Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 73 - 108 of 763
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Δεξαμενές υγροποιημένου φυσικού αερίου
Αγγλικός όρος:
Tanks for liquefied gas

Μετάφραση: Tanks for liquefied gas
Ελληνικός όρος:
Δεξαμενές υδαρών αποβλήτων
Αγγλικός όρος:
Slurry tankers

Μετάφραση: Slurry tankers
Ελληνικός όρος:
Δεξαμενή
Αγγλικός όρος:
Tank

Μετάφραση: Tank
Ελληνικός όρος:
Δεξαμενή αποβλήτων λειτουργίας εν κενό
Αγγλικός όρος:
Vacuum-operated waste tank

Μετάφραση: Vacuum-operated waste tank
Ελληνικός όρος:
Δεξαμενή φορτίου
Αγγλικός όρος:
Cargo tank

Μετάφραση: Cargo tank
Ελληνικός όρος:
Δεξτράνη
Αγγλικός όρος:
Dextran

Μετάφραση: Dextran
Ελληνικός όρος:
Δεξτρόζη
Αγγλικός όρος:
Dextrose, glucose

Μετάφραση: Dextrose, glucose
Ελληνικός όρος:
Δεοξυριβονουκλεϊνικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Deoxyribonucleic acid, DNA

Μετάφραση: Deoxyribonucleic acid, DNA
Ελληνικός όρος:
Δέρμα
Αγγλικός όρος:
Skin

Μετάφραση: Skin
Ελληνικός όρος:
Δερματικές δοκιμές
Αγγλικός όρος:
Patch testing

Μετάφραση: Patch testing
Ελληνικός όρος:
Δερματική έκθεση
Αγγλικός όρος:
Dermal exposure

Μετάφραση: Dermal exposure
Ελληνικός όρος:
Δερματική επαφή
Αγγλικός όρος:
Dermal contact

Μετάφραση: Dermal contact
Ελληνικός όρος:
Δερματική ευαισθητοποίηση
Αγγλικός όρος:
Skin sensitization

Μετάφραση: Skin sensitization
Ελληνικός όρος:
Δερματικός ερεθισμός
Αγγλικός όρος:
Skin irritation

Μετάφραση: Skin irritation
Ελληνικός όρος:
Δερματίτιδα
Αγγλικός όρος:
Dermatitis

Μετάφραση: Dermatitis
Ελληνικός όρος:
Δερματίτιδα εξ επαφής
Αγγλικός όρος:
Contact dermatitis

Μετάφραση: Contact dermatitis
Ελληνικός όρος:
Δερματοευαισθητοποιητικοί παράγοντες
Αγγλικός όρος:
Skin sensitisers

Μετάφραση: Skin sensitisers
Ελληνικός όρος:
Δερματοτοξικά
Αγγλικός όρος:
Dermatotoxicants

Μετάφραση: Dermatotoxicants
Ελληνικός όρος:
Δερματοτοξικολογία
Αγγλικός όρος:
Dermatotoxicology

Μετάφραση: Dermatotoxicology
Ελληνικός όρος:
Δεσμευθείσα ενεργός δόση
Αγγλικός όρος:
Committed effective dose (Ε(τ))

Μετάφραση: Committed effective dose (Ε(τ))
Ελληνικός όρος:
Δεσμευμένο κλάσμα (ανοσοβιολογική δοκιμασία)
Αγγλικός όρος:
Bound fraction

Μετάφραση: Bound fraction
Ελληνικός όρος:
Δέσμευση
Αγγλικός όρος:
Commitment

Μετάφραση: Commitment
Ελληνικός όρος:
Δεσμευτικό μέσο
Αγγλικός όρος:
Sequesterant

Μετάφραση: Sequesterant
Ελληνικός όρος:
Δέσμη κυλίνδρων
Αγγλικός όρος:
Bundle of cylinders

Μετάφραση: Bundle of cylinders
Ελληνικός όρος:
Δεσμός
Αγγλικός όρος:
Bond

Μετάφραση: Bond
Ελληνικός όρος:
Δετές ετικέτες
Αγγλικός όρος:
Tie-on tags

Μετάφραση: Tie-on tags
Ελληνικός όρος:
Δευτέριο
Αγγλικός όρος:
Deuterium

Μετάφραση: Deuterium
Ελληνικός όρος:
Δευτερογενές πρότυπο
Αγγλικός όρος:
Secondary standard

Μετάφραση: Secondary standard
Ελληνικός όρος:
Δευτερογενής ή πλασματική συσχέτιση
Αγγλικός όρος:
Confounding

Μετάφραση: Confounding
Ελληνικός όρος:
Δευτερόλεπτο
Αγγλικός όρος:
Second

Μετάφραση: Second
Ελληνικός όρος:
Δεψικές ύλες
Αγγλικός όρος:
Tanning agents

Μετάφραση: Tanning agents
Ελληνικός όρος:
Δηλητηρίαση
Αγγλικός όρος:
Poisoning

Μετάφραση: Poisoning
Ελληνικός όρος:
Δηλητήριο
Αγγλικός όρος:
Poison

Μετάφραση: Poison
Ελληνικός όρος:
Δηλωθείσα εκπομπή κραδασμών
Αγγλικός όρος:
Declared vibration emission

Μετάφραση: Declared vibration emission
Ελληνικός όρος:
Δηλώσεις επικινδυνότητας
Αγγλικός όρος:
Hazard statements

Μετάφραση: Hazard statements
Ελληνικός όρος:
Δηλώσεις επικινδυνότητας για την υγεία
Αγγλικός όρος:
Hazard statements for health hazards

Μετάφραση: Hazard statements for health hazards

Ακολουθήστε μας