Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 109 - 144 of 763
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Δηλώσεις επικινδυνότητας για το περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Hazard statements for environmental hazards

Μετάφραση: Hazard statements for environmental hazards
Ελληνικός όρος:
Δήλωση
Αγγλικός όρος:
Statement, declaration

Μετάφραση: Statement, declaration
Ελληνικός όρος:
Δήλωση προφύλαξης
Αγγλικός όρος:
Precaution statement

Μετάφραση: Precaution statement
Ελληνικός όρος:
Δήλωση συμβατότητας
Αγγλικός όρος:
Statement of compliance

Μετάφραση: Statement of compliance
Ελληνικός όρος:
Δήλωση τιμών εκπομπής θορύβου
Αγγλικός όρος:
Noise emission declaration

Μετάφραση: Noise emission declaration
Ελληνικός όρος:
Δήμητον
Αγγλικός όρος:
Demeton

Μετάφραση: Demeton
Ελληνικός όρος:
Δημήτριο
Αγγλικός όρος:
Cerium, Ce

Μετάφραση: Cerium, Ce
Ελληνικός όρος:
Δημιουργία (π.χ. θεσμού)
Αγγλικός όρος:
Establishment

Μετάφραση: Establishment
Ελληνικός όρος:
Δημιουργία υποδομή χωρικών πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα
Αγγλικός όρος:
Infrastructure for Spatial Information in the European Community, INSPIRE

Μετάφραση: Infrastructure for Spatial Information in the European Community, INSPIRE
Ελληνικός όρος:
Δημόσια αρχή
Αγγλικός όρος:
Public authority

Μετάφραση: Public authority
Ελληνικός όρος:
Δημόσια Επιχείρηση Κοινής Ωφέλειας
Αγγλικός όρος:
Public Utilities and Services

Μετάφραση: Public Utilities and Services
Ελληνικός όρος:
Δημόσια Υγεία
Αγγλικός όρος:
Public Health

Μετάφραση: Public Health
Ελληνικός όρος:
Δημοσίευση
Αγγλικός όρος:
Publication

Μετάφραση: Publication
Ελληνικός όρος:
Δημόσιοι χώροι
Αγγλικός όρος:
Public spaces

Μετάφραση: Public spaces
Ελληνικός όρος:
Δημόσιος τομέας
Αγγλικός όρος:
Public sector

Μετάφραση: Public sector
Ελληνικός όρος:
Διαβαθμισμένη διαμόρφωση
Αγγλικός όρος:
Staggered conformation

Μετάφραση: Staggered conformation
Ελληνικός όρος:
Διαβαθμονόμηση
Αγγλικός όρος:
Intercalibration

Μετάφραση: Intercalibration
Ελληνικός όρος:
Διαβάστε την ετικέτα πριν από τη χρήση
Αγγλικός όρος:
Read label before use

Μετάφραση: Read label before use
Ελληνικός όρος:
Διαβούλευση για θέματα ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety consultation

Μετάφραση: Safety consultation
Ελληνικός όρος:
Διαβούλευση με τους εργαζομένους
Αγγλικός όρος:
Worker consultation

Μετάφραση: Worker consultation
Ελληνικός όρος:
Διαβρεξιμότητα
Αγγλικός όρος:
Wettability

Μετάφραση: Wettability
Ελληνικός όρος:
Διαβροχή ή εφύγρανση
Αγγλικός όρος:
Wetting

Μετάφραση: Wetting
Ελληνικός όρος:
Διάβρωση
Αγγλικός όρος:
Corrosion, Pitting

Μετάφραση: Corrosion, Pitting
Ελληνικός όρος:
Διάβρωση του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Skin corrosion

Μετάφραση: Skin corrosion
Ελληνικός όρος:
Διαβρωτικά μέσα
Αγγλικός όρος:
Corrosives

Μετάφραση: Corrosives
Ελληνικός όρος:
Διαβρωτικές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Corrosive substances

Μετάφραση: Corrosive substances
Ελληνικός όρος:
Διαβρωτικό
Αγγλικός όρος:
Corrosive

Μετάφραση: Corrosive
Ελληνικός όρος:
Διαβρωτικό μετάλλου
Αγγλικός όρος:
Corrosive to metals

Μετάφραση: Corrosive to metals
Ελληνικός όρος:
Διαβρωτικό της αναπνευστικής οδού
Αγγλικός όρος:
Corrosive to the respiratory tract

Μετάφραση: Corrosive to the respiratory tract
Ελληνικός όρος:
Διάγνωση
Αγγλικός όρος:
Diagnosis

Μετάφραση: Diagnosis
Ελληνικός όρος:
Διαγνωστική δοκιμή
Αγγλικός όρος:
Diagnostic test

Μετάφραση: Diagnostic test
Ελληνικός όρος:
Διάγραμμα αιτίας- αποτελέσματος
Αγγλικός όρος:
Cause- effect diagram

Μετάφραση: Cause- effect diagram
Ελληνικός όρος:
Διάγραμμα αποφάσεων
Αγγλικός όρος:
Decision tree

Μετάφραση: Decision tree
Ελληνικός όρος:
Διάγραμμα βαθμονόμησης
Αγγλικός όρος:
Calibration graph

Μετάφραση: Calibration graph
Ελληνικός όρος:
Διάγραμμα ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Control chart

Μετάφραση: Control chart
Ελληνικός όρος:
Διάγραμμα ή γραφική παράσταση
Αγγλικός όρος:
Diagram, plot, graphical representation

Μετάφραση: Diagram, plot, graphical representation

Ακολουθήστε μας