Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Covid-19
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2018
2017
2006-2016
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1 - 36 of 348
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Φράσεις επισήμανσης κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Risk phrases
Μετάφραση:
Risk phrases
Ελληνικός όρος:
Φύση των ειδικών κινδύνων που αφορούν επικίνδυνες ουσίες και παρασκευάσματα
Αγγλικός όρος:
Nature of special risks attributed to dangerous substances and preparations
Μετάφραση:
Nature of special risks attributed to dangerous substances and preparations
Ελληνικός όρος:
Φυματίωση
Αγγλικός όρος:
Tuberculosis
Μετάφραση:
Tuberculosis
Ελληνικός όρος:
Φαινυλαλανίνη
Αγγλικός όρος:
Phenylalanine
Μετάφραση:
Phenylalanine
Ελληνικός όρος:
Φασματοφωτομετρία ατομικής απορρόφησης
Αγγλικός όρος:
Atomic absorption spectrophotometry
Μετάφραση:
Atomic absorption spectrophotometry
Ελληνικός όρος:
Φασματοφωτομετρία ατομικής εκπομπής
Αγγλικός όρος:
Atomic emission spectrophotometry
Μετάφραση:
Atomic emission spectrophotometry
Ελληνικός όρος:
Φωτομετρικός ανιχνευτής φλόγας
Αγγλικός όρος:
Flame photometric detector
Μετάφραση:
Flame photometric detector
Ελληνικός όρος:
Φασματομετρία υπερύθρου (μέσω) μετασχηματισμού Fourier
Αγγλικός όρος:
Fourier transform infrared spectroscopy
Μετάφραση:
Fourier transform infrared spectroscopy
Ελληνικός όρος:
Φασματομετρία μάζας
Αγγλικός όρος:
Mass spectrometry
Μετάφραση:
Mass spectrometry
Ελληνικός όρος:
Φασματοφωτομετρία ατομικής απορρόφησης με φούρνο γραφίτη
Αγγλικός όρος:
Graphite furnace atomic absorption spectrophotometry
Μετάφραση:
Graphite furnace atomic absorption spectrophotometry
Ελληνικός όρος:
Φασματομετρία μάζας υψηλής διακριτικής ικανότητος
Αγγλικός όρος:
High resolution mass spectro
Μετάφραση:
High resolution mass spectro
Ελληνικός όρος:
Φασματοφωτομετρία ατομικής απορρόφησης με σύστημα παραγωγής υδριδίων
Αγγλικός όρος:
Hydride generation atomic absorption spectrophotometry
Μετάφραση:
Hydride generation atomic absorption spectrophotometry
Ελληνικός όρος:
Φασματοφωτομετρία υπερύθρου
Αγγλικός όρος:
Infrared spectrophotometry
Μετάφραση:
Infrared spectrophotometry
Ελληνικός όρος:
Φασματομετρία μάζας χαμηλής διακριτικής ικανότητας
Αγγλικός όρος:
Low resolution mass spectrometry
Μετάφραση:
Low resolution mass spectrometry
Ελληνικός όρος:
Φασματομετρία μάζας
Αγγλικός όρος:
Mass spectrometry
Μετάφραση:
Mass spectrometry
Ελληνικός όρος:
Φασματοφωτομετρία υπεριώδους - ορατού
Αγγλικός όρος:
Ultra violet - Visible spectrophotometry
Μετάφραση:
Ultra violet - Visible spectrophotometry
Ελληνικός όρος:
φασματοσκοπία φθορισμού ακτίνων Χ
Αγγλικός όρος:
X-ray fluorescence
Μετάφραση:
X-ray fluorescence
Ελληνικός όρος:
Φασματομετρία μάζας
Αγγλικός όρος:
Mass spectrometry
Μετάφραση:
Mass spectrometry
Ελληνικός όρος:
Φυλάσσεται σε κλειστό περιέκτη
Αγγλικός όρος:
Store in a closed container
Μετάφραση:
Store in a closed container
Ελληνικός όρος:
Φαγοκυττάρωση
Αγγλικός όρος:
Phagocytosis
Μετάφραση:
Phagocytosis
Ελληνικός όρος:
Φαγούρα
Αγγλικός όρος:
Itch
Μετάφραση:
Itch
Ελληνικός όρος:
Φαιναζόνη
Αγγλικός όρος:
Phenazone, antipyrine
Μετάφραση:
Phenazone, antipyrine
Ελληνικός όρος:
Φαιναμιφώς
Αγγλικός όρος:
Fenamiphos
Μετάφραση:
Fenamiphos
Ελληνικός όρος:
Φαινανθρένιο
Αγγλικός όρος:
Phenanthrene
Μετάφραση:
Phenanthrene
Ελληνικός όρος:
Φαινετόλη
Αγγλικός όρος:
Phenetole, ethyl phenyl ether
Μετάφραση:
Phenetole, ethyl phenyl ether
Ελληνικός όρος:
Φαινθείον
Αγγλικός όρος:
Fenthion
Μετάφραση:
Fenthion
Ελληνικός όρος:
Φαινικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Phenic acid, Phenol, hydroxybenzene, carbolic acid
Μετάφραση:
Phenic acid, Phenol, hydroxybenzene, carbolic acid
Ελληνικός όρος:
Φαινοθειαζίνη
Αγγλικός όρος:
Phenothiazine
Μετάφραση:
Phenothiazine
Ελληνικός όρος:
Φαινόλη
Αγγλικός όρος:
Phenol, hydroxybenzene, phenic acid, carbolic acid
Μετάφραση:
Phenol, hydroxybenzene, phenic acid, carbolic acid
Ελληνικός όρος:
Φαινολικά παράγωγα
Αγγλικός όρος:
Phenolic derivatives
Μετάφραση:
Phenolic derivatives
Ελληνικός όρος:
Φαινόμενη γείωση
Αγγλικός όρος:
Virtual ground
Μετάφραση:
Virtual ground
Ελληνικός όρος:
Φαινομένη πυκνότητα
Αγγλικός όρος:
Tap density
Μετάφραση:
Tap density
Ελληνικός όρος:
Φαινόμενο ντόμινο
Αγγλικός όρος:
Domino effect
Μετάφραση:
Domino effect
Ελληνικός όρος:
Φαινόμενο συγκάλυψης
Αγγλικός όρος:
Masking effect
Μετάφραση:
Masking effect
Ελληνικός όρος:
Φαινοξείδιο του νατρίου
Αγγλικός όρος:
Sodium phenoxide
Μετάφραση:
Sodium phenoxide
Ελληνικός όρος:
Φαινσουλφοθείον
Αγγλικός όρος:
Fensulfothion
Μετάφραση:
Fensulfothion
Σελιδοποίηση
Τρέχουσα σελίδα
1
Page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »