, ψυχοκοινωνικής στήριξης, νοσηλευτικής φροντίδας, φυσικοθεραπείας, εργοθεραπείας και οικιακής βοήθειας,
β) την ενημέρωση των εξυπηρετουμένων για τα δικαιώματά τους και την υποστήριξη κατά τις επαφές τους με τις αρμόδιες υπηρεσίες υγείας, κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας,
γ) τη διευκόλυνση των εξυπηρετουμένων για τη συμμετοχή τους σε πολιτιστικές, ψυχαγωγικές, κοινωνικές και θρησκευτικές δραστηριότητες.
4. α) Ωφελούμενοι του Προγράμματος είναι συγκεκριμένες κατηγορίες συνταξιούχων όλων των ταμείων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που χρήζουν κατ’ οίκον βοήθειας, ήτοι υποστηρικτικών και νοσηλευτικών υπηρεσιών.
β) Κριτήρια επιλογής των ωφελουμένων αποτελούν ιδίως: η ηλικία, το εισόδημα, η οικογενειακή κατάσταση, η κατάσταση της υγείας και η πρόσκαιρη ή μόνιμη εξάρτηση.
γ) Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης εξειδικεύονται τα προαναφερθέντα κριτήρια, το περιεχόμενο υλοποίησης του Προγράμματος, η διαδικασία επιλογής των ωφελουμένων και κάθε άλλο αναγκαίο σχετικό θέμα.
δ) Οι ωφελούμενοι του Προγράμματος δικαιούνται συμπληρωματική ασφαλιστική παροχή αυξημένης κατ’ οίκον φροντίδας. Η φύση και το ύψος της παροχής, οι κατηγορίες των δικαιούχων, οι προϋποθέσεις, οι διαδικασίες χορήγησης και αναστολής καταβολής του, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά γνώμη του Δ.Σ. εκάστου φορέα κύριας ασφάλισης.
ε) Ωφελούμενοι του Προγράμματος μπορεί να είναι και οι δικαιούχοι της σύνταξης ανασφάλιστων υπερηλίκων του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.), οι δικαιούχοι της σύνταξης του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.) και του Δημοσίου, καθώς και οι δικαιούχοι προνοιακών επιδομάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια των εδαφίων α' και β' της παρούσας παραγράφου και εφόσον στον ειδικό κωδικό προϋπολογισμού της παραγράφου 6 του παρόντος έχουν κατατεθεί προϋπολογιστικά τα αντίστοιχα ποσά από τα αρμόδια Υπουργεία.
στ) Δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Προγράμματος συνταξιούχοι που διαβιούν σε μονάδες κλειστής φροντίδας κάθε νομικής μορφής ή σε νοσηλευτικές μονάδες του Εθνικού Συστήματος Υγείας ή του Ιδιωτικού Τομέα.
5. α) Συνιστάται στη Γενική Διεύθυνση Ασφαλιστικών Υπηρεσιών του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Διεύθυνση με τίτλο «Διεύθυνση κατ’ οίκον Φροντίδας Συνταξιούχων», με τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
- Σχεδιασμός, οργάνωση και διαχείριση του Προγράμματος κατ’ οίκον φροντίδας συνταξιούχων για λογαριασμό όλων των ασφαλιστικών ταμείων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης
- Διασφάλιση της βιωσιμότητας και παρακολούθηση των χρηματοδοτικών ροών του Προγράμματος
- Παρακολούθηση της αποτελεσματικής εφαρμογής του Προγράμματος από τους φορείς που το υλοποιούν, ώστε οι δικαιούχοι των παροχών να εξασφαλίζουν ποιοτικές υπηρεσίες φροντίδας.
β) Η Διεύθυνση κατ’ οίκον Φροντίδας Συνταξιούχων αποτελείται από τα Τμήματα Ωφελουμένων, Παρόχων, Ελέγχου και Συντονισμού, τα οποία ασκούν τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
- Το Τμήμα Ωφελουμένων παρακολουθεί την εφαρμογή των κριτηρίων επιλογής στο πρόγραμμα των ενδιαφερομένων συνταξιούχων.
- Το Τμήμα Παρόχων καθορίζει τις παρεχόμενες κατ’ ελάχιστον υπηρεσίες σε σχέση με τον αριθμό των ωφελουμένων και το κόστος των υπηρεσιών αυτών.
- Το Τμήμα Ελέγχου καθορίζει την ελεγκτική διαδικασία σε επίπεδο περιφερειακό, προκειμένου να διασφαλίζεται η παροχή της κατ’ οίκον βοήθειας στους ωφελουμένους.
- Το Τμήμα Συντονισμού υποστηρίζει τη συνεργασία όλων των τμημάτων, συντονίζει τις διαδικασίες χρηματοδότησης του Προγράμματος και παρακολουθεί την εφαρμογή του μέσω της εκπόνησης ετήσιων εκθέσεων που υποβάλλονται στον Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
γ) Η Διεύθυνση κατ’ οίκον Φροντίδας Συνταξιούχων και τα Τμήματα που υπάγονται σε αυτή στελεχώνονται με μετατάξεις και εσωτερικές μετακινήσεις του προσωπικού του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
δ) Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης είναι δυνατόν να ιδρύονται ή να καταργούνται τα ως άνω Τμήματα, να ανακατανέμονται οι αρμοδιότητές τους ή να καθορίζονται νέες αρμοδιότητες γι’ αυτά.
6. α) Οι παροχές για τους συνταξιούχους μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου που πληρούν τις προϋποθέσεις της υπουργικής απόφασης της περίπτωσης δ' της παραγράφου 4 χρηματοδοτούνται βάσει της παραγράφου 8 του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 (Α' 115), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 9 του άρθρου 2 του ν. 4024/2011 (Α' 226), από το Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ), το οποίο συστήθηκε με το άρθρο 149 του ν. 3655/2008 (Α' 58), καθώς και από κάθε άλλο δημόσιο και ιδιωτικό πόρο.
β) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης δημιουργείται στον προϋπολογισμό του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ ειδικός κωδικός όπου μεταφέρονται από το Λογαριασμό της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων, που τηρείται στο ΑΚΑΓΕ, οι σχετικοί πόροι χρηματοδότησης του προγράμματος, οι οποίοι χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για το σκοπό αυτόν, καθορίζεται η διαδικασία μεταφοράς των πόρων αυτών στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ και ρυθμίζεται κάθε άλλο αναγκαίο σχετικό θέμα. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και των συναρμόδιων Υπουργών καθορίζονται οι σχετικοί πόροι χρηματοδότησης του προγράμματος, όπως προβλέπονται στην υπουργική απόφαση της περίπτωσης δ' της παραγράφου 4 του παρόντος, η διαδικασία μεταφοράς των πόρων αυτών στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ και ρυθμίζεται κάθε άλλο αναγκαίο σχετικό θέμα.
Σε κάθε περίπτωση, απαγορεύεται η μεταφορά των πόρων αυτών σε άλλο κωδικό, η διάθεση και χρησιμοποίησή τους για άλλο σκοπό.
γ) Από 1.9.2012 θεσμοθετείται ειδική εισφορά ασφαλισμένων σε φορείς κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για τη χρηματοδότηση της παροχής κατ’ οίκον φροντίδας των ασφαλισμένων που θα συνταξιοδοτηθούν μετά την 1.1.2015 και πληρούν τις προϋποθέσεις λήψης των σχετικών παροχών. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζονται το ύψος της εισφοράς, οι κατηγορίες των υπόχρεων καταβολής, οι διαδικασίες είσπραξης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
7. Το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ συνάπτει ειδικές συμβάσεις με παρόχους με τις οποίες αυτοί αναλαμβάνουν, έναντι καθορισμένης αμοιβής ανά ωφελούμενο, να παρέχουν υπηρεσίες κατ’ οίκον βοήθειας στους λήπτες του «επιδόματος αυξημένης κατ’ οίκον φροντίδας». Οι πάροχοι αυτοί δύνανται να είναι ή να ανήκουν σε:
α) επιχειρήσεις Δήμων των άρθρων 103 και 107 του ν. 3852/2010 (Α' 87),
β) επιχειρήσεις Περιφερειών των άρθρων 194 και 198 του ν. 3852/2010,
γ) νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου,
δ) νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου κερδοσκοπικού ή μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με σκοπό κοινωνικής φροντίδας ή υγείας κατά τις καταστατικές τους διατάξεις,
ε) αμιγώς ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν στο σκοπό τους την κοινωνική ανάπτυξη ή πρόνοια ή συναφή προς τα ανωτέρω σκοπό κατά το οικείο καταστατικό,
στ) Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις Κοινωνικής Φροντίδας του ν. 4019/2011 (Α' 226).
8. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζονται οι όροι, το ύψος χρηματοδότησης ανά ωφελούμενο και κάθε άλλο αναγκαίο σχετικό θέμα για τη σύναψη και παρακολούθηση των ανωτέρω συμβάσεων.
9. α) Στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης συνιστάται Εθνική Επιτροπή κατ’ Οίκον Φροντίδας. Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αποτελείται από:
- τον Γενικό Γραμματέα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως πρόεδρο
- τον Γενικό Γραμματέα Αλληλεγγύης του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
- τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών
- έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας που υποδεικνύεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο
- έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδας που υποδεικνύεται από το Διοικητικό του Συμβούλιο
- δύο μέλη ΔΕΠ ή ΕΠ ΑΕΙ με εξειδίκευση στους τομείς της κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας που ορίζονται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
β) Η Εθνική Επιτροπή κατ’ Οίκον Φροντίδας αναλύει, παρακολουθεί και αξιολογεί τις δράσεις κατ’ οίκον φροντίδας, παρέχοντας συμβουλευτική υποστήριξη στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κατά το σχεδιασμό και την υλοποίηση του «Προγράμματος κατ’ οίκον φροντίδας Συνταξιούχων» και σε άλλα Υπουργεία κατά το σχεδιασμό και την υλοποίηση συναφών παρεμβάσεων.
γ) Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται κάθε ζήτημα οργάνωσης και λειτουργίας της Επιτροπής.
10. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 (Α' 115) αντικαθίσταται ως εξής:
«Σκοπός του Λογαριασμού είναι η κάλυψη ελλειμμάτων των κλάδων κύριας σύνταξης Φ.Κ.Α., καθώς και η χρηματοδότηση του Προγράμματος «Βοήθεια στο Σπίτι Συνταξιούχων»».
Γ. 1. Οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και το Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.), σε περίπτωση που έχουν χορηγήσει δάνεια σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 15 και 16 του ν. 3586/2007 (Α' 151) και των άρθρων 60, 61 και 62 του π.δ. 422/1981 (Α' 114) αντίστοιχα, μπορούν, με απόφαση των Διοικητικών τους Συμβουλίων, να αναστείλουν την καταβολή των δόσεων για έξι (6) ή περισσότερους μήνες, κατά τους οποίους θα καταβάλλονται μόνο οι αναλογούντες τόκοι, και στη συνέχεια να παρατείνουν το χρόνο αποπληρωμής του δανείου κατά δώδεκα (12) ή περισσότερους μήνες, σε σχέση με τον απομένοντα συμβατικό χρόνο, με αντίστοιχο επανυπολογισμό των ι¬σόποσων μηνιαίων δόσεων. Η απόφαση του εκάστοτε Διοικητικού Συμβουλίου δεσμεύει όσους δανειολήπτες του οικείου φορέα ενταχθούν σε αυτήν κατόπιν αιτήσεώς τους.
2. α) Μέτοχοι των Τομέων Πρόνοιας Αστυνομικών (Τ.Π.ΑΣ.) και Πρόνοιας Υπαλλήλων Αστυνομίας Πόλεων (Τ.Π.Υ.Α.Π.) του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Απασχολουμένων στα Σώματα Ασφαλείας (Τ.Ε.Α.Π.Α.Σ.Α.), εξερχόμενοι του Σώματος της Ελληνικής Αστυνομίας και καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποκαθιστάμενοι διοικητικά (με νόμο, δικαστική ή διοικητική απόφαση) και μη επανερχόμενοι στην ενεργό υπηρεσία για παροχή εργασίας, δεν δικαιούνται συμπληρωματικό εφάπαξ βοήθημα για τον εκτός υπηρεσίας διανυθέντα χρόνο, ούτε για ενδεχόμενη επελθούσα αναδρομικά βαθμολογική μεταβολή, ανεξάρτητα του δικαιώματος συμπληρωματικής συντάξεως και δεν υποχρεούνται για τον εν λόγω χρόνο ή τη βαθμολογική αποκατάσταση απόδοσης υπέρ των Τομέων εισφορών. Εκκρεμείς υποθέσεις για διοικητική αποκατάσταση κρίνονται με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.
β) Ως χρόνος ασφάλισης στον Τομέα νοείται μόνο ο πραγματικός χρόνος παροχής ενεργού υπηρεσίας (εργασίας) στο Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας, για τον οποίο αποδίδονται στον Τομέα οι ασφαλιστικές εισφορές.
γ) Η προβλεπόμενη παγία εισφορά (κράτηση) ονομασίας δοκίμου Αστυφύλακα σε Αστυφύλακα και δοκίμου Αξιωματικού σε Υπαστυνόμο Β' των μετόχων του Τ.Π.ΑΣ.ΛΓ.Ε.Α.Π.Α.Σ.Α. παρακρατείται σε δεκαοκτώ (18) ισόποσες μηνιαίες δόσεις και αποδίδεται με μέριμνα και ευθύνη της Διεύθυνσης Διαχείρισης Χρηματικού του Α.Ε.Α. στον δικαιούχο Τομέα.
δ) Η προβλεπόμενη πάγια εισφορά (κράτηση) ονομασίας δοκίμου Αξιωματικού σε Υπαστυνόμο Β' των μετόχων των Τομέων Τ.Π.Υ.Α.Π., Τ.Ε.Α.Ε.Χ. και Τ.Ε.Α.Υ.Α.Π. του Τ.Ε.Α.Π.Α.Σ.Α, παρακρατείται σε έξι (6), δέκα (10) και δέκα (10) ισόποσες μηνιαίες δόσεις αντίστοιχα και αποδίδεται με μέριμνα και ευθύνη της Διεύθυνσης Διαχείρισης Χρηματικού του Α.Ε.Α. στους δικαιούχους Τομείς.
ε. Οφειλή προσωπικού δανείου εκτάκτων αναγκών, βαρύνουσα τον ασφαλισμένο και μη αποδοθείσα στον Τομέα (Πρόνοιας ή Επικουρικής Ασφάλισης) του Τ.Ε.Α.Π.Α.Σ.Α., τον οποίο αφορά, από οποιαδήποτε αιτία, παρακρατείται, κατά περίπτωση, από το καταβαλλόμενο δικαίωμα (εφάπαξ βοήθημα - επιστροφή εισφορών ή επικουρική σύνταξη), κατά την συνταξιοδότησή του. Στην περίπτωση αυτή υπολογίζεται εντόκως, για μεν τον υπόλοιπο συμβατικό χρόνο του δανείου από τότε που κατέστη ληξιπρόθεσμο με το συμπεφωνηθέν επιτόκιο, για δε τον πέραν τούτου χρόνο με το επιτόκιο το προβλεπόμενο για τα αποθεματικά, που τηρούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος.
στ. Για την απόσβεση οφειλής προσωπικού δανείου εκτάκτων αναγκών του ασφαλισμένου από Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης, παρακρατείται αυτή συμψηφιστικά από το αντίστοιχο δικαίωμα αυτού στον Τομέα Πρόνοιας του Τ.Ε.Α.Π.Α.Σ.Α., από τον οποίο ο ασφαλισμένος προέρχεται.
ζ. Κάθε οφειλή προσωπικού δανείου εκτάκτων αναγκών ασφαλισμένων, μη δικαιουμένων για οποιαδήποτε αιτία απολήψεως εφάπαξ βοηθήματος, επιστροφής εισφορών ή επικουρικής σύνταξης, συμψηφίζεται και αποσβένυται ως απαίτηση του Τομέα με υφιστάμενο δικαίωμα του ασφαλισμένου στο Ταμείο.
η. Οφειλές επικουρικών συντάξεων διοικητικώς αποκαθισταμένων μετόχων Τ.Ε.Α.Ε.Χ., Τ.Ε.Α.Υ.Α.Π. και Τ.Ε.Α.Υ.Π.Σ., επανερχομένων ή μη στην ενεργό υπηρεσία, παρακρατούνται κατά περίπτωση από τις λαμβανόμενες αναδρομικά αποδοχές ενέργειας αυτών και αποδίδονται αντίστοιχα με μέριμνα και ευθύνη της Διεύθυνσης Διαχείρισης Χρηματικού της Ελληνικής Αστυνομίας ή της Διαχείρισης Χρηματικού του Πυροσβεστικού Σώματος στους Τομείς Επικουρικής Ασφάλισης του Τ.Ε.Α.Π.Α.Σ.Α., για να τύχουν νέας επικουρικής σύνταξης.
3. α. Οπου στην ισχύουσα νομοθεσία προβλέπεται υπαγωγή, κατά οποιονδήποτε τρόπο, του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.) στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Οικονομικών, νοείται, από την έναρξη ισχύος του ν. 4024/2011 (Α' 226), το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ιδίως στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του ν. 2386/1996 (Α' 43) και στις διατάξεις του π.δ. 94/2011 (Α'225).
β. Η περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 4024/2011 (Α' 226) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. α. Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.) υπάγεται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και εποπτεύεται από τη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων.»
4. Οι παράγραφοι 3, 4 και 5 του άρθρου 49 του π.δ. 422/1981 (Α' 114), όπως αντίκαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 3 του ν. 4024/2011 (Α' 226), αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Ως βασικός μισθός για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται: α) έτη υπηρεσίας έως 31.10.2011, ο βασικός μισθός του μισθολογικού κλιμακίου ή βαθμού και το χρονοεπίδομα που έφερε ο υπάλληλος την 31.10.2011 και β) για τα έτη υπηρεσίας που αντιστοιχούν από 1.11.2011 και μέχρι την έξοδο ο βασικός μισθός τού μισθολογικού κλιμακίου ή βαθμού και χρονοεπιδόματος που φέρει ο υπάλληλος κατά την έξοδό του από την υπηρεσία, τα οποία υπολογιζόμενα σύμφωνα με την παράγραφο 1 δίνουν ποσό α' υπομερίσματος.
4. Ως «τυχόν άλλες αποδοχές» νοούνται τα επιδόματα, οι αποζημιώσεις και τα ποσά που συνεντέλλονται με τις συντάξιμες αποδοχές, αναλόγως των μηνών κατά τα οποία διενεργήθηκε επ’ αυτών η προβλεπόμενη κράτησή από την περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του π.δ. 422/1981, όπως εκάστοτε ισχύει, υπέρ τού Μ.Τ.Π.Υ. και οι οποίες υπολογιζόμενες σύμφωνα με την παράγραφο 1 δίνουν ποσό β' υπομερίσματος.
5. Το άθροισμα των ποσών των υπομερισμάτων της παραγράφου 1, όπως αναλύονται στις παραγράφους 3
4, αποτελεί το συνολικό ποσό του δικαιούμενου μερίσματος, σύμφωνα με τους ακόλουθους μαθηματικούς τύπους, οι οποίοι βέβαια μπορεί να αναπτυχθούν σε περισσότερους ανάλογα με τα κατά περίπτωση επιδόματά - αποζημιώσεις:
Α) α' υπομέρισμα= (Α.α+Α.β)
Α.α 20% * (ΒΜ + επίδομα χρόνου υπηρεσίας έως 31.10.2011) * [ έτη έως 31.10.2011 /35] * Σ
Α.β 20% * (ΒΜ + επίδομα χρόνου υπηρεσίας από 1.11.2011) * [ έτη υπηρεσίας από 1.11.2011 /35] * Σ
Β) β' υπομέρισμα =
20% * («τυχόν άλλες αποδοχές») * [μήνες/420 ] * Σ Μηνιαίο μέρισμα (Μ) = (Α' υπομέρισμα + β' υπομέρι- σμα)».
5. Στο τέλος του άρθρου 29 του ν. 4024/2011 (Α' 226) προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Επί του ποσού της υπερβάλλουσας μείωσης του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 διενεργείται υπέρ του Μ.Τ.Π.Υ. η κράτηση που προβλέπει το άρθρο 27 του π.δ. 422/1981.»
6. Η παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 4024/2011 και η παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011, όπως αντικαταστάθηκαν με τις παραγράφους 4 και 5 του παρόντος νόμου, ισχύουν από την 1.11.2011.
Δ. Οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις δύνανται να εντάσσονται κατά την έναρξη λειτουργίας τους σε συγχρηματοδοτούμενα ευρωπαϊκά προγράμματα που υλοποιούνται από τη Γενική Γραμματεία Διαχείρισης Κοινοτικών και Άλλων Πόρων, από τον ΟΑΕΔ και από άλλους συναρμόδιους φορείς. Το ύψος της επιχορήγησης, τα κριτήρια, οι όροι, οι προϋποθέσεις η διαδικασία και τυχόν άλλα θέματα προσδιορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Ε. Η παράγραφος 6 του άρθρου 17 του ν. 3899/2010 (Α' 212) αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται:
α) το περιεχόμενο, η διαδικασία υποβολής και η προθεσμία υποβολής των δηλώσεων, αναφορών, ειδοποιήσεων, αναγγελιών και λοιπών στοιχείων, την υποβολή των οποίων ορίζει ο νόμος, προς το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και τους εποπτευόμενους από αυτό οργανισμούς και φορείς και
β) η επιβολή των σχετικών κυρώσεων και προστίμων, καθώς και τα όργανα επιβολής αυτών,
γ) τα ανωτέρω σχετικά με τη διαδικασία της ηλεκτρονικής υποβολής των ανωτέρω εντύπων,
δ) η υποχρεωτικότητα και οι όροι της ηλεκτρονικής υποβολής των εντύπων, καθώς και
ε) κάθε άλλο θέμα που αφορά στη μεταβατική περίοδο από τη χειρόγραφη στην ηλεκτρονική υποβολή εντύπων.»
ΣΤ. Η περίπτωση στ' της παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α' 48), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 37 του ν. 3996/2011 (Α' 170) αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως ακολούθως:
«στ. Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται στις αιτήσεις συνταξιοδότησης, οι οποίες έχουν υποβληθεί μέχρι και τις 4.8.2011. Απορριπτικές αποφάσεις συνταξιοδότησης που εκδόθηκαν βάσει της παρ. 1 του άρθρου 37 του ν. 3996/2011 επί αιτήσεων που υποβλήθηκαν μέχρι και 4.8.2011 ανακαλούνται αυτοδίκαια και τα σχετικά αιτήματα επανακρίνονται με βάση το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς.»
Ζ. 1. Στο τέλος της περ. β' της παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 3863/2010 (Α' 115), προτίθενται εδάφια ως εξής:
«Για τον προσδιορισμό των ανωτέρω ασφαλιστικών εισφορών λαμβάνεται ως βάση υπολογισμού για τον κάθε ασφαλιστικό φορέα - τομέα κύριας και επικουρικής ασφάλισης, καθώς και πρόνοιας, ο ασφαλιστέος μισθός ή το τεκμαρτό ημερομίσθιο της ασφαλιστικής κλάσης ή κατηγορίας, όπως θα διαμορφώνονταν κάθε φορά αν τα πρόσωπα της παραγράφου αυτής συνέχιζαν, κατά περίπτωση, να απασχολούνται ή να αυτοαπασχολούνται ή να ασκούν ελεύθερο επάγγελμα και κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Σε περίπτωση που δεν προβλέπεται ασφαλιστέος μισθός ή τεκμαρτό ημερομίσθιο ή το ύψος αυτών υπερβαίνει τον ασφαλιστέο μισθό ή το τεκμαρτό ημερομίσθιο που αντιστοιχεί στην 28η ασφαλιστική κλάση του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, οι ανωτέρω ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί του ασφαλιστέου μισθού ή του τεκμαρτού ημερομισθίου της κλάσης αυτής, όπως ισχύει κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αναγνώρισης, ή προ- κειμένου για ασφαλισμένους από 1.1.1993 και μετά, επί των αποδοχών της παρ. 2β του άρθρου 22 του ν. 2084/ 1992 που δεν μπορούν να υπερβαίνουν κατά μήνα το οκταπλάσιο του μέσου μηνιαίου κατά κεφαλή ΑΕΠ, αναπροσαρμοζόμενου με το εκάστοτε ποσοστό αύξησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων.
Η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών για τον αναγνωριζόμενο χρόνο γίνεται είτε εφάπαξ εντός τριμήνου από την κοινοποίηση της απόφασης αναγνώρισης, οπότε παρέχεται έκπτωση 15%, είτε σε μηνιαίες δόσεις, ο αριθμός των οποίων ισούται με τους αναγνωριζόμενους μήνες. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα της κοινοποίησης της απόφασης. Καθυστέρηση καταβολής δόσης συνεπάγεται επιβάρυνσή της με τα εκάστοτε προβλεπόμενα πρόσθετα τέλη.
Ο αναγνωριζόμενος χρόνος αξιοποιείται είτε για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος είτε για την προσαύξηση του ποσού της σύνταξης μόνο μετά την ολοσχερή εξόφληση του ποσού εξαγοράς.»
Η. 1. Από την 1.9.2011 και εφεξής, οι μητέρες ανηλίκων- ασφαλισμένες πριν από την 1.1.1983 στα Ειδικά Ταμεία του άρθρου 2 του ν. 3029/2002 (Α' 160), θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης λόγω γήρατος από τον ασφαλιστικό τους φορέα με τη συμπλήρωση του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης και του ορίου ηλικίας, όπου αυτό απαιτείται, όπως αυτά διαμορφώνονται σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο. Η ανηλικότητα του παιδιού αναζητείται κατά τη συμπλήρωση του συντάξιμου χρόνου, όπως αυτός διαμορφώνεται με βάση το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για την κατηγορία αυτών των ασφαλισμένων.
Όσα πρόσωπα της ανωτέρω κατηγορίας έχουν υποβάλλει αίτηση παραίτησης από την υπηρεσία τους και αίτηση συνταξιοδότησης στον φορέα κύριας ασφάλισής τους μέχρι 31.8.2011, θεμελιώνουν δικαίωμα για λήψη σύνταξης σύμφωνα με τις καταστατικές και γενικές διατάξεις των ταμείων τους, εφόσον κατά το χρόνο συμπλήρωσης των 15 ετών ασφάλισης στον ασφαλιστικό τους φορέα συνέτρεχε και η ανηλικότητα του παιδιού.
Συνταξιοδοτικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μέχρι 31.8.2011 κατόπιν αιτήσεων που υπεβλήθησαν από ασφαλισμένες της ίδιας ως άνω κατηγορίας, δεν ανακαλούνται.
2. Από την 1.9.2011 και εφεξής, γυναίκες - ασφαλισμένες πριν την 1.1.1983 στα Ειδικά Ταμεία του άρθρου 2 του ν. 3029/2002, θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης λόγω γήρατος από τον ασφαλιστικό τους φορέα με τη συμπλήρωση του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης και του ορίου ηλικίας, όπου αυτό απαιτείται, όπως αυτά διαμορφώνονται σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για την κατηγορία αυτών των ασφαλισμένων.
Όσα πρόσωπα της ανωτέρω κατηγορίας έχουν υποβάλλει αίτηση παραίτησης από την υπηρεσία τους και αίτηση συνταξιοδότησης στον φορέα κύριας ασφάλισής τους μέχρι 31.8.2011 και έχουν συμπληρώσει συντάξιμο χρόνο τουλάχιστον 21 έτη μέχρι την ημερομηνία παραίτησης, θεμελιώνουν δικαίωμα για λήψη πλήρους ή μειωμένης σύνταξης.
Συνταξιοδοτικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μέχρι 31.8.2011 κατόπιν αιτήσεων που υπεβλήθησαν από ασφαλισμένες της ίδιας ως άνω κατηγορίας, δεν ανακαλούνται.
Θ. 1. Για το χρονικό διάστημα από 1.10.2009 έως 31.12.2012 οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές (εργοδότη και εργαζομένου), για όλους τους κλάδους κύριας ασφάλισης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, της επικουρικής ασφάλισης του ΕΤΕΑΜ, καθώς και τις ασφαλιστικές εισφορές εκείνες, που το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εισπράττει ή συνεισπράττει υπέρ Φορέων και Κλάδων Κοινωνικής Ασφάλισης, που αφορούν σε εργαζομένους, οι οποίοι: α) μεταφέρθηκαν από την εταιρεία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ ΑΕ (ΕΝΑΕ)» στην ανώνυμο εταιρεία «ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΡΟΧΑΙΟΥ ΥΛΙΚΟΥ (ΕΤΥΕ)», β) έχουν προβεί σε σχετική καταγγελία στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ διεκδικώντας τις ασφαλιστικές τους εισφορές για το χρονικό διάστημα από 1.10.2009 και εφεξής, γ) ήταν μέχρι 30.9.2009 ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, και δ) συμπληρώνουν μέχρι 31.12.2012 τις προϋποθέσεις πλήρους ή μειωμένης συνταξιοδότησης, συνυπολογιζομένου του χρόνου ασφάλισης από 1.10.2009 μέχρι 31.12.2012, καταβάλλονται από τον ΟΑΕΔ μέσω της χρέωσης του αλληλόχρεου λογαριασμού μεταξύ ΟΑΕΔ και ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, μετά την υποβολή σχετικής αιτήσεως στο ΙΚΑ- ΕΤΑΜ.
2. Ο παραπάνω χρόνος ασφάλισης θεωρείται χρόνος πραγματικής ασφάλισης, λαμβάνεται υπ’ όψιν για τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων για συνταξιοδότηση με πλήρη ή μειωμένη σύνταξη και δεν συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό του εναπομείναντος αριθμού πλασματικών χρόνων της παρ. 18 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, όπως ισχύει.
3. Καθ’ όλη τη διάρκεια ασφάλισης της παραγράφου 1 οι αναλογούσες εισφορές υπολογίζονται επί των αποδοχών που ελάμβαναν ή δικαιούνταν να λάβουν οι εργαζόμενοι της παραγράφου 1 την 1η Ιανουαρίου του έτους 2009.
4. Ο ΟΑΕΔ υπεισέρχεται μετά την καταβολή των αναλογουσών ασφαλιστικών εισφορών σε όλα τα δικαιώματα των εργαζομένων και του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κατά της οφειλέτριας εργοδότριας εταιρείας, δυνάμενος να διεκδικήσει ή να παρακρατήσει όλα τα ποσά που κατέβαλε.
5. Εάν η εργοδότρια εταιρεία καταβάλλει τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές, διακόπτεται η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών από τον ΟΑΕΔ αμελλητί, όσες δε εισφορές έχουν εν τω μεταξύ καταβληθεί από τον ΟΑΕΔ, αναζητούνται ως αχρεωστήτως καταβληθείσες.
6. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα ως προς τον τρόπο καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών της παραγράφου 1, τη διαδικασία υποβολής της αιτήσεως στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, τα απαραίτητα δικαιολογητικά που πρέπει να προσκομισθούν, το αρμόδιο όργανο που θα εξετάζει τις υποβληθείσες αιτήσεις και τις ενστάσεις σε περίπτωση απόρριψης αυτών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της ρύθμισης.
Θβ. 1. Οι οφειλόμενες συμπληρωματικές ασφαλιστικές εισφορές (εργοδότη και εργαζομένου), για όλους τους κλάδους κύριας ασφάλισης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και της επικουρικής ασφάλισης του ΕΤΕΑΜ, που αφορούν σε πρώην εργαζομένους της εταιρείας T.V.X. Hellas Α.Ε., οι οποίοι εντάχθηκαν στο ειδικό τοπικό πρόγραμμα επανειδίκευσης, κατάρτισης και απόκτησης επαγγελματικής ε-μπειρίας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 47 του ν. 3220/ 2004 (Α' 15), χωρίς να δικαιούνται, κατά την υπαγωγή τους στο πρόγραμμα, ασφάλισης, εκτός της ασφάλισης του κλάδου υγείας, αλλά δικαιώθηκαν μεταγενεστέρως και αναδρομικά πλήρους ασφάλισης, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του ν. 3867/2010 (Α'128), καταβάλλονται από τον ΟΑΕΔ μέσω της χρέωσης του αλληλόχρεου λογαριασμού μεταξύ ΟΑΕΔ και ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, μετά την υποβολή σχετικής αιτήσεως στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
2. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα ως προς τον τρόπο καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών της παραγράφου 1, τη διαδικασία υποβολής της αιτήσεως στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, τα απαραίτητα δικαιολογητικά που πρέπει να προσκομισθούν, το αρμόδιο όργανο που θα εξετάζει τις υποβληθείσες αιτήσεις και τις ενστάσεις σε περίπτωση απόρριψης αυτών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της ρύθμισης.
Θγ. 1. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 24 του ν. 3728/2008 (Α' 258) διαγράφεται η φράση «εντός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος».
2. Η παρ. 3 του άρθρου 24 του ν. 3728/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι δικαιούχοι του προγράμματος συνεχίζουν να ασφαλίζονται στους οικείους ασφαλιστικούς φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης και για όλους τους κλάδους, στους οποίους ασφαλίζονταν ως μισθωτοί, από το μήνα που έπεται της λύσης ή καταγγελίας της σύμβασης εργασίας τους, ανεξαρτήτως ημερομηνίας σύναψης της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 προγραμματικής σύμβασης. Ο παραπάνω χρόνος ασφάλισης λαμβάνεται υπόψη για τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων για συνταξιοδότηση με πλήρη ή μειωμένη σύνταξη, καθώς και των απαιτούμενων από την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 825/1978 (Α' 189), όπως ισχύει κάθε φορά, χρονικών προϋποθέσεων. Οι εισφορές για κύρια ασφάλιση υπολογίζονται επί της ανώτερης ασφαλιστικής κλάσης του τελευταίου τριμήνου πριν την καταγγελία ή λύση της σύμβασης, στην οποία κατατάσσονται οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα, βάσει των πράγματι καταβληθεισών αποδοχών τους. Επί της βάσης αυτής, όπως κάθε φορά ισχύει, θα εξακολουθήσει η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών έως τη συμπλήρωση των κατά περίπτωση προϋποθέσεων συνταξιοδότησης των δικαιούχων. Οι εισφορές για επικουρική ασφάλιση υπολογίζονται επί των αυτών ποσών της κύριας ασφάλισης. Όσοι μισθωτοί ήταν ασφαλισμένοι για τουλάχιστον έξι μήνες κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες της εργασίας τους στον κλάδο των βαρέων και ανθυγιεινών ή των οικοδομικών του ΙΚΑ, λόγω της ειδικότητάς τους ή της φύσης της εργασίας τους, θα συνεχίσουν να ασφαλίζονται στον κλάδο αυτόν καθ’ όλη τη διάρκεια του ειδικού προγράμματος. Οι εισφορές για τη συνέχιση της ασφάλισης βαρύνουν το ειδικό πρόγραμμα.
Απαραίτητη προϋπόθεση υπαγωγής στις ρυθμίσεις των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 είναι να προσκομίσουν οι δικαιούχοι στον φορέα υλοποίησης: α) βεβαίωση του ασφαλιστικού τους φορέα από την οποία να προκύπτει ότι οι μέχρι τούδε ασφαλιστικές εισφορές τους έχουν ελεγχθεί και επιβεβαιωθεί προσηκόντως, β) υπεύθυνη δήλωση της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 (Α' 75) όπως εκάστοτε ισχύει, με θεώρηση του γνησίου υπογραφής, στην οποία να δηλώνεται ότι δεν εκκρεμεί καταγγελία εις βάρος τους και δεν διώκονται για αδίκημα απάτης σχετικά με την καταβολή των εισφορών τους στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης (κύριας και επικουρικής).»
3. Η εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας περίπτωσης Θγ έχει αναδρομική ισχύ από την έναρξη ισχύος του ν. 3728/2008 (Α' 258).
Θδ. Η βεβαίωση πιστοποίησης της ιδιότητας των ανέργων α)εγγεγραμμένων στους καταλόγους προσφερομένων προς εργασία του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας και των παραρτημάτων αυτού, β) εγγεγραμμένων στο λογαριασμό ανεργίας προσωπικού ημερήσιων εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης και γ) του λογαριασμού ανεργίας τεχνικών τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης εξομοιούται ως προς τα έννομα αποτελέσματά της με την κάρτα ανεργίας των ανέργων εγγεγραμμένων στα μητρώα του ΟΑΕΔ.
Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μετά από γνώμη των Διοικητικών Συμβουλίων του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ και του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας: α)είναι δυνατόν να εφαρμόζονται προγράμματα για τους ανέργους εγγεγραμμένους στους καταλόγους τους αντίστοιχα με αυτά που εφαρμόζονται για τους ανέργους εγγεγραμμένους στα μητρώα του ΟΑΕΔ, β) καθορίζονται οι αρμόδιες υπηρεσίες για την έκδοση της βεβαίωσης πιστοποίησης της ιδιότητας των ανέργων των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 1 και γ) ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια σχετικά με τα δικαιώματα και τις παροχές των εξομοιούμενων ανέργων των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 1 με τους ανέργους του ΟΑΕΔ.
Θε. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 21 του ν.δ. 2961/1954 (Α' 197), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3552/2007 (Α' 77), αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Το βασικό επίδομα ανεργίας καθορίζεται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Οικονομικών.
Μέχρι τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης συνεχίζεται το καθεστώς επιδότησης που ίσχυε την 31.12.2011.»
Οι υφιστάμενες παράγραφοι 5, 6, 7, 8 αναριθμούνται σε 4, 5, 6, 7.»
I. Για τον υπολογισμό των ποσών που προβλέπονται από τις κατωτέρω διατάξεις λαμβάνεται υπόψη το ύψος του ποσού του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη της 31.12.2011:
α) η αναγνώριση χρόνων ασφάλισης με εξαγορά των άρθρων 39- 41, 56 του ν. 3996/2011 (Α' 170), του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 1358/1983 (Α' 64), του άρθρου 40 παρ. 2 του ν. 2084/1992 (Α' 165), του άρθρου 20 του ν. 3232/2004 (Α' 48),
β) του άρθρου 63 του ν. 2676/1999 (Α' 1), όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3863/2010 (Α' 115),
γ) του άρθρου 14 του ν. 3863/2010,
δ) του άρθρου 29 παρ. 3 του ν. 1846/1951 (Α' 179), όπως ισχύει,
ε) των άρθρων 8 και 17 του π.δ. 419/1983 (Α' 154), όπως ισχύουν, καθώς και του άρθρου 14 παρ. 5 του ν. 3232/2004 (Α' 48),
στ) των άρθρων 8 και 17 του π.δ. 419/1980 (Α' 115), όπως ισχύουν, καθώς και του άρθρου 14 παρ. 5 του ν. 3232/2004 (Α' 48),
ζ) του άρθρου 25 του ν. 3846/2010 (Α' 65),
η) του άρθρου 9 παρ. 1 του Κανονισμού Παροχών ΤΕΑΥΕΚ,
θ) όπου από τις κείμενες διατάξεις των Καταστατικών των φορέων επικουρικής ασφάλισης προβλέπεται αναστολή σύνταξης λόγω απασχόλησης συνταξιούχων,
ι) του άρθρου 7 παρ. 1 του ν.1745/1987 (Α' 234) και του άρθρου 9 παρ. 3 του ν. 2458/1997 (Α' 15),
ια) του άρθρου 11 παρ. 3 του ν. 2458/1997 και του άρθρου 13 παρ. 1 του ν. 2458/1997, όπως ισχύει.
ΙΑ. 1. Στις Τοπικές Διοικητικές Επιτροπές των Υποκαταστημάτων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Νομού Αττικής και των Περιφερειακών Διευθύνσεων του Ο.Α.Ε.Ε. Νομού Αττικής διορίζονται ως Πρόεδροι και μέλη υπάλληλοι που προέρχονται από τη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ειδικότερα, ως Πρόεδροι διορίζονται υπάλληλοι ΠΕ ή ΤΕ ή ΔΕ κατηγορίας, Α' ή Β' ή Γ' βαθμού με τους αντίστοιχους αναπληρωτές τους και ως μέλη υπάλληλοι ΠΕ ή ΤΕ ή ΔΕ κατηγορίας με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία στη ΓΓΚΑ με τους αντίστοιχους αναπληρωτές τους. Ειδικό για τις Τ.Δ.Ε. των λοιπών, πλην περιοχής Αθηνών και Πειραιώς, Υποκαταστημάτων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ του Νομού Αττικής και μόνο σε περίπτωση έλλειψης ή αδυναμίας ορισμού των προσώπων του πρώτου εδαφίου, ως Πρόεδροι και μέλη διορίζονται υπάλληλοι εποπτευόμενου οργανισμού, πλην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με τα προσόντα που περιγράφονται στο προηγούμενο εδάφιο.
Στις Τοπικές Διοικητικές Επιτροπές των Υποκαταστημάτων του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ των υπολοίπων νομών της χώρας διορίζονται ως Πρόεδροι μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή συνταξιούχοι δικαστικοί λειτουργοί των τακτικών διοικητικών ή πολιτικών δικαστηρίων ή υπάλληλοι ΠΕ ή ΤΕ ή ΔΕ κατηγορίας, Α' ή Β' ή Γ' βαθμού του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ή εποπτευόμενου οργανισμού, πλην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ως μέλη υπάλληλοι του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ή εποπτευόμενου οργανισμού, πλην ΙΚΑ-Ε- ΤΑΜ, ΠΕ ή ΤΕ ή ΔΕ κατηγορίας, Α' ή Β' ή Γ' βαθμού, με τους αντίστοιχους αναπληρωτές τους. Η αρμοδιότητα υπόδειξης των υπαλλήλων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ή εποπτευόμενου οργανισμού, πλην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ανήκει στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Στις Τοπικές Διοικητικές Επιτροπές των Περιφερειακών Διευθύνσεων του Ο.Α.Ε.Ε. των υπολοίπων νομών της χώρας διορίζονται ως Πρόεδροι και μέλη υπάλληλοι του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ή εποπτευόμενου οργανισμού, πλην Ο.Α.Ε.Ε. με τους αναπληρωτές τους, με τα αντίστοιχα προσόντα που περιγράφονται στο προηγούμενο εδάφιο.
Σε όλες τις συνεδριάσεις των Τοπικών Διοικητικών Επιτροπών του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και του Ο.Α.Ε.Ε. μετέχουν ως μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου: α) ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης του οικείου Υποκαταστήματος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή της οικείας Περιφερειακής Διεύθυνσης του Ο.Α.Ε.Ε. αντίστοιχα και β) ανάλογα με το θέμα της συνεδρίασης, ο Προϊστάμενος Τμήματος του οικείου Υποκαταστήματος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή της οικείας Περιφερειακής Διεύθυνσης του Ο.Α.Ε.Ε. αντίστοιχα ή υπάλληλοι του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή του Ο.Α.Ε.Ε. αντίστοιχα Α' ή Β' ή Γ' Βαθμού, οι οποίοι διορίζονται με απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ και του Ο.Α.Ε.Ε. αντίστοιχα.
2. Στα Διοικητικά Συμβούλια των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στις Διοικούσες Επιτροπές του άρθρου 29 του ν. 3655/2008 (Α' 58) και στο Συμβούλιο Ασφάλισης Τραπέζης της Ελλάδος διορίζονται ως Κυβερνητικοί Επίτροποι και μέλη, όπου η συμμετοχή τους προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις, υπάλληλοι που προέρχονται από τη Γ.Γ.Κ.Α. και είναι οι μεν Κυβερνητικοί Επίτροποι προϊστάμενοι Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης ή Τμήματος, τα δε μέλη προϊστάμενοι Διεύθυνσης ή Τμήματος ή υπάλληλοι ΠΕ ή ΤΕ κατηγορίας με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία στη Γ.Γ.Κ.Α.. Για τον Κυβερνητικό Επίτροπο στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ και του αναπληρωτή του, εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις της περίπτωσης γ' της παρ. 7 του άρθρου 77 του ν. 3996/2011 (Α' 170).
3. Η παράγραφος 4 του άρθρου 33 του ν.702/1977, η οποία είχε καταργηθεί με το εδάφιο γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του ν. 1407/1984 και επαναφέρθηκε σε ισχύ με το άρθρο 8 του ν. 1649/1986 (Α' 149) και καταργήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3900/2010 επαναφέρεται σε ισχύ για τις υποθέσεις εκείνες των οποίων το αντικείμενο είναι άνω των 2.000 ευρώ.
4. Η περίπτωση β' της παρ. 1 του άρθρου 3 του π.δ. 422/1981, όπως έχει αντικατασταθεί και ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Ενός υπαλλήλου της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, προϊσταμένου Διεύθυνσης ή Τμήματος ή υπαλλήλου ΠΕ ή ΤΕ κατηγορίας με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία στη Γ.Γ.Κ.Α.».
5. Η περίπτωση γ' της παραγράφου Β3 του άρθρου 29 του ν. 3655/2008 (Α' 58), αντικαθίσταται ως εξής:
«γ. Έναν (1) εκπρόσωπο των δικαστικών επιμελητών, που προτείνεται από την Ομοσπονδία Δικαστικών Επιμελητών Ελλάδος, με τον αναπληρωτή του.»
6. Η περίπτωση β' της παραγράφου 6 του άρθρου 10 του α.ν. 1846/1951, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Εκ δύο υπαλλήλων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ βαθμού Α' ή Β' και ελλείψει αυτών βαθμού Γ', οριζομένων από τον Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ως μελών, μετά των αναπληρωτών τους.»
7. Η υποπερίπτωση εε' της περίπτωσης α' της παραγράφου 7 του άρθρου 77 του ν. 3996/2011 (Α' 170), αντικαθίσταται ως εξής:
«εε. Έναν υπάλληλο του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ που προτείνεται από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων ΙΚΑ (ΠΟ- ΣΕ-ΙΚΑ).»
ΙΒ. 1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του Καταστατικού της Η.ΔΙ.Κ.Α. ΑΕ, το οποίο περιέχεται στο άρθρο πέμπτο του ν. 3607/2007 (Α' 245) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Η Εταιρεία συνάπτει σύμβαση, με τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και με το Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.) για τις παρεχόμενες προς αυτούς υπηρεσίες, με απευθείας ανάθεση, χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού.»
2. Όλες οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που έχουν συναφθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου μεταξύ της Η.ΔΙ.Κ.Α. Α.Ε. και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης ή του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.), οι τυχόν παρατάσεις αυτών, καθώς και όλες οι κατά το χρονικό αυτό διάστημα διενεργηθείσες πράξεις και δαπάνες θεωρούνται νόμιμες και παράγουν όλες τις έννομες συνέπειες.
3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 13 του Καταστατικού της Η.ΔΙ.Κ.Α. ΑΕ, το οποίο περιέχεται στο άρθρο πέμπτο του ν. 3607/2007, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«2. Στις αρμοδιότητες του Δ.Σ. της Εταιρείας περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα: α) Η έγκριση προμηθειών, αγαθών και υπηρεσιών για ποσά για τα οποία απαιτείται η διενέργεια τακτικού διαγωνισμού όπως εκάστοτε ισχύουν από τις διατάξεις περί προμηθειών του Δημοσίου. β) Η υποβολή πρότασης στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για έγκριση των όρων, του χρόνου και των προϋποθέσεων εκτέλεσης των εργασιών, του ύψους και του τρόπου της αμοιβής και κάθε άλλου αναγκαίου σχετικού θέματος για την παροχή των υπηρεσιών της Εταιρείας στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, κατόπιν απευθείας ανάθεσης.»
ΙΓ. 1. Η παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4019/2011 (Α' 216) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η σχέση μεταξύ μελών της Κοιν.Σ.Επ, η διοίκηση, η λειτουργία της, καθώς και η λύση της διέπονται από το ν. 1667/1986 (Α' 196), εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο αυτόν. Δεν εφαρμόζονται το άρθρο 1, οι παράγραφοι 2, 7 και 8 του άρθρου 2, οι παράγραφοι 4 και 6 του άρθρου 3, οι παράγραφοι 1 και 4 του άρθρου 4, η παράγραφος 2 του άρθρου 5, το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 7, το άρθρο 8, το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 και η παράγραφος 4 του άρθρου 9, το άρθρο 13 και το άρθρο 14 του ν. 1667/1986. Όπου στο ν. 1667/ 1986 αναφέρεται καταχώριση στο «Μητρώο Συνεταιρισμών του ειρηνοδικείου» ή «στο μητρώο της παρ. 3 του άρθρου 1», νοείται το Μητρώο της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του παρόντος.»
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 3 του ν. 4019/2011 (Α' 216) αντικαθίσταται ως εξής:
« 2. α) Για τη σύσταση της Κοιν.Σ.Επ. απαιτείται η σύνταξη καταστατικού και η εγγραφή της στο Μητρώο Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 14 σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 2. Από την εγγραφή, η οποία περιλαμβάνει και την καταχώριση του καταστατικού στο Μητρώο, η Κοιν.Σ.Επ. αποκτά νομική προσωπικότητα και εμπορική ιδιότητα. Το καταστατικό πρέπει να υπογράφεται από επτά τουλάχιστον πρόσωπα, αν πρόκειται για Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης, και από πέντε τουλάχιστον πρόσωπα αν πρόκειται για Κοιν.Σ.Επ. Κοινωνικής Φροντίδας ή Συλλογικού Σκοπού.
β) Το καταστατικό της Κοιν.Σ.Επ. πρέπει να περιέχει τις απολύτως αναγκαίες σύμφωνα με τον παρόντα νόμο διατάξεις, καθώς και τα ακόλουθα:
αα) Την επωνυμία, την έδρα και το σκοπό της Κοιν.Σ.Επ.. Ως έδρα της Κοιν.Σ.Επ. ορίζεται δήμος. Η επωνυμία της Κοιν.Σ.Επ. ορίζεται από το σκοπό της, το είδος της Κοιν.Σ.Επ. και την έκταση της ευθύνης των μελών της. Ονόματα μελών ή τρίτων δεν περιλαμβάνονται στην επωνυμία της Κοιν.Σ.Επ..
ββ) Τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας ή την επωνυμία και τη διεύθυνση των ιδρυτικών μελών.
γγ) Τους όρους εισόδου και εξόδου των μελών.
δδ) Την έκταση της ευθύνης των μελών όπως ορίζεται στην παράγραφο 8.
εε) Το ύψος της συνεταιριστικής μερίδας.
στστ) Τον ορισμό προσωρινής διοικητικής επιτροπής που θα μεριμνήσει για την έγκρισή του και τη σύγκληση της πρώτης γενικής συνέλευσης για ανάδειξη των οργάνων διοίκησης της Κοιν.Σ.Επ..
Κατά τα λοιπά το καταστατικό της Κοιν.Σ.Επ. μπορεί να παραπέμπει στις διατάξεις των οικείων νόμων.
γ) Για τη σύσταση της Κοιν.Σ.Επ. μπορεί να γίνει χρήση πρότυπου καταστατικού, το οποίο συμπληρώνεται από τους ιδρυτές της Κοιν.Σ.Επ. και περιλαμβάνει τα στοιχεία της περ. β'. Το περιεχόμενο του πρότυπου καταστατικού ορίζεται ειδικότερα με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης της παρ. 5 του άρθρου 17.
Ενδεικτικό πρότυπο καταστατικό διατίθεται σε ηλεκτρονική μορφή από το διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
3. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 17 του ν. 4019/2011 (Α' 216) αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής ασφάλισης, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της Υπηρεσίας του άρθρου 15, ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα τήρησης και λειτουργίας του Γενικού Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας, κάθε λεπτομέρεια σχετική με τη λειτουργία του, τεχνική ή μη, οι αρμοδιότητες του Τμήματος Κοινωνικής Οικονομίας του άρθρου 14, οι προδιαγραφές και τα κριτήρια πιστοποίησης των νομικών προσώπων που εγγράφονται στα επί μέρους Μητρώα, οι προϋποθέσεις και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την εγγραφή τους σε αυτά, οι προϋποθέσεις για τη δια-γραφή τους, η μορφή και το περιεχόμενο του προτυποποιημένου καταστατικού της περίπτωσης β' της παραγράφου 2 του άρθρου 3, οι διαδικασίες ελέγχου και κυρώσεων, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»
Ο τίτλος του άρθρου 17 αντικαθίσταται ως εξής: «Εξουσιοδοτικές και μεταβατικές διατάξεις»
Στο τέλος του άρθρου 17 προστίθεται νέα παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Μέχρι την έναρξη λειτουργίας του ηλεκτρονικού Μητρώου, οι απαιτούμενες διαδικασίες για την εγγραφή και πιστοποίηση των Κοιν.Σ.Επ., των Κοι.Σ.Π.Ε. και των άλλων φορέων Κοινωνικής Οικονομίας σε αυτό δύνανται να διενεργούνται και χειρόγραφα από το Τμήμα Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας.»
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου άρχεται από της καταθέσεώς του στη Βουλή, εκτός αν ορίζεται άλλως από επί μέρους διατάξεις του.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 1 Μαρτίου 2012
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΡΕΠΠΑΣ |
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΙΑΝΝΙΤΣΗΣ |
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΑΧΙΝΙΔΗΣ |
ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ |
ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΑΝΗΣ |
ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΒΕΡΔΟΣ |
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 1 Μαρτίου 2012
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ