Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 145 - 180 of 763
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Διάγραμμα ροής
Αγγλικός όρος:
Flow-diagram, flow chart, flow sheet diagram

Μετάφραση: Flow-diagram, flow chart, flow sheet diagram
Ελληνικός όρος:
Διάγραμμα συσχέτισης
Αγγλικός όρος:
Correlogram

Μετάφραση: Correlogram
Ελληνικός όρος:
Διαγώνιο πηλίκο
Αγγλικός όρος:
Odds ratio

Μετάφραση: Odds ratio
Ελληνικός όρος:
Διαδερμική απορρόφηση
Αγγλικός όρος:
Percutaneous absorption

Μετάφραση: Percutaneous absorption
Ελληνικός όρος:
Διαδικασία
Αγγλικός όρος:
Procedure, Process

Μετάφραση: Procedure, Process
Ελληνικός όρος:
Διαδικασία ανίχνευσης
Αγγλικός όρος:
Screening procedure

Μετάφραση: Screening procedure
Ελληνικός όρος:
Διαδικασία βαθμονόμησης
Αγγλικός όρος:
Calibration procedure

Μετάφραση: Calibration procedure
Ελληνικός όρος:
Διαδικασία διερεύνησης
Αγγλικός όρος:
Inquiry process

Μετάφραση: Inquiry process
Ελληνικός όρος:
Διαδικασία δοκιμής
Αγγλικός όρος:
Test procedure

Μετάφραση: Test procedure
Ελληνικός όρος:
Διαδικασία κοινοποίησης νέας ουσίας
Αγγλικός όρος:
Notification procedure for a new substance

Μετάφραση: Notification procedure for a new substance
Ελληνικός όρος:
Διαδικασία ΣΜΕ
Αγγλικός όρος:
PIC procedure

Μετάφραση: PIC procedure
Ελληνικός όρος:
Διαδικασία ταξινόμησης
Αγγλικός όρος:
Classification procedure

Μετάφραση: Classification procedure
Ελληνικός όρος:
Διαδικασίες ασφάλισης/τοποθέτησης ετικέτας
Αγγλικός όρος:
Lockout/tagout procedures

Μετάφραση: Lockout/tagout procedures
Ελληνικός όρος:
Διαδικασίες γαλβανισμού
Αγγλικός όρος:
Galvanization process

Μετάφραση: Galvanization process
Ελληνικός όρος:
Διαδικασίες έκτακτης ανάγκης
Αγγλικός όρος:
Emergency procedures

Μετάφραση: Emergency procedures
Ελληνικός όρος:
Διαδικτυακό εργαλείο που παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη χημική ασφάλεια, οι οποίες παράγονται από το Διεθνές Πρόγραμμα Χημικής Ασφάλειας και από το Καναδικό Κέντρο για την Ασφάλεια στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Internet based tool providing a range of chemical safety related information produced by international programme on chemical safety and the Canadian Centre for Occupational Health, INCHEM

Μετάφραση: Internet based tool providing a range of chemical safety related information produced by international programme on chemical safety and the Canadian Centre for Occupational Health, INCHEM
Ελληνικός όρος:
Διάδοση
Αγγλικός όρος:
Propagation

Μετάφραση: Propagation
Ελληνικός όρος:
Διάδοση (του ήχου)
Αγγλικός όρος:
Propagation (of sound)

Μετάφραση: Propagation (of sound)
Ελληνικός όρος:
Διάδοση των πληροφοριών
Αγγλικός όρος:
Information dissemination

Μετάφραση: Information dissemination
Ελληνικός όρος:
Διάδοση φλόγας
Αγγλικός όρος:
Flame propagation

Μετάφραση: Flame propagation
Ελληνικός όρος:
Διαδοχική αμοιβαία αναγνώριση
Αγγλικός όρος:
Mutual recognition in sequence

Μετάφραση: Mutual recognition in sequence
Ελληνικός όρος:
Διάδρομος
Αγγλικός όρος:
Passage, gangway

Μετάφραση: Passage, gangway
Ελληνικός όρος:
Διάζινον
Αγγλικός όρος:
Diazinon

Μετάφραση: Diazinon
Ελληνικός όρος:
Διαζινόνη
Αγγλικός όρος:
Diazinon

Μετάφραση: Diazinon
Ελληνικός όρος:
Διαζωμεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Diazomethane

Μετάφραση: Diazomethane
Ελληνικός όρος:
Διαζωνιακό άλας
Αγγλικός όρος:
Diazonium salt

Μετάφραση: Diazonium salt
Ελληνικός όρος:
Διαζωφαινανθρένιο
Αγγλικός όρος:
Diazophenanthrene

Μετάφραση: Diazophenanthrene
Ελληνικός όρος:
Διάθεση
Αγγλικός όρος:
Disposal

Μετάφραση: Disposal
Ελληνικός όρος:
Διάθεση στην αγορά
Αγγλικός όρος:
Making available on the market, placing on the market

Μετάφραση: Making available on the market, placing on the market
Ελληνικός όρος:
Διάθεση του περιεχομένου/περιέκτη σε …
Αγγλικός όρος:
Dispose of contents/container to …

Μετάφραση: Dispose of contents/container to …
Ελληνικός όρος:
Διαθέσιμος
Αγγλικός όρος:
Available

Μετάφραση: Available
Ελληνικός όρος:
Διαθεσιμότητα μιας ουσίας
Αγγλικός όρος:
Availability of a substance

Μετάφραση: Availability of a substance
Ελληνικός όρος:
Διαθέστε αυτό το υλικό και τον περιέκτη του κατά ασφαλή τρόπο
Αγγλικός όρος:
Dispose of this material and its container in a safe way

Μετάφραση: Dispose of this material and its container in a safe way
Ελληνικός όρος:
Διαιθανολαμίνη
Αγγλικός όρος:
Diethanolamine

Μετάφραση: Diethanolamine
Ελληνικός όρος:
Διαιθυλαιθέρας ή διαιθυλικός αιθέρας
Αγγλικός όρος:
Diethyl ether

Μετάφραση: Diethyl ether
Ελληνικός όρος:
Διαιθυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Diethylamine

Μετάφραση: Diethylamine

Ακολουθήστε μας