Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 4501 - 4536 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Κατακράτηση
Αγγλικός όρος:
Hold up

Μετάφραση: Hold up
Ελληνικός όρος:
Κατάλληλος
Αγγλικός όρος:
Appropriate

Μετάφραση: Appropriate
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος εναρμονισμένων εμπορευμάτων
Αγγλικός όρος:
Harmonized good list

Μετάφραση: Harmonized good list
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος Ενδεικτικών Επαγγελματικών Οριακών Τιμών
Αγγλικός όρος:
Indicative Occupational limit values, IOELV

Μετάφραση: Indicative Occupational limit values, IOELV
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος ταξινόμησης και επισήμανσης
Αγγλικός όρος:
Classification and Labelling Inventory, C&L Inventory

Μετάφραση: Classification and Labelling Inventory, C&L Inventory
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος Τοξικών Επιπτώσεων Χημικών Ουσιών
Αγγλικός όρος:
Registry of Toxic Effects of Chemical Substances, RTECS

Μετάφραση: Registry of Toxic Effects of Chemical Substances, RTECS
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος των επικινδύνων ουσιών ταξινομημένων βάσει του ατομικού αριθμού του στοιχείου του πλέον χαρακτηριστικού των ιδιοτήτων τους
Αγγλικός όρος:
List of dangerous substances classified in the order of the atomic number of the element most characteristic of their properties

Μετάφραση: List of dangerous substances classified in the order of the atomic number of the element most characteristic of their properties
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος υποψηφίων ουσιών
Αγγλικός όρος:
Candidate list

Μετάφραση: Candidate list
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος χημικών στοιχείων ταξινομημένων σύμφωνα με τον ατομικό τους αριθμό (Ζ)
Αγγλικός όρος:
List of chemical elements classified according to their atomic number (Z)

Μετάφραση: List of chemical elements classified according to their atomic number (Z)
Ελληνικός όρος:
Κατάλοιπα αντιδράσεων
Αγγλικός όρος:
Reaction residues

Μετάφραση: Reaction residues
Ελληνικός όρος:
Κατάλυση
Αγγλικός όρος:
Catalysis

Μετάφραση: Catalysis
Ελληνικός όρος:
Καταλύτης
Αγγλικός όρος:
Catalyst

Μετάφραση: Catalyst
Ελληνικός όρος:
Καταλυτική αναδόμηση
Αγγλικός όρος:
Catalytic reforming

Μετάφραση: Catalytic reforming
Ελληνικός όρος:
Καταλυτική αφυδρογόνωση
Αγγλικός όρος:
Catalytic dehydrogenation

Μετάφραση: Catalytic dehydrogenation
Ελληνικός όρος:
Καταλυτική διάσπαση
Αγγλικός όρος:
Catalytic cracking

Μετάφραση: Catalytic cracking
Ελληνικός όρος:
Καταλυτική κλίνη
Αγγλικός όρος:
Catalytic dead

Μετάφραση: Catalytic dead
Ελληνικός όρος:
Καταλυτικός μετατροπέας
Αγγλικός όρος:
Catalytic converter

Μετάφραση: Catalytic converter
Ελληνικός όρος:
Καταμερισμός εργασίας
Αγγλικός όρος:
Division of labour

Μετάφραση: Division of labour
Ελληνικός όρος:
Κατανάλωση
Αγγλικός όρος:
Consumption

Μετάφραση: Consumption
Ελληνικός όρος:
Κατανομή
Αγγλικός όρος:
Distribution

Μετάφραση: Distribution
Ελληνικός όρος:
Κατανομή Gauss
Αγγλικός όρος:
Gaussian distribution

Μετάφραση: Gaussian distribution
Ελληνικός όρος:
Κατανομή συχνότητας
Αγγλικός όρος:
Frequency distribution

Μετάφραση: Frequency distribution
Ελληνικός όρος:
Κατανομή φορτίου
Αγγλικός όρος:
Load sharing

Μετάφραση: Load sharing
Ελληνικός όρος:
Κατανομή χρόνου εργασίας
Αγγλικός όρος:
Working time arrangement

Μετάφραση: Working time arrangement
Ελληνικός όρος:
Καταπίνω
Αγγλικός όρος:
Swallow

Μετάφραση: Swallow
Ελληνικός όρος:
Καταπολέμηση του άγχους
Αγγλικός όρος:
Stress management

Μετάφραση: Stress management
Ελληνικός όρος:
Καταπόνηση
Αγγλικός όρος:
Exertion

Μετάφραση: Exertion
Ελληνικός όρος:
Καταπόνηση λόγω ψύχους
Αγγλικός όρος:
Cold stress

Μετάφραση: Cold stress
Ελληνικός όρος:
Κατάποση
Αγγλικός όρος:
Ingestion

Μετάφραση: Ingestion
Ελληνικός όρος:
Καταπραϋντικά
Αγγλικός όρος:
Sedatives

Μετάφραση: Sedatives
Ελληνικός όρος:
Κατάργηση ή ακύρωση ή ανάκληση
Αγγλικός όρος:
Repeal

Μετάφραση: Repeal
Ελληνικός όρος:
Καταρράκτης προκαλούμενος από θερμική ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Cataracts caused by heat radiation

Μετάφραση: Cataracts caused by heat radiation
Ελληνικός όρος:
Κατασκευαστική βιομηχανία
Αγγλικός όρος:
Construction industry

Μετάφραση: Construction industry
Ελληνικός όρος:
Κατασκευή
Αγγλικός όρος:
Construction

Μετάφραση: Construction
Ελληνικός όρος:
Κατασκευή επίπεδης οροφής
Αγγλικός όρος:
Flat roof construction

Μετάφραση: Flat roof construction
Ελληνικός όρος:
Κατασκευή μονώσεων
Αγγλικός όρος:
Insulation construction

Μετάφραση: Insulation construction

Ακολουθήστε μας