Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1 - 36 of 98
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ρινίτιδες αλλεργικής φύσης προκαλούμενες από την εισπνοή αλλεργιογόνων ουσιών οι οποίες έχουν αναγνωριστεί ως τέτοιες και είναι εγγενείς στο είδος της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Allergic rhinitis caused by the inhalation of substances consistently recognised as causing allergies and inherent to the type of work

Μετάφραση: Allergic rhinitis caused by the inhalation of substances consistently recognised as causing allergies and inherent to the type of work
Ελληνικός όρος:
Ράβδος
Αγγλικός όρος:
Bar

Μετάφραση: Bar
Ελληνικός όρος:
Ραδερφόρδιο
Αγγλικός όρος:
Rutherfordium (Rf)

Μετάφραση: Rutherfordium (Rf)
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργά απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Radioactive waste

Μετάφραση: Radioactive waste
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργά περιεχόμενα
Αγγλικός όρος:
Radioactive contents

Μετάφραση: Radioactive contents
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργές πηγές
Αγγλικός όρος:
Radioactive sources

Μετάφραση: Radioactive sources
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργή μόλυνση
Αγγλικός όρος:
Radioactive contamination

Μετάφραση: Radioactive contamination
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργό ισότοπο
Αγγλικός όρος:
Radioactive isotope

Μετάφραση: Radioactive isotope
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργό κατάλοιπο
Αγγλικός όρος:
Radwaste

Μετάφραση: Radwaste
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργό μείγμα
Αγγλικός όρος:
Radioactive mixture

Μετάφραση: Radioactive mixture
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργό νουκλίδιο
Αγγλικός όρος:
Radionuclide

Μετάφραση: Radionuclide
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργό υλικό
Αγγλικός όρος:
Radioactive material

Μετάφραση: Radioactive material
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργό υλικό ειδικού τύπου
Αγγλικός όρος:
Special form radioactive material

Μετάφραση: Special form radioactive material
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργός εναπόθεση
Αγγλικός όρος:
Radioactive deposition

Μετάφραση: Radioactive deposition
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργός ισορροπία
Αγγλικός όρος:
Radioactive equilibrium

Μετάφραση: Radioactive equilibrium
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργός ουσία
Αγγλικός όρος:
Radioactive substance

Μετάφραση: Radioactive substance
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργός ρύπανση
Αγγλικός όρος:
Radioactive pollution

Μετάφραση: Radioactive pollution
Ελληνικός όρος:
Ράδιο
Αγγλικός όρος:
Radium

Μετάφραση: Radium
Ελληνικός όρος:
Ραδιογωνιόμετρο
Αγγλικός όρος:
Radiogoniometer, radio direction finder

Μετάφραση: Radiogoniometer, radio direction finder
Ελληνικός όρος:
Ραδιολογικό ατύχημα
Αγγλικός όρος:
Radiological accident

Μετάφραση: Radiological accident
Ελληνικός όρος:
Ραδιοσυχνότητα
Αγγλικός όρος:
Radiofrequency, RF

Μετάφραση: Radiofrequency, RF
Ελληνικός όρος:
Ραδιοτοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Radiotoxicity

Μετάφραση: Radiotoxicity
Ελληνικός όρος:
Ραδόνιο
Αγγλικός όρος:
Radon

Μετάφραση: Radon
Ελληνικός όρος:
Ρακεμοποίηση
Αγγλικός όρος:
Racemization

Μετάφραση: Racemization
Ελληνικός όρος:
Ραπτομηχανή
Αγγλικός όρος:
Sewing machine

Μετάφραση: Sewing machine
Ελληνικός όρος:
Ράσπες
Αγγλικός όρος:
Rasps

Μετάφραση: Rasps
Ελληνικός όρος:
Ραφινόζη
Αγγλικός όρος:
Raffinose

Μετάφραση: Raffinose
Ελληνικός όρος:
Ρεζερπίνη
Αγγλικός όρος:
Reserpine

Μετάφραση: Reserpine
Ελληνικός όρος:
Ρεζορκινόλη ή 1,3-βενζενοδιόλη ή 1,3-διυδροξυβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Resorcinol or 1,3-benzenediol or 1,3-dihydroxybenzene

Μετάφραση: Resorcinol or 1,3-benzenediol or 1,3-dihydroxybenzene
Ελληνικός όρος:
Ρετινάλη
Αγγλικός όρος:
Retinal

Μετάφραση: Retinal
Ελληνικός όρος:
Ρετινόλη ή βιταμίνη Α1
Αγγλικός όρος:
Retinol or vitamin A1

Μετάφραση: Retinol or vitamin A1
Ελληνικός όρος:
Ρεύμα
Αγγλικός όρος:
Current

Μετάφραση: Current
Ελληνικός όρος:
Ρεύμα ατμού
Αγγλικός όρος:
Stream vapor

Μετάφραση: Stream vapor
Ελληνικός όρος:
Ρεύμα δακτυλίου
Αγγλικός όρος:
Ring current

Μετάφραση: Ring current
Ελληνικός όρος:
Ρεύμα διάχυσης
Αγγλικός όρος:
Diffusion current

Μετάφραση: Diffusion current
Ελληνικός όρος:
Ρεύμα επαφής
Αγγλικός όρος:
Contact current, IC

Μετάφραση: Contact current, IC

Ακολουθήστε μας