Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 757 - 763 of 763
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Δωδεκανόλη 1-
Αγγλικός όρος:
Lauryl alcohol, lauric alcohol, 1-dodecanol

Μετάφραση: Lauryl alcohol, lauric alcohol, 1-dodecanol
Ελληνικός όρος:
Δωδεκένιο
Αγγλικός όρος:
Dodecene

Μετάφραση: Dodecene
Ελληνικός όρος:
Δωδεκίνιο
Αγγλικός όρος:
Dodecyne

Μετάφραση: Dodecyne
Ελληνικός όρος:
Δωδεκυλαλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Dodecyl alcohol

Μετάφραση: Dodecyl alcohol
Ελληνικός όρος:
Δωδεκυλοθειικό κάλιο
Αγγλικός όρος:
Potassium lauryl ether sulphate

Μετάφραση: Potassium lauryl ether sulphate
Ελληνικός όρος:
Δωδεκυλοθειικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium lauryl ether sulphate

Μετάφραση: Sodium lauryl ether sulphate
Ελληνικός όρος:
Δωδεκυλοφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Dodecyl phenol

Μετάφραση: Dodecyl phenol

Ακολουθήστε μας