Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 685 - 720 of 763
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή τοξικότητας
Αγγλικός όρος:
Toxicity test

Μετάφραση: Toxicity test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή των μέσων ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Testing of control measures

Μετάφραση: Testing of control measures
Ελληνικός όρος:
Δοκίμιο
Αγγλικός όρος:
Specimen, test piece

Μετάφραση: Specimen, test piece
Ελληνικός όρος:
Δοκίμιο δοκιμής
Αγγλικός όρος:
Test specimen

Μετάφραση: Test specimen
Ελληνικός όρος:
Δολομίτης
Αγγλικός όρος:
Dolomite

Μετάφραση: Dolomite
Ελληνικός όρος:
Δομή
Αγγλικός όρος:
Structure

Μετάφραση: Structure
Ελληνικός όρος:
Δομημένη βελτίωση ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Structured quality improvement (SQI)

Μετάφραση: Structured quality improvement (SQI)
Ελληνικός όρος:
Δομικά έργα
Αγγλικός όρος:
Civil engineering

Μετάφραση: Civil engineering
Ελληνικός όρος:
Δομικές εργασίες
Αγγλικός όρος:
Construction works

Μετάφραση: Construction works
Ελληνικός όρος:
Δομικές μηχανές
Αγγλικός όρος:
Construction machinery

Μετάφραση: Construction machinery
Ελληνικός όρος:
Δομικός εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
Structural equipment

Μετάφραση: Structural equipment
Ελληνικός όρος:
Δόνηση
Αγγλικός όρος:
Vibration

Μετάφραση: Vibration
Ελληνικός όρος:
Δόνηση αιώρησης
Αγγλικός όρος:
Rocking vibration

Μετάφραση: Rocking vibration
Ελληνικός όρος:
Δόνηση επαναφοράς
Αγγλικός όρος:
Vibrational relaxation (R)

Μετάφραση: Vibrational relaxation (R)
Ελληνικός όρος:
Δόνηση μεταδιδόμενη στο σύστημα άκρας χειρός -βραχίονα
Αγγλικός όρος:
Hand-Arm Vibration

Μετάφραση: Hand-Arm Vibration
Ελληνικός όρος:
Δόνηση ολοκλήρου του σώματος
Αγγλικός όρος:
Whole-Body Vibration

Μετάφραση: Whole-Body Vibration
Ελληνικός όρος:
Δονητής καθαρού τόνου
Αγγλικός όρος:
Pure-tone vibrator

Μετάφραση: Pure-tone vibrator
Ελληνικός όρος:
Δονητής οστέινης αγωγής
Αγγλικός όρος:
Bone vibrator

Μετάφραση: Bone vibrator
Ελληνικός όρος:
Δόντι
Αγγλικός όρος:
Tooth

Μετάφραση: Tooth
Ελληνικός όρος:
Δόση
Αγγλικός όρος:
Dose

Μετάφραση: Dose
Ελληνικός όρος:
Δόση αναστολής 50%
Αγγλικός όρος:
Inhibitory concentration (IC50)

Μετάφραση: Inhibitory concentration (IC50)
Ελληνικός όρος:
Δόση προς ανάλυση
Αγγλικός όρος:
Test portion

Μετάφραση: Test portion
Ελληνικός όρος:
Δόση χωρίς παρατηρήσιμη επίδραση
Αγγλικός όρος:
No observed effect level, NOEL

Μετάφραση: No observed effect level, NOEL
Ελληνικός όρος:
Δοσολογία
Αγγλικός όρος:
Dosage

Μετάφραση: Dosage
Ελληνικός όρος:
Δότης
Αγγλικός όρος:
Donor

Μετάφραση: Donor
Ελληνικός όρος:
Δούβνιο
Αγγλικός όρος:
Dubnium, Db

Μετάφραση: Dubnium, Db
Ελληνικός όρος:
Δουλειά
Αγγλικός όρος:
Job

Μετάφραση: Job
Ελληνικός όρος:
Δουρόλιο
Αγγλικός όρος:
Durene

Μετάφραση: Durene
Ελληνικός όρος:
Δοχείο
Αγγλικός όρος:
Receptacle

Μετάφραση: Receptacle
Ελληνικός όρος:
Δοχείο αερολύματος
Αγγλικός όρος:
Pressurized gas cartridge, aerosol dispenser

Μετάφραση: Pressurized gas cartridge, aerosol dispenser
Ελληνικός όρος:
Δοχείο μικρής χωρητικότητας που περιέχει αέριο
Αγγλικός όρος:
Small receptacle containing gas

Μετάφραση: Small receptacle containing gas
Ελληνικός όρος:
Δοχείο πίεσης
Αγγλικός όρος:
Pressure receptacle, pressure vessel

Μετάφραση: Pressure receptacle, pressure vessel
Ελληνικός όρος:
Δοχείο συλλογής υπό πίεση
Αγγλικός όρος:
Salvage pressure receptacle

Μετάφραση: Salvage pressure receptacle
Ελληνικός όρος:
Δράπανα
Αγγλικός όρος:
Drills

Μετάφραση: Drills
Ελληνικός όρος:
Δραστηριότητες εκτός του χώρου εργασίας
Αγγλικός όρος:
Off-the-job activities

Μετάφραση: Off-the-job activities
Ελληνικός όρος:
Δραστική ουσία
Αγγλικός όρος:
Active substance

Μετάφραση: Active substance

Ακολουθήστε μας