Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 4573 - 4608 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Κατιόν κυκλοπεντενυλίου
Αγγλικός όρος:
Cyclopentenyl cation

Μετάφραση: Cyclopentenyl cation
Ελληνικός όρος:
Κατιόν κυκλοπροπενίου
Αγγλικός όρος:
Cyclopropenyl cation

Μετάφραση: Cyclopropenyl cation
Ελληνικός όρος:
Κατιούσα χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Descending Paper Chromatography

Μετάφραση: Descending Paper Chromatography
Ελληνικός όρος:
Κατοπτρικές καταχωρήσεις
Αγγλικός όρος:
Mirror entries

Μετάφραση: Mirror entries
Ελληνικός όρος:
Κάτοχος
Αγγλικός όρος:
keeper

Μετάφραση: keeper
Ελληνικός όρος:
Κατσαβίδι
Αγγλικός όρος:
Screwdriver

Μετάφραση: Screwdriver
Ελληνικός όρος:
Κάτω άκρα
Αγγλικός όρος:
Lower limbs

Μετάφραση: Lower limbs
Ελληνικός όρος:
Κάτω απόληξη φρέατος
Αγγλικός όρος:
Pit

Μετάφραση: Pit
Ελληνικός όρος:
Κατώτατη δόση με παρατηρήσιμη επιβλαβή επίδραση
Αγγλικός όρος:
Lowest dose of adverse health effects, LDAHE

Μετάφραση: Lowest dose of adverse health effects, LDAHE
Ελληνικός όρος:
Κατώτατο όριο εκρηκτικότητας
Αγγλικός όρος:
Lower explosion limit

Μετάφραση: Lower explosion limit
Ελληνικός όρος:
Κατώτερη θερμογόνος δύναμη
Αγγλικός όρος:
Lower calorific value of a fuel (Hu)

Μετάφραση: Lower calorific value of a fuel (Hu)
Ελληνικός όρος:
Κατώτερο αναπνευστικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Lower respiratory system

Μετάφραση: Lower respiratory system
Ελληνικός όρος:
Κατώτερο εκρηκτικό όριο
Αγγλικός όρος:
Lower Explosive Limit, LEL

Μετάφραση: Lower Explosive Limit, LEL
Ελληνικός όρος:
Κατώτερο όριο ανάφλεξης
Αγγλικός όρος:
Lower Explosive Limit, LEL

Μετάφραση: Lower Explosive Limit, LEL
Ελληνικός όρος:
Κατώτερο όριο εκτίμησης
Αγγλικός όρος:
Lower assessment threshold

Μετάφραση: Lower assessment threshold
Ελληνικός όρος:
Καυσαέρια
Αγγλικός όρος:
Exhaust gases, exhausts, flue gases

Μετάφραση: Exhaust gases, exhausts, flue gases
Ελληνικός όρος:
Καύση
Αγγλικός όρος:
Combustion

Μετάφραση: Combustion
Ελληνικός όρος:
Καύσιμα υγρά
Αγγλικός όρος:
Combustible liquids

Μετάφραση: Combustible liquids
Ελληνικός όρος:
Καύσιμα υπολείμματα
Αγγλικός όρος:
Residual fuel oils

Μετάφραση: Residual fuel oils
Ελληνικός όρος:
Καύσιμο
Αγγλικός όρος:
Fuel, combustible

Μετάφραση: Fuel, combustible
Ελληνικός όρος:
Καύσιμο υλικό
Αγγλικός όρος:
Combustible material

Μετάφραση: Combustible material
Ελληνικός όρος:
Καυστική-φρυγμένη μαγνησία
Αγγλικός όρος:
Caustic-calcinated, light-burned magnesia

Μετάφραση: Caustic-calcinated, light-burned magnesia
Ελληνικός όρος:
Καφάσι
Αγγλικός όρος:
Crate

Μετάφραση: Crate
Ελληνικός όρος:
Καφέ αμίαντος
Αγγλικός όρος:
Brown asbestos

Μετάφραση: Brown asbestos
Ελληνικός όρος:
Καφεΐνη
Αγγλικός όρος:
Caffeine

Μετάφραση: Caffeine
Ελληνικός όρος:
Κάψουλα
Αγγλικός όρος:
Capsule

Μετάφραση: Capsule
Ελληνικός όρος:
Κέλβιν
Αγγλικός όρος:
Kelvin

Μετάφραση: Kelvin
Ελληνικός όρος:
Κελλοβιόζη
Αγγλικός όρος:
Cellobiose

Μετάφραση: Cellobiose
Ελληνικός όρος:
Κέλυφος
Αγγλικός όρος:
Shell

Μετάφραση: Shell
Ελληνικός όρος:
Κενό
Αγγλικός όρος:
Vacuum

Μετάφραση: Vacuum
Ελληνικός όρος:
Κενό βυτιοφόρο
Αγγλικός όρος:
Empty tank vehicle

Μετάφραση: Empty tank vehicle
Ελληνικός όρος:
Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των Ηνωμένων Πολιτειών
Αγγλικός όρος:
U.S Centers for Disease Control and Prevention, CDC

Μετάφραση: U.S Centers for Disease Control and Prevention, CDC
Ελληνικός όρος:
Κεντρική γραμμή
Αγγλικός όρος:
Central line

Μετάφραση: Central line
Ελληνικός όρος:
Κεντρική μονάδα επεξεργασίας
Αγγλικός όρος:
Central processing unit, CPU

Μετάφραση: Central processing unit, CPU
Ελληνικός όρος:
Κεντρική τιμή
Αγγλικός όρος:
Central value

Μετάφραση: Central value
Ελληνικός όρος:
Κεντρικό νευρικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Central nervous system, CNS

Μετάφραση: Central nervous system, CNS

Ακολουθήστε μας