Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 37 - 72 of 109
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρισμός
Αγγλικός όρος:
Electricity

Μετάφραση: Electricity
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρόδια
Αγγλικός όρος:
Electrodes

Μετάφραση: Electrodes
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρόδιο γραφίτη
Αγγλικός όρος:
Graphite-electrode

Μετάφραση: Graphite-electrode
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρόδιο δευτέρου είδους
Αγγλικός όρος:
Electrode of the second order

Μετάφραση: Electrode of the second order
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροευαίσθητες προστατευτικές διατάξεις
Αγγλικός όρος:
Electrosensitive protective devices

Μετάφραση: Electrosensitive protective devices
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροκινητήρας
Αγγλικός όρος:
Electric motor

Μετάφραση: Electric motor
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροκίνητο όχημα με συσσωρευτή
Αγγλικός όρος:
Battery –vehicle

Μετάφραση: Battery –vehicle
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροκίνητο φορτηγό όχημα
Αγγλικός όρος:
Battery powered truck

Μετάφραση: Battery powered truck
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροκόλληση χειρός
Αγγλικός όρος:
Manual arc welding

Μετάφραση: Manual arc welding
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρόλυση
Αγγλικός όρος:
Electrolysis

Μετάφραση: Electrolysis
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρολύτες
Αγγλικός όρος:
Electrolytes

Μετάφραση: Electrolytes
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Electromagnetic radiation

Μετάφραση: Electromagnetic radiation
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρομαγνητική δύναμη
Αγγλικός όρος:
Electromagnetic force

Μετάφραση: Electromagnetic force
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρομαγνητικό πεδίο
Αγγλικός όρος:
Electromagnetic field

Μετάφραση: Electromagnetic field
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρομαγνητικό φάσμα
Αγγλικός όρος:
Electromagnetic spectrum

Μετάφραση: Electromagnetic spectrum
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρομυογραφία
Αγγλικός όρος:
Electromyography

Μετάφραση: Electromyography
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονική μικροσκοπία μετάδοσης
Αγγλικός όρος:
Transmission electron microscopy (TEM)

Μετάφραση: Transmission electron microscopy (TEM)
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης
Αγγλικός όρος:
Scanning electron microscopy (SEM)

Μετάφραση: Scanning electron microscopy (SEM)
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονική παρακολούθηση εργασιών
Αγγλικός όρος:
Electronic work monitoring

Μετάφραση: Electronic work monitoring
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονικό
Αγγλικός όρος:
Electronic

Μετάφραση: Electronic
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονικός εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
Electronic equipment

Μετάφραση: Electronic equipment
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονικός υπολογιστής
Αγγλικός όρος:
Computer

Μετάφραση: Computer
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρόνιο
Αγγλικός όρος:
Electron

Μετάφραση: Electron
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονόμος
Αγγλικός όρος:
Relay

Μετάφραση: Relay
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονόμος χρονικής καθυστερήσεως
Αγγλικός όρος:
Time delay relay

Μετάφραση: Time delay relay
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροοπτικά φαινόμενα
Αγγλικός όρος:
Electroptical effects

Μετάφραση: Electroptical effects
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροπληξία
Αγγλικός όρος:
Electrocution, electric shock

Μετάφραση: Electrocution, electric shock
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροστατικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Electrostatic properties

Μετάφραση: Electrostatic properties
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροσυγκόλληση
Αγγλικός όρος:
Electric welding

Μετάφραση: Electric welding
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροσύντηξη
Αγγλικός όρος:
Electrofusion

Μετάφραση: Electrofusion
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροφόρα καλώδια
Αγγλικός όρος:
Power lines

Μετάφραση: Power lines
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροφόρηση
Αγγλικός όρος:
Electrophoresis

Μετάφραση: Electrophoresis
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροχημικός
Αγγλικός όρος:
Electrochemical

Μετάφραση: Electrochemical
Ελληνικός όρος:
Ηλιακή ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Solar radiation

Μετάφραση: Solar radiation
Ελληνικός όρος:
Ηλικιωμένοι εργαζόμενοι
Αγγλικός όρος:
Ageing workers

Μετάφραση: Ageing workers
Ελληνικός όρος:
Ήλιο
Αγγλικός όρος:
Helium (He)

Μετάφραση: Helium (He)

Ακολουθήστε μας