Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 217 - 252 of 763
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Διαλογή
Αγγλικός όρος:
Screening

Μετάφραση: Screening
Ελληνικός όρος:
Διαλομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Dihalomethane

Μετάφραση: Dihalomethane
Ελληνικός όρος:
Διάλυμα
Αγγλικός όρος:
Solution

Μετάφραση: Solution
Ελληνικός όρος:
Διαλύματα εμβάπτισης
Αγγλικός όρος:
Dips

Μετάφραση: Dips
Ελληνικός όρος:
Διαλυμένα αέρια
Αγγλικός όρος:
Dissolved gases

Μετάφραση: Dissolved gases
Ελληνικός όρος:
Διαλυμένο αφρογόνο
Αγγλικός όρος:
Foam solution

Μετάφραση: Foam solution
Ελληνικός όρος:
Διαλύσεις
Αγγλικός όρος:
Dismantling

Μετάφραση: Dismantling
Ελληνικός όρος:
Διάλυση αλάτων προστασίας ξύλου
Αγγλικός όρος:
Dissolving of wood-protecting salts

Μετάφραση: Dissolving of wood-protecting salts
Ελληνικός όρος:
Διαλυτές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Soluble substances

Μετάφραση: Soluble substances
Ελληνικός όρος:
Διαλυτή ουσία
Αγγλικός όρος:
Solute

Μετάφραση: Solute
Ελληνικός όρος:
Διαλύτης
Αγγλικός όρος:
Solvent

Μετάφραση: Solvent
Ελληνικός όρος:
Διαλύτης καουτσούκ (νάφθα)
Αγγλικός όρος:
Rubber solvent (naptha)

Μετάφραση: Rubber solvent (naptha)
Ελληνικός όρος:
Διαλυτικό
Αγγλικός όρος:
Thinner, solvent

Μετάφραση: Thinner, solvent
Ελληνικός όρος:
Διαλυτό άλας
Αγγλικός όρος:
Soluble salt

Μετάφραση: Soluble salt
Ελληνικός όρος:
Διαλυτοποίηση
Αγγλικός όρος:
Dissolution

Μετάφραση: Dissolution
Ελληνικός όρος:
Διαλυτότητα
Αγγλικός όρος:
Solubility

Μετάφραση: Solubility
Ελληνικός όρος:
Διαλυτότητα στο νερό
Αγγλικός όρος:
Water solubility

Μετάφραση: Water solubility
Ελληνικός όρος:
Διαμέρισμα κελύφους
Αγγλικός όρος:
Shell compartment

Μετάφραση: Shell compartment
Ελληνικός όρος:
Διάμεση τιμή
Αγγλικός όρος:
Median

Μετάφραση: Median
Ελληνικός όρος:
Διάμεσος
Αγγλικός όρος:
Median

Μετάφραση: Median
Ελληνικός όρος:
Διάμεσος θανατηφόρα δόση (για το 50% πληθυσμού πειραματοζώων)
Αγγλικός όρος:
Median Lethal dose, LD50

Μετάφραση: Median Lethal dose, LD50
Ελληνικός όρος:
Διαμήκης
Αγγλικός όρος:
Longitudinal

Μετάφραση: Longitudinal
Ελληνικός όρος:
Διαμήκης μελέτη
Αγγλικός όρος:
Longitudinal study

Μετάφραση: Longitudinal study
Ελληνικός όρος:
Διαμήκης χρόνος αποκατάστασης
Αγγλικός όρος:
Longitudinal relaxation time

Μετάφραση: Longitudinal relaxation time
Ελληνικός όρος:
Διαμινο εξανικό οξύ 2,6-
Αγγλικός όρος:
Lysine, Lys, K

Μετάφραση: Lysine, Lys, K
Ελληνικός όρος:
Διαμινοδιφαινύλιο p-
Αγγλικός όρος:
p-diaminodiphenyl, Benzidine

Μετάφραση: p-diaminodiphenyl, Benzidine
Ελληνικός όρος:
Διαμινοεξάνιο 1,6-
Αγγλικός όρος:
Hexamethylenediamine, 1,6-diaminohexane

Μετάφραση: Hexamethylenediamine, 1,6-diaminohexane
Ελληνικός όρος:
Διαμόρφωση
Αγγλικός όρος:
Formulation, modulation, conformation, conversion, fitting-out

Μετάφραση: Formulation, modulation, conformation, conversion, fitting-out
Ελληνικός όρος:
Διαμόρφωση συχνότητας
Αγγλικός όρος:
Frequency modulation

Μετάφραση: Frequency modulation
Ελληνικός όρος:
Διανιόν κυκλοοκτατετραενυλίου
Αγγλικός όρος:
Cyclooctatetraenyl dianion

Μετάφραση: Cyclooctatetraenyl dianion
Ελληνικός όρος:
Διανοητική ασθένεια
Αγγλικός όρος:
Mental illness

Μετάφραση: Mental illness
Ελληνικός όρος:
Διανοητική βλάβη
Αγγλικός όρος:
Mental harm

Μετάφραση: Mental harm
Ελληνικός όρος:
Διανοητική διαταραχή
Αγγλικός όρος:
Mental disorder

Μετάφραση: Mental disorder
Ελληνικός όρος:
Διανοητική κόπωση
Αγγλικός όρος:
Mental fatigue, mental workload

Μετάφραση: Mental fatigue, mental workload
Ελληνικός όρος:
Διάνοιξη
Αγγλικός όρος:
Chase-cutting

Μετάφραση: Chase-cutting
Ελληνικός όρος:
Διανομέας
Αγγλικός όρος:
Distributor

Μετάφραση: Distributor

Ακολουθήστε μας