Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 325 - 360 of 763
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Διαφήμιση
Αγγλικός όρος:
Advertisement

Μετάφραση: Advertisement
Ελληνικός όρος:
Διαφορά
Αγγλικός όρος:
Difference

Μετάφραση: Difference
Ελληνικός όρος:
Διαφορά δυναμικού
Αγγλικός όρος:
Potential difference

Μετάφραση: Potential difference
Ελληνικός όρος:
Διαφορά θερμοκρασίας
Αγγλικός όρος:
Temperature difference

Μετάφραση: Temperature difference
Ελληνικός όρος:
Διαφορικοί ανιχνευτές
Αγγλικός όρος:
Differential detectors

Μετάφραση: Differential detectors
Ελληνικός όρος:
Διαφοριστής
Αγγλικός όρος:
Differentiator

Μετάφραση: Differentiator
Ελληνικός όρος:
Διαφοροποίηση
Αγγλικός όρος:
Differentiation

Μετάφραση: Differentiation
Ελληνικός όρος:
Διάφραγμα
Αγγλικός όρος:
Diaphragm

Μετάφραση: Diaphragm
Ελληνικός όρος:
Διαφυλλισμένος βερμικουλίτης
Αγγλικός όρος:
Exfoliated vermiculite

Μετάφραση: Exfoliated vermiculite
Ελληνικός όρος:
Διαχείριση
Αγγλικός όρος:
Management

Μετάφραση: Management
Ελληνικός όρος:
Διαχείριση αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Asbestos management

Μετάφραση: Asbestos management
Ελληνικός όρος:
Διαχείριση αποβλήτων
Αγγλικός όρος:
Waste handling

Μετάφραση: Waste handling
Ελληνικός όρος:
Διαχείριση επικίνδυνων ουσιών
Αγγλικός όρος:
Dangerous substances management

Μετάφραση: Dangerous substances management
Ελληνικός όρος:
Διαχείριση θορύβου
Αγγλικός όρος:
Noise management

Μετάφραση: Noise management
Ελληνικός όρος:
Διαχείριση κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Risk management

Μετάφραση: Risk management
Ελληνικός όρος:
Διαχείριση περιπτώσεων
Αγγλικός όρος:
Case management

Μετάφραση: Case management
Ελληνικός όρος:
Διαχείριση ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality Management, QM

Μετάφραση: Quality Management, QM
Ελληνικός όρος:
Διαχείριση της ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety management

Μετάφραση: Safety management
Ελληνικός όρος:
Διαχείριση της ασφάλειας και της υγείας
Αγγλικός όρος:
Safety and health management

Μετάφραση: Safety and health management
Ελληνικός όρος:
Διαχείριση της ποιότητας του αέρα
Αγγλικός όρος:
Air quality management

Μετάφραση: Air quality management
Ελληνικός όρος:
Διαχείριση της προστασίας του περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Environmental protection management

Μετάφραση: Environmental protection management
Ελληνικός όρος:
Διαχείριση υλικών
Αγγλικός όρος:
Handling

Μετάφραση: Handling
Ελληνικός όρος:
Διαχειριστής εμπορευματοκιβωτίου-δεξαμενής
Αγγλικός όρος:
Operator of a tank-container

Μετάφραση: Operator of a tank-container
Ελληνικός όρος:
Διάχυση
Αγγλικός όρος:
Diffusion

Μετάφραση: Diffusion
Ελληνικός όρος:
Διαχυτικότητα
Αγγλικός όρος:
Pervasiveness

Μετάφραση: Pervasiveness
Ελληνικός όρος:
Διάχυτος πόνος
Αγγλικός όρος:
Diffused pain

Μετάφραση: Diffused pain
Ελληνικός όρος:
Διαχωρισμός
Αγγλικός όρος:
Splitting, separation

Μετάφραση: Splitting, separation
Ελληνικός όρος:
Διαχωρισμός (π.χ. για αποφυγή μεταδοτικών ασθενειών)
Αγγλικός όρος:
Segregation

Μετάφραση: Segregation
Ελληνικός όρος:
Διαχωρισμός (π.χ. χρωματογραφικός)
Αγγλικός όρος:
Separation

Μετάφραση: Separation
Ελληνικός όρος:
Διαχωρισμός ή ανατομή
Αγγλικός όρος:
Dissection

Μετάφραση: Dissection
Ελληνικός όρος:
Διαχωρισμός νερού
Αγγλικός όρος:
Water partitioning

Μετάφραση: Water partitioning
Ελληνικός όρος:
Διαχωρισμός των εμπορευμάτων
Αγγλικός όρος:
Segregation of goods

Μετάφραση: Segregation of goods
Ελληνικός όρος:
Διαχωριστική ικανότητα ή διαχωριστότητα
Αγγλικός όρος:
Resolution

Μετάφραση: Resolution
Ελληνικός όρος:
Διβεζανθρακένιο
Αγγλικός όρος:
Dibenzanthracene

Μετάφραση: Dibenzanthracene
Ελληνικός όρος:
Διβενζαλακετόνη
Αγγλικός όρος:
Dibenzalacetone

Μετάφραση: Dibenzalacetone
Ελληνικός όρος:
Διβινυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Divinyl ether

Μετάφραση: Divinyl ether

Ακολουθήστε μας