Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Covid-19
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2018
2017
2006-2016
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1 - 36 of 109
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Η επαφή με καύσιμο υλικό μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
Contact with combustible material may cause fire
Μετάφραση:
Contact with combustible material may cause fire
Ελληνικός όρος:
Η εισπνοή ατμών μπορεί να προκαλέσει υπνηλία και ζάλη
Αγγλικός όρος:
Vapours may cause drowsiness and dizziness
Μετάφραση:
Vapours may cause drowsiness and dizziness
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης
Αγγλικός όρος:
Scanning electron microscopy
Μετάφραση:
Scanning electron microscopy
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονική μικροσκοπία μετάδοσης
Αγγλικός όρος:
Transmission electron microscopy
Μετάφραση:
Transmission electron microscopy
Ελληνικός όρος:
Η εισπνοή ατμών μπορεί να προκαλέσει υπνηλία και ζάλη
Αγγλικός όρος:
Vapours may cause drowsiness and dizziness
Μετάφραση:
Vapours may cause drowsiness and dizziness
Ελληνικός όρος:
Η επαφή με καύσιμο υλικό μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
Contact with combustible material may cause fire
Μετάφραση:
Contact with combustible material may cause fire
Ελληνικός όρος:
Η θέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξη
Αγγλικός όρος:
Heating may cause an explosion
Μετάφραση:
Heating may cause an explosion
Ελληνικός όρος:
Η θέρμανση μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
Heating may cause a fire
Μετάφραση:
Heating may cause a fire
Ελληνικός όρος:
Η κατάλληλη διατύπωση καθορίζεται από τον παραγωγό
Αγγλικός όρος:
Appropriate wording to be specified by the manufacturer
Μετάφραση:
Appropriate wording to be specified by the manufacturer
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτοσκωρίωση
Αγγλικός όρος:
Electroslag
Μετάφραση:
Electroslag
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικές εγκαταστάσεις
Αγγλικός όρος:
Electrical installation
Μετάφραση:
Electrical installation
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικές καλωδιώσεις
Αγγλικός όρος:
Electrical cabling and wiring
Μετάφραση:
Electrical cabling and wiring
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικές παράμετροι καλωδίων
Αγγλικός όρος:
Electrical parameters of cables
Μετάφραση:
Electrical parameters of cables
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικές σκούπες
Αγγλικός όρος:
Vacuum cleaners
Μετάφραση:
Vacuum cleaners
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική αγωγιμότητα
Αγγλικός όρος:
Electric counductivity
Μετάφραση:
Electric counductivity
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική μόνωση
Αγγλικός όρος:
Electrical isolation
Μετάφραση:
Electrical isolation
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική προστασία
Αγγλικός όρος:
Electrical protection
Μετάφραση:
Electrical protection
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική συσκευή
Αγγλικός όρος:
Electrical apparatus
Μετάφραση:
Electrical apparatus
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική τάση
Αγγλικός όρος:
Voltage
Μετάφραση:
Voltage
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό οξύ ή βουτανοδιοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Succinic acid or butanedioic acid ((CH2)2(COOH)2)
Μετάφραση:
Succinic acid or butanedioic acid ((CH2)2(COOH)2)
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό πεδίο
Αγγλικός όρος:
Electric field
Μετάφραση:
Electric field
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό ρεύμα
Αγγλικός όρος:
Electric current
Μετάφραση:
Electric current
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό σήμα
Αγγλικός όρος:
Electric signal
Μετάφραση:
Electric signal
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό σίδερο συγκόλλησης
Αγγλικός όρος:
Electric soldering iron
Μετάφραση:
Electric soldering iron
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό στροφόμετρο
Αγγλικός όρος:
Electrical tachometer
Μετάφραση:
Electrical tachometer
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό σύστημα αποφυγής της μετατόπισης
Αγγλικός όρος:
Electrical anti-creep system
Μετάφραση:
Electrical anti-creep system
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικοί κίνδυνοι ή κίνδυνοι από το ηλεκτρικό ρεύμα
Αγγλικός όρος:
Electrical hazards
Μετάφραση:
Electrical hazards
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός
Αγγλικός όρος:
Electrical
Μετάφραση:
Electrical
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός ανυδρίτης
Αγγλικός όρος:
Succinic anhydride (HOOC(CH2)2COOH)
Μετάφραση:
Succinic anhydride (HOOC(CH2)2COOH)
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός διαχωρισμός
Αγγλικός όρος:
Electrical separation
Μετάφραση:
Electrical separation
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός διμεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Dimethyl succinate
Μετάφραση:
Dimethyl succinate
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
Electrical equipment
Μετάφραση:
Electrical equipment
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός πίνακας
Αγγλικός όρος:
Electric panel, switchboard
Μετάφραση:
Electric panel, switchboard
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός φανός χειρός
Αγγλικός όρος:
Torch light or flash light
Μετάφραση:
Torch light or flash light
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικοσουλφαθειαζόλιο
Αγγλικός όρος:
Succinoylsulfathiazole
Μετάφραση:
Succinoylsulfathiazole
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτριμίδιο
Αγγλικός όρος:
Succinimide (C4H5NO2)
Μετάφραση:
Succinimide (C4H5NO2)
Σελιδοποίηση
Τρέχουσα σελίδα
1
Page
2
Page
3
Page
4
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »