Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 505 - 540 of 763
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλογλυοξίμη
Αγγλικός όρος:
Dimethylglyoxime

Μετάφραση: Dimethylglyoxime
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοϊσοκινολίνη
Αγγλικός όρος:
Dimethylisoquinoline

Μετάφραση: Dimethylisoquinoline
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοκαρβαμοϋλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Dimethyl carbamoyl chloride

Μετάφραση: Dimethyl carbamoyl chloride
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοκτανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Dimethyl octanoic acid

Μετάφραση: Dimethyl octanoic acid
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοκυκλοεξαναμίνη
Αγγλικός όρος:
Cyclohexyldimethylamine, dimethylcyclohexanamine

Μετάφραση: Cyclohexyldimethylamine, dimethylcyclohexanamine
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλονιτροζαμίνη
Αγγλικός όρος:
Nitrosodimethylamine, dimethylnitrosamine, DMN

Μετάφραση: Nitrosodimethylamine, dimethylnitrosamine, DMN
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοπροπύλιο 2,2-
Αγγλικός όρος:
Neopentyl

Μετάφραση: Neopentyl
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοσουλφοξείδιο
Αγγλικός όρος:
Dimethyl sulfoxide

Μετάφραση: Dimethyl sulfoxide
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοτριχλωροφαινυλοτριφωσφορικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Fenclorophos, runnel, dimethyl trichlorophenyl thiophosphate

Μετάφραση: Fenclorophos, runnel, dimethyl trichlorophenyl thiophosphate
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλουρία
Αγγλικός όρος:
Dimethylurea

Μετάφραση: Dimethylurea
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοφορμαμίδιο Ν,Ν-
Αγγλικός όρος:
N,N-dimethylformamide, DMF

Μετάφραση: N,N-dimethylformamide, DMF
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοχλωροαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Chloromethyl methyl ether, dimethylchloroether

Μετάφραση: Chloromethyl methyl ether, dimethylchloroether
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλυδραζίνη
Αγγλικός όρος:
Dimethylhydrazine

Μετάφραση: Dimethylhydrazine
Ελληνικός όρος:
Διμερές
Αγγλικός όρος:
Dimer

Μετάφραση: Dimer
Ελληνικός όρος:
Διμερισμός
Αγγλικός όρος:
Dimerization

Μετάφραση: Dimerization
Ελληνικός όρος:
Δι-μ-οξο-δι-n-βουτυλοκασσιτερο-υδροξυβοράνιο/διοξακασσιτερο-βορετανόλη-4
Αγγλικός όρος:
Di-μ-oxo-di-n-butylstannio-hydroxyborane/dioxastannaboretan-4-ol, DBB

Μετάφραση: Di-μ-oxo-di-n-butylstannio-hydroxyborane/dioxastannaboretan-4-ol, DBB
Ελληνικός όρος:
Δινικοναζόλη-Μ
Αγγλικός όρος:
Diniconazole-M

Μετάφραση: Diniconazole-M
Ελληνικός όρος:
Δινιτολμίδιο
Αγγλικός όρος:
Dinitolmide, 3,5-dinitro-o-toluamide, 2-methyl-3,5-dinitrobenzamide

Μετάφραση: Dinitolmide, 3,5-dinitro-o-toluamide, 2-methyl-3,5-dinitrobenzamide
Ελληνικός όρος:
Δινιτρική αιθυλενογλυκόλη
Αγγλικός όρος:
Ethylene glycol dinitrate, EGDN

Μετάφραση: Ethylene glycol dinitrate, EGDN
Ελληνικός όρος:
Δινιτρική προπυλενογλυκόλη
Αγγλικός όρος:
Propylene glycol dinitrate

Μετάφραση: Propylene glycol dinitrate
Ελληνικός όρος:
Δινιτροανιλίνη
Αγγλικός όρος:
Dinitroaniline

Μετάφραση: Dinitroaniline
Ελληνικός όρος:
Δινιτροβενζοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Dinitrobenzoic acid

Μετάφραση: Dinitrobenzoic acid
Ελληνικός όρος:
Δινιτροβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Dinitrobenzene

Μετάφραση: Dinitrobenzene
Ελληνικός όρος:
Δινιτροβενζοϋλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Dinitrobenzoyl chloride

Μετάφραση: Dinitrobenzoyl chloride
Ελληνικός όρος:
Δινιτροκρεζόλη
Αγγλικός όρος:
Dinitrocresol

Μετάφραση: Dinitrocresol
Ελληνικός όρος:
Δινιτροναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Dinitronaphthalene

Μετάφραση: Dinitronaphthalene
Ελληνικός όρος:
Δινιτρο-ο-κρεσόλη
Αγγλικός όρος:
Dinitro-o-cresol 4,6-, DNOC

Μετάφραση: Dinitro-o-cresol 4,6-, DNOC
Ελληνικός όρος:
Δινιτρο-ο-τολουαμίδιο 3,5-
Αγγλικός όρος:
Dinitolmide, 3,5-dinitro-o-toluamide, 2-methyl-3,5-dinitrobenzamide

Μετάφραση: Dinitolmide, 3,5-dinitro-o-toluamide, 2-methyl-3,5-dinitrobenzamide
Ελληνικός όρος:
Δινιτροτολουόλιο
Αγγλικός όρος:
Dinitrotoluene

Μετάφραση: Dinitrotoluene
Ελληνικός όρος:
Δινιτροφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Dinitrophenol

Μετάφραση: Dinitrophenol
Ελληνικός όρος:
Δινιτροφθοροβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Dinitrofluorobenzene, DNFB

Μετάφραση: Dinitrofluorobenzene, DNFB
Ελληνικός όρος:
Δινιτροχλωροβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Dinitrochlorobenzene

Μετάφραση: Dinitrochlorobenzene
Ελληνικός όρος:
Δινουκλεοτίδιο
Αγγλικός όρος:
Dinucleotide

Μετάφραση: Dinucleotide
Ελληνικός όρος:
Διογκούμενος αφρός
Αγγλικός όρος:
Expanding foam

Μετάφραση: Expanding foam
Ελληνικός όρος:
Διογκωμένη άργιλος
Αγγλικός όρος:
Expanded clay

Μετάφραση: Expanded clay
Ελληνικός όρος:
Διογκωμένη πολυστερίνη
Αγγλικός όρος:
Expanded polysterene

Μετάφραση: Expanded polysterene

Ακολουθήστε μας