Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1765 - 1800 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Βλέπε πληροφορίες του κατασκευαστή
Αγγλικός όρος:
See information supplied by the manufacturer

Μετάφραση: See information supplied by the manufacturer
Ελληνικός όρος:
Βλεφαρίδες ή μαστίγια
Αγγλικός όρος:
Flagellae

Μετάφραση: Flagellae
Ελληνικός όρος:
Βοηθήματα άντωσης ή σωσίβια
Αγγλικός όρος:
Buoyant aids

Μετάφραση: Buoyant aids
Ελληνικός όρος:
Βοηθητικό προσωπικό για την ιατρική της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occupational nursing

Μετάφραση: Occupational nursing
Ελληνικός όρος:
Βοηθητικό συνθέσεως
Αγγλικός όρος:
Co-formulant

Μετάφραση: Co-formulant
Ελληνικός όρος:
Βολόμετρο
Αγγλικός όρος:
Bolometer

Μετάφραση: Bolometer
Ελληνικός όρος:
Βολφράμιο ή τουνγκστένιο
Αγγλικός όρος:
Tungsten or wolfram (W)

Μετάφραση: Tungsten or wolfram (W)
Ελληνικός όρος:
Βοραδικυκλοεννεάνιο
Αγγλικός όρος:
Borabicyclononane, 9-BBN

Μετάφραση: Borabicyclononane, 9-BBN
Ελληνικός όρος:
Βόρακας (βόραξ)
Αγγλικός όρος:
Borax

Μετάφραση: Borax
Ελληνικός όρος:
Βόρακας (ένυδρος με 10 μόρια H2O)
Αγγλικός όρος:
Borate decahydrate

Μετάφραση: Borate decahydrate
Ελληνικός όρος:
Βόρακας (ένυδρος με 5 μόρια H2O)
Αγγλικός όρος:
Borate pentahydrate

Μετάφραση: Borate pentahydrate
Ελληνικός όρος:
Βοράνια
Αγγλικός όρος:
Boranes

Μετάφραση: Boranes
Ελληνικός όρος:
Βορικά άλατα νατρίου
Αγγλικός όρος:
Borate sodium salts

Μετάφραση: Borate sodium salts
Ελληνικός όρος:
Βορικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Boric acid

Μετάφραση: Boric acid
Ελληνικός όρος:
Βόριο
Αγγλικός όρος:
Boron, B

Μετάφραση: Boron, B
Ελληνικός όρος:
Βορνεόλη
Αγγλικός όρος:
Borneol

Μετάφραση: Borneol
Ελληνικός όρος:
Βορνίτης
Αγγλικός όρος:
Bornite

Μετάφραση: Bornite
Ελληνικός όρος:
Βοροϋδρίδιο του νατρίου
Αγγλικός όρος:
Sodium borohydrate

Μετάφραση: Sodium borohydrate
Ελληνικός όρος:
Βουλκανισμένο καουτσούκ
Αγγλικός όρος:
Vulcanized rubber

Μετάφραση: Vulcanized rubber
Ελληνικός όρος:
Βουλκανισμός
Αγγλικός όρος:
Vulcanization

Μετάφραση: Vulcanization
Ελληνικός όρος:
Βούρτσισμα αμυχών
Αγγλικός όρος:
Scratch brushing

Μετάφραση: Scratch brushing
Ελληνικός όρος:
Βουταδιένιο
Αγγλικός όρος:
Butadiene

Μετάφραση: Butadiene
Ελληνικός όρος:
Βουτανικό οξύ ή βουτυρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Butanoic acid, butyric acid

Μετάφραση: Butanoic acid, butyric acid
Ελληνικός όρος:
Βουτάνιο
Αγγλικός όρος:
Butane

Μετάφραση: Butane
Ελληνικός όρος:
Βουτανοδιόλη 1,4-
Αγγλικός όρος:
Butanediol 1,4-

Μετάφραση: Butanediol 1,4-
Ελληνικός όρος:
Βουτανόλη ή βουτυλική αλκοόλη ή μεθυλοπροπανόλη
Αγγλικός όρος:
Butanol,butyl alcohol, methyl propanol

Μετάφραση: Butanol,butyl alcohol, methyl propanol
Ελληνικός όρος:
Βουτανόνη ή μεθυλοαιθυλοκετόνη
Αγγλικός όρος:
Butanone, methyl ethyl ketone, MEK

Μετάφραση: Butanone, methyl ethyl ketone, MEK
Ελληνικός όρος:
Βουτένιο
Αγγλικός όρος:
Butene

Μετάφραση: Butene
Ελληνικός όρος:
Βουτενοδιοϊκό ανυδρίτης cis-
Αγγλικός όρος:
Maleic anhydrite, cis-butenedioic anhydrite

Μετάφραση: Maleic anhydrite, cis-butenedioic anhydrite
Ελληνικός όρος:
Βουτενοδιοϊκό οξύ cis-
Αγγλικός όρος:
Maleic acid, cis-butenedioic acid

Μετάφραση: Maleic acid, cis-butenedioic acid
Ελληνικός όρος:
Βουτενοδιοϊκό οξύ trans-
Αγγλικός όρος:
Fumaric acid, trans-butenedioic acid

Μετάφραση: Fumaric acid, trans-butenedioic acid
Ελληνικός όρος:
Βουτενοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Butenoic acid

Μετάφραση: Butenoic acid
Ελληνικός όρος:
Βουτενόλη
Αγγλικός όρος:
Butenol

Μετάφραση: Butenol
Ελληνικός όρος:
Βουτενόνη 2-
Αγγλικός όρος:
Methyl vinyl ketone, 2-butenone

Μετάφραση: Methyl vinyl ketone, 2-butenone
Ελληνικός όρος:
Βουτίνιο
Αγγλικός όρος:
Butyne, Ethylacetylene

Μετάφραση: Butyne, Ethylacetylene
Ελληνικός όρος:
Βουτίνιο 2-
Αγγλικός όρος:
Dimethylacetylene, 2-butyne

Μετάφραση: Dimethylacetylene, 2-butyne

Ακολουθήστε μας