Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 397 - 432 of 763
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας
Αγγλικός όρος:
International Atomic Energy Agency, IAEA
Μετάφραση:
International Atomic Energy Agency, IAEA
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Επιτροπή για την Επαγγελματική και Περιβαλλοντική Υγιεινή
Αγγλικός όρος:
International Commission for Occupational and Environmental Health
Μετάφραση:
International Commission for Occupational and Environmental Health
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Επιτροπή για την Προστασία από μη Ιοντίζουσες Ακτινοβολίες
Αγγλικός όρος:
International Commission on Non-Ionising Radiation Protection
Μετάφραση:
International Commission on Non-Ionising Radiation Protection
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Επιτροπή για το Φωτισμό
Αγγλικός όρος:
International Commission on Illumination
Μετάφραση:
International Commission on Illumination
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Ηλεκτροτεχνική Επιτροπή
Αγγλικός όρος:
International Electrotechnical Commission
Μετάφραση:
International Electrotechnical Commission
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Κώδικας Ασφάλειας Πλοίων και Λιμενικών Εγκαταστάσεων
Αγγλικός όρος:
International Ships and Port Facilities Security Code, ISPS Code
Μετάφραση:
International Ships and Port Facilities Security Code, ISPS Code
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Κώδικας Ασφαλούς Διαχειρίσεως Πλοίων
Αγγλικός όρος:
International Safety Management Code, ISM-Code
Μετάφραση:
International Safety Management Code, ISM-Code
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Κώδικας Συστημάτων Πυρασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Code for Fire Safety Systems, FSS Code
Μετάφραση:
Code for Fire Safety Systems, FSS Code
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Κώδικας Σωστικών Μέσων
Αγγλικός όρος:
International Life-Saving Appliance, LSA Code
Μετάφραση:
International Life-Saving Appliance, LSA Code
Ελληνικός όρος:
Διεθνής κώδικας σχετικός με τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό των πλοίων που μεταφέρουν χύδην υγροποιημένα αέρια (κώδικας IGC), του ΙΜΟ
Αγγλικός όρος:
International Code for the construction and equipment of ships carrying liquefied gases in bulk, IGC Code
Μετάφραση:
International Code for the construction and equipment of ships carrying liquefied gases in bulk, IGC Code
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Κωδικός Ταυτοποίησης Αποβλήτων
Αγγλικός όρος:
International Waste Identification Code, IWIC
Μετάφραση:
International Waste Identification Code, IWIC
Ελληνικός όρος:
Διεθνής ναυτιλιακός κώδικας για τη μεταφορά των επικίνδυνων εμπορευμάτων
Αγγλικός όρος:
International Maritime Dangerous Goods Code, IMDG Code
Μετάφραση:
International Maritime Dangerous Goods Code, IMDG Code
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός
Αγγλικός όρος:
International Maritime Organization, IMO
Μετάφραση:
International Maritime Organization, IMO
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Ομοσπονδία Επεξεργασίας Πληροφοριών
Αγγλικός όρος:
International Federation for Information Processing
Μετάφραση:
International Federation for Information Processing
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Ομοσπονδία Κοινωνικής Ασφάλισης
Αγγλικός όρος:
International Social Security Association, ISSA
Μετάφραση:
International Social Security Association, ISSA
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Οργανισμός για τη Διαχείριση των Χημικών
Αγγλικός όρος:
International Organization for Management of Chemicals
Μετάφραση:
International Organization for Management of Chemicals
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Οργάνωση Εργασίας
Αγγλικός όρος:
International Labour Organization
Μετάφραση:
International Labour Organization
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Οργανισμός Ερευνών Καρκίνου
Αγγλικός όρος:
International Agency for Research on Cancer, IARC
Μετάφραση:
International Agency for Research on Cancer, IARC
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας
Αγγλικός όρος:
International Civil Aviation Organization, ICAO
Μετάφραση:
International Civil Aviation Organization, ICAO
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης
Αγγλικός όρος:
International Organization for Standardization, ISO
Μετάφραση:
International Organization for Standardization, ISO
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Σύμβαση για Ασφαλή Εμπορευματοκιβώτια
Αγγλικός όρος:
International Convention for Safe Containers, CSC
Μετάφραση:
International Convention for Safe Containers, CSC
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Σύμβαση για τη ναυτική έρευνα και διάσωση
Αγγλικός όρος:
International Convention on Maritime Search and Rescue, SAR
Μετάφραση:
International Convention on Maritime Search and Rescue, SAR
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα
Αγγλικός όρος:
International Convention for the Safety of Life at Sea
Μετάφραση:
International Convention for the Safety of Life at Sea
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Σύμβαση για την Πρόληψη της Ρύπανσης από τα Πλοία
Αγγλικός όρος:
International Convention for the Prevention of Pollution from Ships (MARPOL)
Μετάφραση:
International Convention for the Prevention of Pollution from Ships (MARPOL)
Ελληνικός όρος:
Διεθνής συνεργασία
Αγγλικός όρος:
International cooperation
Μετάφραση:
International cooperation
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Συνομοσπονδία Ελεύθερων Συνδικάτων
Αγγλικός όρος:
International Confederation of Free Trade Unions
Μετάφραση:
International Confederation of Free Trade Unions
Ελληνικός όρος:
Διεθνής ταξινόμηση νόσων, κακώσεων και αιτιών θανάτου
Αγγλικός όρος:
International statistical classification of diseases and related health problems
Μετάφραση:
International statistical classification of diseases and related health problems
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Τηλεπικοινωνιακή Ένωση
Αγγλικός όρος:
International Telecommunication Union
Μετάφραση:
International Telecommunication Union
Ελληνικός όρος:
Διεθνής Τυποποίηση
Αγγλικός όρος:
International Standardization
Μετάφραση:
International Standardization
Ελληνικός όρος:
Διεθνώς Εναρμονισμένα Πρότυπα
Αγγλικός όρος:
Internationally Harmonized Standards
Μετάφραση:
Internationally Harmonized Standards
Ελληνικός όρος:
Διείσδυση
Αγγλικός όρος:
Penetration
Μετάφραση:
Penetration
Ελληνικός όρος:
Διελδρίνη
Αγγλικός όρος:
Dieldrin
Μετάφραση:
Dieldrin
Ελληνικός όρος:
Διένιο
Αγγλικός όρος:
Diene
Μετάφραση:
Diene
Ελληνικός όρος:
Διεπιφάνεια
Αγγλικός όρος:
Interface
Μετάφραση:
Interface
Ελληνικός όρος:
Διεποξείδιο
Αγγλικός όρος:
Diepoxide
Μετάφραση:
Diepoxide
Ελληνικός όρος:
Διεργασία
Αγγλικός όρος:
Process
Μετάφραση:
Process
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
8
Page
9
Page
10
Page
11
Τρέχουσα σελίδα
12
Page
13
Page
14
Page
15
Page
16
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »