Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 649 - 684 of 763
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Διχλωροπροπιονικό οξύ 2,2-
Αγγλικός όρος:
Dalapon, 2,2- dichloropropionic acid

Μετάφραση: Dalapon, 2,2- dichloropropionic acid
Ελληνικός όρος:
Διχλωροπροπυλένιο ή 1,2-διχλωροπροπάνιο προπυλενοδιχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Propylene dichloride or 1,2-dichloropropane

Μετάφραση: Propylene dichloride or 1,2-dichloropropane
Ελληνικός όρος:
Διχλωροτετραφθοροαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Dichlorotetrafluoroethane

Μετάφραση: Dichlorotetrafluoroethane
Ελληνικός όρος:
Διχλωροφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Dichlorophenol

Μετάφραση: Dichlorophenol
Ελληνικός όρος:
Διχλωροφαινοξυοξικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Dichlorophenoxyacetic acid

Μετάφραση: Dichlorophenoxyacetic acid
Ελληνικός όρος:
Διχλωροφθορομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Dichlorofluoromethane

Μετάφραση: Dichlorofluoromethane
Ελληνικός όρος:
Διχρωμικό κάλιο
Αγγλικός όρος:
Potassium dichromate

Μετάφραση: Potassium dichromate
Ελληνικός όρος:
Διχρωμικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium dichromate

Μετάφραση: Sodium dichromate
Ελληνικός όρος:
Διχρωμικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium dichromate

Μετάφραση: Sodium dichromate
Ελληνικός όρος:
Δίχτυ ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Safety net

Μετάφραση: Safety net
Ελληνικός όρος:
Δίψα
Αγγλικός όρος:
Thirst

Μετάφραση: Thirst
Ελληνικός όρος:
Διωνυμική κατανομή
Αγγλικός όρος:
Binomial distribution

Μετάφραση: Binomial distribution
Ελληνικός όρος:
Δοκιμασία x2
Αγγλικός όρος:
Chi-square test

Μετάφραση: Chi-square test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμασία διπλής διεύθυνσης
Αγγλικός όρος:
Two-sided test

Μετάφραση: Two-sided test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμασία μονής διεύθυνσης
Αγγλικός όρος:
One-sided test

Μετάφραση: One-sided test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμασμένες διαδικασίες
Αγγλικός όρος:
Tested processes

Μετάφραση: Tested processes
Ελληνικός όρος:
Δοκιμαστές νεκρού βάρους
Αγγλικός όρος:
Dead weight tester

Μετάφραση: Dead weight tester
Ελληνικός όρος:
Δοκιμαστικός σωλήνας
Αγγλικός όρος:
Test tube

Μετάφραση: Test tube
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή
Αγγλικός όρος:
Test

Μετάφραση: Test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή ανεξάρτητης κατανομής
Αγγλικός όρος:
Distribution free test

Μετάφραση: Distribution free test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή αντοχής σε τριβή
Αγγλικός όρος:
Abrasion test

Μετάφραση: Abrasion test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή αξιοπιστίας
Αγγλικός όρος:
Ruggedness test

Μετάφραση: Ruggedness test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή απόστασης ανάφλεξης
Αγγλικός όρος:
Ignition distance test

Μετάφραση: Ignition distance test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή αφρού
Αγγλικός όρος:
Foam test

Μετάφραση: Foam test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή διαλογής
Αγγλικός όρος:
Screening test

Μετάφραση: Screening test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή διηλεκτρικής σταθεράς
Αγγλικός όρος:
Dielectric test

Μετάφραση: Dielectric test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή εξοπλισμού
Αγγλικός όρος:
Equipment testing

Μετάφραση: Equipment testing
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή ικανότητας
Αγγλικός όρος:
Proficiency testing

Μετάφραση: Proficiency testing
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή κηλίδας
Αγγλικός όρος:
Spot test

Μετάφραση: Spot test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή κλειστού χώρου
Αγγλικός όρος:
Enclosed space ignition

Μετάφραση: Enclosed space ignition
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή με αμυχή
Αγγλικός όρος:
Scratch test

Μετάφραση: Scratch test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή παρακολούθησης
Αγγλικός όρος:
Monitoring test

Μετάφραση: Monitoring test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή πρόκλησης
Αγγλικός όρος:
Provocation test

Μετάφραση: Provocation test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή σε θλίψη
Αγγλικός όρος:
Compression test

Μετάφραση: Compression test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή στεγανότητας
Αγγλικός όρος:
Leakproofness test

Μετάφραση: Leakproofness test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή συμπύκνωσης
Αγγλικός όρος:
Tamping test

Μετάφραση: Tamping test

Ακολουθήστε μας