Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 4537 - 4572 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Κατασκευή οπλισμένου σκυροδέματος
Αγγλικός όρος:
Reinforced concrete construction

Μετάφραση: Reinforced concrete construction
Ελληνικός όρος:
Κατασκευή πεζοδρόμων
Αγγλικός όρος:
Construction of footways

Μετάφραση: Construction of footways
Ελληνικός όρος:
Κατασκευή σωληνοδικτύων
Αγγλικός όρος:
Pipeline construction

Μετάφραση: Pipeline construction
Ελληνικός όρος:
Κατάσταση έκτακτης ανάγκης
Αγγλικός όρος:
Emergency situation

Μετάφραση: Emergency situation
Ελληνικός όρος:
Κατάσταση έκτακτης ανάγκης από ακτινοβολίες
Αγγλικός όρος:
Radiological emergency

Μετάφραση: Radiological emergency
Ελληνικός όρος:
Κατάστημα χονδρικού εμπορίου
Αγγλικός όρος:
Cash & Carry

Μετάφραση: Cash & Carry
Ελληνικός όρος:
Καταστροφή
Αγγλικός όρος:
Destruction, catastrophe, disaster

Μετάφραση: Destruction, catastrophe, disaster
Ελληνικός όρος:
Καταστροφικοί ανιχνευτές
Αγγλικός όρος:
Destructive detectors

Μετάφραση: Destructive detectors
Ελληνικός όρος:
Κατάστρωμα
Αγγλικός όρος:
Deck

Μετάφραση: Deck
Ελληνικός όρος:
Κατάταξη σε ζώνες
Αγγλικός όρος:
Zoning

Μετάφραση: Zoning
Ελληνικός όρος:
Κατατεμαχισμός
Αγγλικός όρος:
Pyrolysis, cracking

Μετάφραση: Pyrolysis, cracking
Ελληνικός όρος:
Κατάχρηση ή κακοποίηση ή κακομεταχείριση
Αγγλικός όρος:
Abuse (e.g. drug)

Μετάφραση: Abuse (e.g. drug)
Ελληνικός όρος:
Κατάχρηση ουσιών
Αγγλικός όρος:
Substance abuse

Μετάφραση: Substance abuse
Ελληνικός όρος:
Κατάχρηση φαρμάκων
Αγγλικός όρος:
Drug abuse

Μετάφραση: Drug abuse
Ελληνικός όρος:
Καταχώρηση
Αγγλικός όρος:
Registration

Μετάφραση: Registration
Ελληνικός όρος:
Καταχώρηση ε.α.ο. (εκτός άλλως οριζόμενο)
Αγγλικός όρος:
Not otherwise specified entry, NOS entry

Μετάφραση: Not otherwise specified entry, NOS entry
Ελληνικός όρος:
Κανονισμός για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων
Αγγλικός όρος:
1η Μετάφραση: Regulation concerning the Registration, Evaluation, Authorisation and Restriction of Chemicals (REACH)

Ελληνικός όρος:
Καταχωρίζων
Αγγλικός όρος:
Registrant

Μετάφραση: Registrant
Ελληνικός όρος:
Καταχώριση, Αξιολόγηση, Αδειοδότηση και Περιορισμοί των χημικών προϊόντων
Αγγλικός όρος:
Registration, Evaluation, Authorisation and Restriction of Chemicals (REACH)

Μετάφραση: Registration, Evaluation, Authorisation and Restriction of Chemicals (REACH)
Ελληνικός όρος:
Καταχωρών
Αγγλικός όρος:
Registrant

Μετάφραση: Registrant
Ελληνικός όρος:
Κατεδάφιση
Αγγλικός όρος:
Demolition, taking down

Μετάφραση: Demolition, taking down
Ελληνικός όρος:
Κατεδάφιση με χρήση κινητού εξοπλισμού ανακύκλωσης
Αγγλικός όρος:
Demolition work employing mobile recycling plants

Μετάφραση: Demolition work employing mobile recycling plants
Ελληνικός όρος:
Κατεργασία
Αγγλικός όρος:
Treatment

Μετάφραση: Treatment
Ελληνικός όρος:
Κατεργασία μετάλλων
Αγγλικός όρος:
Metal treatment

Μετάφραση: Metal treatment
Ελληνικός όρος:
Κατεργασίες επιφανειών
Αγγλικός όρος:
Treating surfaces

Μετάφραση: Treating surfaces
Ελληνικός όρος:
Κατευθυντήριες γραμμές
Αγγλικός όρος:
Guidelines

Μετάφραση: Guidelines
Ελληνικός όρος:
Κατευθυντήριες τιμές Βιολογικής Παρακολούθησης (ΗΒ)
Αγγλικός όρος:
Biological Monitoring Guidance Values (UK)

Μετάφραση: Biological Monitoring Guidance Values (UK)
Ελληνικός όρος:
Κατεχόλη
Αγγλικός όρος:
Catechol

Μετάφραση: Catechol
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία
Αγγλικός όρος:
Class, category

Μετάφραση: Class, category
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία απαιτήσεων ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality requirement category

Μετάφραση: Quality requirement category
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία θερμοκρασίας
Αγγλικός όρος:
Temperature class

Μετάφραση: Temperature class
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Hazard category

Μετάφραση: Hazard category
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία συσκευών
Αγγλικός όρος:
Equipment category

Μετάφραση: Equipment category
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία χρήσης και έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Use and exposure category

Μετάφραση: Use and exposure category
Ελληνικός όρος:
Κατηγορίες εργαζομένων
Αγγλικός όρος:
Type of workers

Μετάφραση: Type of workers
Ελληνικός όρος:
Κατιόν
Αγγλικός όρος:
Cation

Μετάφραση: Cation

Ακολουθήστε μας