Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1441 - 1476 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Άσφαλτος
Αγγλικός όρος:
Bitumen

Μετάφραση: Bitumen
Ελληνικός όρος:
Άσφαλτος ή κώκ πετρελαίου
Αγγλικός όρος:
Asphalt, petroleum coke

Μετάφραση: Asphalt, petroleum coke
Ελληνικός όρος:
Άσφαλτος χαμηλής θερμοκρασίας
Αγγλικός όρος:
Low temperature asphalt

Μετάφραση: Low temperature asphalt
Ελληνικός όρος:
Ασφαλτόστρωση
Αγγλικός όρος:
Paving work

Μετάφραση: Paving work
Ελληνικός όρος:
Ασφυξία
Αγγλικός όρος:
Asphyxiation

Μετάφραση: Asphyxiation
Ελληνικός όρος:
Ασφυξιογόνα
Αγγλικός όρος:
Asphyxiants

Μετάφραση: Asphyxiants
Ελληνικός όρος:
Ατμόλουτρο
Αγγλικός όρος:
Sauna

Μετάφραση: Sauna
Ελληνικός όρος:
Ατμόπηκτα μελάνια
Αγγλικός όρος:
Steam-set printing inks

Μετάφραση: Steam-set printing inks
Ελληνικός όρος:
Ατμός
Αγγλικός όρος:
Vapor

Μετάφραση: Vapor
Ελληνικός όρος:
Ατμοσφαιρικές συνθήκες
Αγγλικός όρος:
Atmospheric conditions

Μετάφραση: Atmospheric conditions
Ελληνικός όρος:
Ατμοσφαιρικό αέριο
Αγγλικός όρος:
Atmosphere gas

Μετάφραση: Atmosphere gas
Ελληνικός όρος:
Ατμοσφαιρικοί ρύποι
Αγγλικός όρος:
Air pollutants

Μετάφραση: Air pollutants
Ελληνικός όρος:
Άτομα με ειδικές ανάγκες
Αγγλικός όρος:
Persons with special needs

Μετάφραση: Persons with special needs
Ελληνικός όρος:
Άτομα που εκτίθενται άμεσα μέσω του περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Humans exposed directly via the environment

Μετάφραση: Humans exposed directly via the environment
Ελληνικός όρος:
Ατομικά βοηθήματα επίπλευσης
Αγγλικός όρος:
Personal buoyancy aids

Μετάφραση: Personal buoyancy aids
Ελληνικός όρος:
Ατομικά μέσα προστασίας της ακοής
Αγγλικός όρος:
Personal hearing protectors

Μετάφραση: Personal hearing protectors
Ελληνικός όρος:
Ατομική εργασία
Αγγλικός όρος:
Individual work, working alone

Μετάφραση: Individual work, working alone
Ελληνικός όρος:
Ατομική παρακολούθηση
Αγγλικός όρος:
Personal monitoring

Μετάφραση: Personal monitoring
Ελληνικός όρος:
Ατομική προστασία
Αγγλικός όρος:
Personal protection

Μετάφραση: Personal protection
Ελληνικός όρος:
Ατομική υγιεινή
Αγγλικός όρος:
Personal hygiene

Μετάφραση: Personal hygiene
Ελληνικός όρος:
Ατομικό βάρος (AB)
Αγγλικός όρος:
Atomic weight, AW

Μετάφραση: Atomic weight, AW
Ελληνικός όρος:
Ατομικός φθορισμός
Αγγλικός όρος:
Atomic fluorescence

Μετάφραση: Atomic fluorescence
Ελληνικός όρος:
Άτομο (π.χ. στοιχείου)
Αγγλικός όρος:
Atom

Μετάφραση: Atom
Ελληνικός όρος:
Άτομο ή μονάδα (π.χ. εργαζόμενος)
Αγγλικός όρος:
Individual

Μετάφραση: Individual
Ελληνικός όρος:
Ατομοποίηση
Αγγλικός όρος:
Atomization

Μετάφραση: Atomization
Ελληνικός όρος:
Ατραζίνη
Αγγλικός όρος:
Atrazine

Μετάφραση: Atrazine
Ελληνικός όρος:
Ατροπίνη
Αγγλικός όρος:
Atropine

Μετάφραση: Atropine
Ελληνικός όρος:
Ατσάλινος σκελετός
Αγγλικός όρος:
Steel frame

Μετάφραση: Steel frame
Ελληνικός όρος:
Ατύχημα
Αγγλικός όρος:
Accident

Μετάφραση: Accident
Ελληνικός όρος:
Ατύχημα κατά τη μετάβαση προς και από την εργασία
Αγγλικός όρος:
Commuting accidents

Μετάφραση: Commuting accidents
Ελληνικός όρος:
Ατύχημα μεγάλης έκτασης
Αγγλικός όρος:
Major accident

Μετάφραση: Major accident
Ελληνικός όρος:
Ατυχήματα με απουσία άνω των τριών ημερών
Αγγλικός όρος:
3 days or more-accidents

Μετάφραση: 3 days or more-accidents
Ελληνικός όρος:
Ατυχήματα που οφείλονται σε μετακινήσεις στον χώρο εργασίας
Αγγλικός όρος:
Transport accidents at the workplace

Μετάφραση: Transport accidents at the workplace
Ελληνικός όρος:
Ατυχήματα που οφείλονται στη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων
Αγγλικός όρος:
Transport accidents of dangerous goods

Μετάφραση: Transport accidents of dangerous goods
Ελληνικός όρος:
Ατυχήματα που οφείλονται στο ηλεκτρικό ρεύμα
Αγγλικός όρος:
Electrical accidents

Μετάφραση: Electrical accidents
Ελληνικός όρος:
Ατυχήματα στον τομέα των κατασκευών
Αγγλικός όρος:
Construction accidents

Μετάφραση: Construction accidents

Ακολουθήστε μας