Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1297 - 1332 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Άργυρος
Αγγλικός όρος:
Silver

Μετάφραση: Silver
Ελληνικός όρος:
Άρδευση ή πότισμα
Αγγλικός όρος:
Irrigation

Μετάφραση: Irrigation
Ελληνικός όρος:
Αρεκαϊδίνη
Αγγλικός όρος:
Arecaidine

Μετάφραση: Arecaidine
Ελληνικός όρος:
Αρένια
Αγγλικός όρος:
Arenes

Μετάφραση: Arenes
Ελληνικός όρος:
Αρθρίτιδα
Αγγλικός όρος:
Arthritis

Μετάφραση: Arthritis
Ελληνικός όρος:
Άρθρο (π.χ. νόμου)
Αγγλικός όρος:
Article

Μετάφραση: Article
Ελληνικός όρος:
Αρθρώσεις
Αγγλικός όρος:
Joints

Μετάφραση: Joints
Ελληνικός όρος:
Αριθμός UN
Αγγλικός όρος:
UN number

Μετάφραση: UN number
Ελληνικός όρος:
Αριθμός Καταλόγου Υπηρεσίας Περιλήψεων Χημικών Μελετών
Αγγλικός όρος:
Chemical Abstracts Service Registry Number, CAS#

Μετάφραση: Chemical Abstracts Service Registry Number, CAS#
Ελληνικός όρος:
Αριθμός οκτανίου
Αγγλικός όρος:
Octane number

Μετάφραση: Octane number
Ελληνικός όρος:
Αριθμός συστατικών
Αγγλικός όρος:
Number of ingredients

Μετάφραση: Number of ingredients
Ελληνικός όρος:
Αρμόδια αρχή
Αγγλικός όρος:
Competent authority, CA

Μετάφραση: Competent authority, CA
Ελληνικός όρος:
Αρμόδια Αρχή Κράτους Μέλους
Αγγλικός όρος:
Member State Competent Authority, MSCA

Μετάφραση: Member State Competent Authority, MSCA
Ελληνικός όρος:
Αρμόδιο πρόσωπο
Αγγλικός όρος:
Competent person

Μετάφραση: Competent person
Ελληνικός όρος:
Αρμόδιοι χάραξης πολιτικής
Αγγλικός όρος:
Policy makers

Μετάφραση: Policy makers
Ελληνικός όρος:
Αρμόδιος φορέας
Αγγλικός όρος:
Competent institution, Competent authority

Μετάφραση: Competent institution, Competent authority
Ελληνικός όρος:
Αρμοδιότητα
Αγγλικός όρος:
Authority, competency

Μετάφραση: Authority, competency
Ελληνικός όρος:
Αρμολογημένη πλινθοδομή
Αγγλικός όρος:
Clinker construction

Μετάφραση: Clinker construction
Ελληνικός όρος:
Αρμολόγηση
Αγγλικός όρος:
Jointing

Μετάφραση: Jointing
Ελληνικός όρος:
Αρμονικός μέσος όρος
Αγγλικός όρος:
Harmonic mean

Μετάφραση: Harmonic mean
Ελληνικός όρος:
Αρμός
Αγγλικός όρος:
Joint

Μετάφραση: Joint
Ελληνικός όρος:
Αροχλώρ
Αγγλικός όρος:
Aroclor, Polychlorinated biphenyls, clofen, PCBs

Μετάφραση: Aroclor, Polychlorinated biphenyls, clofen, PCBs
Ελληνικός όρος:
Αρπάγη (εκσκαφέα)
Αγγλικός όρος:
Clamshell

Μετάφραση: Clamshell
Ελληνικός όρος:
Αρρυθμία
Αγγλικός όρος:
Arrhythmia

Μετάφραση: Arrhythmia
Ελληνικός όρος:
Άρρωστος
Αγγλικός όρος:
Patient

Μετάφραση: Patient
Ελληνικός όρος:
Αρσενικικό ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calcium arsenate

Μετάφραση: Calcium arsenate
Ελληνικός όρος:
Αρσενικικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Arsenic acid

Μετάφραση: Arsenic acid
Ελληνικός όρος:
Αρσενικικός μόλυβδος
Αγγλικός όρος:
Lead arsenate

Μετάφραση: Lead arsenate
Ελληνικός όρος:
Αρσενικό
Αγγλικός όρος:
Arsenic, As

Μετάφραση: Arsenic, As
Ελληνικός όρος:
Αρσενικός
Αγγλικός όρος:
Male

Μετάφραση: Male
Ελληνικός όρος:
Αρσενικώδες οξύ
Αγγλικός όρος:
Arsenious acid

Μετάφραση: Arsenious acid
Ελληνικός όρος:
Άρση ή σήκωμα βάρους ή ανύψωση βάρους
Αγγλικός όρος:
Lifting

Μετάφραση: Lifting
Ελληνικός όρος:
Αρσίνη
Αγγλικός όρος:
Arsine

Μετάφραση: Arsine
Ελληνικός όρος:
Αρτάνες
Αγγλικός όρος:
Slings

Μετάφραση: Slings
Ελληνικός όρος:
Αρτάνες αιώρησης
Αγγλικός όρος:
Swings

Μετάφραση: Swings
Ελληνικός όρος:
Αρτηριακή πίεση
Αγγλικός όρος:
Blood pressure, arterial pressure

Μετάφραση: Blood pressure, arterial pressure

Ακολουθήστε μας