Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 433 - 468 of 763
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Διεργασία πιστοποίησης
Αγγλικός όρος:
Certification process

Μετάφραση: Certification process
Ελληνικός όρος:
Διεργασίες γαλβανισμού
Αγγλικός όρος:
Galvanic processes

Μετάφραση: Galvanic processes
Ελληνικός όρος:
Διεργασίες επιψευδαργύρωσης
Αγγλικός όρος:
Zinc coating processes

Μετάφραση: Zinc coating processes
Ελληνικός όρος:
Διεργασίες παραγωγής
Αγγλικός όρος:
Work processes

Μετάφραση: Work processes
Ελληνικός όρος:
Διεργαστηριακά δεδομένα
Αγγλικός όρος:
Interlaboratory round robin data

Μετάφραση: Interlaboratory round robin data
Ελληνικός όρος:
Διεργαστηριακή δοκιμασία
Αγγλικός όρος:
Interlaboratory trial

Μετάφραση: Interlaboratory trial
Ελληνικός όρος:
Διεργαστηριακή δοκιμή
Αγγλικός όρος:
Interlaboratory test, Round robin test

Μετάφραση: Interlaboratory test, Round robin test
Ελληνικός όρος:
Διεργαστηριακή μελέτη (σύγκριση)
Αγγλικός όρος:
Interlaboratory study (comparison)

Μετάφραση: Interlaboratory study (comparison)
Ελληνικός όρος:
Διεργαστηριακή σύγκριση
Αγγλικός όρος:
Interlaboratory comparison

Μετάφραση: Interlaboratory comparison
Ελληνικός όρος:
Διερεύνηση
Αγγλικός όρος:
Inquiry

Μετάφραση: Inquiry
Ελληνικός όρος:
Διερεύνηση ατυχήματος
Αγγλικός όρος:
Accident investigation

Μετάφραση: Accident investigation
Ελληνικός όρος:
Διευθετήσεις αναγνώρισης
Αγγλικός όρος:
Recognition arrangements

Μετάφραση: Recognition arrangements
Ελληνικός όρος:
Διευθυντής (π.χ. υπηρεσίας, τομέα)
Αγγλικός όρος:
Director

Μετάφραση: Director
Ελληνικός όρος:
Διευκόλυνση
Αγγλικός όρος:
Facilitation

Μετάφραση: Facilitation
Ελληνικός όρος:
Διεύρυνση
Αγγλικός όρος:
Broadening

Μετάφραση: Broadening
Ελληνικός όρος:
Διήθηση ή φιλτράρισμα
Αγγλικός όρος:
Filtration

Μετάφραση: Filtration
Ελληνικός όρος:
Διθειάνθρακας
Αγγλικός όρος:
Carbon disulfide, carbon bisulfide

Μετάφραση: Carbon disulfide, carbon bisulfide
Ελληνικός όρος:
Διθειούχο μολυβδαίνιο
Αγγλικός όρος:
Molybdenum disulfide

Μετάφραση: Molybdenum disulfide
Ελληνικός όρος:
Διθειοφωσφορικά άλατα ψευδαργύρου
Αγγλικός όρος:
Zinc dithiophosphates, ZDDPs

Μετάφραση: Zinc dithiophosphates, ZDDPs
Ελληνικός όρος:
Διθειώδες νάτριο ή όξινο θειώδες νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium bisulfite, sodium hydrogen sulfide, sodium mercaptan

Μετάφραση: Sodium bisulfite, sodium hydrogen sulfide, sodium mercaptan
Ελληνικός όρος:
Διισοβουτυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Diisobutylamine

Μετάφραση: Diisobutylamine
Ελληνικός όρος:
Διισοβουτυλένιο
Αγγλικός όρος:
Diisobutylene

Μετάφραση: Diisobutylene
Ελληνικός όρος:
Διισοβουτυλοκετόνη
Αγγλικός όρος:
Diisobutyl ketone

Μετάφραση: Diisobutyl ketone
Ελληνικός όρος:
Διισοκυανικό εξαμεθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Hexamethylene diisocyanate, HMDI

Μετάφραση: Hexamethylene diisocyanate, HMDI
Ελληνικός όρος:
Διισοκυανικό τολουόλιο
Αγγλικός όρος:
Toluene diisocyanate

Μετάφραση: Toluene diisocyanate
Ελληνικός όρος:
Διισοκυανικός εστέρας της ισοφορόνης
Αγγλικός όρος:
Isophorone diisocyanate, IPDI

Μετάφραση: Isophorone diisocyanate, IPDI
Ελληνικός όρος:
Διισοκυανικός εστέρας του ναφθαλινίου
Αγγλικός όρος:
Naphthalene diisocyanate

Μετάφραση: Naphthalene diisocyanate
Ελληνικός όρος:
Διισοπροπανολαμίνη
Αγγλικός όρος:
Diisopropanylamine

Μετάφραση: Diisopropanylamine
Ελληνικός όρος:
Διισοπροπυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Diisopropyl ether

Μετάφραση: Diisopropyl ether
Ελληνικός όρος:
Διισοπροπυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Diisopropylamine

Μετάφραση: Diisopropylamine
Ελληνικός όρος:
Διισοπροπυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Diisopropylbenzene

Μετάφραση: Diisopropylbenzene
Ελληνικός όρος:
Διιωδοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Diiodobenzene

Μετάφραση: Diiodobenzene
Ελληνικός όρος:
Δικαιώματα τραυματισμένων εργαζομένων
Αγγλικός όρος:
Injured workers' rights

Μετάφραση: Injured workers' rights
Ελληνικός όρος:
Δικαρβοξυλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Dicarboxylic acid, oxalic acid, ethanedioic acid

Μετάφραση: Dicarboxylic acid, oxalic acid, ethanedioic acid
Ελληνικός όρος:
Δικετοπιπεραζίνη
Αγγλικός όρος:
Diketopiperazine

Μετάφραση: Diketopiperazine
Ελληνικός όρος:
Δικόρυφη κατανομή
Αγγλικός όρος:
Bimodular distribution

Μετάφραση: Bimodular distribution

Ακολουθήστε μας