Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 4933 - 4968 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Κυκλοπεντυλοξικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl cyclopentylacetate

Μετάφραση: Ethyl cyclopentylacetate
Ελληνικός όρος:
Κυκλοπροπανοκαρβοξυλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Cyclopropane carboxylic acid

Μετάφραση: Cyclopropane carboxylic acid
Ελληνικός όρος:
Κυκλοπροπυλοκατιόν
Αγγλικός όρος:
Cyclopropyl cation

Μετάφραση: Cyclopropyl cation
Ελληνικός όρος:
Κύκλος διορθωτικής προσαρμογής ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality correction cycle

Μετάφραση: Quality correction cycle
Ελληνικός όρος:
Κύκλος ζωής
Αγγλικός όρος:
Life-cycle

Μετάφραση: Life-cycle
Ελληνικός όρος:
Κύκλος ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality circle

Μετάφραση: Quality circle
Ελληνικός όρος:
Κυκλοφορία του αέρα
Αγγλικός όρος:
Air circulation

Μετάφραση: Air circulation
Ελληνικός όρος:
Κύκλωμα
Αγγλικός όρος:
Circuit

Μετάφραση: Circuit
Ελληνικός όρος:
Κύκλωμα διαιρέτη
Αγγλικός όρος:
Divider circuit

Μετάφραση: Divider circuit
Ελληνικός όρος:
Κυλινδροβαφή
Αγγλικός όρος:
Rollering

Μετάφραση: Rollering
Ελληνικός όρος:
Κυλινδροποίηση
Αγγλικός όρος:
Rolling

Μετάφραση: Rolling
Ελληνικός όρος:
Κύλινδρος
Αγγλικός όρος:
Cylinder

Μετάφραση: Cylinder
Ελληνικός όρος:
Κυλιόμενη κλίμακα
Αγγλικός όρος:
Escalator

Μετάφραση: Escalator
Ελληνικός όρος:
Κυλιόμενο πεζοδρόμιο
Αγγλικός όρος:
Passenger conveyor

Μετάφραση: Passenger conveyor
Ελληνικός όρος:
Κύμα
Αγγλικός όρος:
Wave

Μετάφραση: Wave
Ελληνικός όρος:
Κυματαριθμός
Αγγλικός όρος:
Wavenumber

Μετάφραση: Wavenumber
Ελληνικός όρος:
Κυμένια
Αγγλικός όρος:
Cymenes

Μετάφραση: Cymenes
Ελληνικός όρος:
Κύπριο
Αγγλικός όρος:
Copper, Cu

Μετάφραση: Copper, Cu
Ελληνικός όρος:
Κυριακάτικη εργασία
Αγγλικός όρος:
Sunday working

Μετάφραση: Sunday working
Ελληνικός όρος:
Κύριες συμβάσεις
Αγγλικός όρος:
Principal contracts

Μετάφραση: Principal contracts
Ελληνικός όρος:
Κύριος καταχωρίζων
Αγγλικός όρος:
Lead registrant

Μετάφραση: Lead registrant
Ελληνικός όρος:
Κύριος του έργου
Αγγλικός όρος:
Client

Μετάφραση: Client
Ελληνικός όρος:
Κυρίως προϊόν
Αγγλικός όρος:
Chief product

Μετάφραση: Chief product
Ελληνικός όρος:
Κύρτωση
Αγγλικός όρος:
Kurtosis

Μετάφραση: Kurtosis
Ελληνικός όρος:
Κύρωση
Αγγλικός όρος:
Sanction

Μετάφραση: Sanction
Ελληνικός όρος:
Κυστεΐνη
Αγγλικός όρος:
Cysteine, Cys, C

Μετάφραση: Cysteine, Cys, C
Ελληνικός όρος:
Κυστεϊνυλογλυκίνη
Αγγλικός όρος:
Cysteinylglycine,Cys-Gly

Μετάφραση: Cysteinylglycine,Cys-Gly
Ελληνικός όρος:
Κυστίνη
Αγγλικός όρος:
Cystine, Cys- Cys

Μετάφραση: Cystine, Cys- Cys
Ελληνικός όρος:
Κυτοσίνη
Αγγλικός όρος:
Cytosine, 2-oxo-4-aminopyrimidine

Μετάφραση: Cytosine, 2-oxo-4-aminopyrimidine
Ελληνικός όρος:
Κυτταρικό τοίχωμα
Αγγλικός όρος:
Cell wall

Μετάφραση: Cell wall
Ελληνικός όρος:
Κυτταρικός
Αγγλικός όρος:
Cellular

Μετάφραση: Cellular
Ελληνικός όρος:
Κυτταρίνη ή κελλουλόζη
Αγγλικός όρος:
Cellulose

Μετάφραση: Cellulose
Ελληνικός όρος:
Κύτταρο
Αγγλικός όρος:
Cell

Μετάφραση: Cell
Ελληνικός όρος:
Κυτταροτοξικά φάρμακα
Αγγλικός όρος:
Cytotoxic medicine (drugs)

Μετάφραση: Cytotoxic medicine (drugs)
Ελληνικός όρος:
Κυψέλη καυσίμου
Αγγλικός όρος:
Fuel cell

Μετάφραση: Fuel cell
Ελληνικός όρος:
Κυψελίδα Golay (αέριο θερμόμετρο)
Αγγλικός όρος:
Golay cell

Μετάφραση: Golay cell

Ακολουθήστε μας