Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1693 - 1728 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Βιοαυτογραφία
Αγγλικός όρος:
Bioautography

Μετάφραση: Bioautography
Ελληνικός όρος:
Βιογένεση
Αγγλικός όρος:
Biogenesis

Μετάφραση: Biogenesis
Ελληνικός όρος:
Βιοδιαθεσιμότητα
Αγγλικός όρος:
Bioavailability, biological availability

Μετάφραση: Bioavailability, biological availability
Ελληνικός όρος:
Βιοδυναμικό σύστημα συντεταγμένων
Αγγλικός όρος:
Biodynamic coordinate system

Μετάφραση: Biodynamic coordinate system
Ελληνικός όρος:
Βιο-ΕΤΒΕ
Αγγλικός όρος:
Bio-ETBE, ethyl-tertio-butyl-ether

Μετάφραση: Bio-ETBE, ethyl-tertio-butyl-ether
Ελληνικός όρος:
Βιοινόζη
Αγγλικός όρος:
Bio-inose

Μετάφραση: Bio-inose
Ελληνικός όρος:
Βιοκαύσιμα
Αγγλικός όρος:
Biofuels

Μετάφραση: Biofuels
Ελληνικός όρος:
Βιοκτόνα
Αγγλικός όρος:
Biocides

Μετάφραση: Biocides
Ελληνικός όρος:
Βιοκτόνο προϊόν
Αγγλικός όρος:
Biocidal product

Μετάφραση: Biocidal product
Ελληνικός όρος:
Βιολογία
Αγγλικός όρος:
Biology

Μετάφραση: Biology
Ελληνικός όρος:
Βιολογικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Biological properties

Μετάφραση: Biological properties
Ελληνικός όρος:
Βιολογικές Οριακές Τιμές
Αγγλικός όρος:
Biological Limit Values, BLV

Μετάφραση: Biological Limit Values, BLV
Ελληνικός όρος:
Βιολογικές παράμετροι
Αγγλικός όρος:
Biological parameters

Μετάφραση: Biological parameters
Ελληνικός όρος:
Βιολογική διαθεσιμότητα
Αγγλικός όρος:
Bioavailability, biological availability

Μετάφραση: Bioavailability, biological availability
Ελληνικός όρος:
Βιολογική παρακολούθηση
Αγγλικός όρος:
Biological monitoring

Μετάφραση: Biological monitoring
Ελληνικός όρος:
Βιολογική προσβολή
Αγγλικός όρος:
Biological attack

Μετάφραση: Biological attack
Ελληνικός όρος:
Βιολογικό περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Biological environment

Μετάφραση: Biological environment
Ελληνικός όρος:
Βιολογικοί θάλαμοι ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Biological safety cabinets

Μετάφραση: Biological safety cabinets
Ελληνικός όρος:
Βιολογικός κίνδυνος ή βιοκίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Biohazard

Μετάφραση: Biohazard
Ελληνικός όρος:
Βιολογικώς απαιτούμενο οξυγόνο
Αγγλικός όρος:
Biological oxygen demand

Μετάφραση: Biological oxygen demand
Ελληνικός όρος:
Βιολογικώς απαιτούμενο οξυγόνο
Αγγλικός όρος:
Biological oxygen demand, BOD

Μετάφραση: Biological oxygen demand, BOD
Ελληνικός όρος:
Βιομάζα
Αγγλικός όρος:
Biomass

Μετάφραση: Biomass
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανία
Αγγλικός όρος:
Industry

Μετάφραση: Industry
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανία γαλβανισμού
Αγγλικός όρος:
Electroplating industry

Μετάφραση: Electroplating industry
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικά απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Industrial waste

Μετάφραση: Industrial waste
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικά κράνη ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Industrial safety helmets

Μετάφραση: Industrial safety helmets
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικά πλυντήρια
Αγγλικός όρος:
Industrial laundry machinery

Μετάφραση: Industrial laundry machinery
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικά χημικά προϊόντα
Αγγλικός όρος:
Industrial chemicals

Μετάφραση: Industrial chemicals
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικές λυματολάσπες
Αγγλικός όρος:
Industrial effluent sludges

Μετάφραση: Industrial effluent sludges
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανική τοξικολογία
Αγγλικός όρος:
Industrial toxicology

Μετάφραση: Industrial toxicology
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανική υγιεινή
Αγγλικός όρος:
Industrial hygiene

Μετάφραση: Industrial hygiene
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανική χρήση
Αγγλικός όρος:
Industrial use

Μετάφραση: Industrial use
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικό ατύχημα
Αγγλικός όρος:
Industrial accident

Μετάφραση: Industrial accident
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικό ατύχημα μεγάλης έκτασης (ΒΑΜΕ)
Αγγλικός όρος:
Major industrial accident

Μετάφραση: Major industrial accident
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικό δάπεδο
Αγγλικός όρος:
Industrial floor

Μετάφραση: Industrial floor
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικοί αντιδραστήρες
Αγγλικός όρος:
Industrial reactors

Μετάφραση: Industrial reactors

Ακολουθήστε μας