Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1 - 33 of 33
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ψαμμάργιλος
Αγγλικός όρος:
Stoneware

Μετάφραση: Stoneware
Ελληνικός όρος:
Ψαμμίτης
Αγγλικός όρος:
Sandstone

Μετάφραση: Sandstone
Ελληνικός όρος:
Ψεκασμένος αμίαντος
Αγγλικός όρος:
Sprayed asbestos

Μετάφραση: Sprayed asbestos
Ελληνικός όρος:
Ψεκασμός ηλεκτροστατικός
Αγγλικός όρος:
Electrostatic spraying

Μετάφραση: Electrostatic spraying
Ελληνικός όρος:
Ψεκασμός με πεπιεσμένο αέρα
Αγγλικός όρος:
Compressed-air spraying

Μετάφραση: Compressed-air spraying
Ελληνικός όρος:
Ψεκασμός σκυροδέματος
Αγγλικός όρος:
Concrete spraying work

Μετάφραση: Concrete spraying work
Ελληνικός όρος:
Ψεκασμός-σάρωσης αναρρόφησης
Αγγλικός όρος:
Spray-vacuuming

Μετάφραση: Spray-vacuuming
Ελληνικός όρος:
Ψεκαστήρες
Αγγλικός όρος:
Sprayers

Μετάφραση: Sprayers
Ελληνικός όρος:
Ψευδαργυρικό
Αγγλικός όρος:
Zincate

Μετάφραση: Zincate
Ελληνικός όρος:
Ψευδάργυρος ή τσίγκιο
Αγγλικός όρος:
Zinc (Zn)

Μετάφραση: Zinc (Zn)
Ελληνικός όρος:
Ψευδοκατασκευή
Αγγλικός όρος:
Falsework

Μετάφραση: Falsework
Ελληνικός όρος:
Ψευδοκουμόλιο
Αγγλικός όρος:
Pseudocumene, 1,2,4-trimethylbenzene

Μετάφραση: Pseudocumene, 1,2,4-trimethylbenzene
Ελληνικός όρος:
Ψευδομεταβλητή
Αγγλικός όρος:
Dummy variable

Μετάφραση: Dummy variable
Ελληνικός όρος:
Ψευδοτροπίνη
Αγγλικός όρος:
Pseudotropine

Μετάφραση: Pseudotropine
Ελληνικός όρος:
Ψικόζη
Αγγλικός όρος:
Psicose

Μετάφραση: Psicose
Ελληνικός όρος:
Ψυκτικά μέσα
Αγγλικός όρος:
Refrigerants

Μετάφραση: Refrigerants
Ελληνικός όρος:
Ψυκτικά μηχανήματα
Αγγλικός όρος:
Refrigeration machinery

Μετάφραση: Refrigeration machinery
Ελληνικός όρος:
Ψυκτικές αποθήκες
Αγγλικός όρος:
Cold stores

Μετάφραση: Cold stores
Ελληνικός όρος:
Ψυκτική μονάδα
Αγγλικός όρος:
Refrigeration equipment

Μετάφραση: Refrigeration equipment
Ελληνικός όρος:
Ψυκτικό αέριο
Αγγλικός όρος:
Refrigerant gase

Μετάφραση: Refrigerant gase
Ελληνικός όρος:
Ψύξη
Αγγλικός όρος:
Cooling, refrigeration

Μετάφραση: Cooling, refrigeration
Ελληνικός όρος:
Ψυχιατρικές διαταραχές
Αγγλικός όρος:
Psychiatric disorders

Μετάφραση: Psychiatric disorders
Ελληνικός όρος:
Ψυχοκοινωνικό εργασιακό περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Psychosocial work environment

Μετάφραση: Psychosocial work environment
Ελληνικός όρος:
Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες
Αγγλικός όρος:
Psychosocial issues

Μετάφραση: Psychosocial issues
Ελληνικός όρος:
Ψυχολογία της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occupational psychology

Μετάφραση: Occupational psychology
Ελληνικός όρος:
Ψυχολογικό κλίμα
Αγγλικός όρος:
Psychological climate

Μετάφραση: Psychological climate
Ελληνικός όρος:
Ψυχολογικοί και οργανωτικοί κίνδυνοι
Αγγλικός όρος:
Psychological and organisational hazards

Μετάφραση: Psychological and organisational hazards
Ελληνικός όρος:
Ψυχολογικοί παράγοντες
Αγγλικός όρος:
Psychological agents

Μετάφραση: Psychological agents
Ελληνικός όρος:
Ψυχο-οργανικό σύνδρομο
Αγγλικός όρος:
Organic psycho syndrome

Μετάφραση: Organic psycho syndrome
Ελληνικός όρος:
Ψυχρή εργασία
Αγγλικός όρος:
Cold work

Μετάφραση: Cold work
Ελληνικός όρος:
Ψυχρή σύντηξη
Αγγλικός όρος:
Cold fusion

Μετάφραση: Cold fusion
Ελληνικός όρος:
Ψυχρός ατμός
Αγγλικός όρος:
Cold vapour

Μετάφραση: Cold vapour
Ελληνικός όρος:
Ψυχρόφιλα
Αγγλικός όρος:
Phychrophiles

Μετάφραση: Phychrophiles

Ακολουθήστε μας