Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 4753 - 4788 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Κοιλιακός
Αγγλικός όρος:
Ventricular

Μετάφραση: Ventricular
Ελληνικός όρος:
Κοινή αιτία
Αγγλικός όρος:
Common cause

Μετάφραση: Common cause
Ελληνικός όρος:
Κοινή απαίτηση
Αγγλικός όρος:
Common requirement

Μετάφραση: Common requirement
Ελληνικός όρος:
Κοινή διάταξη ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Common safety device

Μετάφραση: Common safety device
Ελληνικός όρος:
Κοινή ονομασία
Αγγλικός όρος:
Common name

Μετάφραση: Common name
Ελληνικός όρος:
Κοινή υποβολή δεδομένων
Αγγλικός όρος:
Joint submission of data

Μετάφραση: Joint submission of data
Ελληνικός όρος:
Κοινό
Αγγλικός όρος:
Public

Μετάφραση: Public
Ελληνικός όρος:
Κοινό Κέντρο Ερευνών της Επιτροπής
Αγγλικός όρος:
Joint Research Centre of the Commission, JRC

Μετάφραση: Joint Research Centre of the Commission, JRC
Ελληνικός όρος:
Κοινοποιημένη ουσία
Αγγλικός όρος:
Notified substance

Μετάφραση: Notified substance
Ελληνικός όρος:
Κοινοποίηση
Αγγλικός όρος:
Notification

Μετάφραση: Notification
Ελληνικός όρος:
Κοινοποίηση κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Hazard communication

Μετάφραση: Hazard communication
Ελληνικός όρος:
Κοινοποιών
Αγγλικός όρος:
Notifier

Μετάφραση: Notifier
Ελληνικός όρος:
Κοινοτικός οργανισμός
Αγγλικός όρος:
Community agency

Μετάφραση: Community agency
Ελληνικός όρος:
Κοινοχρησία δεδομένων
Αγγλικός όρος:
Data sharing

Μετάφραση: Data sharing
Ελληνικός όρος:
Κοινωνική ασφάλιση
Αγγλικός όρος:
Social insurance, social security (USA)

Μετάφραση: Social insurance, social security (USA)
Ελληνικός όρος:
Κοινωνική υποστήριξη
Αγγλικός όρος:
Social support

Μετάφραση: Social support
Ελληνικός όρος:
Κοινωνικοί εταίροι
Αγγλικός όρος:
Social partners

Μετάφραση: Social partners
Ελληνικός όρος:
Κοινωνικοί φορείς
Αγγλικός όρος:
Social actors

Μετάφραση: Social actors
Ελληνικός όρος:
Κοκαΐνη
Αγγλικός όρος:
Cocaine, benzoylmethylecgonine

Μετάφραση: Cocaine, benzoylmethylecgonine
Ελληνικός όρος:
Κόκκος
Αγγλικός όρος:
Grain

Μετάφραση: Grain
Ελληνικός όρος:
Κολικός
Αγγλικός όρος:
Colic

Μετάφραση: Colic
Ελληνικός όρος:
Κολικός νεφρού
Αγγλικός όρος:
Kidney colic

Μετάφραση: Kidney colic
Ελληνικός όρος:
Κολίτιδα
Αγγλικός όρος:
Colitis

Μετάφραση: Colitis
Ελληνικός όρος:
Κόλλα
Αγγλικός όρος:
Glue, adhesive

Μετάφραση: Glue, adhesive
Ελληνικός όρος:
Κολλαγόνο
Αγγλικός όρος:
Collagen

Μετάφραση: Collagen
Ελληνικός όρος:
Κολλάει στην επιδερμίδα και στα μάτια μέσα σε δευτερόλεπτα
Αγγλικός όρος:
Bonds skin and eyes in seconds

Μετάφραση: Bonds skin and eyes in seconds
Ελληνικός όρος:
Κόλληση
Αγγλικός όρος:
Gluing

Μετάφραση: Gluing
Ελληνικός όρος:
Κολλοειδείς ουσίες
Αγγλικός όρος:
Colloids

Μετάφραση: Colloids
Ελληνικός όρος:
Κολλωδιοβάμβακας
Αγγλικός όρος:
Colloidal cotton

Μετάφραση: Colloidal cotton
Ελληνικός όρος:
Κόλο
Αγγλικός όρος:
Package

Μετάφραση: Package
Ελληνικός όρος:
Κολοφώνιο ή ρητινέλαιο
Αγγλικός όρος:
Tall oil

Μετάφραση: Tall oil
Ελληνικός όρος:
Κολοφώνιο φυσικής ρητίνης
Αγγλικός όρος:
Gum Rosin

Μετάφραση: Gum Rosin
Ελληνικός όρος:
Κολοφώνιο χαρτοποιίας
Αγγλικός όρος:
Tall oil Rosin

Μετάφραση: Tall oil Rosin
Ελληνικός όρος:
Κολπίτιδα
Αγγλικός όρος:
Sinusitis

Μετάφραση: Sinusitis
Ελληνικός όρος:
Κομπόστ
Αγγλικός όρος:
Compost

Μετάφραση: Compost
Ελληνικός όρος:
Κονεσσίνη
Αγγλικός όρος:
Conessine, 3β-dimethylaminocon-5-enine

Μετάφραση: Conessine, 3β-dimethylaminocon-5-enine

Ακολουθήστε μας