Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 4609 - 4644 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Κεντρικό στοιχείο
Αγγλικός όρος:
Central element

Μετάφραση: Central element
Ελληνικός όρος:
Κέντρο Μετάφρασης των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με έδρα το Λουξεμβούργο
Αγγλικός όρος:
Translation Centre for the Bodies of the European Union, Luxembourg (CdT)

Μετάφραση: Translation Centre for the Bodies of the European Union, Luxembourg (CdT)
Ελληνικός όρος:
Κέντρο Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Centre for the Prevention of Occupational Risk

Μετάφραση: Centre for the Prevention of Occupational Risk
Ελληνικός όρος:
Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης
Αγγλικός όρος:
Documentation and Information centre

Μετάφραση: Documentation and Information centre
Ελληνικός όρος:
Κέντρο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας
Αγγλικός όρος:
Centre for Occupational Health and Safety

Μετάφραση: Centre for Occupational Health and Safety
Ελληνικός όρος:
Κερατίνη
Αγγλικός όρος:
Keratin

Μετάφραση: Keratin
Ελληνικός όρος:
Κερατοειδής
Αγγλικός όρος:
Corneal

Μετάφραση: Corneal
Ελληνικός όρος:
Κέρδος
Αγγλικός όρος:
Profit

Μετάφραση: Profit
Ελληνικός όρος:
Κερί ή κηρός
Αγγλικός όρος:
Wax

Μετάφραση: Wax
Ελληνικός όρος:
Κέρωμα
Αγγλικός όρος:
Waxing

Μετάφραση: Waxing
Ελληνικός όρος:
Κετάλη
Αγγλικός όρος:
Ketal

Μετάφραση: Ketal
Ελληνικός όρος:
Κετένη
Αγγλικός όρος:
Ketene

Μετάφραση: Ketene
Ελληνικός όρος:
Κετένιο
Αγγλικός όρος:
Keten

Μετάφραση: Keten
Ελληνικός όρος:
Κετογλουταρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ketoglutaric acid

Μετάφραση: Ketoglutaric acid
Ελληνικός όρος:
Κετόζη
Αγγλικός όρος:
Ketose

Μετάφραση: Ketose
Ελληνικός όρος:
Κετοϊσοκαπριονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ketoisocaproic acid

Μετάφραση: Ketoisocaproic acid
Ελληνικός όρος:
Κετόνη
Αγγλικός όρος:
Ketone

Μετάφραση: Ketone
Ελληνικός όρος:
Κετονοξύ
Αγγλικός όρος:
Ketone acid

Μετάφραση: Ketone acid
Ελληνικός όρος:
Κετοπεντόζη
Αγγλικός όρος:
Ketopentose

Μετάφραση: Ketopentose
Ελληνικός όρος:
Κεφάλι
Αγγλικός όρος:
Head

Μετάφραση: Head
Ελληνικός όρος:
Κηκιδικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Gallic acid

Μετάφραση: Gallic acid
Ελληνικός όρος:
Κήλη
Αγγλικός όρος:
Hernias

Μετάφραση: Hernias
Ελληνικός όρος:
Κηλίδα
Αγγλικός όρος:
Spot

Μετάφραση: Spot
Ελληνικός όρος:
Κηροζίνη
Αγγλικός όρος:
Kerosene

Μετάφραση: Kerosene
Ελληνικός όρος:
Κητάνιο
Αγγλικός όρος:
Cetane, hexadecane

Μετάφραση: Cetane, hexadecane
Ελληνικός όρος:
Κητόσπερμα
Αγγλικός όρος:
Spermaceti

Μετάφραση: Spermaceti
Ελληνικός όρος:
Κιβώτιο
Αγγλικός όρος:
Box, case

Μετάφραση: Box, case
Ελληνικός όρος:
Κιβώτιο αποσκευών
Αγγλικός όρος:
Baggage container

Μετάφραση: Baggage container
Ελληνικός όρος:
Κιβώτιο πρώτων βοηθειών
Αγγλικός όρος:
First aid kit

Μετάφραση: First aid kit
Ελληνικός όρος:
Κιμωλία
Αγγλικός όρος:
Chalk

Μετάφραση: Chalk
Ελληνικός όρος:
Κιναλδίνη
Αγγλικός όρος:
Quinaldine, 2-methyloquinoline

Μετάφραση: Quinaldine, 2-methyloquinoline
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνοι από ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Radiation hazards

Μετάφραση: Radiation hazards
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνοι από την διαχείριση υλικών
Αγγλικός όρος:
Materials handling hazards

Μετάφραση: Materials handling hazards
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνοι για την υγεία στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Work-related health risks

Μετάφραση: Work-related health risks
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Danger, hazard, risk

Μετάφραση: Danger, hazard, risk
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος αθροιστικών επιδράσεων
Αγγλικός όρος:
Danger of cumulative effects

Μετάφραση: Danger of cumulative effects

Ακολουθήστε μας