Βλέπετε τις εγγραφές : 1 - 50, σε σύνολο 52
Υβριδικό ηλεκτρικό όχημα εξωτερικής φόρτισης (OVC-HEV)
Ορισμός 1: Υβριδικό ηλεκτρικό όχημα στο οποίο ένας από τους μετατροπείς ενέργειας προώθησης είναι ηλεκτροκινητήρας και μπορεί να φορτίζεται από εξωτερική πηγή.
Υβριδικό όχημα κυψέλης καυσίμου (FCHV)
Υβριδικός Σταθμός
Ορισμός 1: Κάθε σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που:
α) εγκαθίσταται σε μη διασυνδεδεμένο αυτόνομο νησιωτικό σύστημα και στην Κρήτη,
β) χρησιμοποιεί τουλάχιστον μια, μη ελεγχόμενης παραγωγής, μορφή Α.Π.Ε.,
γ) υποχρεούται να παρέχει στο σύστημα εγγυημένη ισχύ, η οποία νοείται ως η μέγιστη ηλεκτρική ισχύς που οφείλει να διαθέτει στο δίκτυο κατά συγκεκριμένες χρονικές περιόδους,
δ) χρησιμοποιεί σύστημα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας,
ε) η ενέργεια που απορροφά, καταναλώνεται για την πλήρωση του συστήματος αποθήκευσής του. Ως ενέργεια που απορροφά ο Υβριδικός Σταθμός από το Δίκτυο, ορίζεται η διαφορά της ενέργειας που μετράται κατά την είσοδό της στον σταθμό από την ενέργεια που αποδίδεται απευθείας στο Δίκτυο από τις μονάδες Α.Π.Ε. του Υβριδικού Σταθμού. Η διαφορά αυτή υπολογίζεται, για τα Μ.Δ.Ν., σε ωριαία βάση.
Υγεία (σε σχέση με την εργασία)
Ορισμός 1: Η κατάσταση της πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι μόνο η απουσία ασθένειας ή αναπηρίας. (Καταστατικό ΠΟΥ, 1946).
Υγεία και ασφάλεια στην εργασία
Ορισμός 1: Όλα τα στοιχεία που συνδέονται με την πρόληψη και την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων κατά την εργασία στις τρέχουσες ή προηγούμενες δραστηριότητές τους, ιδίως τα εργατικά ατυχήματα, οι επαγγελματικές ασθένειες και τα λοιπά προβλήματα υγείας και νόσοι που συνδέονται με την εργασία.
Υγειονομικές υπηρεσίες
Ορισμός 1: Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας και οι υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας και Υγειονομικού Ελέγχου που βρίσκονται στις έδρες των Περιφερειών και των Περιφερειακών Ενοτήτων της χώρας ανεξάρτητα από τη διοικητική τους δομή.
Υγειονομικοί επιθεωρητές
Ορισμός 1: Οι Υγειονομικοί υπάλληλοι (Υγιεινολόγοι Τ.Ε/ Επόπτες Δημόσιας Υγείας, Ιατροί Δημόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ και Π.Ε. Υγιεινολόγοι Μηχανικοί) των αρμόδιων Δ/νσεων της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Υγείας και των Υγειονομικών υπηρεσιών των Περιφερειών και των Περιφερειακών Ενοτήτων της χώρας, οι οποίοι ασκούν Υγειονομικούς ελέγχους και εφαρμόζουν την κείμενη Νομοθεσία.
Υγειονομικός έλεγχος
Ορισμός 1: Η λεπτομερής εξέταση από τις αρμόδιες Υγειονομικές Υπηρεσίες των τροφίμων ζωικής ή φυτικής προελεύσεως και των ποτών, καθώς και των αντικειμένων, των χώρων και των εγκαταστάσεων, που παρουσιάζουν υγειονομικό ενδιαφέρον, όπως αναλυτικά περιγράφονται στο άρθρο 3 της παρούσας, προκειμένου να περιοριστεί η μετάδοση λοιμογόνων παραγόντων και να διαπιστωθούν τυχόν δυσμενείς επιδράσεις στη Δημόσια Υγεία.
Υγρά απόβλητα
Ορισμός 1: Οποιοδήποτε απόβλητο σε υγρή μορφή, συμπεριλαμβανομένων των λυμάτων, αλλά εξαιρουμένης της ιλύος.
Υγροποιημένα αέρια πετρελαιοειδούς (LPG) (υγραέρια)
Ορισμός 1: Υδρογονάνθρακες ελαφρού τύπου σε αεριώδη κατάσταση υπό κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης και οι οποίοι μπορούν να παραμείνουν σε υγρή κατάσταση υπό πίεση ή ψύξη για να διευκολύνεται η εναποθήκευση, μεταφορά ή η διακίνηση. Το υγροποιημένο αέριο πετρελαιοειδούς που συναντάται στο εμπόριο περιέχει βουτάνιο, προπάνιο και μίγμα αυτών.
Υγροποιημένο φυσικό αέριο (ΥΦΑ ή LNG) ή Υγρό Φυσικό Αέριο (Liquid Natural Gas)
Ορισμός 1: Το κρυογονικό υγρό που παράγεται με τη μείωση της θερμοκρασίας του φυσικού αερίου σε περίπου -161,7οC υπό ατμοσφαιρική πίεση, και το οποίο αποθηκεύεται για χρήση ως καύσιμο οχήματος.
Υδραυλική σφύρα
Ορισμός 1: Συσκευή που χρησιμοποιεί την πηγή υδραυλικής ενέργειας του φέροντος μηχανήματος για να επιταχύνει έμβολο (μερικές φορές με την βοήθεια αερίου), το οποίο στη συνέχεια χτυπά εργαλείο. Το κύμα τάσης που γεννάται από την κινητική δράση ρέει διά μέσου του εργαλείου στο υλικό με αποτέλεσμα τη θραύση του. Οι υδραυλικές σφύρες για να λειτουργήσουν χρειάζονται παροχή ελαίου υπό πίεση. Η πλήρης μονάδα φέροντος μηχανήματος/σφύρας ελέγχεται από χειριστή ο οποίος συνήθως κάθεται στο θαλαμίσκο του φέροντος μηχανήματος.
Υδροηλεκτρικός σταθμός
Ορισμός 1: Τα έργα υδροληψίας, ο αγωγός ή η σήραγγα προσαγωγής, το φράγμα, ο ταμιευτήρας, όπου υφίσταται.
Υλικά επικίνδυνα μόνο χύδην (MHB)
Ορισμός 1: Τα υλικά που ενδέχεται να έχουν χημικό κίνδυνο όταν μεταφέρονται χύδην, εκτός από υλικά ταξινομημένα ως επικίνδυνα εμπορεύματα στον Κώδικα IMDG.
Υπαίθριες ή υπόγειες εξορυκτικές βιομηχανίες
Ορισμός 1: Όλες οι βιομηχανίες οι οποίες εξορύσσουν, υπό την αυστηρή έννοια του όρου, ορυκτές ύλες στην επιφάνεια ή υπογείως, ή/και προβαίνουν στην αναζήτηση κοιτασμάτων με σκοπό την εξόρυξη αυτή, ή/και προετοιμάζουν τις εξορυγμένες ύλες για την πώληση, με εξαίρεση τις δραστηριότητες μεταποίησης των εξορυγμένων υλών που βρίσκονται εκτός των μεταλλευτικών ή λατομικών χώρων, εκτός από τις εξορυκτικές, δια γεωτρήσεων, βιομηχανίες, που ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο α) της οδηγίας 92/91/ΕΟΚ. «περί των ελαχίστων προδιαγραφών για τη βελτίωση της προστασίας, της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων στις εξορυκτικές δια γεωτρήσεων βιομηχανίες».
Υπαίθριο εμπορικό κατάστημα
Ορισμός 1: Κάθε υπαίθριος χώρος κτιρίων, που εμπίπτει στην παρ. 1 του άρθρου 1 της παρούσας, καθώς και κάθε περιφραγμένο, μη στεγασμένο ή με υπόστεγο εμπορικό κατάστημα, όπως έκθεση και πώληση μηχανοκίνητων οχημάτων, σκαφώνκαι οικοδομικών υλικών. Στα υπαίθρια καταστήματα δεν εντάσσονται το λιανικό εμπόριο σε κινητές εγκαταστάσεις (πάγκους), ή σε συγκεκριμένους χώρους αγοράς,όπως υπαίθριο στάσιμο και πλανόδιο εμπόριο, λαϊκές αγορές, λιανικό εμπόριο τροφίμων, κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, ενδυμάτων, υποδημάτων και άλλων ειδών σε υπαίθριους πάγκους ή κιόσκια και αγορές, εκθέσεις βιβλίων, λουλουδιών ή άλλων δραστηριοτήτων.
Υπαίθριος σταθμός αυτοκινήτων
Ορισμός 1: Χαρακτηρίζεται χώρος χρησιμοποιούμενος δια την στάθμευση, ολική ή μερική διημέρευση ή διανυκτέρευση πέντε (5) αυτοκινήτων και άνω.
Ορισμός 2: Ακάλυπτος χώρος χρησιμοποιούμενος διά την στάθμευσιν, ολικήν ή μερικήν διημέρευσιν ή διανυκτέρευσιν, δέκα αυτοκινήτων και άνω.
Υπαιτιότητα
Ορισμός 1: Ο βαθμός ευθύνης για την τέλεση της παράβασης.
Ύπαρξη επικίνδυνων ουσιών
Ορισμός 1: Η πραγματική ή προβλεπόμενη παρουσία επικίνδυνων ουσιών στην εγκατάσταση ή επικίνδυνων ουσιών που τεκμαίρεται λογικά ότι προβλέπεται να προκύψουν σε περίπτωση απώλειας ελέγχου της παραγωγικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων δραστηριοτήτων αποθήκευσης, σε οποιαδήποτε μονάδα της εγκατάστασης, σε ποσότητες ίσες με ή μεγαλύτερες από τις οριακές ποσότητες που αναφέρονται στο μέρος 1 ή το μέρος 2 του παραρτήματος Ι.
Υπάρχουσα δραστική ουσία
Ορισμός 1: Ουσία που διετίθετο στην αγορά στις 14 Μαΐου 2000 ως δραστική ουσία βιοκτόνου για σκοπούς διαφορετικούς από την επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη ή την έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων και διεργασιών.
Υπεράκτιες βιομηχανικές δραστηριότητες
Ορισμός 1: Η κατασκευή, η συντήρηση, ο παροπλισμός, η λειτουργία ή τεχνική εξυπηρέτηση υπεράκτιων εγκαταστάσεων που σχετίζονται, αλλά δεν περιορίζονται, στην εξερεύνηση και εκμετάλλευση πόρων από τους τομείς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ή υδρογονανθράκων, υδατοκαλλιέργειας, εξόρυξης ωκεανών ή παρόμοιες δραστηριότητες.
Υπεράκτιες εργασίες υδρογονανθράκων
Ορισμός 1: σημαίνει όλες τις δραστηριότητες που συνδέονται με εγκατάσταση ή συνδεδεμένη υποδομή, συμπεριλαμβανομένων του σχεδιασμού, του προγραμματισμού, της κατασκευής, της λειτουργίας και της απεγκατάστασής της, οι οποίες σχετίζονται με την έρευνα και την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, μη συμπεριλαμβανομένης όμως της μεταφοράς υδρογονανθράκων από μία ακτή σε άλλη.
Υπεράκτιο Αιολικό Πάρκο (ΥΑΠ)
Υπεράκτιος» («offshore»)
Ορισμός 1: Σημαίνει ευρισκόμενος είτε στα ύδατα τα υπερκείμενα των υποθαλάσσιων περιοχών, είτε στις υποθαλάσσιες περιοχές, όπως αυτές καθορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 2289/1995.
Υπεργολάβος
Ορισμός 1: Πρόσωπο που συμβάλλεται με εργολάβο και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου του έργου ή τμήματος του, ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία φέρεται ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό. Ως υπεργολάβος θεωρείται επίσης και το πρόσωπο που συμβάλλεται με άλλον υπεργολάβο και αναλαμβάνει σύμφωνα με τα παραπάνω την εκτέλεση ολόκληρου του έργου ή τμήματος του.
Ορισμός 2: Πρόσωπο που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον εργολάβο ή άλλον υπεργολάβο και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολοκλήρου του τεχνικού έργου ή τμήματος του.
Ορισμός 3: Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων στο οποίο ανατίθεται η εκτέλεση ενός μέρους ή του συνόλου των υποχρεώσεων προηγούμενης σύμβασης.
Υπεριώδης ακτινοβολία
Ορισμός 1: Οπτική ακτινοβολία στην περιοχή μήκους κύματος μεταξύ 100nm και 400nm. Η υπεριώδης περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος υποδιαιρείται σε UVA (315-400nm), UVB (280-315nm) και UVC (100-280nm).
Υπεύθυνη δήλωση εγκαταστάτη (ΥΔΕ)
Υπεύθυνος εγκατάστασης
Ορισμός 1: Eίναι το άτομο που έχει την ικανότητα, κατάλληλη εκπαίδευση, γνώση και εμπειρία, να επιβλέπει ή να εκτελεί την εργασία που έχει αναλάβει με ασφαλή και σωστό τρόπο.
Ορισμός 2: O ιδιοκτήτης ή ο εκμεταλλευόμενος την εγκατάσταση ή ο νόμιμος εκπρόσωπος του.
Υπεύθυνος εκμετάλλευσης
Ορισμός 1: Ο οικονομικός φορέας που εκμεταλλεύεται το σύνολο των διατάξεων ψυχαγωγίας και τις υποστηρικτικές εγκαταστάσεις σε συγκεκριμένο χώρο αναψυχής και ο οποίος έχει την ευθύνη της ασφαλούς λειτουργίας αυτών.
Υπεύθυνος Εμπειρογνώμων Προγράμματος Ακτινοπροστασίας
Ορισμός 1: Φυσικός με άδεια άσκησης επαγγέλματος ακτινοφυσικού ιατρικής ή υπεύθυνος ακτινοπροστασίας μη ιατρικών εφαρμογών, με πολυετή άσκηση της ειδικότητάς του κατά τρόπο επιτυχή και με επιστημονική δραστηριότητα και ευρύτερη εμπειρία σε θέματα ακτινοπροστασίας. Ο Υπεύθυνος Προγράμματος Ακτινοπροστασίας μπορεί να αναλάβει το συντονισμό δράσεως σε θέματα ακτινοπροστασίας πολλών ακτινοφυσικών ιατρικής ή υπευθύνων ακτινοπροστασίας, που εργάζονται στο ίδιο ή σε γειτονικά ιδρύματα και να είναι ο υπεύθυνος έναντι της ΕΕΑΕ σε θέματα ακτινοπροστασίας των κέντρων αυτών. Η ιδιότητα του υπεύθυνου εμπειρογνώμονα προγράμματος ακτινοπροστασίας αναγνωρίζεται κατά περίπτωση από την ΕΕΑΕ, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου/ης και της διοίκησης του ιδρύματος ή των ιδρυμάτων στα οποία θα είναι υπεύθυνος ακτινοπροστασίας.
Υπεύθυνος λειτουργίας (controller/ride controller)
Ορισμός 1: Ο αρμόδιος για τον πλήρη έλεγχο μιας διάταξης ψυχαγωγίας. Μπορεί να είναι είτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο ανήκει η διάταξη ψυχαγωγίας, είτε παραχωρησιούχος ή μισθωτής στον οποίο έχει δοθεί ο πλήρης έλεγχος της διάταξης από τον υπεύθυνο εκμετάλλευσης για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Υπεύθυνος συντήρησης
Ορισμός 1: Φυσικό πρόσωπο, το οποίο κατέχει την οριζόμενη από το νόμο άδεια για την ανάληψη της εκτέλεσης και συντήρησης έργων αυτής της κατηγορίας.
Υπεύθυνος της επιχείρησης ή εγκατάστασης
Ορισμός 1: Ο ιδιοκτήτης, εκμεταλλευτής, εργοδότης ή άλλος κατά νόμο υπεύθυνος της επιχείρησης ή εγκατάστασης.
Υπεύθυνος φόρτωσης
Ορισμός 1: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρεται ως φορτωτής ή αποστολέας στα συνοδευτικά έγγραφα της μεταφοράς. Σε περίπτωση περισσοτέρων φορτωτών ή αποστολέων, ως υπεύθυνος φόρτωσης για την εφαρμογή της παρούσας νοείται ο ιδιοκτήτης ή ο μισθωτής του οχήματος με το οποίο πραγματοποιείται η μεταφορά. Σε περίπτωση έλξης ρυμουλκουμένου άλλης επιχείρησης, ως υπεύθυνος φόρτωσης νοείται ο ιδιοκτήτης/μισθωτής του ρυμουλκουμένου.
Υπεύθυνος φόρτωσης ή εκφόρτωσης
Ορισμός 1: O εκάστοτε επικεφαλής της ομάδας του φορέα (Οργανισμός Λιμένα, Λιμενικό Ταμείο, Ο.Τ.Α ή ιδιώτης) που εκτελεί τη φόρτωση ή εκφόρτωση επικίνδυνου είδους. Στις φορτώσεις και εκφορτώσεις επικινδύνων ειδών της κλάσης 1 προβλέπεται επιπλέον και η παρουσία του οριζόμενου στο Παράρτημα Α του Κανονισμού προσώπου (εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου) που στην περίπτωση αυτή και αυτός επιπλέον των παραπάνω είναι υπεύθυνος φόρτωσης ή εκφόρτωσης.
Υπηρεσία έκτακτης ανάγκης
Ορισμός 1: Κάθε φορέας, δημόσιος ή ιδιωτικός που εμπλέκεται στο σύστημα διαχείρισης έκτακτης ανάγκης, όπως για παράδειγμα η αστυνομία, η πυροσβεστική.
Υπηρεσία επαγγελματικής υγείας
Ορισμός 1: Ο επαγγελματίας του τομέα της υγείας ή φορέας αρμόδιος για την ιατρική παρακολούθηση εκτιθέμενων εργαζομένων.
Υπόγεια
Ορισμός 1: Είναι τα καταστήματα που η κύρια ή/και βοηθητική δραστηριότητά τους, αναπτύσσεται σε χαμηλότερη στάθμη από τον κατώτερο όροφο εκκένωσης του κτιρίου.
Υπόγεια αποθήκευση
Ορισμός 1: Η μόνιμη εγκατάσταση αποθήκευσης αποβλήτων σε βαθιές γεωλογικές κοιλότητες, όπως σε αλατωρυχεία ή ορυχεία καλίου.
Υπόγεια εγκατάσταση
Ορισμός 1: Εγκατάσταση που η δραστηριότητα που αναπτύσσεται σε αυτή βρίσκεται σε χαμηλότερη στάθμη από τον κατώτερο όροφο εκκένωσης του κτιρίου.
Υπόγειες εκσκαφές
Ορισμός 1: Οι στοές, οι σήραγγες, τα φρέατα, τα κεκλιμένα, τα υπόγεια μέτωπα, οι εξοφλήσεις κ.λπ.
Υποσταθμός
Ορισμός 1: Ως Υποσταθμός νοείται οποιοσδήποτε Υποσταθμός Μέσης προς Υψηλής Τάσης ή Κέντρο Υπερύψηλής Τάσης, καθώς και οι εγκαταστάσεις μετατροπέων συνεχούς ρεύματος.
Υποστηρικτικές εγκαταστάσεις
Ορισμός 1: Σύνολο υλικών και τεχνικών μέσων που απαιτούνται για την ολοκληρωμένη και ασφαλή λειτουργία του χώρου στον οποίον φιλοξενούνται, εγκαθίστανται ή και προσαρμόζονται οι διατάξεις ψυχαγωγίας (π.χ. δομικά έργα και υλικά, πινακίδες, σήματα υπόδειξης και πληροφόρησης, διατάξεις εξαερισμού, ηλεκτρικoí πίνακες, φωτισμός, αεριοφυλάκια, πυροσβεστήρες, δεξαμενές νερού, κ.ά.).
Υποστηρικτικές μελέτες και έρευνες
Ορισμός 1: Οι επί μέρους μελέτες και έρευνες που είναι απαραίτητες για τον σχεδιασμό έργου ή την παροχή υπηρεσίας, δεν έχουν, όμως, ως αντικείμενο τον ίδιο τον σχεδιασμό του έργου ή την παροχή της υπηρεσίας.
Υποτροπή
Ορισμός 1: Η διαπίστωση όμοιας παράβασης εντός ενός (1) έτους από τη βεβαίωση της αρχικής.
Ορισμός 2: Υφίσταται όταν διαπιστώνεται η κατ’ επανάληψη τέλεση περιβαλλοντικών παραβάσεων σε έργο ή δραστηριότητα. Η υποτροπή εξετάζεται σε βάθος δεκαετίας και αφορά την ίδια ή οποιαδήποτε άλλη παράβαση στο ελεγχόμενο έργο ή τη δραστηριότητα.
Ορισμός 3: Η κατ’ επανάληψη παράβαση νομοθετικών προβλέψεων από τον φορέα λειτουργίας του έργου ή της δραστηριότητας. Η υποτροπή εξετάζεται σε βάθος 10ετίας και αφορά την ίδια ή οποιαδήποτε άλλη περιβαλλοντική παράβαση ή την έλλειψη συμμόρφωσης εντός προθεσμίας με το Πλάνο Διορθωτικών Ενεργειών (ΠΔΕ) που συνοδεύει την Πράξη Βεβαίωσης Παράβασης.
Υπότροπος
Ορισμός 1: Ο φορέας όταν, για το ελεγχόμενο έργο ή τη δραστηριότητα έχει διενεργηθεί τουλάχιστον μία αυτοψία της παρ. 11α του άρθρου 20 του ν. 4014/2011 εντός δέκα ετών πριν από τον χρόνο έναρξης του τρέχοντος ελέγχου, σε συνέχεια της οποίας
α) έχουν επιβληθεί κυρώσεις των περ. β’, γ’, δ’ ή/και ε’ της παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 4014/2011 ή
β) ο φορέας δεν έχει συμμορφωθεί, εντός καθορισμένης προθεσμίας, με το Πλάνο Διορθωτικών Ενεργειών (ΠΔΕ) που συνοδεύει την Πράξη Βεβαίωσης Παράβασης.
Υπόχρεος φορέας διαχείρισης
Ορισμός 1: Ο κύριος, ο παραγωγός ή ο κάτοχος επικίνδυνων αποβλήτων όπως ορίζεται στο άρθρο 2 (§14).
Υποχρέωση όσον αφορά τη συγκέντρωση της έκθεσης
Ορισμός 1: Επίπεδο που ορίζεται βάσει του δείκτη μέσης έκθεσης με σκοπό τη μείωση των επιβλαβών επιπτώσεων στην υγεία του ανθρώπου, και το οποίο πρέπει να επιτευχθεί εντός δεδομένης περιόδου.
Υφιστάμενη εγκατάσταση
Ορισμός 1: Εγκατάσταση η οποία στις 31 Μαΐου 2015 εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της υπ’ αριθ. 12044/613/2007 (Β΄ 376) κοινής υπουργικής απόφασης ως ισχύει και από την 1η Ιουνίου 2015 στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης, χωρίς να έχει αλλάξει η ταξινόμησή της ως εγκατάσταση κατώτερης ή ανώτερης βαθμίδας·
Υψηλά AL
Ορισμός 1: Είναι τα επίπεδα που σχετίζονται με τις «ELV με επιπτώσεις στην υγεία».