Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 541 - 576 of 763
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Διογκωμένο ελαστικό
Αγγλικός όρος:
Expanded rubber

Μετάφραση: Expanded rubber
Ελληνικός όρος:
Διογκωμένο πολυβινυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Expanded polyvinyl chloride

Μετάφραση: Expanded polyvinyl chloride
Ελληνικός όρος:
Διογκωμένος περλίτης
Αγγλικός όρος:
Expanded perlite

Μετάφραση: Expanded perlite
Ελληνικός όρος:
Δίοδος και συσσώρευση εύφλεκτων στοιχείων
Αγγλικός όρος:
Passage and collection of flammables

Μετάφραση: Passage and collection of flammables
Ελληνικός όρος:
Διοίκηση ανά στόχο
Αγγλικός όρος:
Management by objective

Μετάφραση: Management by objective
Ελληνικός όρος:
Διοίκηση ολικής ποιότητας (ΔΟΠ)
Αγγλικός όρος:
Total quality management, TQM

Μετάφραση: Total quality management, TQM
Ελληνικός όρος:
Διοίκηση ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality Management, QM

Μετάφραση: Quality Management, QM
Ελληνικός όρος:
Διοικητικά στοιχεία
Αγγλικός όρος:
Administrative data

Μετάφραση: Administrative data
Ελληνικός όρος:
Διοικητική αλλαγή
Αγγλικός όρος:
Administrative change

Μετάφραση: Administrative change
Ελληνικός όρος:
Διοικητική δομή
Αγγλικός όρος:
Administrative structure

Μετάφραση: Administrative structure
Ελληνικός όρος:
Διοικητικό προσωπικό
Αγγλικός όρος:
Administrative personnel

Μετάφραση: Administrative personnel
Ελληνικός όρος:
Διοικητικό συμβούλιο
Αγγλικός όρος:
Administrative board, Board of governors, Board of directors, Management Board, MB

Μετάφραση: Administrative board, Board of governors, Board of directors, Management Board, MB
Ελληνικός όρος:
Διοξάθειον
Αγγλικός όρος:
Dioxathion

Μετάφραση: Dioxathion
Ελληνικός όρος:
Διοξαλανόνη
Αγγλικός όρος:
Dioxalanone

Μετάφραση: Dioxalanone
Ελληνικός όρος:
Διοξάνιο
Αγγλικός όρος:
Dioxane

Μετάφραση: Dioxane
Ελληνικός όρος:
Διοξείδιο του αζώτου
Αγγλικός όρος:
Nitrogen dioxide

Μετάφραση: Nitrogen dioxide
Ελληνικός όρος:
Διοξείδιο του άνθρακα
Αγγλικός όρος:
Carbon dioxide

Μετάφραση: Carbon dioxide
Ελληνικός όρος:
Διοξείδιο του βινυλοκυκλοεξενίου
Αγγλικός όρος:
Vinyl cyclohexene dioxide

Μετάφραση: Vinyl cyclohexene dioxide
Ελληνικός όρος:
Διοξείδιο του δεκυλοξυτετραϋδροθειοφαινίου
Αγγλικός όρος:
Decyloxytetra-hydrothiophene dioxide

Μετάφραση: Decyloxytetra-hydrothiophene dioxide
Ελληνικός όρος:
Διοξείδιο του θείου
Αγγλικός όρος:
Sulfur dioxide

Μετάφραση: Sulfur dioxide
Ελληνικός όρος:
Διοξείδιο του μολύβδου
Αγγλικός όρος:
Lead dioxide

Μετάφραση: Lead dioxide
Ελληνικός όρος:
Διοξείδιο του τιτανίου
Αγγλικός όρος:
Titanium dioxide

Μετάφραση: Titanium dioxide
Ελληνικός όρος:
Διοξείδιο του χλωρίου
Αγγλικός όρος:
Chlorine dioxide

Μετάφραση: Chlorine dioxide
Ελληνικός όρος:
Διοξείδιο του χρωμίου
Αγγλικός όρος:
Chromium dioxide

Μετάφραση: Chromium dioxide
Ελληνικός όρος:
Διοξικό ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calcium diacetate

Μετάφραση: Calcium diacetate
Ελληνικός όρος:
Διοξικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl acetoacetate, diacetic ester, acetoacetic ester, ethyl acetylacetonate

Μετάφραση: Ethyl acetoacetate, diacetic ester, acetoacetic ester, ethyl acetylacetonate
Ελληνικός όρος:
Διοξικός εστέρας της αιθυλενογλυκόλης
Αγγλικός όρος:
Ethylene glycol diacetate

Μετάφραση: Ethylene glycol diacetate
Ελληνικός όρος:
Διοξολάνη
Αγγλικός όρος:
Dioxolane

Μετάφραση: Dioxolane
Ελληνικός όρος:
Διορθωμένη Αποτελεσματική Θερμοκρασία
Αγγλικός όρος:
Corrective Effective Temperature, CET

Μετάφραση: Corrective Effective Temperature, CET
Ελληνικός όρος:
Διορθωμένη Ενεργός Θερμοκρασία
Αγγλικός όρος:
Corrective Effective Temperature, CET

Μετάφραση: Corrective Effective Temperature, CET
Ελληνικός όρος:
Διορθωμένος (ανηγμένος) όγκος συγκράτησης
Αγγλικός όρος:
Adjusted retention volume, VR

Μετάφραση: Adjusted retention volume, VR
Ελληνικός όρος:
Διορθωτική ενέργεια
Αγγλικός όρος:
Corrective action, remedial measure

Μετάφραση: Corrective action, remedial measure
Ελληνικός όρος:
Διούρηση
Αγγλικός όρος:
Diuresis

Μετάφραση: Diuresis
Ελληνικός όρος:
Διουρητικά
Αγγλικός όρος:
Diuretics

Μετάφραση: Diuretics
Ελληνικός όρος:
Δίουρον
Αγγλικός όρος:
Diuron

Μετάφραση: Diuron
Ελληνικός όρος:
Διοχέτευση
Αγγλικός όρος:
Channelling

Μετάφραση: Channelling

Ακολουθήστε μας