Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1 - 36 of 150
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Γουανίνη
Αγγλικός όρος:
Guanine

Μετάφραση: Guanine
Ελληνικός όρος:
Γλουταμίνη
Αγγλικός όρος:
Glutamine

Μετάφραση: Glutamine
Ελληνικός όρος:
Γλουταμικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Glutamic acid

Μετάφραση: Glutamic acid
Ελληνικός όρος:
Γλουταμυλοκυστεΐνη
Αγγλικός όρος:
Glutamylcysteine

Μετάφραση: Glutamylcysteine
Ελληνικός όρος:
Γλυκίνη
Αγγλικός όρος:
Glycine

Μετάφραση: Glycine
Ελληνικός όρος:
Γάγγλια
Αγγλικός όρος:
Ganglia

Μετάφραση: Ganglia
Ελληνικός όρος:
Γαδολίνιο
Αγγλικός όρος:
Gadolinium (Gd)

Μετάφραση: Gadolinium (Gd)
Ελληνικός όρος:
Γάζα (π.χ. χειρουργίου)
Αγγλικός όρος:
Gauze

Μετάφραση: Gauze
Ελληνικός όρος:
Γαιάνθρακας
Αγγλικός όρος:
Coal

Μετάφραση: Coal
Ελληνικός όρος:
Γαλακταρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Mucic acid, galactaric acid, 2,3,4,5-tetrahydroxyhexanedioic acid

Μετάφραση: Mucic acid, galactaric acid, 2,3,4,5-tetrahydroxyhexanedioic acid
Ελληνικός όρος:
Γαλακτικό ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calcium lactate

Μετάφραση: Calcium lactate
Ελληνικός όρος:
Γαλακτικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Lactic acid, α-hydroxypropionic acid, acetonic acid, milk acid

Μετάφραση: Lactic acid, α-hydroxypropionic acid, acetonic acid, milk acid
Ελληνικός όρος:
Γαλακτικός βουτυλεστέρας ή βουτυλογαλακτικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Butyl lactate

Μετάφραση: Butyl lactate
Ελληνικός όρος:
Γαλακτόζη
Αγγλικός όρος:
Galactose

Μετάφραση: Galactose
Ελληνικός όρος:
Γαλακτοπυρανόζη
Αγγλικός όρος:
Galactopyranose

Μετάφραση: Galactopyranose
Ελληνικός όρος:
Γαλάκτωμα
Αγγλικός όρος:
Emulsion, suspension

Μετάφραση: Emulsion, suspension
Ελληνικός όρος:
Γαλακτωματοποιητής
Αγγλικός όρος:
Emulsifier

Μετάφραση: Emulsifier
Ελληνικός όρος:
Γαλακτωματοποιητική ικανότητα
Αγγλικός όρος:
Emulsifiability

Μετάφραση: Emulsifiability
Ελληνικός όρος:
Γαληνίτης
Αγγλικός όρος:
Galena

Μετάφραση: Galena
Ελληνικός όρος:
Γαλλικό περιφερειακό ταμείο ασφάλισης ασθενείας
Αγγλικός όρος:
Regional sickness insurance fund, CRAM

Μετάφραση: Regional sickness insurance fund, CRAM
Ελληνικός όρος:
Γάλλιο
Αγγλικός όρος:
Gallium (Ga)

Μετάφραση: Gallium (Ga)
Ελληνικός όρος:
Γάντια
Αγγλικός όρος:
Gloves

Μετάφραση: Gloves
Ελληνικός όρος:
Γάντια από μεταλλικό πλέγμα
Αγγλικός όρος:
Chain mail gloves

Μετάφραση: Chain mail gloves
Ελληνικός όρος:
Γάντια προστασίας
Αγγλικός όρος:
Hand protection

Μετάφραση: Hand protection
Ελληνικός όρος:
Γαρυφαλλέλαιο
Αγγλικός όρος:
Oil of cloves, Eugenol

Μετάφραση: Oil of cloves, Eugenol
Ελληνικός όρος:
Γαστρεντερικές παθήσεις
Αγγλικός όρος:
Gastrointestinal diseases

Μετάφραση: Gastrointestinal diseases
Ελληνικός όρος:
Γαστρεντερική οδός
Αγγλικός όρος:
Gastrointestinal tract

Μετάφραση: Gastrointestinal tract
Ελληνικός όρος:
Γαστρεντερικό σύστημα (ΓΕ)
Αγγλικός όρος:
Gastrointestinal, Gl

Μετάφραση: Gastrointestinal, Gl
Ελληνικός όρος:
Γαστρικό υγρό
Αγγλικός όρος:
Gastric juice

Μετάφραση: Gastric juice
Ελληνικός όρος:
Γειτονική μονάδα
Αγγλικός όρος:
Neighbouring establishment

Μετάφραση: Neighbouring establishment
Ελληνικός όρος:
Γείωση
Αγγλικός όρος:
Earthing

Μετάφραση: Earthing
Ελληνικός όρος:
Γείωση αγώγιμων θωρακίσεων
Αγγλικός όρος:
Earthing of conducting screens

Μετάφραση: Earthing of conducting screens
Ελληνικός όρος:
Γείωση/ισοδυναμική σύνδεση του περιέκτη και του εξοπλισμού δέκτη
Αγγλικός όρος:
Ground/bond container and receiving equipment

Μετάφραση: Ground/bond container and receiving equipment
Ελληνικός όρος:
Γέλη
Αγγλικός όρος:
Gel

Μετάφραση: Gel
Ελληνικός όρος:
Γενετικά τροποποιημένοι μικροοργανισμοί
Αγγλικός όρος:
Genetically modified microorganisms, GMMOs

Μετάφραση: Genetically modified microorganisms, GMMOs
Ελληνικός όρος:
Γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί
Αγγλικός όρος:
Genetically modified organisms, GMOs

Μετάφραση: Genetically modified organisms, GMOs

Ακολουθήστε μας