Κωδικοποιήθηκε από:
Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 112A_1994 | 2.22 MB |
Καταργείται η παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 1915/1990 (ΦΕΚ 19 Α) και επαναφέρονται σε ισχύ τα εδάφια τρίτο και τέταρτο του άρθρου 15 του ν. 1264/1982 (ΦΕΚ 79 Α), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 25 του ν. 1545/1985 (ΦΕΚ 91 Α).
1. Το άρθρο 21 του ν. 1264/1982 αντικαθίσταται ως εξής:
‘Άρθρο 21
Προσωπικό Ασφαλείας
2. Κατά τη διάρκεια της απεργίας η συνδικαλιστική οργάνωση, η οποία την κηρύσσει, έχει υποχρέωση να διαθέτει το αναγκαίο προσωπικό για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών και ατυχημάτων.
3. Στις υπηρεσίες, οργανισμούς και επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 1264/1982, όπως συμπληρώθηκε με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3 και του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 1915/1990 των οποίων η λειτουργία έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, πέραν του προσωπικού ασφαλείας της προηγούμενης παραγράφου διατίθεται και προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας.
4. Το διατιθέμενο προσωπικό των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού παρέχει τις υπηρεσίες του κάτω από τις οδηγίες του εργοδότη, προς εκπλήρωση των σκοπών για τους οποίους διατίθεται.
5. Το προσωπικό των παραγράφων 1 και 2 αυτού του άρθρου καθορίζεται με ειδική συμφωνία μεταξύ της αντιπροσωπευτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης στην επιχείρηση και της διοίκησης της επιχείρησης. Η πλέον αντιπροσωπευτική είναι η συνδικαλιστική οργάνωση, η οποία έχει ως μέλη τους εργαζόμενους, που προέρχονται από όλους τους κλάδους της επιχείρησης.
Αν στην επιχείρηση υπάρχουν περισσότερες συνδικαλιστικές οργανώσεις, αντιπροσωπευτικότερη είναι εκείνη που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο αριθμό μελών, που ψήφισαν κατά τις τελευταίες εκλογές για την ανάδειξη διοίκησης, ανεξάρτητα από τις ειδικότητες των εργαζομένων που είναι μέλη της.
Οι λοιπές συνδικαλιστικές οργανώσεις δικαιούνται να παρέμβουν στις διαπραγματεύσεις και τις λοιπές διαδικασίες.
6. Για τις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας πέραν του προσωπικού της παρ. 2 με την ίδια συμφωνία είναι δυνατόν να καθορίζονται οι συγκεκριμένες ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, τις οποίες ‘πρέπει να καλύπτει η επιχείρηση σε περίπτωση απεργίας και οι συνέπειες για την παραβίαση της συμφωνίας. Κριτήρια για τα θέματα αυτά αποτελούν το είδος και η κοινωνική κρισιμότητα των υπηρεσιών και αγαθών, που παρέχει η επιχείρηση και η ανάγκη διασφάλισης της άσκησης του δικαιώματος της απεργίας.
7. Η συμφωνία καταρτίζεται με απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών. Έως την 5η Νοεμβρίου κάθε ημερολογιακού έτους ένα από τα ενδιαφερόμενο μέρη καλεί το άλλο σε διαπραγμάτευση με εξώδικη κλήση, στην οποία περιέχεται υποχρεωτικά η πρόταση για καθορισμό του προσωπικού των παραγράφων 1 και 2 αυτού του άρθρου. Η κλήση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή και κατά τον ίδιο τρόπο κοινοποιείται στο Υπουργείο Εργασίας.
8. Η συμφωνία καταρτίζεται το αργότερο έως τις 25 Νοεμβρίου κάθε ημερολογιακού έτους και κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας, μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την υπογραφή της. Η συμφωνία αυτή ισχύει ολόκληρο το ημερολογιακό έτος που ακολουθεί.
9. Εάν δεν τηρηθεί η διαδικασία της παρ. 5 αυτού του άρθρου ή αν η συμφωνία δεν καταρτισθεί έως την 25η Νοεμβρίου ή δεν κατατεθεί στο Υπουργείο Εργασίας μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στην παρ. 5 του άρθρου αυτού τα μέρη υποχρεούνται να προσφύγουν στη διαδικασία της μεσολάβησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α').
Η μεσολάβηση πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ανάληψη των καθηκόντων του μεσολαβητή.
Εάν η μεσολάβηση δεν καταλήξει σε συμφωνία κάθε ενδιαφερόμενη πλευρά έχει δικαίωμα να παραπέμψει το θέμα στην επιτροπή του άρθρου 15 του ν. 1264/1982, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 25 του ν. 1545/ 1985.
10. Όλα τα ζητήματα των παραγράφων 1, 2, 3 και 4 αυτού του άρθρου μπορούν να ρυθμίζονται και με συλλογικές συμβάσεις εργασίας για όλες τις επιχειρήσεις ανεξάρτητα από το δημόσιο ή μη χαρακτήρα τους και την υπαγωγή τους ή μη στην κοινή ωφέλεια."
2. Η πρώτη εφαρμογή της διαδικασίας των παραγράφων 5, 6 και 7 αυτού του άρθρου για την κατάρτιση ειδικής συμφωνίας για το προσωπικό των παραγράφων 1 και 2 αυτού του άρθρου αρχίζει από την 1η Οκτωβρίου 1994.
1 .α) Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που κηρύσσουν απεργία στις υπηρεσίες, οργανισμούς και επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 1264/1982, όπως συμπληρώθηκε με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3 του ν. 1915/1990, πριν ασκήσουν το δικαίωμα της απεργίας υποχρεούνται να καλέσουν τον εργοδότη με έγγραφο, που κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή σε δημόσιο διάλογο για τα αιτήματα αυτής.
β) Στις λοιπές επιχειρήσεις η συνδικαλιστική οργάνωση που κηρύσσει την απεργία έχει την ευχέρεια να ζητήσει τη διεξαγωγή δημόσιου διαλόγου σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του άρθρου πριν ή και κατά τη διάρκεια της απεργίας.
γ) Ευχέρεια να ζητήσει τη διεξαγωγή δημόσιου διαλόγου έχει και ο εργοδότης, όταν με οποιονδηποτε τρόπο πληροφορηθεί τα αιτήματα της απεργίας, ή την κήρυξη απεργίας, ή κρίνει ότι υπάρχει κίνδυνος διατάραξης της εργασιακής ειρήνης στην επιχείρηση.
2. Ο δημόσιος διάλογος διεξάγεται μέσα σε σαράντα οκτώ (48) ώρες από την κοινοποίηση της σχετικής πρόσκλησης στην οποία ορίζεται ο τόπος και ο χρόνος της συνάντησης.
Τις συζητήσεις διευθύνει ένας μεσολαβητής που επιλέγεται με συμφωνία των μερών από τον κατάλογο μεσολαβητών - διαιτητών του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας.
Εάν δεν υπάρξει συμφωνία για το πρόσωπο του μεσολαβητή, η πλευρά που ζήτησε τη διεξαγωγή δημόσιου διαλόγου με αίτησή της προς τον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας, ζητεί μέσα σε σαράντα οκτώ (48) ώρες τον ορισμό μεσολαβητή με τη διαδικασία της κλήρωσης, στην οποία καλείται να παραστεί και η άλλη πλευρά.
Σε κάθε περίπτωση ο μεσολαβητής αναλαμβάνει τα καθήκοντά του μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες από την ανάδειξή του και ο δημόσιος διάλογος αρχίζει από την ημέρα ανάληψης των καθηκόντων του μεσολαβητή.
3. Ο μεσολαβητής προσπαθεί να επιτύχει προσέγγιση απόψεων κατά το συντομότερο δυνατό χρόνο και έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 4 και 5 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α ).
Εάν μέσα σε σαράντα οκτώ (48) ώρες δεν επιτευχθεί η προσέγγιση των απόψεων, ο μεσολαβητής έχει δικαίωμα να υποβάλει στα μέρη έκθεση για τα αιτήματα της απεργίας με βάση τις απόψεις των μερών και τη σχετική τεκμηρίωση.
Η έκθεση του μεσολαβητή κοινοποιείται στα μέρη με δικαστικό επιμελητή μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες από τη λήξη της μεσολάβησης. Η έκθεση είναι δυνατόν να δημοσιευθεί στον ημερήσιο τύπο από το μεσολαβητή έπειτα από συμφωνία των μερών που έχει ληφθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του δημόσιου διαλόγου ή από οποιοδήποτε μέρος χωρίς να απαιτείται προηγούμενη συμφωνία.
4. Κατά τη διεξαγωγή του δημόσιου διαλόγου, πέραν των κοινών και κατ' ιδίαν διαβουλεύσεων του μεσολαβητή με τα μέρη, μπορούν να κληθούν να συμμετέχουν εκπρόσωποι συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων, καθώς και εκπρόσωποι αρμόδιων δημοσίων υπηρεσιών, κοινωνικών φορέων και μέσων μαζικής ενημέρωσης, έπειτα από σχετική συμφωνία των μερών.
5. Η διεξαγωγή του δημόσιου διαλόγου δεν αναστέλλει την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας.
6. Η προσφυγή ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων για θέματα σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 19 έως 22 του ν. 1264/1982, όπως τροποποιούνται από τις διατάξεις αυτού του νόμου, και σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 3 του νόμου αυτού, δεν μπορεί να ασκηθεί κατά το χρόνο διεξαγωγής του δημόσιου διαλόγου.
7. Με συμφωνία των μερών μπορούν να ρυθμιστούν όλα τα διαδικαστικά θέματα διεξαγωγής δημόσιου διαλόγου, περιλαμβανομένης της διάρκειας του δημόσιου διαλόγου, της ελεύθερης επιλογής μεσολαβητή και της αναστολής του δικαιώματος απεργίας.
1. Οι εργαζόμενοι, που απολύθηκαν για τους λόγους, που αναφέρονται στις καταργούμενες διατάξεις, έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την επαναπρόσληψή τους.
2. Μέσα σε τρεις (3) μήνες από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου, απολυθέντες για τους λόγους της παρ. 1 του άρθρου 1 και του άρθρου 6 του ν. 1915/1990 (ΦΕΚ 186 Α), έχουν δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για επαναπρόσληψη προς τον εργοδότη μαζί με όλα τα σχετικά δικαιολογητικά, που αποδεικνύουν συμμετοχή του απολυθέντος σε αυτή τη συνδικαλιστική δραστηριότητα.
3. Ο εργοδότης υποχρεούται μέσα σε ένα (1) μήνα από την υποβολή της αίτησης να απαντήσει εγγράφως και να επαναπροσλάβει τον εργαζόμενο. Η απάντηση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο με δικαστικό επιμελητή.
Εάν ο εργοδότης αρνηθεί την επαναπρόσληψη, η άρνησή του έχει τις συνέπειες της μονομερούς και αδικαιολόγητης καταγγελίας σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη, που επέρχεται από την κοινοποίηση της απάντησής του προς τον ενδιαφερόμενο ή την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας απάντησης. Το χρονικό διάστημα από την αρχική καταγγελία της σύμβασης εργασίας μέχρι την άρνηση του εργοδότη να δεχθεί την επαναπρόσληψη, θεωρείται χρόνος εργασίας μόνον ως προς τον υπολογισμό της αποζημίωσης λόγω απόλυσης. Ο εργοδότης μπορεί να αρνηθεί την επαναπρόσληψη μόνο με προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο που δικάζει κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης για επαναπρόσληψη·
5. Δεν αναγνωρίζεται στους απολυθέντες για τους λόγους της παρ. 1 του άρθρου 1 και του άρθρου 6 του ν. 1915/1990 (ΦΕΚ 186 Α), δικαίωμα για την καταβολή μισθών υπερημερίας για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την απόλυση μέχρι την κοινοποίηση της άρνησης του εργοδότη για πρόσληψη, σύμφωνα με την παράγραφο 3 αυτού του άρθρου.
6. Οι διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή αυτού του άρθρου μπορούν να επιλυθούν με προσφυγή στη διαδικασία της συμφιλίωσης του άρθρου 13 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α).
Ο συμφιλιωτής, πέραν του πρακτικού που καταρτίζει, έχει υποχρέωση να διατυπώσει και πρόταση για την επίλυση της διαφοράς.
Αξιώσεις εργαζομένων σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νόμου ασκούνται ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων μέσα σε αποσβεστική προθεσμία έξι (6) μηνών από την ημέρα ισχύος αυτού του νόμου.
7. Μέλη διοίκησης Πρωτοβάθμιων, Δευτεροβάθμιων και Τριτοβάθμιων Οργανώσεων, που απολύθηκαν για συνδικαλιστική δραστηριότητα, επανέρχονται αυτοδικαίως στη θέση τους χωρίς την τήρηση της αναφερόμενης παραπάνω διαδικασίας.
1. Η παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 1915/1990, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2091/1932 (ΦΕΚ 180 Α) αντικαθίσταται ως εξής:
"4. Στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, καθώς και στην Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες, θα καταβάλλεται από 1.1.1994 ποσοστό κατώτατο δεκαπέντε τοις εκατό (15%) έως είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των πόρων του Οργανισμού Εργατικής Εστίας (Ο.Ε.Ε.), που προέρχονται από τις καταβαλλόμενες εισφορές, για την κάλυψη μερική ή ολική λειτουργικών και άλλων δαπανών τους σχετικά με την εξυπηρέτηση των σκοπών τους και ιδίως για:
α. Λειτουργικές δαπάνες εγκατάστασης και λειτουργίας της συνδικαλιστικής οργάνωσης, όπως στέγη, θέρμανση, ύδρευση, ηλεκτροδότηση, τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, μισθοδοσία προσωπικού, αγορά και συντήρηση εξοπλισμού, επίπλωση γραφείων, έξοδα αμοιβών δικαστικών αντιπροσώπων για τη διεξαγωγή αρχαιρεσιών.
β. Δαπάνες για τη διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών, σεμιναρίων, διοργάνωση συζητήσεων - διαλέξεων, συνεδρίων, πραγματοποίηση εκδόσεων για θέματα δικαίου της εργασίας, κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνιολογίας της εργασίας, οικονομίας της εργασίας και εργασιακών σχέσεων γενικότερα.
γ. Δαπάνες για ταξίδια και διαμονή στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με σκοπό την ανάπτυξη σχέσεων με συνδικαλιστικές οργανώσεις και Διεθνείς Οργανισμούς που προωθούν την πολιτική εργασιακών σχέσεων".
2. Στην παρ. 4 τού άρθρου 7 του ν. 1915/1990, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. του άρθρου αυτού, προστίθενται παράγραφοι 5 και 6 ως εξής:
"5. Τα θέματα που αφορούν τον τρόπο κατανομής και καταβολής των χρηματικών ποσών και τη διαδικασία πιστοποίησης της εκτέλεσης των δαπανών, που αναφέρονται στις παραγράφους α', β' και γ' ανωτέρω, ρυθμίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας, που εκδίδονται έπειτα από γνώμη τού Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Ε.Ε. και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
6. Πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, εφόσον έχουν τουλάχιστον 500 ψηφίσαντα μέλη, καθώς και οργανώσεις συνταξιούχων κατ' εξαίρεση, είναι δυνατόν να επιχορηγούνται, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 4, έπειτα από αίτησή τους και προηγούμενη γνώμη της Γ.Σ.Ε.Ε., η οποία εισάγει το θέμα στο Δ.Σ. του Ο.Ε.Ε.. Εάν η σχετική αίτηση δεν γίνει δεκτή από το Δ.Σ. του Ο.Ε.Ε., σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 3, η ενδιαφερόμενη οργάνωση απευθύνεται στον Υπουργό Εργασίας, ο οποίος με αιτιολογημένη απόφασή του μπορεί να εγκρίνει σχετική επιχορήγηση."
1. Είναι ανίσχυρη η καταγγελία συλλογικής σύμβασης εργασίας που έχει κυρωθεί με νόμο.
2. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 28 του ν. 2085/1992 (ΦΕΚ 170 Α) καταργείται από τότε που ίσχυσε.
3. Χορηγούνται συνδικαλιστικές άδειες:
α) στα μέλη της Διοίκησης της πλέον αντιπροσωπευτικής τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους, β) στον Πρόεδρο των Εργατικών Κέντρων και των Ομοσπονδιών, εφόσον οι υπαγόμενες σε αυτά πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν μέχρι 1500 ψηφίσαντα μέλη, δεκαπέντε (15) ημέρες το μήνα, γ) στον Πρόεδρο των Εργατικών Κέντρων και των Ομοσπονδιών, εφόσον οι υπαγόμενες σε αυτά πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν από 1501-10000 ψηφίσαντα μέλη, για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία του, δ) στον Πρόεδρο και Γενικό Γραμματέα των Εργατικών Κέντρων και Ομοσπονδιών, εφόσον οι υπαγόμενες σε αυτό οργανώσεις έχουν άνω των 10000 ψηφισάντων μελών για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους.
Οι ημέρες αυτές είναι πληρωνόμενες.
Είναι ανίσχυρη η καταγγελία συλλογικής σύμβασης εργασίας που έχει κυρωθεί με νόμο.
1. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 17 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α) προστίθενται τα εξής:
Ό οργανισμός είναι ανεξάρτητος φορέας και λειτουργεί στο πλαίσιο των διατάξεων αυτού του νόμου και των κανονιστικών πράξεων, που εκδίδονται με εξουσιοδότησή του κατά παρέκκλιση των διατάξεων, που αφορούν το δημόσιο τομέα".
Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 17 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α) αντικαθίσταται ως εξής:
"3. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Εργασίας, έπειτα από σύμφωνη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του οργανισμού, ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια που αφορά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού.
Μεταξύ άλλων, ρυθμίζεται ο αριθμός των θέσεων μεσολαβητών - διαιτητών και του διοικητικού ή άλλου προσωπικού."
1. Επεκτείνεται η εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1767/1988 (ΦΕΚ 63 Α) στις επιχειρήσεις που υπάγονται στο ν. 1365/1983 (ΦΕΚ 80 Α), εφόσον τα προβλεπόμενα από αυτόν Συμβούλια Εργαζομένων δεν έχουν συσταθεί.
2. Οι προθεσμίες της παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 1767/1988 είναι ενδεικτικές ως προς τη σύγκληση των γενικών συνελεύσεων.
3. Η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 12 του ν. 1767/1988 αντικαθίσταται ως εξής:
"4. Αποφασίζουν από κοινού με τον εργοδότη για τα κατωτέρω θέματα:
α. Την κατάρτιση του εσωτερικού κανονισμού της επιχείρησης.
β) Τον κανονισμό υγιεινής και ασφάλειας της επιχείρησης.
γ) Την κατάρτιση ενημερωτικών προγραμμάτων για τις νέες μεθόδους οργάνωσης της επιχείρησης και τη χρήση νέων τεχνολογιών.
δ) Τον προγραμματισμό της επιμόρφωσης της διαρκούς εκπαίδευσης και της μετεκπαίδευσης του προσωπικού, ιδιαίτερα μετά από κάθε μετατροπή της τεχνολογίας.
ε) Τον τρόπο ελέγχου της παρουσίας και της συμπεριφοράς του προσωπικού στα πλαίσια της προστασίας της προσωπικότητας των εργαζομένων ιδίως απέναντι στα οπτικοακουστικά μέσα.
στ) Τον προγραμματισμό των κανονικών αδειών.
ζ) Την επανένταξη των αναπήρων από εργατικό ατύχημα που έγινε στην επιχείρηση σε κατάλληλες γι’ αυτούς θέσεις απασχόλησης.
η) Τον προγραμματισμό και τον έλεγχο πολιτιστικών, ψυχαγωγικών και κοινωνικών εκδηλώσεων.
Για όλα τα παραπάνω θέματα καταρτίζεται γραπτή συμφωνία, η οποία ισχύει από την κατάθεσή της στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και έχει κανονιστική ισχύ. Η συμφωνία αναρτάται στον πίνακα ανακοινώσεων του Συμβουλίου Εργαζομένων.
Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ εργοδότη και Συμβουλίου Εργαζομένων για τη ρύθμιση των ανωτέρω θεμάτων, η διαφορά επιλύεται με τη διαδικασία της μεσολάβησης και παραπομπή στη διαιτησία, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α').
Οι ανωτέρω αρμοδιότητες ασκούνται από το Συμβούλιο Εργαζομένων, εφόσον στην επιχείρηση δεν λειτουργεί συνδικαλιστική οργάνωση, και τα θέματα αυτά δεν ρυθμίζονται με Συλλογική Σύμβαση Εργασίας."
1. Κυρώνεται και αποκτά ισχύ νόμου η διάταξη του άρθρου 7 της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας της 9.6.1993 (πράξη κατάθεσης στο Υπουργείο Εργασίας 37/11.6.1993), η οποία έχει ως εξής:
"Η συνολική διάρκεια της άδειας μητρότητας ορίζεται σε δεκαέξι (16) εβδομάδες. Οκτώ (8) εβδομάδες θα χορηγούνται υποχρεωτικά πριν από την πιθανή ημερομηνία τοκετού και οι υπόλοιπες οκτώ (8) μετά τον τοκετό Σε περίπτωση που ο τοκετός πραγματοποιηθεί σε χρόνο προγενέστερο από αυτόν που είχε αρχικά πιθανολογηθεί, το υπόλοιπο της άδειας θα χορηγείται υποχρεωτικά μετά τον τοκετό, ώστε να εξασφαλίζεται χρόνος συνολικής άδειας δεκαέξι (16) εβδομάδων. Ο χρόνος αυτής της άδειας αμείβεται σύμφωνα με τις προβλεπόμενες για το θέμα αυτό διατάξεις."
2. Οι παροχές μητρότητας από ασφαλιστικούς οργανισμούς, όπως καταβάλλονται μέχρι σήμερα, επεκτείνονται και στη 16η εβδομάδα.
1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 1, 2, 4, 5 και 6 του ν. 1915/1990, καθώς και οι διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 28 του ν. 2085/1992 (ΦΕΚ 170 Α).
2. Οι δίκες που αφορούν αιτήματα αναγνώρισης δικαιώματος προαγωγής ή αξιώσεις από την παράλειψη προαγωγής, που άρχισαν κατά την περίοδο ισχύος της παρ. 3 του άρθρου 28 του ν. 2085/1992 συνεχίζονται στρεφόμενες μόνον κατά του εργοδότη. Για τη δικαστική επιδίωξη των δικαιωμάτων αυτών ισχύει η συνήθης παραγραφή του άρθρου 250 του Αστικού Κώδικα.
3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εργασίας, κωδικοποιούνται σε ενιαίο κείμενο με τον τίτλο "Συνδικαλιστικά δικαιώματα και συνδικαλιστικές ελευθερίες" όλες οι ρυθμίσεις του κεφαλαίου Α' αυτού του νόμου, του ισχύοντος ν. 1264/ 1982, του ν. 1915/1990 και των συναφών νομοθετικών ρυθμίσεων. Κατά την κωδικοποίηση αυτή επιτρέπεται η νέα διάρθρωση της νομοθετικής ύλης, η συγχώνευση, ο χωρισμός και η δημιουργία νέων άρθρων, η φραστική διευκρίνιση, η διόρθωση και η προσαρμογή της ορολογίας, χωρίς να αλλοιώνεται η έννοια των ισχυουσών διατάξεων.
Η κωδικοποίηση αυτή γίνεται από εννεαμελή επιτροπή που συνεδριάζει εκτός ωρών εργασίας των δημοσίων υπηρεσιών και που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας. Πρόεδρος ορίζεται ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εργασίας και μέλη προϊστάμενοι διευθύνσεων και ειδικό επιστημονικό προσωπικό του Υπουργείου Εργασίας. Στην επιτροπή μετέχουν και δύο επιστήμονες υποδεικνυόμενοι ένας από τους εργαζόμενους (Γ.Σ.Ε.Ε.) και ένας από τις εργοδοτικές οργανώσεις. Αναπληρωτής του προέδρου ορίζεται ο προϊστάμενος του γραφείου Νομικού Συμβουλίου του Κράτους στο Υπουργείο Εργασίας. Εισηγητής χωρίς ψήφο ορίζεται από τον πρόεδρο αρμόδιος τμηματάρχης ή διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας.
1. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 6 παρ. 2 της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας 1988, που κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1766/1988, εργοδοτική εισφορά για την ενίσχυση προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης ορίζεται από την 1.1.1994 σε ποσοστό μηδέν κόμμα σαράντα πέντε τοις εκατό (0,45%), σύμφωνα με το άρθρο 4 της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. των ετών 1991-1992 (πράξη κατάθεσης Υπουργείου Εργασίας 10/4.4.1991), ως και το άρθρο 4 της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. του έτους 1993 (πράξη κατάθεσης Υπουργείου Εργασίας 37/11.6.1993).
Η εισφορά αυτή καταβάλλεται υποχρεωτικά από όλους τους εργοδότες, που απασχολούν προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στον ιδιωτικό ή στο δημόσιο τομέα και συνεισπράττεται με την υπέρ του Ι.Κ.Α. καθοριζόμενη από το νόμο εργοδοτική εισφορά και υπολογίζεται επί των καταβαλλόμενων αποδοχών.
Στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού συνιστάται ο Ειδικός Λογαριασμός Προγραμμάτων Επαγγελματικής Κατάρτισης και Εκπαίδευσης (Ε.Λ.Π.Ε.Κ.Ε.) στο οποίο θα περιέχεται η ανωτέρω εισφορά.
2. Τα ποσά που περιέχονται στον Ειδικό Λογαριασμό, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του παρόντος, διατίθενται για το σκοπό που ορίζεται στις Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. των ετών 1991-1992 και του έτους 1993, δηλαδή την ενίσχυση των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης και εκπαίδευσης, καθώς και προγραμμάτων και δραστηριοτήτων για θέματα συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας.
Επιχειρήσεις, κοινοπραξίες ή συνεταιρισμοί, που σχεδιάζουν και εκτελούν δικά τους εκπαιδευτικά προγράμματα, σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη διαχείριση του ειδικού λογαριασμού, έχουν την ευχέρεια να διαθέτουν το ποσοστό μηδέν κόμμα σαράντα πέντε τοις εκατό (0,45%) για τη χρηματοδότηση αυτών των προγραμμάτων, καταβάλλοντας στο λογαριασμό αυτό την τυχόν προκύπτουσα διαφορά ή ζητώντας να πιστωθεί το αντίστοιχο ποσό στην οφειλόμενη για το επόμενο έτος εισφορά τους.
3. Η διαχείριση του ειδικού λογαριασμού της παρ. 1 γίνεται από διαρκή εννεαμελή επιτροπή διαχείρισης, αποτελούμενη από το διοικητή του Ο.Α.Ε.Δ. ή το νόμιμο αναπληρωτή του ως πρόεδρο, 4 εκπροσώπους με ισάριθμους αναπληρωματικούς από τη Γ.Σ.Ε.Ε., 2 εκπροσώπους με ισάριθμους αναπληρωματικούς από το Σ.Ε.Β., 1 εκπρόσωπο με τον αναπληρωτή του από την Ε.Ε.Σ.Ε. και 1 εκπρόσωπο με τον αναπληρωτή του από τη Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε..
Μέσα σε ένα (1) μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, οι οργανώσεις γνωστοποιούν τους εκπροσώπους τους στο διοικητή του Ο.Α.Ε.Δ., ο οποίος συγκροτεί την επιτροπή διαχείρισης. Κάθε οργάνωση μπορεί να αντικαθιστά, όποτε κρίνει αναγκαίο, έναν ή περισσότερους εκπροσώπους της, οπότε εκδίδεται δια- πιστωτική πράξη ανασυγκρότησης της επιτροπής. Ο Ο.Α.Ε.Δ. αναλαμβάνει τη γραμματειακή υποστήριξή της.
4. Η επιτροπή διαχείρισης καταρτίζει ετήσιο πρόγραμμα, διαθέσεως και διαχείρισης του ειδικού λογαριασμού, σύμφωνα με τους σκοπούς της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. των ετών 1991-1992 και του έτους 1993 ή μεταγενέστερων Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.. Πριν την οριστική έγκριση αυτού του προγράμματος, η επιτροπή διαχείρισης γνωστοποιεί το πρόγραμμα στις οργανώσεις που υπογράφουν την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και ζητεί τις παρατηρήσεις τους. Οι οργανώσεις οφείλουν, να απαντούν εντός μηνός.
Το πρόγραμμα διάθεσης και διαχείρισης του λογαριασμού εκτελείται μέσω των υπηρεσιών του Ο,Α.Ε.Δ. και σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας του.
Εφόσον παραμένουν αδιάθετα κονδύλια στο λογαριασμό, μεταφέρονται στην επόμενη χρήση και η επιτροπή τα χρησιμοποιεί αποκλειστικά για τους ίδιους σκοπούς. Με τη συμπλήρωση κάθε δωδεκάμηνου λειτουργίας του λογαριασμού, η επιτροπή διαχείρισης υποβάλλει απολογισμό στις διοικήσεις των οργανώσεων που υπογράφουν την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε..
Οι αποφάσεις, που αναφέρονται στην τροποποίηση σκοπών και εισφορών, στη διαχείριση του λογαριασμού και στη μεταφορά κονδυλίων από χρήση, λαμβάνονται με ειδική πλειοψηφία έξι (6) ψήφων. Για τα υπόλοιπα θέματα αρκεί η πλειοψηφία των παρόντων, εάν συγκεντρώνει τουλάχιστον τέσσερις (4) ψήφους.
5. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, έπειτα από γνώμη της επιτροπής της παρ. 3, η οποία εκδίδεται σε εφαρμογή όρων Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., είναι δυνατόν να τροποποιούνται τα ποσοστά εισφορών και ο σκοπός του Ε.Λ.Π.Ε.Κ.Ε., που αναφέρεται στην παρ. 1 αυτού του άρθρου.
6. Από τον Ε.Λ.Π.Ε.Κ.Ε. επιχορηγείται το Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας, καθώς και τα εκπαιδευτικά κέντρα, τα οποία έχουν ιδρυθεί ή θα ιδρυθούν με τη συμμετοχή ενός ή περισσοτέρων από τους φορείς που υπογράφουν την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί του συνόλου των ετήσιων εισφορών υπέρ του Ε.Λ.Π.Ε.Κ.Ε..
7. Χρηματικά ποσά, που έχουν περιέλθει στον Ο.Α.Ε.Δ. από τη μέχρι 31.12.1993 εργοδοτική εισφορά του μηδέν κόμμα είκοσι τοις εκατό (0,20%) και που παραμένουν αδιάθετα μετά την ολοκλήρωση της χρηματοδότησης των σχετικών με αυτήν εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων, μέχρι 31.12.1993 παρακρατούνται υπέρ του Ο.Α.Ε.Δ.. Έναντι της παρούσας ρύθμισης ο Ο.Α.Ε.Δ. υποχρεούται σε εφάπαξ καταβολή ποσού 1 δισεκατομμυρίου (1.000.000.000) δραχμών στον ειδικό λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 1 παρ. 2 μέσα σε δύο (2) μήνες από τη δημοσίευση αυτού του νόμου.
Από τον Ε.Λ.Π.Ε.Κ.Ε. επιχορηγείται το Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας, καθώς και τα εκπαιδευτικά κέντρα, τα οποία έχουν ιδρυθεί ή θα ιδρυθούν με τη συμμετοχή ενός ή περισσοτέρων από τους φορείς που υπογράφουν την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί του συνόλου των ετήσιων εισφορών υπέρ του Ε.Λ.Π.Ε.Κ.Ε..
1. Ιδρύεται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία Εθνικό Κέντρο Επαγγελματικού Προσανατολισμού" (Ε.Κ.Ε.Π.) με έδρα την Αθήνα, του οποίου σκοποί είναι:
α) Η επιστημονική και τεχνική υποστήριξη του Ο.Α.Ε.Δ. στο σχεδίασμά και την εφαρμογή εθνικής πολιτικής επαγγελματικού προσανατολισμού.
β) Η ανάπτυξη της επικοινωνίας και ο συντονισμός της δράσης των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων παροχής υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού, με σκοπό τη βελτίωση των ήδη παρεχόμενων υπηρεσιών, μέσω της συνεχούς ενημέρωσης και ανταλλαγών και πληροφοριών.
γ) Η δημιουργία εθνικού δικτύου ενημέρωσης όλων των ενδιαφερομένων σε θέματα εκπαίδευσης, κατάρτισης και ανταλλαγών με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
δ) Η παροχή υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού προς τον Ο.Α.Ε.Δ., τη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, τα κέντρα και τους φορείς επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, τις επιχειρήσεις, καθώς και τις οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων.
ε) Η εκπαίδευση εκπαιδευτών και η συνεχής κατάρτιση συμβούλων και ειδικών στον τομέα του επαγγελματικού προσανατολισμού.
στ) Η επεξεργασία και εφαρμογή κριτηρίων και προτύπων μεθόδων αξιολόγησης και επιλογής υποψηφίων για εκπαίδευση και κατάρτιση.
2. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται έπειτα από πρόταση του Υπουργού Εργασίας, ρυθμίζεται η σύνθεση, η συγκρότηση, η θητεία και οι αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς και οι πόροι και θέσεις προσωπικού που απασχολούνται σε αυτό.
Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας, που εκδίδονται έπειτα από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Κ.Ε.Π. και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζονται όλα τα θέματα που αφορούν στην εσωτερική λειτουργία του Διοικητικού Συμβουλίου και του Ε.Κ.Ε.Π. και καταρτίζονται οι ακόλουθοι κανονισμοί:
α. Κανονισμοί οργάνωσης και λειτουργίας του Ε.Κ.Ε.Π..
β. Κανονισμός λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου.
γ. Κανονισμός κατάστασης προσωπικού.
δ. Κανονισμός οικονομικής διαχείρισης προμηθειών και λοιπών θεμάτων διοικητικής μέριμνας.
ε. Κανονισμός ανάθεσης και εκτέλεσης μελετών, προγραμμάτων και κάθε είδους υπηρεσιών σχετικά με την πραγματοποίηση των σκοπών του και τη λειτουργία του.
1. Στη Γενική Διεύθυνση Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας υπάγονται και οι Διευθύνσεις Απασχόλησης και Επαγγελματικής Κατάρτισης.
2. Στη Γενική Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης υπάγονται και οι Διευθύνσεις της Γενικής Γραμματείας Διαχείρισης Κοινοτικών Πόρων, η Διεύθυνση Εποπτείας Οργανισμών των παραγράφων 3 και 5 αυτού του άρθρου και η Διεύθυνση Διεθνών Σχέσεων.
3. Η Γενική Γραμματεία Απασχόλησης και Διαχείρισης Κοινοτικών Πόρων μετονομάζεται σε Γενική Γραμματεία Διαχείρισης Κοινοτικών και άλλων Πόρων.
Στη Γενική Γραμματεία αυτή υπάγονται εφεξής οι αρμοδιότητες των συνιστώμενων νέων διευθύνσεων:
α. διεύθυνση σχεδιασμού και εφαρμογής προγραμμάτων Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου,
β. διεύθυνση κοινοτικών πρωτοβουλιών και λοιπών χρηματοδοτήσεων,
γ. διεύθυνση ελέγχου και αξιολόγησης.
4. Αρμοδιότητα των παραπάνω διευθύνσεων είναι ο σχεδιασμός, η εφαρμογή, η παρακολούθηση και ο έλεγχος των χρηματοδοτούμενων από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο δραστηριοτήτων.
Η διάρθρωση των διευθύνσεων σε τμήματα και οι αρμοδιότητες αυτών θα καθορίζονται σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου αυτού. Μέχρις ότου εκδοθούν τα προβλεπόμενα διατάγματα μπορεί να καθορισθούν οι αρμοδιότητες και η διάρθρωση των διευθύνσεων σε τμήματα με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας.
Στις ανωτέρω διευθύνσεις και τμήματα προϊστανται υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ διοικητικού.
5. Συνιστάται διεύθυνση εποπτείας οργανισμών, που αποτελείται από τα τμήματα προσωπικού και προϋπολογισμών, νομικών προσώπων και δημόσιων επενδύσεων:
α) Στο τμήμα προσωπικού εποπτευόμενων οργανισμών ανήκουν οι ακόλουθες αρμοδιότητες:
- Η επιμέλεια των θεμάτων που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση και εξέλιξη του πάσης φύσεως προσωπικού των εποπτευόμενων οργανισμών και ο έλεγχος της νομιμότητας των σχετικών αποφάσεων αυτών.
- Η επεξεργασία στοιχείων για την αριθμητική σύνδεση και τις αριθμητικές μεταβολές του προσωπικού των εποπτευόμενων από το Υπουργείο νομικών προσώπων.
- Ο προγραμματισμός των αναγκών σε ανθρώπινο δυναμικό των "εποπτευόμενων από το Υπουργείο νομικών προσώπων και η κατανομή του σε κλάδους, βαθμούς και ειδικότητες.
- Η μέριμνα για τα θέματα συγκρότησης και λειτουργίας των υπηρεσιακών και πειθαρχικών συμβουλίων, καθώς και των ομάδων εργασίας των νομικών προσώπων και οργανισμών, που εποπτεύονται από το Υπουργείο.
β) Στο τμήμα προϋπολογισμών νομικών προσώπων και δημόσιων επενδύσεων ανήκουν οι ακόλουθες αρμοδιότητες:
- Η έγκριση και η τροποποίηση των υποβαλλόμενων προϋπολογισμών των εποπτευόμενων οργανισμών και ειδικών λογαριασμών, η παρακολούθηση της εκτέλεσης των προϋπολογισμών αυτών και η έκδοση των σχετικών αποφάσεων.
- Η μελέτη, εισήγηση και λήψη μέτρων που σχετίζονται με τους πόρους των εποπτευόμενων οργανισμών και τον τρόπο βεβαίωσης και είσπραξης αυτών, με επιφύλαξη των προβλέψεων του άρθρου 10 παρ. 2α (ββ) του π.δ. 368/1989.
- Η παρακολούθηση των εσόδων και δαπανών των οργανισμών και η συλλογή και επεξεργασία σχετικών στατιστικών στοιχείων.
- Η παροχή οδηγιών και κατευθύνσεων για τη λογιστική οργάνωση των οργανισμών, ως και ο οικονομικός έλεγχος της διαχείρισης των κεφαλαίων εν γένει και της περιουσίας αυτών.
- Η διερεύνηση της εν γένει οικονομικής κατάστασης και η τήρηση αναλυτικών στοιχείων της περιουσίας των οργανισμών και η λήψη μέτρων για την αποδοτικότερη εκμετάλλευση των διαθέσιμων κεφαλαίων τους.
- Η επιμέλεια θεμάτων που αφορούν την εκτέλεση οικοδομικών έργων από τους εποπτευόμενους οργανισμούς και η τήρηση αναλυτικών στοιχείων περί τούτων, με την επιφύλαξη του άρθρου 14 παρ. 2α (δδ) του π.δ. 368/1989.
- Η μέριμνα για την έγκριση του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων των εποπτευόμενων οργανισμών και η παρακολούθηση της εκτέλεσής του.
- Η έκδοση αποφάσεων, έγκριση υπερωριακής απασχόλησης υπαλλήλων των οργανισμών, που εποπτεύονται από το Υπουργείο.
6. Το τμήμα νομοθετικού συντονισμού και κωδικοποίησης του Υπουργείου έχει και την αρμοδιότητα της σύνταξης των σχεδίων νόμων.
7. Στο Υπουργείο Εργασίας συνιστάται ειδικός λογαριασμός για τη διαχείριση, την παρακολούθηση, αξιολόγηση και έλεγχο των χρηματοδοτούμενων από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο ενεργειών. Πόροι του ειδικού αυτού λογαριασμού είναι η τεχνική βοήθεια του αντίστοιχου λειτουργικού προγράμματος του β' Κοινοτικού πλαισίου στήριξης καθώς και ποσοστό έξι τοις χιλίοις (6%ο) επί της Κοινοτικής συνδρομής Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου που διαχειρίζεται το Υπουργείο Εργασίας.
Οι παραπάνω πόροι κατατίθενται σε λογαριασμό Τράπεζας με τίτλο Ειδικός Λογαριασμός Κοινοτικού πλαισίου στήριξης Υπουργείου Εργασίας·.
Η διαχείριση του ειδικού αυτού λογαριασμού ανατίθεται στη Διεύθυνση Σχεδιασμού, Εφαρμογής, Παρεμβάσεων Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου Κοινοτικού πλαισίου στήριξης που συνιστάται με το νόμο αυτόν και υπάγεται στη Γενική Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης.
Θέματα σχετικά με τη διαχείριση και λειτουργία του ειδικού αυτού λογαριασμού ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας.
8. Στη διεύθυνση εποπτείας οργανισμών και τα τμήματά της προίστανται υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ διοικητικού.
9. Με προεδρικά διατάγματα μπορεί να τροποποιείται ο οργανισμός του Υπουργείου Εργασίας και να γίνεται αναδιάρθρωση των υπηρεσιών του.
10. Μπορεί το Υπουργείο Εργασίας, για αρτιότερο σχεδίασμά - προγραμματισμό και χειρισμό προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, σε συμφωνία με τούτο να προσλαμβάνει το κατάλληλο προσωπικό με σύμβαση μίσθωσης έργου, ορισμένου χρόνου και με αμοιβή καταβαλλόμενη εξ ολοκλήρου από το Κοινωνικό αυτό Ταμείο και χωρίς επιβάρυνση του Κρατικού Προϋπολογισμού. Οι συμβάσεις που λειτουργούν ήδη με τη σύμφωνη γνώμη του Ταμείου είναι ισχυρές.
11. Οι προσλαμβανόμενοι στις θέσεις του άρθρου 33 παρ. 2 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α), στο Υπουργείο Εργασίας αρκεί να είναι πτυχιούχοι Α.Ε.Ι. ιδίως οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι, νομικοί και κάτοχοι πτυχίου ξένων γλωσσών ή έχοντες προϋπηρεσία μεταφραστή ή πιστοποιητικό ινστιτούτου ξένων γλωσσών.
1. Τα συλλογικά όργανα: α) Εθνικό Συμβούλιο Επαγγελματικής Κατάρτισης και Απασχόλησης (Ε.Σ.Ε.Κ.Α.), β) Περιφερειακή Επιτροπή Επαγγελματικής Κατάρτισης (Π.Ε.Ε.Κ.Α.) και γ) Νομαρχιακή Επιτροπή Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ν.Ε.Ε.Κ.Α.), των άρθρων 1, 2 και 3 του ν. 1836/1989 ανασυγκροτούνται ως εξής:
α) Στα τακτικά μέλη του Ε.Σ.Ε.Κ.Α., όπως προβλέπεται στην παρ. 2 του. άρθρου 1 του ν. 1836/1989, προστίθενται:
ιβ. ένας εκπρόσωπος του Υπουργού Εργασίας και
ιγ. ένας εκπρόσωπος της Ένωσης Εμπορικών Συλλόγων Ελλάδος (Ε.Ε.Σ.Ε.).
Επίσης αντί Του εκπροσώπου της Εθνικής Σπουδαστικής Ένωσης Ελλάδος (Ε.Σ.Ε.Ε.) της περίπτωσης ια, μετέχει εκπρόσωπος της Εθνικής Φοιτητικής Ένωσης Ελλάδος (Ε.Φ.Ε.Ε.).
β) Στους κατά περίπτωση μετέχοντες στη σύνθεση του Ε.Σ.Ε.Κ.Α., όπως προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 1876/1989 προστίθεται:
ιβ) ένας εκπρόσωπος της Συντονιστικής Επιτροπής των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος.
γ) Στην Π.Ε.Ε.Κ.Α. ένας εκπρόσωπος της Ένωσης Εμπορικών Συλλόγων Ελλάδος (Ε.Ε.Σ.Ε.)
δ) Στην Ν.Ε.Ε.Κ.Α. ένας υπάλληλος της κατά τόπον υπηρεσίας του Υπουργείου Εργασίας αντίστοιχα.
2. Η περίπτωση θ' του άρθρου 2 του ν. 2150/1993 (ΦΕΚ 98 Α) αντικαθίσταται ως εξής:
’θ) Η μελέτη των εργασιακών σχέσεων και της εργατικής νομοθεσίας, καθώς και η διεξαγωγή ερευνών και παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε τρίτους για τα θέματα αυτά στα πλαίσια του ελληνικού και του κοινοτικού δικαίου, καθώς και η διεξαγωγή ερευνών συγκριτικού χαρακτήρα".
3. Στους κατά το άρθρο 2 του ν. 2150/1993 σκοπούς του Ε.Ι.Ε. προστίθενται περιπτώσεις ιβ' και ιγ ως εξής:
"ιβ) Η μελέτη, έρευνα και παροχή συμβουλών για θέματα σχετικά με την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας, ιδίως σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της νομοθεσίας και τη λειτουργία των τεχνικών υποδομών.
ιγ) Η μελέτη και έρευνα θεμάτων σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση και λοιπά θέματα κοινωνικής πολιτικής σχετικά με την απασχόληση".
4. Στο άρθρο 11 του ν. 2150/1993 (ΦΕΚ 98 Α) προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:
"3. Για ένα χρόνο από σήμερα, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ε.Ι.Ε. μπορεί να προκηρύσσει δημόσιους διαγωνισμούς προμηθειών, τάσσοντας σύντομη προθεσμία υποβολής προσφορών, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα (10) ημέρες. Η σύντμηση αυτή της προθεσμίας, πρέπει να αιτιολογείται από το Διοικητικό Συμβούλιο και να εγκρίνεται προηγουμένως από τον Υπουργό Εργασίας διεπισημειωματικής πράξεως".
1. Η παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 1648/1986 (ΦΕΚ 147 Α) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"4. Προστατεύονται ανάπηρα άτομα επίσης, με αναγκαστική τοποθέτηση ηλικίας 15-65 ετών που έχουν περιορισμένες δυνατότητες για επαγγελματική απασχόληση από οποιαδήποτε χρόνια σωματική ή πνευματική ή ψυχική πάθηση ή βλάβη, εφόσον είναι εγγεγραμμένα στα μητρώα άνεργων αναπήρων του Οργανισμού (Ο.Α.Ε.Δ.), με ποσοστό αναπηρίας 40% τουλάχιστον.
Επίσης προστατεύονται όσοι έχουν τέκνα ή αδελφούς ή σύζυγο με βαριά ηθικά, ψυχοσωματικά προβλήματα με ποσοστό αναπηρίας 67% και πάνω, καθώς και πολύτεκνοι γονείς με 5 τέκνα και άνω ή ένα από τα τέκνα και όχι περισσότεροι από ένα μέλος της οικογένειας. Ομοίως προστατεύονται και πολύτεκνοι γονείς με 4 τέκνα ή ένα από τα τέκνα τους και όχι περισσότεροι από ένα μέλος της οικογένειας, αν δεν υπάρχουν υποψήφιοι πολύτεκνοι γονείς ή τέκνα τους του προηγούμενου εδαφίου".
2. Η παρ. 1 του άρθρου 2 του ίδιου ν. 1648/1986 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"1. Επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ελληνικές ή ξένες που λειτουργούν στην Ελλάδα με οποιαδήποτε μορφή, επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις κοινής ωφέλειας, όπως προσδιορίζονται στις περιπτώσεις (γ) και (ε) της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α), καθώς και οι θυγατρικές τους ανώνυμες εταιρείες, εφόσον απασχολούν κατά την έκδοση της απόφασης, για την τοποθέτηση, προσωπικό πάνω από 50 άτομα, υποχρεούνται να προσλαμβάνουν πρόσωπα που προστατεύονται από το προηγούμενο άρθρο, σε ποσοστό συνολικά 8%, κατανεμόμενο από τις αποφάσεις τοποθέτησης κατά κατηγορία ως εξής: α) από πολύτεκνους (γονείς και τέκνα) σε ποσοστό 2%, β) από άτομα ειδικών αναγκών 2%, γ) από παιδιά αναπήρων πολέμου, αναπήρων ειρηνικής περιόδου και αναπήρων πολέμου αμάχου πληθυσμού 1%, δ) από αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και των τέκνων τους 1%, ε) από άτομα έχοντα τέκνα ή αδελφούς ή σύζυγο με βαριά ηθικά ψυχοσωματικά προβλήματα και αναπηρία τουλάχιστον 67% ποσοστό 1% και όλοι οι υπόλοιπο προστατευόμενοι του προηγούμενου άρθρου του νόμου αυτού σε ποσοστό 1%.
Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν καθόλου προστατευόμενοι καθεμιάς εκ των άνω κατηγοριών, όπως οι κατηγορίες αυτές αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο, το ποσοστό τους μεταφέρεται στην επόμενη κατηγορία".
3. Η παρ. 30 του άρθρου 27 του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α ) καταργείται από τότε που ίσχυσε και επαναφέρονται οι καταργηθείσες ρυθμίσεις.
Καταργούνται από την ισχύ του νόμου αυτού, η παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 1648/1986 και η παρ. 2 του άρθρου 12 του ίδιου ν. 1648/1986 μετά της σε εκτέλεση αυτής εκδοθείσας υπ. αριθμ. 30965/14.5.91 κοινής απόφασης των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Εργασίας "Τροποποίηση των ποσοστών των τοποθετουμένων σε εργασία προσώπων που προστατεύονται από το ν. 1648/1986" (ΦΕΚ 390 Α).
4. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εργασίας, ρυθμίζονται οι διοικητικές κυρώσεις και η διαδικασία και τα αρμόδια όργανα για την επιβολή των σχετικών κυρώσεων για την μη εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1648/1986.
1. Οι ώρες λειτουργίας καταστημάτων κάθε είδους με εξαίρεση αυτών της παρ. 2, του άρθρου 14 του ν. 2194/1994 (ΦΕΚ 34 Α) καθορίζονται ανά κατηγορία και περιοχή με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και του συναρμόδιου κατά κατηγορία καταστημάτων υπουργού, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Για τον καθορισμό ωρών λειτουργίας καταστημάτων τροφίμων και εμπορικών καταστημάτων συναρμόδιος είναι και ο Υπουργός Εμπορίου. Για τα καταστήματα που λειτουργούν στις παραδοσιακές τουριστικές περιοχές συναρμόδιος είναι και ο Υπουργός Τουρισμού. Σε εξαιρετικές ή επείγουσες περιπτώσεις που από το ωράριο λειτουργίας οποιοσδήποτε κατηγορίας καταστημάτων των αναφερομένων στο άρθρο αυτό επηρεάζεται ουσιωδώς η οικονομική ζωή της χώρας, συναρμόδιος είναι και ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας τον οποίο μπορεί να αναπληρώνει ο Υπουργός Οικονομικών.
Για την έκδοση των αποφάσεων αυτών απαιτείται προηγούμενη γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας και των ενδιαφερομένων οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων, οι οποίοι καλούνται να εκφράσουν γραπτώς τη γνώμη τους μέσα σε αποκλειστική προθεσμία είκοσι (20) ημερών μετά την πάροδο της οποίας μπορεί να εκδίδονται οι σχετικές αποφάσεις.
2. Με αποφάσεις των νομαρχιακών συμβουλίων, έπειτα από γνώμη των ενδιαφερομένων οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων, οι οποίοι καλούνται να εκφράσουν γνώμη γραπτώς μέσα σε αποκλειστική προθεσμία είκοσι (20) ημερών, μετά την πάροδο της οποίας μπορεί να εκδίδονται οι σχετικές αποφάσεις, ρυθμίζεται το ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων της περιοχής ανά γεωγραφική περιοχή. Οι αποφάσεις αυτές εκδίδονται στο πλαίσιο των υπουργικών αποφάσεων που εκδίδονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 αυτού του άρθρου και δημοσιεύονται στον ημερήσιο και τοπικό τύπο.
3. Όσοι παραβιάζουν τις ρυθμίσεις σχετικά με το ωράριο λειτουργίας καταστημάτων, οι οποίες περιέχονται στις αποφάσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου υπόκεινται στις κυρώσεις, που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 42 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 23 του ν. 1957/1991 (ΦΕΚ 114 Α).
1. Σε κάθε εργοδότη, κατασκευαστή, παρασκευαστή, εισαγωγέα, προμηθευτή που παραβαίνει τις διατάξεις και ρυθμίσεις της νομοθεσίας για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας και των προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων, που εκδίδονται σε εκτέλεσή της επιβάλλεται ανεξάρτητα από τις ποινικές κυρώσεις, με αιτιολογημένη πράξη του ελέγχοντα επιθεωρητή εργασίας και ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων: α) πρόστιμο για καθεμιά παράβαση από πενήντα χιλιάδες (50.000) δραχμές μέχρι τρία εκατομμύρια (3.000.000) δραχμές, β) προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης για χρονικό διάστημα μέχρι έξι (6) ημερών. Επίσης ο Υπουργός Εργασίας μπορεί, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου επιθεωρητή εργασίας, να επιβάλλει στους παραπάνω προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι (6) ημερών, ή και οριστική διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης.
2. Η πράξη επιβολής προστίμου, κατά τα ανωτέρω είναι απαράδεκτη, εάν δεν κοινοποιηθεί με απόδειξη στον παραβάτη ο οποίος εξοφλεί το πρόστιμο που του επιβλήθηκε με κατάθεση του ποσού στο λογαριασμό του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας (Α.Σ.Ε.), που τηρείται στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο παραβάτης μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της πράξης επιβολής των διοικητικών κυρώσεων της παρ. 1 ασκώντας προσφυγή, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την κοινοποίηση της πράξεως, ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου της έδρας της επιθεώρησης εργασίας. Η προσφυγή αυτή είναι απαράδεκτη, εάν δεν κοινοποιηθεί στην αρμόδια επιθεώρηση εργασίας μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την άσκησή της. Μετά την πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής ή μετά την έκδοση της απόφασης του Πρωτοδικείου, γίνεται διοικητική βεβαίωση του προστίμου από την επιθεώρηση εργασίας και εισπράττεται από την αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.), ως δημόσιο έσοδο, αποδιδόμενο στο λογαριασμό του Α.Σ.Ε. κάθε μήνα. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
3. Κατά την επιλογή και επιβολή των παραπάνω διοικητικών ποινών λαμβάνονται υπόψη ιδίως:
α) Η αμεσότητα, η σοβαρότητα και η έκταση του κινδύνου.
β) Η σοβαρότητα της παράβασης, η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων, οι παρόμοιες παραβάσεις για τις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις στο παρελθόν και ο βαθμός υπαιτιότητας.
4. Πριν από την επιβολή των παραπάνω διοικητικών κυρώσεων μπορεί να χορηγηθεί εύλογη προθεσμία μέχρι τριάντα (30) ημερών για συμμόρφωση ή να παραταθεί μία μόνο φορά η προθεσμία και έως δέκα (10) ημέρες, αν κριθεί ότι εκείνη που χορηγήθηκε αρχικά δεν ήταν επαρκής.
5. Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων προσωρινής και οριστικής διακοπής γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.
6. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας, μπορεί να αυξάνονται τα όρια των παραπάνω προστίμων.
1. Κάθε εργοδότης, κατασκευαστής ή παρασκευαστής, εισαγωγέας ή προμηθευτής, που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της νομοθεσίας για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας του νόμου αυτού και των κανονιστικών πράξεων, που εκδίδονται με εξουσιοδότησή της τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών ή και με τις δύο αυτές ποινές. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων από αμέλεια οι παραπάνω δράστες τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρις ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή.
2. Η υπόθεση εισάγεται προς εκδίκαση με απευθείας κλήση.
3. Σε περίπτωση αναβολής της δίκης, στις υποθέσεις της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου το δικαστήριο με απόφασή του ορίζει ρητή δικάσιμο, μέσα σε είκοσι μία (21) ημέρες.
Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται έπειτα από πρόταση του Υπουργού Εργασίας, και προηγούμενη γνώμη του Συμβουλίου Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας ρυθμίζονται στις λεπτομέρειές τους τα θέματα Προσόντων ειδικότερων καθηκόντων και όρων εργασίας του ιατρού εργασίας και τεχνικού ασφαλείας, τα των αρμοδιοτήτων των επιτροπών υγιεινής και ασφάλειας και λοιπών εκπροσώπων των εργαζομένων, τα του τρόπου ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων και του εργοδότη για τους σκοπούς και τα μέτρα εφαρμογής αυτού του νόμου, όπως κατάρτιση και περιεχόμενο ατομικού ιατρικού φακέλου του εργαζομένου, τήρηση βιβλιαρίου επαγγελματικού κινδύνου και υγείας των εργαζομένων τήρηση και περιεχόμενο βιβλίου του τεχνικού ασφαλείας, θέματα που αφορούν την οργάνωση και τους όρους και προϋποθέσεις λειτουργίας των εταιρειών παροχής των υπηρεσιών ιατρού εργασίας και τεχνικού ασφαλείας, καθώς και της άσκησης καθηκόντων ιατρού εργασίας και τεχνικού ασφαλείας από τον ίδιο τον εργοδότη και ο έλεγχος για την εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας από τις περιφερειακές υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του νόμου αυτού.
1. Οι διατάξεις των άρθρων 33, 34 και 35 του ν. 1568/1985 (ΦΕΚ 177 Α) καταργούνται.
2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εργασίας, κωδικοποιούνται σε ενιαίο κείμενο υπό τον τίτλο "Κωδικοποίηση διατάξεων για την Υγιεινή και Ασφάλεια των εργαζομένων" όλες οι ρυθμίσεις του κεφαλαίου Δ αυτού του νόμου, του ισχύοντος ν. 1568/1985 "Υγιεινή και Ασφάλεια των εργαζομένων" (ΦΕΚ 177 Α) και των συναφών νομοθετικών ρυθμίσεων. Κατά την κωδικοποίηση αυτή επιτρέπεται η νέα διάρθρωση της νομοθετικής ύλης, η συγχώνευση, ο χωρισμός και η δημιουργία νέων άρθρων, η φραστική διευκρίνιση, η διόρθωση και η προσαρμογή της ορολογίας χωρίς να αλλοιώνεται η έννοια των ισχυουσών διατάξεων.
Η κωδικοποίηση αυτή γίνεται από επταμελή επιτροπή, που συνεδριάζει εκτός ωρών εργασίας των δημόσιων υπηρεσιών και που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας. Προεδρεύει ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εργασίας και έχει ως μέλη προϊστάμενους διευθύνσεων και ειδικό επιστημονικό προσωπικό του Υπουργείου Εργασίας. Αναπληρωτής του προέδρου ορίζεται ο προϊστάμενος του, γραφείου Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, στο Υπουργείο Εργασίας. Εισηγητής χωρίς ψήφο καλείται από τον πρόεδρο αρμόδιος τμηματάρχης ή διευθυντής του Υπουργείου.
1. Κυρώνονται και αποκτούν ισχύ νόμου οι διατάξεις των άρθρων 4, 5 και 6 της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας της 21ης Μαρτίου 1994 με αριθμό καταθέσεως στο Υπουργείο Εργασίας 24/23.3.1994 που έχουν ως εξής:
"Άρθρο 4
Αποζημιώσεις εργατοτεχνπών
Οι αποζημιώσεις της παραγράφου 1 πέρ α' του άρθρου 3 του β.δ, 16/18.7.1920 στην περίπτωση καταγγελίας συμβάσεως εργασίας εργατοτεχνπών βελτιώνονται πέραν των ρυθμίσεων του άρθρου 7 της από 10.3.1989 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και καθορίζονται ως εξής: α) με τη συμπλήρωση 15 ετών, 78 ημερομίσθια και β) με τη συμπλήρωση 20 ετών υπηρεσίας, 91 ημερομίσθια.
Άρθρο 5
Άδεια για συμμετοχή σε εξετάσεις
Αυξάνεται σε 20 ημέρες η άδεια της παρ. 1 άρθρο 2 του ν. 1346/1983 για συμμετοχή σε εξετάσεις των εργαζομένων μαθητών ή σπουδαστών ή φοιτητών εκπαιδευτικών μονάδων οποιουδήποτε τύπου και οποιοσδήποτε βαθμίδας του Δημοσίου ή εποπτευομένων από το Δημόσιο με οποιονδήποτε τρόπο, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας τους. Η άδεια αυτή χορηγείται σε συνεχείς ημέρες ή τμηματικά.
Άρθρο 6
Αμοιβή εργαζομένων μαθητών
Εργαζόμενοι, που φοιτούν κανονικά και αποδεδειγμένα στη δευτεροβάθμια γενική ή τεχνική ή επαγγελματική εκπαίδευση σε δημόσιες ή ιδιωτικές σχολές αναγνωρισμένες από το κράτος και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, δεν απασχολούνται περισσότερο από έξι (6) ώρες την ημέρα".
2. Η άδεια της συμμετοχής στις εξετάσεις είναι αμειβόμενη, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
Η ισχύς αυτού του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν προβλέπεται ειδικά στις ανωτέρω διατάξεις.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 5 Ιουλίου 1994
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ Α. ΠΕΠΟΝΗΣ |
ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ |
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ |
ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γ. ΜΩΡΑΪΤΗΣ |
ΕΡΓΑΣΙΑΣ Ε. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ |
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Γ. ΚΟΥΒΕΛΑΚΗΣ |
ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ Δ. ΛΙΒΑΝΟΣ |
ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ Γ. ΚΑΤΣΙΦΑΡΑΣ |
ΠΕΡΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝ ΕΡΓΩΝ Κ. ΛΑΛΙΩΤΗΣ |
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟΥ Κ. ΣΗΜΙΤΗΣ |
ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ KAI KONΩNKΩN ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Φ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 6 Ιουλίου 1994
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Γ. ΚΟΥΒΕΛΑΚΗΣ