Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 361 - 396 of 763
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Διβινυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Divinyl benzene
Μετάφραση:
Divinyl benzene
Ελληνικός όρος:
Διβοράνιο
Αγγλικός όρος:
Diborane
Μετάφραση:
Diborane
Ελληνικός όρος:
Διβουτυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Dibutylamine
Μετάφραση:
Dibutylamine
Ελληνικός όρος:
Διβουτυλαμινοαιθανόλη
Αγγλικός όρος:
Dibutyl aminoethanol (C10H23ΝΟ)
Μετάφραση:
Dibutyl aminoethanol (C10H23ΝΟ)
Ελληνικός όρος:
Διβρωμιούχο αιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Ethylene dibromide, dibromoethylene
Μετάφραση:
Ethylene dibromide, dibromoethylene
Ελληνικός όρος:
Διβρωμιούχο μεθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Methylene bromide, dibromomethane, methylene dibromide
Μετάφραση:
Methylene bromide, dibromomethane, methylene dibromide
Ελληνικός όρος:
Διβρωμοαιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Ethylene dibromide, dibromoethylene
Μετάφραση:
Ethylene dibromide, dibromoethylene
Ελληνικός όρος:
Διβρωμοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Dibromobenzene
Μετάφραση:
Dibromobenzene
Ελληνικός όρος:
Διβρωμοβουτάνιο
Αγγλικός όρος:
Dibromobutane
Μετάφραση:
Dibromobutane
Ελληνικός όρος:
Διβρωμοδιφθορομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Difluorodibromomethane
Μετάφραση:
Difluorodibromomethane
Ελληνικός όρος:
Διβρωμομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Methylene bromide, dibromomethane, methylene dibromide
Μετάφραση:
Methylene bromide, dibromomethane, methylene dibromide
Ελληνικός όρος:
Διβρωμονιτροβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Dibromonitrobenzene
Μετάφραση:
Dibromonitrobenzene
Ελληνικός όρος:
Διβρωμονορκαράνιο
Αγγλικός όρος:
Dibromonorcarane
Μετάφραση:
Dibromonorcarane
Ελληνικός όρος:
Διβρωμοπροπάνιο 1,2-
Αγγλικός όρος:
1,2-dibromopropane, propylene bromide
Μετάφραση:
1,2-dibromopropane, propylene bromide
Ελληνικός όρος:
Διβρωμοπροπιονικό κάλιο
Αγγλικός όρος:
Potassium dibromopropionate
Μετάφραση:
Potassium dibromopropionate
Ελληνικός όρος:
Διγλυκιδυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Diglycidyl ether, DGE
Μετάφραση:
Diglycidyl ether, DGE
Ελληνικός όρος:
Διδιάστατη κατανομή
Αγγλικός όρος:
Bivariate distribution
Μετάφραση:
Bivariate distribution
Ελληνικός όρος:
Διέγερση
Αγγλικός όρος:
Arousal
Μετάφραση:
Arousal
Ελληνικός όρος:
Διεγέρτης
Αγγλικός όρος:
Exciter
Μετάφραση:
Exciter
Ελληνικός όρος:
Διεγερτικά
Αγγλικός όρος:
Recreational drugs, stimulants
Μετάφραση:
Recreational drugs, stimulants
Ελληνικός όρος:
Διεθνείς Κάρτες Χημικής Ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
International Chemical Safety Cards, ICSC
Μετάφραση:
International Chemical Safety Cards, ICSC
Ελληνικός όρος:
Διεθνείς οργανισμοί
Αγγλικός όρος:
International organisations
Μετάφραση:
International organisations
Ελληνικός όρος:
Διεθνές Δίκτυο Πιστοποίησης
Αγγλικός όρος:
International Certification Network
Μετάφραση:
International Certification Network
Ελληνικός όρος:
Διεθνές εργατικό δίκαιο
Αγγλικός όρος:
International labour law
Μετάφραση:
International labour law
Ελληνικός όρος:
Διεθνές Ναυτιλιακό Επιμελητήριο
Αγγλικός όρος:
International chamber of shipping, ICS
Μετάφραση:
International chamber of shipping, ICS
Ελληνικός όρος:
Διεθνές Πιστοποιητικό Πρόληψης της Ρύπανσης από Πετρέλαιο
Αγγλικός όρος:
International Oil Pollution Prevention Certificate, IOPPC
Μετάφραση:
International Oil Pollution Prevention Certificate, IOPPC
Ελληνικός όρος:
Διεθνές πρόγραμμα χημικής ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
International Programme on Chemical Safety, IPCS
Μετάφραση:
International Programme on Chemical Safety, IPCS
Ελληνικός όρος:
Διεθνές Πρότυπο
Αγγλικός όρος:
International Standard
Μετάφραση:
International Standard
Ελληνικός όρος:
Διεθνές Συμβούλιο Χημικών Ενώσεων
Αγγλικός όρος:
International Council of Chemical Associations, ICCA
Μετάφραση:
International Council of Chemical Associations, ICCA
Ελληνικός όρος:
Διεθνές φόρουμ εταιρειών πετρελαίου
Αγγλικός όρος:
Oil companies international marine fοrum, OCIMF
Μετάφραση:
Oil companies international marine fοrum, OCIMF
Ελληνικός όρος:
Διεθνής βάση δεδομένων ενιαίων χημικών πληροφοριών
Αγγλικός όρος:
International Uniform Chemical Information Database, IUCLID
Μετάφραση:
International Uniform Chemical Information Database, IUCLID
Ελληνικός όρος:
Διεθνής εναρμόνιση
Αγγλικός όρος:
Global harmonisation
Μετάφραση:
Global harmonisation
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Ένωση Αναλυτικών Χημικών
Αγγλικός όρος:
Association of Official Analytical Chemists International, AOAC-I
Μετάφραση:
Association of Official Analytical Chemists International, AOAC-I
Ελληνικός όρος:
Διεθνής ένωση καθαρής και εφαρμοσμένης χημείας
Αγγλικός όρος:
International Union of Pure and Applied Chemistry, IUPAC
Μετάφραση:
International Union of Pure and Applied Chemistry, IUPAC
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Ένωση Λιμένων
Αγγλικός όρος:
Internationals Association of Port and Harbours, IΑΡΗ
Μετάφραση:
Internationals Association of Port and Harbours, IΑΡΗ
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Ένωση Σιδηροδρόμων
Αγγλικός όρος:
International Union of Railways, UIC
Μετάφραση:
International Union of Railways, UIC
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
7
Page
8
Page
9
Page
10
Τρέχουσα σελίδα
11
Page
12
Page
13
Page
14
Page
15
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »