Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνικός όρος: Χαμηλή συχνότητα
Αγγλικός όρος: Low frequency
Ελληνικός όρος: Φασματομετρία μάζας χαμηλής διακριτικής ικανότητας
Αγγλικός όρος: Low resolution mass spectrometry
Μετάφραση: Low resolution mass spectrometry
Ελληνικός όρος: Φασματομετρία μάζας
Αγγλικός όρος: Mass spectrometry
Μετάφραση: Mass spectrometry
Ελληνικός όρος: Μη γραμμικά οπτικά υλικά
Αγγλικός όρος: Non-linear optics
Μετάφραση: Non-linear optics
Ελληνικός όρος: Πυρηνικός μαγνητικός συντονισμός
Αγγλικός όρος: Nuclear magnetic resonance
Μετάφραση: Nuclear magnetic resonance
Ελληνικός όρος: Χρωματογραφία κανονικής φάσης
Αγγλικός όρος: Normal phase chromatography
Μετάφραση: Normal phase chromatography
Ελληνικός όρος: Χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος: Paper chromatography
Μετάφραση: Paper chromatography
Ελληνικός όρος: Μικροσκοπία αντίστροφης φάσης
Αγγλικός όρος: Phase contrast microscopy
Μετάφραση: Phase contrast microscopy
Ελληνικός όρος: Ανίχνευση φωτοϊοντισμού
Αγγλικός όρος: Photoionization detection
Μετάφραση: Photoionization detection
Ελληνικός όρος: Μικροσκοπία πολωμένου φωτός
Αγγλικός όρος: Polarized light microscopy
Μετάφραση: Polarized light microscopy
Ελληνικός όρος: Χρωματογραφία ανάστροφης ή αντίστροφης φάσης
Αγγλικός όρος: Reversed phase chromatography
Μετάφραση: Reversed phase chromatography
Ελληνικός όρος: Ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης
Αγγλικός όρος: Scanning electron microscopy
Μετάφραση: Scanning electron microscopy
Ελληνικός όρος: Υπερκρίσιμη ρευστή χρωματογραφία
Αγγλικός όρος: Superficial fluid chromatography
Μετάφραση: Superficial fluid chromatography
Ελληνικός όρος: Παρακολούθηση επιλεγμένου ιόντος
Αγγλικός όρος: Selected ion monitoring
Μετάφραση: Selected ion monitoring
Ελληνικός όρος: Ηλεκτρονική μικροσκοπία μετάδοσης
Αγγλικός όρος: Transmission electron microscopy
Μετάφραση: Transmission electron microscopy
Ελληνικός όρος: Χρωματογραφία λεπτής στοιβάδας
Αγγλικός όρος: Thin-layer chromatography
Μετάφραση: Thin-layer chromatography
Ελληνικός όρος: Φασματοφωτομετρία υπεριώδους - ορατού
Αγγλικός όρος: Ultra violet - Visible spectrophotometry
Μετάφραση: Ultra violet - Visible spectrophotometry
Ελληνικός όρος: Περίθλαση ακτινών Χ
Αγγλικός όρος: X-ray diffraction
Μετάφραση: X-ray diffraction
Ελληνικός όρος: φασματοσκοπία φθορισμού ακτίνων Χ
Αγγλικός όρος: X-ray fluorescence
Μετάφραση: X-ray fluorescence
Ελληνικός όρος: 2-(4-χλωρο-2-μεθυλοφαινοξυ)προπιονικό οξύ
Αγγλικός όρος: 2-(4-chloro-2-methylphenoxy)propionic acid
Μετάφραση: 2-(4-chloro-2-methylphenoxy)propionic acid
Ελληνικός όρος: IBC από ινοσανίδες
Αγγλικός όρος: Fibreboard IBC
Μετάφραση: Fibreboard IBC
Ελληνικός όρος: p- (φαινυλαζω)φαινόλη
Αγγλικός όρος: p-(phenylazo)phenol
Μετάφραση: p-(phenylazo)phenol
Ελληνικός όρος: Αβεβαιότητα
Αγγλικός όρος: Uncertainty
Ελληνικός όρος: Αβιετικό οξύ
Αγγλικός όρος: Abietic acid
Ελληνικός όρος: Αβιοτική αποδόμηση
Αγγλικός όρος: Abiotic degradation
Μετάφραση: Abiotic degradation
Ελληνικός όρος: Αγγειονευρωτικές ασθένειες που προκαλούνται από μηχανικές δονήσεις
Αγγλικός όρος: Angioneurotic diseases caused by mechanical vibration
Μετάφραση: Angioneurotic diseases caused by mechanical vibration
Ελληνικός όρος: Αγγελιοφόρο RNA
Αγγλικός όρος: Messenger RNA
Ελληνικός όρος: Αγορά εργασίας
Αγγλικός όρος: Labour market
Ελληνικός όρος: Αγχώδεις διαταραχές
Αγγλικός όρος: Anxiety disorders
Μετάφραση: Anxiety disorders
Ελληνικός όρος: Αγωγή (π.χ. θερμότητας)
Αγγλικός όρος: Conduction
Ελληνικός όρος: Αγωγή ασφάλειας
Αγγλικός όρος: Safety culture
Μετάφραση: Safety culture