Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
el
Greek
English
Search
×
Search
×
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Κατάλογος σεμιναρίων
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
ΕΡΕΥΝΑ - ΜΕΛΕΤΕΣ
Κλαδικές Μελέτες
Θεματικές Μελέτες
ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ - ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ
Βιβλιοθήκη
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Θέματα ΥΑΕ
Covid-19
Βιολογικοί παράγοντες
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Χημικές ουσίες
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2020
2019
2018
2017
2016
2006-2015
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1 - 36 of 9224
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Σύμβολα και ενδείξεις κινδύνου για επικίνδυνες ουσίες και παρασκευάσματα
Αγγλικός όρος:
Symbols and indications of danger for dangerous substances and preparations
Μετάφραση:
Symbols and indications of danger for dangerous substances and preparations
Ελληνικός όρος:
Φράσεις επισήμανσης κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Risk phrases
Μετάφραση:
Risk phrases
Ελληνικός όρος:
Φύση των ειδικών κινδύνων που αφορούν επικίνδυνες ουσίες και παρασκευάσματα
Αγγλικός όρος:
Nature of special risks attributed to dangerous substances and preparations
Μετάφραση:
Nature of special risks attributed to dangerous substances and preparations
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτικό σε ξηρή κατάσταση
Αγγλικός όρος:
Explosive when dry
Μετάφραση:
Explosive when dry
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος εκρήξεως από κρούση, τριβή, φωτιά ή άλλες πηγές αναφλέξεως
Αγγλικός όρος:
Risk of explosion by shock, friction, fire or other sources of ignition
Μετάφραση:
Risk of explosion by shock, friction, fire or other sources of ignition
Ελληνικός όρος:
Πολύ μεγάλος κίνδυνος εκρήξεως από κρούση, τριβή, φωτιά ή άλλες πηγές αναφλέξεως
Αγγλικός όρος:
Extreme risk of explosion by shock, friction, fire or other sources of ignition
Μετάφραση:
Extreme risk of explosion by shock, friction, fire or other sources of ignition
Ελληνικός όρος:
Σχηματίζει πολύ ευαίσθητες εκρηκτικές μεταλλικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Forms very sensitive explosive metallic compounds
Μετάφραση:
Forms very sensitive explosive metallic compounds
Ελληνικός όρος:
Θέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξη
Αγγλικός όρος:
Heating may cause an explosion
Μετάφραση:
Heating may cause an explosion
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτικό σε επαφή ή χωρίς επαφή με τον αέρα
Αγγλικός όρος:
Explosive with or without contact with air
Μετάφραση:
Explosive with or without contact with air
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
May cause fire
Μετάφραση:
May cause fire
Ελληνικός όρος:
Η επαφή με καύσιμο υλικό μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
Contact with combustible material may cause fire
Μετάφραση:
Contact with combustible material may cause fire
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με καύσιμα υλικά
Αγγλικός όρος:
Explosive when mixed with combustible material
Μετάφραση:
Explosive when mixed with combustible material
Ελληνικός όρος:
Εύφλεκτο
Αγγλικός όρος:
Flammable
Μετάφραση:
Flammable
Ελληνικός όρος:
Πολύ εύφλεκτο
Αγγλικός όρος:
Highly flammable
Μετάφραση:
Highly flammable
Ελληνικός όρος:
Εξαιρετικά εύφλεκτο
Αγγλικός όρος:
Extremely flammable
Μετάφραση:
Extremely flammable
Ελληνικός όρος:
Αντιδρά βίαια με νερό
Αγγλικός όρος:
Reacts violently with water
Μετάφραση:
Reacts violently with water
Ελληνικός όρος:
Σε επαφή με το νερό εκλύει εξαιρετικά εύφλεκτα αέρια
Αγγλικός όρος:
Contact with water liberates extremely flammable gases
Μετάφραση:
Contact with water liberates extremely flammable gases
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με οξειδωτικές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Explosive when mixed with oxidizing substances
Μετάφραση:
Explosive when mixed with oxidizing substances
Ελληνικός όρος:
Αυτοαναφλέγεται στον αέρα
Αγγλικός όρος:
Spontaneously flammable in air
Μετάφραση:
Spontaneously flammable in air
Ελληνικός όρος:
Κατά την χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα /εκρηκτικά μείγματα ατμού-αέρος
Αγγλικός όρος:
In use, may form flammable/explosive vapour-air mixture
Μετάφραση:
In use, may form flammable/explosive vapour-air mixture
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια
Αγγλικός όρος:
May form explosive peroxides
Μετάφραση:
May form explosive peroxides
Ελληνικός όρος:
Επιβλαβές όταν εισπνέεται
Αγγλικός όρος:
Harmful by inhalation
Μετάφραση:
Harmful by inhalation
Ελληνικός όρος:
Επιβλαβές σε επαφή με το δέρμα
Αγγλικός όρος:
Harmful in contact with skin
Μετάφραση:
Harmful in contact with skin
Ελληνικός όρος:
Επιβλαβές σε περίπτωση καταπόσεως
Αγγλικός όρος:
Harmful if swallowed
Μετάφραση:
Harmful if swallowed
Ελληνικός όρος:
Τοξικό όταν εισπνέεται
Αγγλικός όρος:
Toxic by inhalation
Μετάφραση:
Toxic by inhalation
Ελληνικός όρος:
Τοξικό σε επαφή με το δέρμα
Αγγλικός όρος:
Toxic in contact with skin
Μετάφραση:
Toxic in contact with skin
Ελληνικός όρος:
Τοξικό σε περίπτωση καταπόσεως
Αγγλικός όρος:
Toxic if swallowed
Μετάφραση:
Toxic if swallowed
Ελληνικός όρος:
Πολύ τοξικό όταν εισπνέεται
Αγγλικός όρος:
Very toxic by inhalation
Μετάφραση:
Very toxic by inhalation
Ελληνικός όρος:
Πολύ τοξικό σε επαφή με το δέρμα
Αγγλικός όρος:
Very toxic in contact with skin
Μετάφραση:
Very toxic in contact with skin
Ελληνικός όρος:
Πολύ τοξικό σε περίπτωση καταπόσεως
Αγγλικός όρος:
Very toxic if swallowed
Μετάφραση:
Very toxic if swallowed
Ελληνικός όρος:
Σε επαφή με το νερό ελευθερώνονται τοξικά αέρια
Αγγλικός όρος:
Contact with water liberates toxic gas
Μετάφραση:
Contact with water liberates toxic gas
Ελληνικός όρος:
Κατά τη χρήση γίνεται πολύ εύφλεκτο
Αγγλικός όρος:
Can become highly flammable in use
Μετάφραση:
Can become highly flammable in use
Ελληνικός όρος:
Σε επαφή με οξέα ελευθερώνονται τοξικά αέρια
Αγγλικός όρος:
Contact with acids liberates toxic gas
Μετάφραση:
Contact with acids liberates toxic gas
Ελληνικός όρος:
Σε επαφή με οξέα ελευθερώνονται πολύ τοξικά αέρια
Αγγλικός όρος:
Contact with acids liberates very toxic gas
Μετάφραση:
Contact with acids liberates very toxic gas
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος αθροιστικών επιδράσεων
Αγγλικός όρος:
Danger of cumulative effects
Μετάφραση:
Danger of cumulative effects
Ελληνικός όρος:
Προκαλεί εγκαύματα
Αγγλικός όρος:
Causes burns
Μετάφραση:
Causes burns
Σελιδοποίηση
Τρέχουσα σελίδα
1
Page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »