Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 73 - 108 of 349
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Φαινχλωροφώς
Αγγλικός όρος:
Fenclorophos, runnel, dimethyl trichlorophenyl thiophosphate

Μετάφραση: Fenclorophos, runnel, dimethyl trichlorophenyl thiophosphate
Ελληνικός όρος:
Φαιόχροα ύδατα
Αγγλικός όρος:
Gray water

Μετάφραση: Gray water
Ελληνικός όρος:
Φάκελοι των τραυματισμένων εργαζομένων
Αγγλικός όρος:
Injured workers' files

Μετάφραση: Injured workers' files
Ελληνικός όρος:
Φάκελος διερεύνησης
Αγγλικός όρος:
Inquiry dossier

Μετάφραση: Inquiry dossier
Ελληνικός όρος:
Φάκελος καταχώρισης
Αγγλικός όρος:
Registration dossier

Μετάφραση: Registration dossier
Ελληνικός όρος:
Φαρμακευτικά προϊόντα
Αγγλικός όρος:
Medicinal products

Μετάφραση: Medicinal products
Ελληνικός όρος:
Φαρμακευτική υπερευαισθησία
Αγγλικός όρος:
Drug induced hypersensitivity

Μετάφραση: Drug induced hypersensitivity
Ελληνικός όρος:
Φάρμακο
Αγγλικός όρος:
Drug (USA), medicine (UK)

Μετάφραση: Drug (USA), medicine (UK)
Ελληνικός όρος:
Φαρνεσυλοπυροφωσφορικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Farnesyl pyrophosphate

Μετάφραση: Farnesyl pyrophosphate
Ελληνικός όρος:
Φάρυγγας
Αγγλικός όρος:
Pharynx

Μετάφραση: Pharynx
Ελληνικός όρος:
Φάση κάμψης
Αγγλικός όρος:
Decline phase

Μετάφραση: Decline phase
Ελληνικός όρος:
Φάσμα μαζών
Αγγλικός όρος:
Mass spectrum

Μετάφραση: Mass spectrum
Ελληνικός όρος:
Φασματομετρία ατομικής απορρόφησης (ΦΑΑ)
Αγγλικός όρος:
Atomic absorption spectrometry, AAS

Μετάφραση: Atomic absorption spectrometry, AAS
Ελληνικός όρος:
Φασματομετρία ατομικής απορρόφησης με φούρνο γραφίτη
Αγγλικός όρος:
Graphite furnace atomic absorption spectrometry, GFAAS

Μετάφραση: Graphite furnace atomic absorption spectrometry, GFAAS
Ελληνικός όρος:
Φασματομετρία μάζας
Αγγλικός όρος:
Mass spectrometry

Μετάφραση: Mass spectrometry
Ελληνικός όρος:
Φασματομετρία μάζας υψηλής διακριτικής ικανότητος
Αγγλικός όρος:
High resolution mass spectrometry, HRMS

Μετάφραση: High resolution mass spectrometry, HRMS
Ελληνικός όρος:
Φασματομετρία μάζας χαμηλής διακριτικής ικανότητας
Αγγλικός όρος:
Low resolution mass spectrometry, LRMS

Μετάφραση: Low resolution mass spectrometry, LRMS
Ελληνικός όρος:
Φασματομετρία υπερύθρου (μέσω) μετασχηματισμού Fourier
Αγγλικός όρος:
Fourier transform infrared spectroscopy (FTIR)

Μετάφραση: Fourier transform infrared spectroscopy (FTIR)
Ελληνικός όρος:
Φασματοσκοπία Mossbauer
Αγγλικός όρος:
Mossbauer spectroscopy

Μετάφραση: Mossbauer spectroscopy
Ελληνικός όρος:
Φασματοσκοπία Raman
Αγγλικός όρος:
Raman spectroscopy

Μετάφραση: Raman spectroscopy
Ελληνικός όρος:
Φασματοσκοπία μικροκυμάτων
Αγγλικός όρος:
Microwave spectroscopy

Μετάφραση: Microwave spectroscopy
Ελληνικός όρος:
Φασματοσκοπία υπεριώδους- ορατού
Αγγλικός όρος:
UV-VIS spectroscopy

Μετάφραση: UV-VIS spectroscopy
Ελληνικός όρος:
Φασματοσκοπία υπερύθρου
Αγγλικός όρος:
Infra-red spectroscopy

Μετάφραση: Infra-red spectroscopy
Ελληνικός όρος:
Φασματοσκοπία φθορισμού
Αγγλικός όρος:
Fluorescence spectroscopy

Μετάφραση: Fluorescence spectroscopy
Ελληνικός όρος:
Φασματοσκοπία φλόγας ή φλογοφωτομετρία
Αγγλικός όρος:
Flame spectroscopy

Μετάφραση: Flame spectroscopy
Ελληνικός όρος:
Φασματοσκοπία φωσφορισμού
Αγγλικός όρος:
Phosphorescence spectroscopy

Μετάφραση: Phosphorescence spectroscopy
Ελληνικός όρος:
Φασματοφωτομετρία ατομικής απορρόφησης με σύστημα παραγωγής υδριδίων
Αγγλικός όρος:
Hydride generation atomic absorption spectrophotometry, HYAAS

Μετάφραση: Hydride generation atomic absorption spectrophotometry, HYAAS
Ελληνικός όρος:
Φασματοφωτομετρία ατομικής εκπομπής (ΦΑΕ)
Αγγλικός όρος:
Atomic emission spectrophotometry, AES

Μετάφραση: Atomic emission spectrophotometry, AES
Ελληνικός όρος:
Φασματοφωτομετρία υπεριώδους - ορατού
Αγγλικός όρος:
Ultra violet - visible spectrophotometry

Μετάφραση: Ultra violet - visible spectrophotometry
Ελληνικός όρος:
Φασματοφωτομετρία υπερύθρου
Αγγλικός όρος:
Infra red spectrophotometry

Μετάφραση: Infra red spectrophotometry
Ελληνικός όρος:
Φελλός
Αγγλικός όρος:
Cork

Μετάφραση: Cork
Ελληνικός όρος:
Φεναριμόλη
Αγγλικός όρος:
Fenarimol

Μετάφραση: Fenarimol
Ελληνικός όρος:
Φενιτροθείο
Αγγλικός όρος:
Fenitrothion

Μετάφραση: Fenitrothion
Ελληνικός όρος:
Φενπροπαθρίνη
Αγγλικός όρος:
Fenpropathrin

Μετάφραση: Fenpropathrin
Ελληνικός όρος:
Φερβάμ
Αγγλικός όρος:
Ferbam

Μετάφραση: Ferbam
Ελληνικός όρος:
Φέρμιο
Αγγλικός όρος:
Fermium (Fm)

Μετάφραση: Fermium (Fm)

Ακολουθήστε μας