Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1405 - 1440 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Αστάρι
Αγγλικός όρος:
Primer

Μετάφραση: Primer
Ελληνικός όρος:
Αστάρια φωσφάτωσης
Αγγλικός όρος:
Wash primers

Μετάφραση: Wash primers
Ελληνικός όρος:
Αστάρωμα
Αγγλικός όρος:
Priming

Μετάφραση: Priming
Ελληνικός όρος:
Άστατο ή αστάτιο
Αγγλικός όρος:
Astatine, At

Μετάφραση: Astatine, At
Ελληνικός όρος:
Αστική ευθύνη τρίτων
Αγγλικός όρος:
Third party liability

Μετάφραση: Third party liability
Ελληνικός όρος:
Αστοχία
Αγγλικός όρος:
Failure

Μετάφραση: Failure
Ελληνικός όρος:
Αστοχία λόγω κοινής αιτίας
Αγγλικός όρος:
Common cause failure

Μετάφραση: Common cause failure
Ελληνικός όρος:
Αστοχία λόγω κοινής κατάστασης
Αγγλικός όρος:
Common mode failure

Μετάφραση: Common mode failure
Ελληνικός όρος:
Αστράγαλος
Αγγλικός όρος:
Ankle

Μετάφραση: Ankle
Ελληνικός όρος:
Αστρέβλωτο εκτίμημα
Αγγλικός όρος:
Unbiased estimate

Μετάφραση: Unbiased estimate
Ελληνικός όρος:
Ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον παραγωγό
Αγγλικός όρος:
Incompatible materials to be indicated by the manufacturer

Μετάφραση: Incompatible materials to be indicated by the manufacturer
Ελληνικός όρος:
Ασυνεχείς κατανομές
Αγγλικός όρος:
Discrete distributions

Μετάφραση: Discrete distributions
Ελληνικός όρος:
Ασύρματος
Αγγλικός όρος:
Wireless

Μετάφραση: Wireless
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Safety

Μετάφραση: Safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια (ηλεκτρική)
Αγγλικός όρος:
Fuse

Μετάφραση: Fuse
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια (φύλαξη)
Αγγλικός όρος:
Security

Μετάφραση: Security
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια ανθρώπινης ζωής στην θάλασσα
Αγγλικός όρος:
Safety of Life and Sea, SOLAS

Μετάφραση: Safety of Life and Sea, SOLAS
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια κοχλιωτή
Αγγλικός όρος:
Plug fuse

Μετάφραση: Plug fuse
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια κυλινδρική
Αγγλικός όρος:
Cartridge fuse

Μετάφραση: Cartridge fuse
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια μηχανής /εξοπλισμού
Αγγλικός όρος:
Safety of machinery

Μετάφραση: Safety of machinery
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια στα εργαστήρια
Αγγλικός όρος:
Laboratory safety

Μετάφραση: Laboratory safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια στα ορυχεία ή τα μεταλλεία
Αγγλικός όρος:
Mine safety

Μετάφραση: Mine safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Occupational safety

Μετάφραση: Occupational safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια στον κλάδο των κατασκευών
Αγγλικός όρος:
Construction safety

Μετάφραση: Construction safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια τροφίμων
Αγγλικός όρος:
Food safety

Μετάφραση: Food safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια των μεταφορών
Αγγλικός όρος:
Transport safety

Μετάφραση: Transport safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια των μηχανών
Αγγλικός όρος:
Machine safety

Μετάφραση: Machine safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια υγείας
Αγγλικός όρος:
Health insurance

Μετάφραση: Health insurance
Ελληνικός όρος:
Ασφαλείς για τον άνθρωπο – ασφαλείς για θερμές εργασίες
Αγγλικός όρος:
Safe for men – safe for fire

Μετάφραση: Safe for men – safe for fire
Ελληνικός όρος:
Ασφαλείς για τον άνθρωπο – μη ασφαλείς για θερμές εργασίες
Αγγλικός όρος:
Safe for men – not safe for fire

Μετάφραση: Safe for men – not safe for fire
Ελληνικός όρος:
Ασφαλής κατάσταση ή ασφαλής λειτουργία
Αγγλικός όρος:
Safety function

Μετάφραση: Safety function
Ελληνικός όρος:
Ασφαλής χρήση
Αγγλικός όρος:
Safe use

Μετάφραση: Safe use
Ελληνικός όρος:
Ασφάλιση υγείας
Αγγλικός όρος:
Health insurance

Μετάφραση: Health insurance
Ελληνικός όρος:
Ασφαλισμένος
Αγγλικός όρος:
Insured

Μετάφραση: Insured
Ελληνικός όρος:
Ασφαλιστική βαλβίδα ή βαλβίδα ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Safety valve

Μετάφραση: Safety valve
Ελληνικός όρος:
Ασφαλιστικός διακόπτης παροχής αερίου
Αγγλικός όρος:
Excess flow valve

Μετάφραση: Excess flow valve

Ακολουθήστε μας