Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1333 - 1368 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Αρτηρίες
Αγγλικός όρος:
Arteries

Μετάφραση: Arteries
Ελληνικός όρος:
Αρτηριοσκλήρωση
Αγγλικός όρος:
Atherosclerosis

Μετάφραση: Atherosclerosis
Ελληνικός όρος:
Αρυλαλογονίδιο
Αγγλικός όρος:
Aryl halide

Μετάφραση: Aryl halide
Ελληνικός όρος:
Αρύλιο
Αγγλικός όρος:
Aryl, Ar

Μετάφραση: Aryl, Ar
Ελληνικός όρος:
Αρυλοβρωμίδιο ή βρωμιούχο αρύλιο
Αγγλικός όρος:
Aryl bromide

Μετάφραση: Aryl bromide
Ελληνικός όρος:
Αρυλοχλωρίδιο ή χλωριούχο αρύλιο
Αγγλικός όρος:
Aryl chloride

Μετάφραση: Aryl chloride
Ελληνικός όρος:
Αρχεία ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality Records

Μετάφραση: Quality Records
Ελληνικός όρος:
Αρχείο δεξαμενής
Αγγλικός όρος:
Tank record

Μετάφραση: Tank record
Ελληνικός όρος:
Αρχείο μελέτης παραμέτρου
Αγγλικός όρος:
Endpoint study record

Μετάφραση: Endpoint study record
Ελληνικός όρος:
Αρχές ενεργοποίησης
Αγγλικός όρος:
Actuating principles

Μετάφραση: Actuating principles
Ελληνικός όρος:
Αρχές εργονομικού σχεδιασμού
Αγγλικός όρος:
Ergonomic design principles

Μετάφραση: Ergonomic design principles
Ελληνικός όρος:
Αρχές κατάταξης
Αγγλικός όρος:
Principles for classification

Μετάφραση: Principles for classification
Ελληνικός όρος:
Αρχές παρεκβολής
Αγγλικός όρος:
Bridging principles

Μετάφραση: Bridging principles
Ελληνικός όρος:
Αρχές προτεραιότητας
Αγγλικός όρος:
Principles of precedence

Μετάφραση: Principles of precedence
Ελληνικός όρος:
Αρχή (π.χ. διοικητική)
Αγγλικός όρος:
Authority

Μετάφραση: Authority
Ελληνικός όρος:
Αρχή (π.χ. πολιτικής ασφάλειας)
Αγγλικός όρος:
Principle

Μετάφραση: Principle
Ελληνικός όρος:
Αρχή της προφύλαξης
Αγγλικός όρος:
Precautionary principle

Μετάφραση: Precautionary principle
Ελληνικός όρος:
Αρχική έκθεση αξιολόγησης SIDS
Αγγλικός όρος:
SIDS Initial Assessment Report (SIDS SIAR)

Μετάφραση: SIDS Initial Assessment Report (SIDS SIAR)
Ελληνικός όρος:
Αρχική ιατρική εξέταση
Αγγλικός όρος:
Initial medical examination

Μετάφραση: Initial medical examination
Ελληνικός όρος:
Αρωματικά έλαια
Αγγλικός όρος:
Essential oil

Μετάφραση: Essential oil
Ελληνικός όρος:
Αρωματικά οξέα
Αγγλικός όρος:
Aromatic acids

Μετάφραση: Aromatic acids
Ελληνικός όρος:
Αρωματικές αλδεΰδες
Αγγλικός όρος:
Aromatic aldehydes

Μετάφραση: Aromatic aldehydes
Ελληνικός όρος:
Αρωματικές αμίνες
Αγγλικός όρος:
Aromatic amines

Μετάφραση: Aromatic amines
Ελληνικός όρος:
Αρωματικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Aromatic compounds

Μετάφραση: Aromatic compounds
Ελληνικός όρος:
Αρωματικές κετόνες
Αγγλικός όρος:
Aromatic ketones

Μετάφραση: Aromatic ketones
Ελληνικός όρος:
Αρωματικές υδραζίνες
Αγγλικός όρος:
Aromatic hydrazines

Μετάφραση: Aromatic hydrazines
Ελληνικός όρος:
Αρωματικοί υδρογονάνθρακες
Αγγλικός όρος:
Aromatic hydrocarbon

Μετάφραση: Aromatic hydrocarbon
Ελληνικός όρος:
Αρωματικοποίηση
Αγγλικός όρος:
Aromatization

Μετάφραση: Aromatization
Ελληνικός όρος:
Αρωματοβιομηχανία
Αγγλικός όρος:
Perfume industry

Μετάφραση: Perfume industry
Ελληνικός όρος:
Ασανσέρ
Αγγλικός όρος:
Elevator, lift

Μετάφραση: Elevator, lift
Ελληνικός όρος:
Ασάφεια ρόλου
Αγγλικός όρος:
Role ambiguity

Μετάφραση: Role ambiguity
Ελληνικός όρος:
Ασαφής προσέγγιση
Αγγλικός όρος:
Fuzzy behaviour

Μετάφραση: Fuzzy behaviour
Ελληνικός όρος:
Ασβέστιο ή κάλσιο
Αγγλικός όρος:
Calcium, Ca

Μετάφραση: Calcium, Ca
Ελληνικός όρος:
Ασβεστοκυαναμίδιο
Αγγλικός όρος:
Calcium cyanamide

Μετάφραση: Calcium cyanamide
Ελληνικός όρος:
Ασβεστόλιθος
Αγγλικός όρος:
Limestone

Μετάφραση: Limestone
Ελληνικός όρος:
Ασετυλίνη
Αγγλικός όρος:
Ethyne, acetylene

Μετάφραση: Ethyne, acetylene

Ακολουθήστε μας