Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 577 - 612 of 763
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Διπεντένιο ή λιμονένιο
Αγγλικός όρος:
Dipentene or limonene

Μετάφραση: Dipentene or limonene
Ελληνικός όρος:
Διπλασιάζω
Αγγλικός όρος:
Duplicate

Μετάφραση: Duplicate
Ελληνικός όρος:
Διπλή έλικα (του DNA)
Αγγλικός όρος:
Double helix

Μετάφραση: Double helix
Ελληνικός όρος:
Διπλή μέτρηση
Αγγλικός όρος:
Duplicate measurement

Μετάφραση: Duplicate measurement
Ελληνικός όρος:
Διπλό δείγμα
Αγγλικός όρος:
Duplicate sample

Μετάφραση: Duplicate sample
Ελληνικός όρος:
Διπλό τυφλό
Αγγλικός όρος:
Double blind

Μετάφραση: Double blind
Ελληνικός όρος:
Διπλωτήρια
Αγγλικός όρος:
Folders

Μετάφραση: Folders
Ελληνικός όρος:
Διπροπυλοκετόνη
Αγγλικός όρος:
Dipropyl ketone

Μετάφραση: Dipropyl ketone
Ελληνικός όρος:
Δις (4-κυκλοεξυλο-ισοκυανικό) μεθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Methylene bis(4-cyclo-hexylisocyanate)

Μετάφραση: Methylene bis(4-cyclo-hexylisocyanate)
Ελληνικός όρος:
Δις(2-διμεθυλοαμινοαιθυλ)αιθέρας
Αγγλικός όρος:
Bis(2-dimethylaminoethyl)ether, DMAEE

Μετάφραση: Bis(2-dimethylaminoethyl)ether, DMAEE
Ελληνικός όρος:
Δισακχαρίτης
Αγγλικός όρος:
Disaccharide

Μετάφραση: Disaccharide
Ελληνικός όρος:
Δισδιάστατη χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Two-Dimensional Paper Chromatography

Μετάφραση: Two-Dimensional Paper Chromatography
Ελληνικός όρος:
Δισκοπάθεια
Αγγλικός όρος:
Disc-related disease

Μετάφραση: Disc-related disease
Ελληνικός όρος:
Δισκοπάθειες της ραχιαίας και οσφυϊκής σπονδυλικής στήλης, προκαλούμενες από επανειλημμένες κατακόρυφες δονήσεις ολόκληρου του σώματος
Αγγλικός όρος:
Disc-related diseases of the lumbar vertebral column caused by the repeated vertical effects of whole-body vibration

Μετάφραση: Disc-related diseases of the lumbar vertebral column caused by the repeated vertical effects of whole-body vibration
Ελληνικός όρος:
Δισκοπρίονο
Αγγλικός όρος:
Circular sawing machine

Μετάφραση: Circular sawing machine
Ελληνικός όρος:
Δίσκος
Αγγλικός όρος:
Tray

Μετάφραση: Tray
Ελληνικός όρος:
Δισουλφίδιο του άνθρακα
Αγγλικός όρος:
Carbon disulfide, carbon bisulfide

Μετάφραση: Carbon disulfide, carbon bisulfide
Ελληνικός όρος:
Δισουλφιράμ
Αγγλικός όρος:
Disulfiram

Μετάφραση: Disulfiram
Ελληνικός όρος:
Δισουλφονικός δωδεκυλοδιφαινυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Dodecyl diphenyl ether disulphonate

Μετάφραση: Dodecyl diphenyl ether disulphonate
Ελληνικός όρος:
Δισούλφοτον
Αγγλικός όρος:
Disulfoton

Μετάφραση: Disulfoton
Ελληνικός όρος:
Διττανθρακικό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium bicarbonate

Μετάφραση: Ammonium bicarbonate
Ελληνικός όρος:
Διυδρο-4Η-πυράνιο 2,3-
Αγγλικός όρος:
2,3-dihydro-4H-pyran, DHP

Μετάφραση: 2,3-dihydro-4H-pyran, DHP
Ελληνικός όρος:
Διυδρομυρσένιο
Αγγλικός όρος:
Dihydromyrcene

Μετάφραση: Dihydromyrcene
Ελληνικός όρος:
Διυδροναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Dihydronaphthalene

Μετάφραση: Dihydronaphthalene
Ελληνικός όρος:
Διυδροξυβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Dihydroxybenzene, hydroquinone

Μετάφραση: Dihydroxybenzene, hydroquinone
Ελληνικός όρος:
Διυδροξυβενζόλιο 1,2-
Αγγλικός όρος:
1,2-dihydroxybenzene, pyrocatechol

Μετάφραση: 1,2-dihydroxybenzene, pyrocatechol
Ελληνικός όρος:
Διυδροξυπροπανάλη 2,3-
Αγγλικός όρος:
Glyceraldehyde, 2,3-dihydroxypropanal

Μετάφραση: Glyceraldehyde, 2,3-dihydroxypropanal
Ελληνικός όρος:
Διυδροχλωριούχος πιπεραζίνη
Αγγλικός όρος:
Piperazine dihydrochloride

Μετάφραση: Piperazine dihydrochloride
Ελληνικός όρος:
Διυλιστήριο πετρελαίου
Αγγλικός όρος:
Oil refinery

Μετάφραση: Oil refinery
Ελληνικός όρος:
Διφαινθρίνη
Αγγλικός όρος:
Bifenthrin

Μετάφραση: Bifenthrin
Ελληνικός όρος:
Διφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Bisphenol

Μετάφραση: Bisphenol
Ελληνικός όρος:
Διφαινολικός εστέρας του κρεζυλικού οξέος
Αγγλικός όρος:
Cresylic acid dιphenolized

Μετάφραση: Cresylic acid dιphenolized
Ελληνικός όρος:
Διφαινυλ-4-αμίνη
Αγγλικός όρος:
Biphenyl-4-amine, aminobiphenyl 4-

Μετάφραση: Biphenyl-4-amine, aminobiphenyl 4-
Ελληνικός όρος:
Διφαινυλαιθέρας ή φαινυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Diphenyl ether, phenyl ether

Μετάφραση: Diphenyl ether, phenyl ether
Ελληνικός όρος:
Διφαινυλαμίνη ή 4-αμινοδιφαινύλιο ή ξενυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Biphenylamine, diphenylamine, 4-aminobiphenyl, xenylamine

Μετάφραση: Biphenylamine, diphenylamine, 4-aminobiphenyl, xenylamine
Ελληνικός όρος:
Διφαινύλιο
Αγγλικός όρος:
Diphenyl, biphenyl

Μετάφραση: Diphenyl, biphenyl

Ακολουθήστε μας