Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 4861 - 4896 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Κρουστικά βελόνια
Αγγλικός όρος:
Needle scalers

Μετάφραση: Needle scalers
Ελληνικός όρος:
Κρουστική διάτρηση
Αγγλικός όρος:
Impact drilling

Μετάφραση: Impact drilling
Ελληνικός όρος:
Κρουστική σφύρα
Αγγλικός όρος:
Pneumatic pick

Μετάφραση: Pneumatic pick
Ελληνικός όρος:
Κρουστικό κλειδί
Αγγλικός όρος:
Impact wrench

Μετάφραση: Impact wrench
Ελληνικός όρος:
Κρουστικό τρυπάνι
Αγγλικός όρος:
Impact drill

Μετάφραση: Impact drill
Ελληνικός όρος:
Κρουφομικό άλας
Αγγλικός όρος:
Crufomate

Μετάφραση: Crufomate
Ελληνικός όρος:
Κρυογονικό δοχείο
Αγγλικός όρος:
Cryogenic receptacle

Μετάφραση: Cryogenic receptacle
Ελληνικός όρος:
Κρυόλιθος
Αγγλικός όρος:
Kryolith or cryolite

Μετάφραση: Kryolith or cryolite
Ελληνικός όρος:
Κρυοπαγήματα
Αγγλικός όρος:
Frostbites

Μετάφραση: Frostbites
Ελληνικός όρος:
Κρύος
Αγγλικός όρος:
Cold

Μετάφραση: Cold
Ελληνικός όρος:
Κρυοφλουοράνη ή φρέον 114 ή 1,2-διχλωρο-1,1,2,2-τετραφθοροαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Cryofluorane, Freon 114, 1,2-dichloro-1,1,2,2-tetrafluoroethane

Μετάφραση: Cryofluorane, Freon 114, 1,2-dichloro-1,1,2,2-tetrafluoroethane
Ελληνικός όρος:
Κρυπτό
Αγγλικός όρος:
Krypton (Kr)

Μετάφραση: Krypton (Kr)
Ελληνικός όρος:
Κρύσταλλοι
Αγγλικός όρος:
Crystals

Μετάφραση: Crystals
Ελληνικός όρος:
Κρυσταλλοτρίοδος
Αγγλικός όρος:
Transistor

Μετάφραση: Transistor
Ελληνικός όρος:
Κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα
Αγγλικός όρος:
Veterinary medicinal products

Μετάφραση: Veterinary medicinal products
Ελληνικός όρος:
Κτήριο ή κτίριο
Αγγλικός όρος:
Building

Μετάφραση: Building
Ελληνικός όρος:
Κτύπημα από πρόσκρουση σε αντικείμενο
Αγγλικός όρος:
Hurting oneself on an object

Μετάφραση: Hurting oneself on an object
Ελληνικός όρος:
Κτυπογενής θόρυβος
Αγγλικός όρος:
Impact sound

Μετάφραση: Impact sound
Ελληνικός όρος:
Κυαλοθρίνη
Αγγλικός όρος:
Cyhalothrine

Μετάφραση: Cyhalothrine
Ελληνικός όρος:
Κυαναζίνη
Αγγλικός όρος:
Cyanazine

Μετάφραση: Cyanazine
Ελληνικός όρος:
Κυαναμίδιο
Αγγλικός όρος:
Cyanamide

Μετάφραση: Cyanamide
Ελληνικός όρος:
Κυαναμίδιο του ασβεστίου
Αγγλικός όρος:
Calcium cyanamide

Μετάφραση: Calcium cyanamide
Ελληνικός όρος:
Κυανίδια
Αγγλικός όρος:
Cyanides

Μετάφραση: Cyanides
Ελληνικός όρος:
Κυανίδιο του υδρογόνου
Αγγλικός όρος:
Hydrogen cyanide, hydrocyanic acid, formonitrile, prussic acid

Μετάφραση: Hydrogen cyanide, hydrocyanic acid, formonitrile, prussic acid
Ελληνικός όρος:
Κυανικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Cyanates

Μετάφραση: Cyanates
Ελληνικός όρος:
Κυανικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Cyanic acid

Μετάφραση: Cyanic acid
Ελληνικός όρος:
Κυανιούχα άλατα
Αγγλικός όρος:
Cyanide salts

Μετάφραση: Cyanide salts
Ελληνικός όρος:
Κυανιούχο αλλύλιο
Αγγλικός όρος:
Allyl cyanide

Μετάφραση: Allyl cyanide
Ελληνικός όρος:
Κυανιούχο ιόν
Αγγλικός όρος:
Cyanide ion

Μετάφραση: Cyanide ion
Ελληνικός όρος:
Κυανιούχος χαλκός
Αγγλικός όρος:
Copper cyanide

Μετάφραση: Copper cyanide
Ελληνικός όρος:
Κυανο-2-προπανόλη 2-
Αγγλικός όρος:
2-cyano-2-propanol, Acetone cyanohydrin, 2-methylacetonitrile

Μετάφραση: 2-cyano-2-propanol, Acetone cyanohydrin, 2-methylacetonitrile
Ελληνικός όρος:
Κυανοακρυλική ένωση
Αγγλικός όρος:
Κυανοακρυλική ένωση

Μετάφραση: Κυανοακρυλική ένωση
Ελληνικός όρος:
Κυανοακρυλικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl cyanoacrylate

Μετάφραση: Ethyl cyanoacrylate
Ελληνικός όρος:
Κυανοακρυλικός μεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Methyl cyanoacrilate

Μετάφραση: Methyl cyanoacrilate
Ελληνικός όρος:
Κυανοβουτυρικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl cyanobutyrate

Μετάφραση: Ethyl cyanobutyrate
Ελληνικός όρος:
Κυανογόνο ή δικυάνιο ή αιθανοδινιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Cyanogen or dicyan or ethane dinitrile

Μετάφραση: Cyanogen or dicyan or ethane dinitrile

Ακολουθήστε μας