Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 4717 - 4752 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Κλειστό εμπορευματοκιβώτιο
Αγγλικός όρος:
Closed container

Μετάφραση: Closed container
Ελληνικός όρος:
Κλειστό εμπορευματοκιβώτιο χύδην φορτίων
Αγγλικός όρος:
Closed bulk container

Μετάφραση: Closed bulk container
Ελληνικός όρος:
Κλειστό όχημα
Αγγλικός όρος:
Closed vehicle

Μετάφραση: Closed vehicle
Ελληνικός όρος:
Κλειστού κυκλώματος (π.χ. συσκευή)
Αγγλικός όρος:
Closed-circuit

Μετάφραση: Closed-circuit
Ελληνικός όρος:
Κληρονομικότητα
Αγγλικός όρος:
Heredity

Μετάφραση: Heredity
Ελληνικός όρος:
Κλίβανοι
Αγγλικός όρος:
Kilns

Μετάφραση: Kilns
Ελληνικός όρος:
Κλίμακα
Αγγλικός όρος:
Ladder, scale

Μετάφραση: Ladder, scale
Ελληνικός όρος:
Κλιμακοποίηση
Αγγλικός όρος:
Scaling

Μετάφραση: Scaling
Ελληνικός όρος:
Κλιμακοστάσιο
Αγγλικός όρος:
Stairs

Μετάφραση: Stairs
Ελληνικός όρος:
Κλιμακωτή προσέγγιση
Αγγλικός όρος:
Tiered approach

Μετάφραση: Tiered approach
Ελληνικός όρος:
Κλιματισμός
Αγγλικός όρος:
Air conditioning

Μετάφραση: Air conditioning
Ελληνικός όρος:
Κλινικά πρωτόκολλα
Αγγλικός όρος:
Clinical protocols

Μετάφραση: Clinical protocols
Ελληνικός όρος:
Κλινικές δοκιμές
Αγγλικός όρος:
Clinical trials, clinical test

Μετάφραση: Clinical trials, clinical test
Ελληνικός όρος:
Κλινικές οδηγίες
Αγγλικός όρος:
Clinical guidlines

Μετάφραση: Clinical guidlines
Ελληνικός όρος:
Κλινική βιοχημεία
Αγγλικός όρος:
Clinical biochemistry

Μετάφραση: Clinical biochemistry
Ελληνικός όρος:
Κλινική χημεία
Αγγλικός όρος:
Clinical chemistry

Μετάφραση: Clinical chemistry
Ελληνικός όρος:
Κλινικοί δείκτες
Αγγλικός όρος:
Clinical indicators

Μετάφραση: Clinical indicators
Ελληνικός όρος:
Κλινικός έλεγχος
Αγγλικός όρος:
Clinical audit

Μετάφραση: Clinical audit
Ελληνικός όρος:
Κλίνκερ
Αγγλικός όρος:
Clinker

Μετάφραση: Clinker
Ελληνικός όρος:
Κλίνκερ τσιμέντου
Αγγλικός όρος:
Cement clinker

Μετάφραση: Cement clinker
Ελληνικός όρος:
Κλίση (π.χ. καμπύλης)
Αγγλικός όρος:
Slope

Μετάφραση: Slope
Ελληνικός όρος:
Κλοπιδόλη
Αγγλικός όρος:
Clopidol, methylchloropindol

Μετάφραση: Clopidol, methylchloropindol
Ελληνικός όρος:
Κλουβί
Αγγλικός όρος:
Cage, crate

Μετάφραση: Cage, crate
Ελληνικός όρος:
Κλοφέν
Αγγλικός όρος:
Clofen, Polychlorinated biphenyls, aroclor, PCBs

Μετάφραση: Clofen, Polychlorinated biphenyls, aroclor, PCBs
Ελληνικός όρος:
Κλωβός
Αγγλικός όρος:
Crate

Μετάφραση: Crate
Ελληνικός όρος:
Κλωβός ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Safety cage

Μετάφραση: Safety cage
Ελληνικός όρος:
Κλωστηρίδιο της αλλαντίασης
Αγγλικός όρος:
Clostridium botulinum

Μετάφραση: Clostridium botulinum
Ελληνικός όρος:
Κλωστοϋφαντουργία
Αγγλικός όρος:
Textile industry

Μετάφραση: Textile industry
Ελληνικός όρος:
Κλωστοϋφαντουργικό μηχάνημα
Αγγλικός όρος:
Textile machinery

Μετάφραση: Textile machinery
Ελληνικός όρος:
Κεντρική μονάδα επεξεργασίας, ΚΜΕ
Αγγλικός όρος:
Central processing unit, CPU

Μετάφραση: Central processing unit, CPU
Ελληνικός όρος:
Κνήμη
Αγγλικός όρος:
Leg

Μετάφραση: Leg
Ελληνικός όρος:
Κνίδωση εξ επαφής
Αγγλικός όρος:
Contact urticaria

Μετάφραση: Contact urticaria
Ελληνικός όρος:
Κνίδωση ή κνησμός
Αγγλικός όρος:
Urticaria

Μετάφραση: Urticaria
Ελληνικός όρος:
Κεντρικό νευρικό σύστημα, ΚΝΣ
Αγγλικός όρος:
Central nervous system, CNS

Μετάφραση: Central nervous system, CNS
Ελληνικός όρος:
Κοβάλτιο
Αγγλικός όρος:
Cobalt, Co

Μετάφραση: Cobalt, Co
Ελληνικός όρος:
Κόβω
Αγγλικός όρος:
Cut

Μετάφραση: Cut

Ακολουθήστε μας