Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1585 - 1620 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Βαρίτωση (πνευμονοκονίωση οφειλόμενη σε εισπνοή βαρίτη)
Αγγλικός όρος:
Baritosis

Μετάφραση: Baritosis
Ελληνικός όρος:
Βάρος
Αγγλικός όρος:
Weight

Μετάφραση: Weight
Ελληνικός όρος:
Βάρος απόδειξης
Αγγλικός όρος:
Weight of evidence

Μετάφραση: Weight of evidence
Ελληνικός όρος:
Βάρος διαλυμένης ουσίας προς το συνολικό βάρος
Αγγλικός όρος:
Weight per weight

Μετάφραση: Weight per weight
Ελληνικός όρος:
Βάρος διαλυμένης ουσίας προς το συνολικό όγκο
Αγγλικός όρος:
Weight per volume

Μετάφραση: Weight per volume
Ελληνικός όρος:
Βαρούλκα
Αγγλικός όρος:
Winches

Μετάφραση: Winches
Ελληνικός όρος:
Βαρύ ισότοπο
Αγγλικός όρος:
Heavy isotope

Μετάφραση: Heavy isotope
Ελληνικός όρος:
Βαρύ μαζούτ
Αγγλικός όρος:
Heavy fuel oil

Μετάφραση: Heavy fuel oil
Ελληνικός όρος:
Βαρύ υδρογόνο
Αγγλικός όρος:
Deuterium

Μετάφραση: Deuterium
Ελληνικός όρος:
Βασενικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Vaccenic acid

Μετάφραση: Vaccenic acid
Ελληνικός όρος:
Βάση
Αγγλικός όρος:
Base

Μετάφραση: Base
Ελληνικός όρος:
Βασικεντρικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Basicentric system

Μετάφραση: Basicentric system
Ελληνικός όρος:
Βασικές απαιτήσεις ασφάλειας και υγείας
Αγγλικός όρος:
Essential Health and Safety Requirements, EHSRs

Μετάφραση: Essential Health and Safety Requirements, EHSRs
Ελληνικός όρος:
Βασική μελέτη
Αγγλικός όρος:
Key study

Μετάφραση: Key study
Ελληνικός όρος:
Βασική τιμή για την αξιολόγηση χημικής ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Key value for chemical safety assessment

Μετάφραση: Key value for chemical safety assessment
Ελληνικός όρος:
Βασικό έγγραφο
Αγγλικός όρος:
Base document

Μετάφραση: Base document
Ελληνικός όρος:
Βασιλικό νερό
Αγγλικός όρος:
Aqua regia

Μετάφραση: Aqua regia
Ελληνικός όρος:
Βαττόμετρο
Αγγλικός όρος:
Watt meter

Μετάφραση: Watt meter
Ελληνικός όρος:
Βαφές
Αγγλικός όρος:
Dyes

Μετάφραση: Dyes
Ελληνικός όρος:
Βαφή
Αγγλικός όρος:
Dyeing, painting

Μετάφραση: Dyeing, painting
Ελληνικός όρος:
Βαφή πούδρας (επίπαση)
Αγγλικός όρος:
Powder coating

Μετάφραση: Powder coating
Ελληνικός όρος:
Βάψιμο με ψεκασμό
Αγγλικός όρος:
Spray painting

Μετάφραση: Spray painting
Ελληνικός όρος:
Βγάλτε τα μολυσμένα ρούχα και πλύνετέ τα πριν τα ξαναχρησιμοποιήσετε
Αγγλικός όρος:
Take off contaminated clothing and wash before reuse

Μετάφραση: Take off contaminated clothing and wash before reuse
Ελληνικός όρος:
Βελγικό Ινστιτούτο Τυποποίησης
Αγγλικός όρος:
Institut Belge de Normalisation

Μετάφραση: Institut Belge de Normalisation
Ελληνικός όρος:
Βελόνες
Αγγλικός όρος:
Needles

Μετάφραση: Needles
Ελληνικός όρος:
Βέλτιστη απόκριση
Αγγλικός όρος:
Optimum function

Μετάφραση: Optimum function
Ελληνικός όρος:
Βέλτιστη διαθέσιμη τεχνική
Αγγλικός όρος:
Best Available Technique, BAT

Μετάφραση: Best Available Technique, BAT
Ελληνικός όρος:
Βέλτιστη ταχύτητα
Αγγλικός όρος:
Optimum velocity

Μετάφραση: Optimum velocity
Ελληνικός όρος:
Βελτιστοποίηση (μεθόδου)
Αγγλικός όρος:
Optimization

Μετάφραση: Optimization
Ελληνικός όρος:
Βελτίωση ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality improvement, QI

Μετάφραση: Quality improvement, QI
Ελληνικός όρος:
Βενζ[a]ανθρακένιο
Αγγλικός όρος:
Benz[a]anthracene

Μετάφραση: Benz[a]anthracene
Ελληνικός όρος:
Βενζαλακετόνη
Αγγλικός όρος:
Benzalacetone, 4-phenyl-3-buten-2-one

Μετάφραση: Benzalacetone, 4-phenyl-3-buten-2-one
Ελληνικός όρος:
Βενζαλακετοφαινόνη 2-
Αγγλικός όρος:
Chalcone, 2-benzalacetophenone, 1,3-diphenyl-1-propen-3-one

Μετάφραση: Chalcone, 2-benzalacetophenone, 1,3-diphenyl-1-propen-3-one
Ελληνικός όρος:
Βενζαλαλογονίδιο
Αγγλικός όρος:
Benzal halide

Μετάφραση: Benzal halide
Ελληνικός όρος:
Βενζαλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Benzaldehyde, benzenecarbaldehyde, benzoic aldehyde, phenylmethanal

Μετάφραση: Benzaldehyde, benzenecarbaldehyde, benzoic aldehyde, phenylmethanal
Ελληνικός όρος:
Βενζαλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Benzal chloride

Μετάφραση: Benzal chloride

Ακολουθήστε μας