Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 253 - 288 of 763
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Διανομείς υγρών λιπασμάτων
Αγγλικός όρος:
Liquid fertilizer distributors

Μετάφραση: Liquid fertilizer distributors
Ελληνικός όρος:
Διαξονική ταξινόμηση
Αγγλικός όρος:
Cross tabulation, two way classification

Μετάφραση: Cross tabulation, two way classification
Ελληνικός όρος:
Διαξονικός πίνακας
Αγγλικός όρος:
Two way classification table

Μετάφραση: Two way classification table
Ελληνικός όρος:
Διαπερατότητα (π.χ. νερού)
Αγγλικός όρος:
Permeability

Μετάφραση: Permeability
Ελληνικός όρος:
Διαπερατότητα (π.χ. φωτός)
Αγγλικός όρος:
Transmittance

Μετάφραση: Transmittance
Ελληνικός όρος:
Διαπίδυση
Αγγλικός όρος:
Dialysis

Μετάφραση: Dialysis
Ελληνικός όρος:
Διαπιστευμένος φορέας
Αγγλικός όρος:
Accredited body

Μετάφραση: Accredited body
Ελληνικός όρος:
Διαπίστευση
Αγγλικός όρος:
Accreditation

Μετάφραση: Accreditation
Ελληνικός όρος:
Διαπιστώμενο αίτιο
Αγγλικός όρος:
Assignable cause

Μετάφραση: Assignable cause
Ελληνικός όρος:
Διαπίστωση ή εύρημα (π.χ. αξιολόγησης, εκτίμησης)
Αγγλικός όρος:
Finding

Μετάφραση: Finding
Ελληνικός όρος:
Διάρκεια
Αγγλικός όρος:
Duration

Μετάφραση: Duration
Ελληνικός όρος:
Διαρροή
Αγγλικός όρος:
Leakage

Μετάφραση: Leakage
Ελληνικός όρος:
Διαρροή τοξικών ουσιών
Αγγλικός όρος:
Release of toxic materials

Μετάφραση: Release of toxic materials
Ελληνικός όρος:
Διαρροή φλεγόμενου αερίου
Αγγλικός όρος:
Leaking gas fire

Μετάφραση: Leaking gas fire
Ελληνικός όρος:
Διαρροή φλεγόμενου αερίου: Μην την σβήσετε, εκτός εάν μπορείτε να σταματήσετε τη διαρροή χωρίς κίνδυνο
Αγγλικός όρος:
Leaking gas fire: Do not extinguish, unless leak can be stopped safely

Μετάφραση: Leaking gas fire: Do not extinguish, unless leak can be stopped safely
Ελληνικός όρος:
Διαρροή χημικού προϊόντος
Αγγλικός όρος:
Chemical spill

Μετάφραση: Chemical spill
Ελληνικός όρος:
Διάρροια
Αγγλικός όρος:
Diarrhea

Μετάφραση: Diarrhea
Ελληνικός όρος:
Διάσειση
Αγγλικός όρος:
Concussion

Μετάφραση: Concussion
Ελληνικός όρος:
Διάσπαρτες πηγές
Αγγλικός όρος:
Diffuse sources

Μετάφραση: Diffuse sources
Ελληνικός όρος:
Διάσπαση
Αγγλικός όρος:
Pyrolysis, cracking

Μετάφραση: Pyrolysis, cracking
Ελληνικός όρος:
Διάσπαση με ατμό
Αγγλικός όρος:
Steam cracking

Μετάφραση: Steam cracking
Ελληνικός όρος:
Διασπορά
Αγγλικός όρος:
Dispersion

Μετάφραση: Dispersion
Ελληνικός όρος:
Διάσταση (π.χ. γεωμετρική, φυσική κ.λπ.)
Αγγλικός όρος:
Dimension

Μετάφραση: Dimension
Ελληνικός όρος:
Διάσταση (π.χ. ιόντων)
Αγγλικός όρος:
Dissociation

Μετάφραση: Dissociation
Ελληνικός όρος:
Διασταυρούμενη δραστικότητα
Αγγλικός όρος:
Cross reactivity

Μετάφραση: Cross reactivity
Ελληνικός όρος:
Διάστημα ανοχής
Αγγλικός όρος:
Tolerance interval

Μετάφραση: Tolerance interval
Ελληνικός όρος:
Διάστημα αξιοπιστίας
Αγγλικός όρος:
Confidence interval

Μετάφραση: Confidence interval
Ελληνικός όρος:
Διάστημα εμπιστοσύνης
Αγγλικός όρος:
Confidence interval

Μετάφραση: Confidence interval
Ελληνικός όρος:
Διάστημα στρογγυλοποίησης
Αγγλικός όρος:
Rounding interval

Μετάφραση: Rounding interval
Ελληνικός όρος:
Διάστρεμμα
Αγγλικός όρος:
Sprain

Μετάφραση: Sprain
Ελληνικός όρος:
Διαστρωμάτωση
Αγγλικός όρος:
Stratification

Μετάφραση: Stratification
Ελληνικός όρος:
Διασύνδεση ανθρώπου-μηχανής
Αγγλικός όρος:
Man-machine interface, MMI

Μετάφραση: Man-machine interface, MMI
Ελληνικός όρος:
Διασυνοριακές επιπτώσεις
Αγγλικός όρος:
Transboundary effects

Μετάφραση: Transboundary effects
Ελληνικός όρος:
Διασφάλιση ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality assurance

Μετάφραση: Quality assurance
Ελληνικός όρος:
Διασφάλιση της συμμόρφωσης
Αγγλικός όρος:
Compliance assurance

Μετάφραση: Compliance assurance
Ελληνικός όρος:
Διάσωση
Αγγλικός όρος:
Rescue

Μετάφραση: Rescue

Ακολουθήστε μας