Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1513 - 1548 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση χρωστικής
Αγγλικός όρος:
Depigmentation

Μετάφραση: Depigmentation
Ελληνικός όρος:
Αφαιρέστε / Βγάλτε αμέσως όλα τα μολυσμένα ρούχα
Αγγλικός όρος:
Remove/Take off immediately all contaminated clothing

Μετάφραση: Remove/Take off immediately all contaminated clothing
Ελληνικός όρος:
Αφαιρέστε αμέσως όλα τα ενδύματα που έχουν μολυνθεί
Αγγλικός όρος:
Take off immediately all contaminated clothing

Μετάφραση: Take off immediately all contaminated clothing
Ελληνικός όρος:
Αφαιρέστε προσεκτικά τα σωματίδια που έχουν μείνει στο δέρμα
Αγγλικός όρος:
Brush off loose particles from skin

Μετάφραση: Brush off loose particles from skin
Ελληνικός όρος:
Πλύντε με άφθονο δροσερό νερό/τυλίξτε με βρεγμένους επιδέσμους
Αγγλικός όρος:
Immerse in cool water/wrap in wet bandages

Μετάφραση: Immerse in cool water/wrap in wet bandages
Ελληνικός όρος:
Αφαιρούμενο αμάξωμα
Αγγλικός όρος:
Swap body

Μετάφραση: Swap body
Ελληνικός όρος:
Αφθώδης πυρετός
Αγγλικός όρος:
Foot and mouth disease

Μετάφραση: Foot and mouth disease
Ελληνικός όρος:
Άφνιο
Αγγλικός όρος:
Hafnium (Hf)

Μετάφραση: Hafnium (Hf)
Ελληνικός όρος:
Αφροδιόγκωση
Αγγλικός όρος:
Foaming

Μετάφραση: Foaming
Ελληνικός όρος:
Αφρός
Αγγλικός όρος:
Foam

Μετάφραση: Foam
Ελληνικός όρος:
Αφρός γέμισης
Αγγλικός όρος:
Foam filling

Μετάφραση: Foam filling
Ελληνικός όρος:
Αφυδατικό μέσο
Αγγλικός όρος:
Dewatering agent

Μετάφραση: Dewatering agent
Ελληνικός όρος:
Αφυδραλογόνωση
Αγγλικός όρος:
Dehydrohalogenation

Μετάφραση: Dehydrohalogenation
Ελληνικός όρος:
Αφυδραργύρωση
Αγγλικός όρος:
Demercuration

Μετάφραση: Demercuration
Ελληνικός όρος:
Αφυδροαβιετικό
Αγγλικός όρος:
Dehydroabietic

Μετάφραση: Dehydroabietic
Ελληνικός όρος:
Αφυδροχολιστερόλη ή δεϋδροχολιστερόλη
Αγγλικός όρος:
Dehydrocholesterol

Μετάφραση: Dehydrocholesterol
Ελληνικός όρος:
Αξιολόγηση Χημικής Ασφάλειας, ΑΧΑ
Αγγλικός όρος:
Chemical Safety Assessment, CSA

Μετάφραση: Chemical Safety Assessment, CSA
Ελληνικός όρος:
Αχλαδέλαιο
Αγγλικός όρος:
Amyl acetate, pentyl acetate, pear oil

Μετάφραση: Amyl acetate, pentyl acetate, pear oil
Ελληνικός όρος:
α-χλωροακετοφαινόνη ή δακρυγόνο αέριο
Αγγλικός όρος:
α-chloroacetophenone, tear gas

Μετάφραση: α-chloroacetophenone, tear gas
Ελληνικός όρος:
Άχρωμο
Αγγλικός όρος:
Colourless

Μετάφραση: Colourless
Ελληνικός όρος:
Βαγάσση
Αγγλικός όρος:
Bagasse

Μετάφραση: Bagasse
Ελληνικός όρος:
Βαγόνι
Αγγλικός όρος:
Wagon

Μετάφραση: Wagon
Ελληνικός όρος:
Βαγοτομή
Αγγλικός όρος:
Vagotomy

Μετάφραση: Vagotomy
Ελληνικός όρος:
Βαζελίνη
Αγγλικός όρος:
Vaseline

Μετάφραση: Vaseline
Ελληνικός όρος:
Βαθμοί ελευθερίας
Αγγλικός όρος:
Degrees of freedom

Μετάφραση: Degrees of freedom
Ελληνικός όρος:
Βαθμολογημένο χαρτί
Αγγλικός όρος:
Ruled chart paper

Μετάφραση: Ruled chart paper
Ελληνικός όρος:
Βαθμονόμηση
Αγγλικός όρος:
Calibration

Μετάφραση: Calibration
Ελληνικός όρος:
Βαθμονομητής
Αγγλικός όρος:
Calibrant

Μετάφραση: Calibrant
Ελληνικός όρος:
Βαθμός
Αγγλικός όρος:
Grade

Μετάφραση: Grade
Ελληνικός όρος:
Βαθμός αποθείωσης
Αγγλικός όρος:
Desulphurisation rate

Μετάφραση: Desulphurisation rate
Ελληνικός όρος:
Βαθμός διασποράς
Αγγλικός όρος:
Degree of dispersion

Μετάφραση: Degree of dispersion
Ελληνικός όρος:
Βαθμός έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Extent of exposure

Μετάφραση: Extent of exposure
Ελληνικός όρος:
Βαθμός λεπτομέρειας
Αγγλικός όρος:
Level of detail

Μετάφραση: Level of detail
Ελληνικός όρος:
Βαθμός προστασίας περιβλημάτων
Αγγλικός όρος:
Degree of protection of enclosures

Μετάφραση: Degree of protection of enclosures
Ελληνικός όρος:
Βαθύς ήχος
Αγγλικός όρος:
Bass

Μετάφραση: Bass
Ελληνικός όρος:
Βάκιλλος
Αγγλικός όρος:
Bacillus

Μετάφραση: Bacillus

Ακολουθήστε μας